της Ελένης Γελαστοπούλου, καθηγήτριας Υγιεινής, Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών
Μέχρι το Σάββατο 28 Μαρτίου 2020 έχουν καταγραφεί συνολικά πάνω από 645.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα του ιού Sars-CoV-2 σε όλο τον κόσμο, εκ των οποίων σχεδόν 300.000 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης και της Μεγάλης Βρετανίας (https://www.ecdc.europa.eu/en/cases-2019-ncov-eueea, https://www.worldometers.info/coronavirus/). Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, σχεδόν 30.000 άνθρωποι σε όλον τον κόσμο έχουν χάσει τη ζωή τους από τη νόσο Covid-19, εκ των οποίων 18.372 στην Ευρώπη. Η Γερμανία καταλαμβάνει την τρίτη θέση (53.340) στην Ευρώπη όσον αφορά τον αριθμό των κρουσμάτων, πίσω από την Ιταλία (92.472) και την Ισπανία (72.248). Όσον αφορά τους θανάτους, η Ιταλία έχει δηλώσει πάνω από 10.000 και η Ισπανία σχεδόν 6.000, ενώ στην Γερμανία καταγράφηκαν μόλις 400 θάνατοι.
Πολλοί αναρωτιούνται επομένως, γιατί η Γερμανία έχει, σε σύγκριση με την Ιταλία (όπως επίσης και την Ισπανία), τόσους λίγους θανάτους. Αυτή ήταν και μια επίμονη ερώτηση των φοιτητών μου στο μάθημα της Επιδημιολογίας, στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών, την οποία θα προσπαθήσω να απαντήσω. Είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί πολλούς ερευνητές, μέχρι και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας τον ίδιο.
Πολλές υποθέσεις συζητιούνται, όπως π.χ. το να οφείλεται αυτό στον «γερασμένο» πληθυσμό της Βόρειας Ιταλίας, στην ατμοσφαιρική ρύπανση, στους παράνομους(;) Κινέζους που ζουν και εργάζονται κάτω από δυσμενείς συνθήκες εκεί ή και σε άλλα γεγονότα. Όλα αυτά μπορεί να ισχύουν, αλλά μήπως πρέπει να δοθεί προσοχή και σε κάτι άλλο; Στις 2 Μαρτίου 2020 η Ιταλία είχε περίπου 1.700 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 35 θανάτους από COVID-19, ενώ η Γερμάνια 129 κρούσματα και κανέναν ακόμη θάνατο. Στη συνέχεια, ο αριθμός των κρουσμάτων και στις δύο χώρες αυξήθηκε ραγδαία, ωστόσο, όσον αφορά τους θανάτους από COVID, παρατηρήθηκαν μεγάλες διαφορές οι οποίες δεν εξηγούνται εύκολα.
28 Μαρτίου 2020 (4 εβδομάδες αργότερα) έχουμε στην Ιταλία 92.472 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 10.023 θανάτους (θνητότητα: 10,8%), ενώ στη Γερμανία 53.340 κρούσματα και 400 θανάτους (θνητότητα: 0,75%) [Δείκτης θνητότητας: αριθμός θανάτων (αριθμητής)/αριθμός κρουσμάτων (παρονομαστής)]. Μια τεράστια διαφορά, που βάσει των στοιχείων της Γερμανίας, θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπόθεση ότι η θνητότητα από τον SARS-CoV2 είναι λίγο μεγαλύτερη από την αντίστοιχη μιας συνηθισμένης γρίπης. Μήπως έτσι όμως οδηγούμαστε σε μεγάλη πλάνη;
Η Γερμανία είχε την «τύχη» να ανιχνεύσει πολύ νωρίς τα πρώτα εισαγόμενα κρούσματα στη Βαυαρία (28 Ιανουαρίου 2020) και να τα απομονώσει αποτελεσματικά. Ο ιός επομένως δεν εξαπλώθηκε από την αρχή της πρώτης ανίχνευσής του. Την ίδια περίπου εποχή θα πρέπει και στην Ιταλία να είχε σημειωθεί ένα πρώτο κρούσμα (ή και περισσότερα), αλλά να μην ανιχνεύτηκε και έτσι ο ιός μπόρεσε και εξαπλώθηκε χωρίς να γίνει αντιληπτός. Λίγο αργότερα, σημειώθηκαν οι πρώτοι θάνατοι (23 Φεβρουαρίου 2020) στην Ιταλία, ταυτόχρονα και με τα πρώτα κρούσματα (22 Φεβρουαρίου 2020) και μόλις τότε ξεκίνησαν άμεσα οι μαζικές εξετάσεις για τη μόλυνση με SARS-CoV-2. Επειδή υπήρχαν ήδη πολλοί που μολύνθηκαν, τα κρούσματα κυριολεκτικά εκτοξεύθηκαν, ταυτόχρονα όμως πρέπει να υπήρχε και ένας μεγάλος αριθμός μη επιβεβαιωμένων κρουσμάτων, ο οποίος παρέμενε ασυμπτωματικός.
Σε αντίθεση με την Ιταλία, η Γερμανία εμφάνισε αρκετές μέρες αργότερα νέες εισαγόμενες λοιμώξεις, οι οποίες οδήγησαν στην αύξηση των κρουσμάτων (οι παραθεριστές σκι από την Ιταλία έπαιξαν σίγουρα μεγάλο ρόλο στη διασπορά). Δεδομένου ότι η Γερμανία είχε ήδη προειδοποιηθεί και επιπλέον είχε τη δυνατότητα να διενεργήσει πολλά τεστ σε όλη τη χώρα και σε όλα τα εργαστήρια, ανιχνεύτηκαν εκεί σχετικά γρήγορα όλα τα νέα κρούσματα. Επομένως, η Γερμανία ξεκίνησε τα τεστ λίγο νωρίτερα συγκριτικά με την Ιταλία και τους πρώτους θανάτους (Ιταλία στις 22 Φεβρουαρίου 2020 έναντι Γερμανίας στις 9 Μαρτίου 2020). Κατά συνέπεια, είναι πολύ πιθανό στη Γερμανία να υπήρχε – τουλάχιστον στην αρχή ακόμα – μικρότερος αριθμός μη αναφερόμενων περιπτώσεων (επομένως ο παρονομαστής του ρυθμού θνητότητα να είναι «καλύτερος»). Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί ο πραγματικός παρονομαστής (αριθμός κρουσμάτων) στην Ιταλία πιθανόν να ήταν ήδη τότε πολύ μεγαλύτερος και έτσι η πραγματική θνητότητα να είναι πολύ χαμηλότερη από το τρομακτικό 10% που επί του παρόντος υπολογίζουμε (Ιταλία 10,6%, Γερμανία 0,75%). Μια πιο προσεκτική ματιά στη θνητότητα της Γερμανίας θα δείξει όμως ότι και εδώ οι αριθμοί δεν είναι «πραγματικοί» και υποδηλώνουν μια πιο ήπια πορεία. Γιατί;
Παρατηρώντας το διάγραμμα του Robert-Koch-Institut, διαπιστώνουμε ότι περισσότεροι από το 80% των ατόμων που είχαν θετικό αποτέλεσμα ανήκουν στην ομάδα των νέων, ενώ πολύ λιγότεροι στην ομάδα άνω των 60 ετών, που είναι και από τις πιο ευάλωτες (λόγω υποκείμενων νοσημάτων) ομάδες πληθυσμού.

Κατανομή ανά ηλικία και φύλο των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων, Robert-Koch-Institut, 28.3.2020
Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι τα περισσότερα κρούσματα εμφανίζονται στις μικρότερες ηλικιακές ομάδες, μιας και αυτές οι ομάδες ανήκουν στον ενεργό πληθυσμό. Και εάν υποθέσουμε ότι τα εισαγόμενα κρούσματα προήλθαν από τις οικογένειες που είχαν πάει για σκι στις περιοχές υψηλού κινδύνου της Ιταλίας, είναι αναμενόμενο ότι πρώτα θα εξαπλωθεί ο ιός στον εργαζόμενο πληθυσμό, στους μαθητές λυκείου και στους φοιτητές, που συναναστρέφονται μεταξύ τους. Ένα άλλο φαινόμενο που παρατηρείται είναι τα χαμηλά ποσοστά στις μικρότερες ηλικίες μαθητών και παιδιών προσχολικής ηλικίας, τα οποία θα μπορούσαν να αποδοθούν στο γεγονός ότι τα παιδιά σπάνια εμφανίζουν συμπτώματα ή, αν εμφανίσουν, είναι πολύ ήπια και κατά συνέπεια δεν υποβάλλονται σε εξετάσεις για τον κορονοϊό και σαφώς υποεκπροσωπούνται. Μέχρι να εξαπλωθεί η λοίμωξη στις άλλες πληθυσμιακές ομάδες, θα περάσει λίγος χρόνος και ό,τι μέτρα προστασίας και να ληφθούν, δεν θα μπορεί να εμποδιστεί η εξάπλωση του ιού και στις ευάλωτες αυτές ομάδες. Νωρίς ή αργότερα θα παρατηρήσουμε αυτό που συμβαίνει τώρα σε όλες τις χώρες, και φυσικά και στην Ελλάδα: ότι με κάποια καθυστέρηση θα εμφανιστούν και οι πρώτοι αναμενόμενοι θάνατοι από τον COVID-19.
Έκτοτε, και στη Γερμανία οι θάνατοι συνεχώς αυξάνονται και φαίνεται κάθε 2-3 μέρες να διπλασιάζονται (21 Μαρτίου: 45, 23 Μαρτίου: 94, 26 Μαρτίου: 198 θάνατοι). Στην Ιταλία, ο ρυθμός αύξησης των θανάτων στην αρχή της καταγραφής ήταν επίσης 2-3 μέρες, ενώ τις τελευταίες ημέρες φαίνεται ο διπλασιασμός να λαμβάνει χώρα κάθε 4-5 μέρες (19 Μαρτίου: 2.978, 24 Μαρτίου: 6.077, 28 Μαρτίου: 10.023 θάνατοι). Επομένως είναι αναμενόμενο, στην έναρξη μιας επιδημίας ή πανδημίας, να παρατηρούμε μια τέτοια εκθετική αύξηση, η οποία όμως στην πορεία θα επιβραδυνθεί και στη συνέχεια θα αποκλιμακωθεί. Να θυμίσω ξανά ότι πριν από τέσσερις εβδομάδες η Ιταλία είχε 35 θανάτους, ενώ σήμερα (28 Μαρτίου) μετράει πάνω από 10.000 νεκρούς. Η Γερμανία πριν από μία εβδομάδα είχε 45 θανάτους (21 Μαρτίου) και είναι εύλογο να θέσουμε το ερώτημα: πόσους θανάτους θα έχει σε τρεις εβδομάδες; Νομίζω όμως ότι δεν είναι δυνατόν να δώσουμε την απάντηση αυτήν τη στιγμή, παρά μόνο να την περιμένουμε.
Κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να προβλέψει πώς θα εξελιχθεί σε κάθε χώρα η εξάπλωση της πανδημίας. Ούτε πόσο μεγάλη θα είναι η αποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνονται με βάση τους πανδημικούς σχεδιασμούς σε κάθε χώρα. Και ούτε ποια απρόβλεπτα γεγονότα, όπως η ανακάλυψη μιας αποτελεσματικής θεραπείας, η ανάπτυξη ενός εμβολίου ή εντελώς απροσδόκητες επιδράσεις (κλίμα, μετάλλαξη του ιού κ.λπ.) θα έχουν οποιοδήποτε αντίκτυπο στην εξάπλωση ή την εξάλειψη της πανδημίας. Ελπίζω στο «best-case» και όχι στο «worst-case-scenario».