Του Σταύρου Λυγερού*
Διαπλοκή και Τύπος: Παραδοσιακά, ο Τύπος είχε κάποιου είδους διαπλοκή με την πολιτική και με τα οικονομικά συμφέροντα. Η διαφορά του σήμερα από το χθες είναι ότι παλαιότερα οι εφημερίδες στηρίζονταν στην κυκλοφορία τους. Άρα, είχαν μια κάποια οικονομική ανεξαρτησία, επειδή η κυκλοφορία ήταν η κύρια πηγή των εσόδων τους. Σταδιακά, κύρια πηγή των εσόδων τους έγινε η διαφήμιση. Πρόκειται για μια ποιοτική διαφορά.
Η διαπλοκή απέκτησε νέο περιεχόμενο. Για την ακρίβεια, τα media έπαψαν να είναι προσκολλημένα σε κόμματα και έγιναν θεραπαινίδες της ολιγαρχίας του χρήματος. Η ίδια η πολιτική εξουσία, άλλωστε, έχασε σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία της. Σταδιακά, διαμορφώθηκε το αμαρτωλό τρίγωνο. Η ισχυρή κορυφή είναι η ολιγαρχία του χρήματος, με τις δύο άλλες κορυφές, την πολιτική εξουσία και τα media, να λειτουργούν περισσότερο δορυφορικά παρά ανταγωνιστικά.
Στην προ κρίσης Ελλάδα, αυτό το αμαρτωλό τρίγωνο λειτούργησε σαν καρκίνωμα. Ήταν στυλοβάτης του μοντέλου πλασματικής ανάπτυξης, βασικά χαρακτηριστικά του οποίου ήταν όχι μόνο ο παρασιτισμός, η σπατάλη και ο ανορθολογισμός, αλλά και η κλεπτοκρατία. Η κρίση έβγαλε όλα αυτά στην επιφάνεια και τους προσέδωσε μία άλλη διάσταση.
Όταν το μοντέλο πλασματικής ανάπτυξης δεν μπορούσε πλέον να χρηματοδοτηθεί, κατέρρευσε, συμπαρασύροντας και το ανομολόγητο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στην άρχουσα τάξη και στη μικρομεσαία θάλασσα. Το περιεχόμενο αυτού του συμβολαίου συνοψίζεται στο εξής μήνυμα που εξέπεμπε η άρχουσα τάξη: «Μην ασχολείστε με τα χρυσοφόρα παιχνίδια διαπλοκής που λαμβάνουν χώρα στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και το πολιτικό σύστημα θα κάνει τα στραβά μάτια για τη διαφθορά στη δημόσια διοίκηση, για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή στους μικρομεσαίους, για την αυθαίρετη δόμηση και για διάφορα άλλα ανομικά φαινόμενα.»
Όταν ακυρώθηκε αυτό το ανομολόγητο κοινωνικό συμβόλαιο, συμπαρέσυρε και τον μεταπολιτευτικό δικομματισμό, το πολιτικό σύστημα που το εξέφραζε. Τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου και Ιουνίου 2012 είναι μόνο η αρχή των τεκτονικών αλλαγών στο πολιτικό-εκλογικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, έχουμε τέλος εποχής.
Έχει σημασία, σ’ αυτό το σημείο, να υπογραμμίσουμε ότι οι ελληνικές άρχουσες ελίτ έχουν μακρά παράδοση εξάρτησης. Όταν στις αρχές του 2010, με δική τους πρωταρχική ευθύνη, η Ελλάδα έφθασε στο χείλος του γκρεμού, επιβεβαίωσαν αυτή την παράδοση. Αντί, έστω και την τελευταία στιγμή, να επεξεργαστούν ένα εναλλακτικό εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, αντί να διαπραγματευτούν με την Τρόικα ένα βιώσιμο πρόγραμμα ανάταξης της ελληνικής οικονομίας, τα παρέδωσαν όλα. Έτρεξαν να κρυφτούν στην ποδιά των ξένων κηδεμόνων.
Οι πιο θρασείς εκπρόσωποι αυτών των ελίτ, μάλιστα, κουνάνε το δάχτυλο στην κοινωνία. Οι άρχουσες ελίτ νόμιζαν ότι η Τρόικα θα βάλει χέρι μόνο στη δημόσια περιουσία και στα εισοδήματα της μικρομεσαίας θάλασσας. Με καθυστέρηση, αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι θα βάλει χέρι και στις εξασθενημένες από την ύφεση ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η εσωτερική υποτίμηση, την οποία τόσο ύμνησαν, έχει κι αυτή τη διάσταση.
Οι δανειστές θα βάλουν χέρι και στις τράπεζες και μέσω των τραπεζών θα ελέγξουν και τα media. Τέρμα οι προνομιακές δανειοδοτήσεις. Τα παραπάνω έχουν μεγάλη σημασία για να δούμε τον ρόλο των μέχρι τώρα κατεστημένων media. Η κοινωνία, πάντως, δεν πρόκειται να συνταχθεί με τούς κάθε είδους ολιγάρχες, οι οποίοι νιώθουν να απειλούνται από την Τρόικα και τώρα αρχίζουν να μιλάνε δειλά για αφελληνισμό επιχειρήσεων και ΜΜΕ.
Στην Ελλάδα μιας κρίσης που συνεχώς οξύνεται και παράγει ολοένα και περισσότερα οικονομικά και κοινωνικά ερείπια, η ανάγκη για πραγματική δημοσιογραφία έχει αποκτήσει ζωτική σημασία. Δεν έχει σημασία η μορφή της δημοσιογραφίας, αν θα είναι μέσω εφημερίδων, ραδιοσταθμών, τηλεοπτικών καναλιών ή μέσω διαδικτύου. Αυτά είναι οχήματα. Το ζητούμενο είναι η ποιότητα. Και η ποιότητα δεν εξασφαλίζεται με τη νοοτροπία του «τζάμπα».
Η δημοσιογραφική παραγωγή είναι ένα προϊόν. Κάποιοι εργάζονται για να προκύψει ένα ρεπορτάζ, μία έρευνα, ένα σχόλιο ή μία newsanalysis. Κι αυτοί πρέπει να πληρωθούν. Όποιος έχει την απαίτηση ή απλώς έχει εθιστεί να βρίσκει τα πάντα δωρεάν στο διαδίκτυο, υπονομεύει την ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας. Ο δημοσιογράφος που δεν πληρώνεται από τους αναγνώστες του, τους ακροατές τους, τους τηλεθεατές του ή τους χρήστες του διαδικτύου γρήγορα θα εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία, ή θα συνεχίσει επειδή πληρώνεται από άλλους, απ’ όσους ενδιαφέρονται να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Όποιος θέλει να έχει ένα ποιοτικό δημοσιογραφικό προϊόν με απαιτήσεις ανεξαρτησίας, πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να το έχει δωρεάν.
Αυτό έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία, επειδή διανύουμε μια μεταβατική περίοδο. Βρισκόμαστε σε ιστορική καμπή. Το παραδοσιακό σύστημα εξουσίας αποδομείται και το νέο δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί. Η εξέλιξη αυτή θα επηρεάσει αποφασιστικά και τα ΜΜΕ. Το νέο τοπίο στα ΜΜΕ δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι καλύτερο. Θα εξαρτηθεί από την τροπή που θα πάρουν οι εξελίξεις στο πολιτικό επίπεδο.
Η ολιγαρχία του χρήματος προσπαθεί να “κινεζοποιήσει” την εργασία στην Ευρώπη, να καταλύσει το Κοινωνικό Κράτος και κατ’ επέκταση και το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο. Η αρχή έγινε από τον πιο αδύναμο κρίκο, την Ελλάδα, την οποία έχουν μετατρέψει σε πειραματόζωο. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν στην Ελλάδα θα υπάρξει μία δημοσιογραφία η οποία θα εκφράσει την αντίσταση της κοινωνίας.
Η πείρα του παρελθόντος δείχνει ότι οι καλές προθέσεις δεν αρκούν. Η αναδιάταξη των αρχουσών ελίτ θα επιφέρει και μια αναδιάταξη στην κατεστημένη δημοσιογραφία. Αυτοί που έχουν τα χρήματα, όμως, μπορούν εύκολα να μεταλλάξουν παραδοσιακά συγκροτήματα ΜΜΕ ή ακόμα και να δημιουργήσουν νέα.
Μην ξεχνάμε ότι, στο ιδεολογικό επίπεδο, τα κατεστημένα media διεκπεραιώνουν τη θεραπεία-σοκ στην Ελλάδα. Λειτουργούν ως μηχανισμός για την επιβολή των εκβιαστικών διλημμάτων στην κοινωνία. Μετατρέπουν ζωτικής σημασίας πολιτικά ζητήματα σε αναμφισβήτητο μονόδρομο, σβήνοντας κάθε δυνατότητα εναλλακτικής λύσης στο επικοινωνιακό επίπεδο. Το καταφέρνουν με όπλο την καλλιέργεια του φόβου. Είναι οι διαχειριστές του φόβου. Η συνταγή, βεβαίως, δεν είναι δική τους. Έχει έρθει ντελίβερι.
Στην πραγματικότητα, συνεχίζουν με άλλη μορφή μια θλιβερή παράδοση. Ας μην ξεχνάμε ότι τα ΜΜΕ ως σύνολα, αλλά και μια σημαντική μερίδα δημοσιογράφων, έπαιξαν επικερδώς ρόλο μεσάζοντα σε χρυσοφόρα παιχνίδια διαπλοκής. Από οικονομικής απόψεως, λειτούργησαν ως παράσιτα και από θεσμικής ως υπονομευτές του Κράτους Δικαίου και κατ’ επέκταση της δημοκρατίας.
Τα media έπαιξαν καθοριστικό ρόλο την άνοιξη του 2010, όταν πρωτοετέθη στην ελληνική κοινωνία το δίλημμα “Μνημόνιο ή χρεοκοπία”. Είπαν στους Έλληνες ότι αν αντιστέκονταν θα έχαναν μισθούς, συντάξεις και καταθέσεις. Έτσι, οι Έλληνες αποδέχθηκαν περικοπές, ελπίζοντας ότι σύντομα η κρίση θα ήταν παρελθόν. Τους έλεγαν, άλλωστε, ότι στα τέλη του 2011, ή το αργότερο στις αρχές του 2012, η Ελλάδα θα έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και θα έχει επιστρέψει στις Αγορές!
Με την πάροδο του χρόνου, η ελπίδα μαράθηκε και τη θέση της πήρε η απόγνωση. Κι όσο η απόγνωση συσσωρεύεται, τόσο μετατρέπεται σε οργή. Στην προσπάθειά της να ανασχέσει τη λαϊκή οργή, η «παράταξη του Μνημονίου» επιστράτευσε την ιδεολογική ηγεμονία του ευρώ. Η απειλή εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ έπαιξε ανασχετικό ρόλο στην εκδήλωση της κοινωνικής οργής, αλλά δεν είναι αυτή η κύρια αιτία των υποτονικών κοινωνικών αντιδράσεων.
Υπενθυμίζουμε ότι το κίνημα των Αγανακτισμένων το 2011 είχε προσλάβει μεγάλες διαστάσεις. Το κίνημα αυτό ξεθύμανε, επειδή δεν έβγαζε πουθενά. Ήταν η ύστατη προσπάθεια της κοινωνίας να αντιμετωπίσει την επίθεση που δέχεται με ειρηνικές διαμαρτυρίες, ήταν η ύστατη κραυγή απόγνωσης.
Σήμερα, η μεγάλη μάζα των πολιτών δεν συμμετέχει στις διαδηλώσεις όχι επειδή υποτάχθηκε, αλλά επειδή έχει πεισθεί ότι δεν μπορούν να επηρεάσουν την ασκούμενη πολιτική. Και δεν μπορούν να την επηρεάσουν, επειδή τη χώρα δεν την κυβερνάει η κυβέρνηση, αλλά η Τρόικα. Προς το παρόν, οι πολίτες προσπαθούν να επιβιώσουν. Όσο, όμως, η κοινωνική οργή συσσωρεύεται χωρίς να εκδηλώνεται, τόσο πιο πιθανή γίνεται μία τυφλή κοινωνική έκρηξη. Έκρηξη, η οποία μπορεί να προέλθει από ασήμαντη αφορμή, από ένα λάθος σφύριγμα διαιτητή!