Του Κωνσταντίνου Ι. Αγγελόπουλου *
Διαπλοκή εκδοτών και δημοσιογράφων, διαφθορά στη δημοσιογραφία, λογοκρισία και αυτολογοκρισία.
Τρία θέματα, τυπικώς μόνον ξεχωριστά, διότι επί της ουσίας πρόκειται για την περιγραφή ενός προβλήματος που θα μπορούσε να έχει σήμερα τίτλο «Δημοσιογραφία και Εξουσία». Βέβαια, δεν αγνοώ ότι, τα τελευταία χρόνια, οποιαδήποτε αναφορά σε «διαπλοκή», «διαφθορά» και «δημοσιογράφους» ερεθίζει σε μεγάλο βαθμό μια κοινωνική πλειοψηφία σε κάθε χώρα, καθώς οι πολίτες του κόσμου αισθάνονται –όχι άδικα– περικυκλωμένοι από δυνάμεις που υπηρετούν, στον δημόσιο χώρο, από διάφορες θέσεις, τους άρχοντες του Χρήματος.
Και πράγματι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα μέσα ενημέρωσης προσφέρονται, από τη φύση τους, για «αξιοποίηση» από τους Ισχυρούς του κόσμου, οι οποίοι μάλιστα εδώ και μία 25ετία σημειώνουν διαρκώς νίκες, ανεμίζοντας τα λάβαρα της Παγκοσμιοποίησης πάνω από τα ηττημένα στρατεύματα της Πολιτικής.
Η Πληροφόρηση, από δημόσιο αγαθό των Δημοκρατιών, εύκολα γίνεται όργανο στυγνής αντι–κοινωνικής προπαγάνδας, εξαπάτησης του κοινού και υπεράσπισης ειδικών συμφερόντων, όταν περνάει στον έλεγχο ισχυρών και καλά οργανωμένων δυνάμεων που εκτιμούν ως ύψιστο αγαθό (τους) την αύξηση των κερδών τους.
Όμως, τα πράγματα σ’ αυτή τη δημοφιλή στο κοινό υπόθεση ήσαν σίγουρα περίπλοκα και πριν από τη θεαματική επέλαση των οικονομικών Βανδάλων του λευκού περιλαιμίου στα πεδία της πολιτικής. Και καλό είναι να σημειωθεί πριν απ’ όλα, ως μία χρήσιμη υπενθύμιση στο ξεκίνημα κάθε προσέγγισης του ζητήματος της δημοσιογραφίας, μία κεφαλαιώδης αντίφαση που βρισκόταν πάντοτε στο κέντρο του προβλήματος: η πληροφόρηση είναι σημαντικό αγαθό ΔΗΜΟΣΙΟΥ συμφέροντος, που χρηματοδοτείται από ΙΔΙΩΤΙΚΑ συμφέροντα, τους επιχειρηματίες –εκδότες και ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης.
Έτσι, το μεγάλο «στοίχημα» διαρκείας ήταν και είναι το κατά πόσον μπορεί να συνδυάζονται σε ένα έντυπο, σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό, σε ένα τηλεοπτικό δίκτυο η υποχρέωση για καθαρή, αντικειμενική πληροφόρηση του κοινού με τον «απέναντι», θεμιτό καταρχήν, στόχο του χρηματοδότη-επιχειρηματία για τον προσπορισμό κέρδους, και πάντως για την αποφυγή οικονομικής ζημίας. Οι δυσκολίες μεγαλώνουν, εννοείται, με τις «παρεμβολές» της πολιτικής εξουσίας σε δημοσιογραφικούς-εκδοτικούς χώρους.
Σ’ αυτό το πεδίο κρίνεται, λοιπόν, η αποτελεσματικότητα μιας ασκούμενης δημοσιογραφίας. Η πνευματική και ηθική δύναμη του εργαζόμενου δημοσιογράφου παλεύει πολλές φορές με τις προθέσεις, τις επιθυμίες και την ισχύ των εργοδοτών του. Εδώ μπορεί να εντοπιστεί το εάν και το κατά πόσον μιας «διαπλοκής». Σε κάθε ΜΜΕ, ανάλογα με την ποιότητα και τους στόχους μιας επιχειρηματικής μιντιακής δύναμης, οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν συνθήκες που τους δίνουν τέσσερις επιλογές:
α) άσκηση τίμιας δημοσιογραφίας β) εργασία με ανοχή σε μια «μικτή» κατάσταση (πληροφόρηση, αλλά με κάποιες «εκπτώσεις» γ) προθυμία κατάθεσης της δημοσιογραφικής συνείδησης στον βωμό προσωπικών φιλοδοξιών και φαντασιώσεων ισχύος και δ) πλήρης και οριστική υποταγή στα συμφέροντα των εκδοτών-ιδιοκτητών και των κάθε είδους «ισχυρών» φίλων τους. Εδώ αγγίζουμε την περίπτωση της καθαρής «διαπλοκής».
Η δημοσιογραφία είναι άθλημα ατομικό και κάθε υπηρέτης της έχει προσωπική ευθύνη για κάθε επιλογή του. Προσωπική παιδεία και βαθμός πνευματικής καλλιέργειας, ηθικές αρχές, σχέσεις με το χρήμα, αδυναμίες και συμπλέγματα κοινωνικά κρίνουν τις συμπεριφορές των δημοσιογράφων σε έντυπα και ραδιοτηλεοπτικά μέσα.
Αν ένας δημοσιογράφος αποφασίσει να ενταχθεί στα «συστήματα» της πολιτικής-οικονομικής εξουσίας, να συνταχθεί με τα «αφεντικά» του και τις «διαπλοκές», τότε συγκατοικεί και με τη διαφθορά. Λογοκρισία και η αυτολογοκρισία απουσιάζουν ή ανθούν κατά περίπτωση. Βέβαιο είναι, πάντως, ότι αν ένας δημοσιογράφος εισπράττει τη βαθιά αντιπάθεια ισχυρών πολιτικών παραγόντων και αρχόντων του Χρήματος, τότε δεν πρέπει να αμφιβάλλει ότι κάνει σωστά τη δουλειά του
Όλα τα παραπάνω μπορεί να συμβαίνουν, να παρατηρούνται, να αναλύονται και να κρίνονται τόσο σε σχέση με την εθνική κατάσταση σε κάθε χώρα σε συγκεκριμένες περιόδους, όσο και με τη διεθνή πραγματικότητα. Τα μέσα ενημέρωσης σε κάθε χώρα διαμόρφωσαν στη διαδρομή του χρόνου τις επιχειρηματικές δομές τους, τη μορφή, τον πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα τους, εμφάνισαν ιδιαίτερες αρετές και ελαττώματα και προσέλκυσαν ανάλογο αναγνωστικό κοινό, σε συνάρτηση με την ποιότητα και την έκταση της παραγωγικής βάσης της χώρας, με τον βαθμό καλής λειτουργίας της Δημοκρατίας, του κράτους Δικαίου και της ποιότητας της παρεχόμενης δημόσιας εκπαίδευσης.
Από τον συνδυασμό όλων αυτών ορίζεται ένα «περιβάλλον», στο οποίο διαμορφώνεται και η γενική ποιότητα και λειτουργία της Δημοσιογραφίας. Από εκεί και πέρα, οι ειδικές ποιότητες και λειτουργίες, οι κρίσιμες «λεπτομέρειες» ορίζονται από ατομικές οντότητες, από τις επιδόσεις και τις αντοχές των υπηρετών του δημόσιου αγαθού της πληροφόρησης και του ελέγχου της εξουσίας.
Σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, η δύναμη των επελάσεων του Χρήματος έχει όχι μόνο περιορίσει την Πολιτική σε ρόλους διαχείρισης των «δεδομένων» που επιβάλλει η Παγκοσμιοποίηση, αλλά επιπλέον οδηγεί τα πράγματα και σε μια ταπεινωτική υποβάθμιση των πολιτικών ηγεσιών και σε υποχώρηση των Δημοκρατιών σε θεσμικό και λειτουργικό επίπεδο. Η επέλαση των πανίσχυρων όσο και πνευματικά άξεστων νέων αρχόντων πλήττει έναν ολόκληρο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, τον οποίον η Αυτοκρατορία του Χρήματος φυσιολογικά απεχθάνεται.
Έτσι, η κατάσταση που διαμορφώνεται σήμερα στην Ευρώπη και σε όλα τα δημοκρατικά καθεστώτα του κόσμου περιλαμβάνει φυσικά στο «πρόγραμμα» και το στοιχείο της αλλοίωσης και κατάργησης των αρχών και όρων που διέπουν την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος.
Τα ΜΜΕ καλούνται να «ευθυγραμμιστούν» με τις νέες οικονομικές «τεχνολογίες», με τις ανάγκες των «νέων καιρών», δηλαδή με τις «ανάγκες» που προκύπτουν από τα αχαλίνωτα πάθη της νέας διεθνούς κερδοσκοπίας, η οποία στην ουσία καταργεί τον καπιταλισμό που γνώρισαν οι κοινωνίες και την οικονομική «ηθική» που αυτός μπορούσε να επικαλείται, όταν ήταν συνδεμένος με την παραγωγή.
Οι δημοσιογράφοι πρέπει ή να τεθούν υπό πλήρη έλεγχο ή να οδηγηθούν σε «έξοδο» από τα «καθιερωμένα» ΜΜΕ και να περιοριστούν στους στενούς δρόμους και στα σοκάκια μιας περιθωριακής δημοσιογραφίας. Αυτοί οι στόχοι έχουν ήδη επιτευχθεί σε σημαντικό σταθμό στα πεδία της ιδιωτικής τηλεόρασης και οι αντίπαλοι των ισχυρών «διαπλεκόμενων» εντοπίζονται στα κείμενα εντύπων και ιστοσελίδων που διατηρούν ακόμη σθένος και ανεξαρτησία, με στόχο να προσφέρουν στο κοινό αποκαλυπτικά ρεπορτάζ, αναλύσεις και σχόλια.
Αναμενόμενο αυτό και απόλυτα εξηγήσιμο. Η νέα Αυτοκρατορία είναι, από την αδηφάγο φύση της, ορκισμένος αντίπαλος της αστικής κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και του πολιτισμού που σχηματίστηκε γύρω από αυτήν, στη βάση μιας ελεύθερης, αλλά όχι ασύδοτης, οικονομίας και στη βάση ανθρωπιστικών αξιών που όρισαν, μεταξύ άλλων, και το ονομαζόμενο «κοινωνικό κράτος» σε κάθε δημοκρατική χώρα της Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σ’ αυτόν τον αστικό πολιτισμό, τα μέσα ενημέρωσης μπορούσαν να διατηρούν στους κόλπους τους πολλές ελεύθερες φωνές, ελεγκτές των αυθαιρεσιών και των «μυστικών» κάθε εξουσίας.
Οι ισχυροί της πολιτικής και της οικονομίας πάντοτε προσπαθούσαν βεβαίως να «επηρεάζουν» με διάφορους τρόπους τα μέσα ενημέρωσης, αλλά οι κώδικες λειτουργίας της αστικής Δημοκρατίας, οι ποιότητες της καθεστηκυίας τάξης και μαζί των εκδοτών-επιχειρηματιών έβαζαν κάποιους «όρους» στη διεξαγωγή των «πολέμων» της δημοσιογραφίας με την εξουσία και των μεταξύ τους «σχέσεων».
Τα «διαπλεκόμενα συμφέροντα» υπήρχαν, βεβαίως, αλλά όχι ως αποδεκτό «φυσιολογικό» φαινόμενο σχέσεων της ελεύθερης αγοράς με την πολιτική εξουσία. Υπήρχαν ως «ακραία» φαινόμενα, ως «εξαιρέσεις» και όταν παρήγαγαν σκάνδαλα (που αποκαλύπτονταν σχεδόν πάντοτε από δημοσιογραφική έρευνα), η άρχουσα τάξη τα καταδίκαζε αναγκαστικά, προκειμένου να διασφαλίσει την υπόσταση της και το κύρος της απέναντι στην κοινωνία, αλλά και στην αγορά. Αυτά έπαψαν να ισχύουν προς τα τέλη του 20ου αιώνα, με τη συγκρότηση της νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης.
Και σήμερα, πλέον, η κατάπτωση του «κλασσικού» καπιταλισμού και η μεγάλη άνθηση των τυχοδιωκτικών δυνάμεων του Χρήματος, οι οποίες καταφέρουν θανάσιμα πλήγματα στις αστικές Δημοκρατίες, δημιούργησαν αναπόφευκτα ένα ζοφερό τοπίο και στον χώρο της δημοσιογραφίας.
Σ’ αυτό το τοπίο, που φιλοξενεί πια στους κόλπους του νέου τύπου ομάδες «επιρροής» και ουκ ολίγους «αμαρτωλούς», η δουλειά του δημοσιογράφου που επιθυμεί να ασκήσει με συνέπεια τη δημοσιογραφία έγινε εξαιρετικά δύσκολη –καμιά φορά και αδύνατη.
Ο ρόλος των ΜΜΕ άλλαξε σε σημαντικό βαθμό, κάτω από τους σκληρούς ελέγχους και τις απαιτήσεις του Χρήματος. Και τα ιδιωτικά τηλεοπτικά δίκτυα, κυρίαρχα, προωθούν μία «νέα δημοσιογραφία», ευθέως ανάλογη με την ποιότητα και τους στόχους των δυνάμεων που την χρηματοδοτούν. Η κανονική Δημοσιογραφία οδηγείται σε «έξοδο».