του Λεωνίδα Βατικιώτη
Υπάρχει κάτι ακόμη πιο αντιδραστικό, ακόμη περισσότερο οπισθοδρομικό από την αδυναμία των αυξήσεων στον βασικό μισθό να εξασφαλίσουν την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, από την μείωση δηλαδή του πραγματικού μισθού. Είναι η μετατροπή των ανακοινώσεων για την αύξηση του βασικού μισθού σε πολιτικό εργαλείο στα χέρια της κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας όσο περνάει ο καιρός είναι εμφανές ότι θα κριθεί από την διαχείριση της στο επίπεδο της οικονομίας. Κι ως τώρα οι επιδόσεις της είναι απογοητευτικές. Βάσει της πρόσφατης δημοσκόπησης της Alco στο ερώτημα «ποιο είναι το βασικό κριτήριο για να επιλέξετε κόμμα που θα ψηφίσετε στις εκλογές» η πλειοψηφία (28%) απαντάει η οικονομία. Και ακολουθεί η στήριξη της κοινωνίας (24%). Στο ερώτημα δε, αν «συνολικά τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας έχουν βοηθήσει το νοικοκυριό σας» οι απαντήσεις ταλαντεύονται, με το 34% να απαντά λίγο και το 33% να απαντά καθόλου.
Σε αυτή την κατάσταση της λεπτής ισορροπίας η κυβέρνηση της ΝΔ χρησιμοποιεί την αύξηση του βασικού μισθού ως πολιτικό εργαλείο.
Ωστόσο, η αύξηση του βασικού μισθού αποσπάστηκε από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και περιήλθε στα χέρια της εκάστοτε κυβέρνησης, που αποφασίζει για το ύψος τους, με τον Μνημονιακό νόμο 4093/2012, βάσει του οποίου εγκρίθηκε το Μεσοπρόθσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016. Στον συγκεκριμένο νόμο, μνημείο κρατικού αυταρχισμού της περιόδου έκτακτης ανάγκης που εισήγαγαν τα Μνημόνια, προβλέπεται στο άρθρο ΙΑ.11: «Θεσπίζεται νέο σύστημα καθορισμού νόμιμου κατώτατου μισθού υπαλλήλων και ημερομισθίου εργατοτεχνιτών, το οποίο τίθεται σε ισχύ την 1.4.2013». Αποσαφηνίζει δε ότι «οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας». Έτσι τα μισθολογικά τέθηκαν εκτός διαπραγματεύσεων… Το πλαίσιο που αντικατέστησε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις καθορίσθηκε στη συνέχεια με το νόμο 4172/2013, προσφέροντας στις πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης δύο επιχρίσματα: ένα επιστημονικό κι ένα διαλόγου. Απέτυχαν ωστόσο από κοινού να κρύψουν τον κρατικό αυταρχισμό.
Το άρθρο απαγόρευσης των μισθολογικών διαπραγματεύσεων στις συλλογικές συμβάσεις, που τέθηκε ως όρος για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, αποδεικνύει ότι η διάσωση της Ελλάδας ισοδυναμούσε πρωτίστως με διάσωση της ελληνικής ολιγαρχίας. Η έξωση των μισθολογικών από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις που επέφερε το πάγωμα των κατώτατων μισθών ήταν εξυπηρέτηση προς τον ΣΕΒ που ήθελε να μετατρέψει την Ελλάδα σε χώρα φθηνού εργατικού δυναμικού, όπως και συνέβη… Το κύμα φυγής ειδικευμένου εργατικού δυναμικού που ακολούθησε σε πρώτη φάση και ανειδίκευτου σε δεύτερη φάση ήταν πιο προβλέψιμο κι από το κύμα ανατιμήσεων μετά την παύση της οικονομικής δραστηριότητας την περίοδο της πανδημίας.
Ενδιαφέρον δε, έχει πώς παρότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αναίρεσε, πλήρως ή μερικώς, πολλές από τις διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου, για παράδειγμα τις μισθολογικές μειώσεις στους πανεπιστημιακούς (καλώς) και στους παράγοντες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (κακώς), την συγκεκριμένη πρόβλεψη την άφησε ανέγγιχτη. Πιθανότατα για να μην συγκρουστεί με τον ΣΕΒ και την ΕΕ.
Με μια γενναία ωστόσο αύξηση που παραχώρησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2019, ύψους 11%, που ήταν και η πρώτη με το νέο καθεστώς, και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, επιχείρησε να αμβλύνει τις εντυπώσεις από την διατήρηση του αυταρχικού, μνημονιακού πλαισίου καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου. Σημασία ωστόσο έχει πώς και ο ΣΥΡΙΖΑ υπέκυψε στην γοητεία ένταξης των μισθολογικών αυξήσεων στα προεκλογικά του χαρτιά, μετατρέποντας ένα κορυφαίο πεδίο ταξικής αντιπαράθεσης σε μέσο διεύρυνσης της εκλογικής του δεξαμενής.
Καθόλου τυχαία στην Βουλή μιλώντας ο Γ. Ραγκούσης εκ μέρους της αντιπολίτευσης την Τρίτη 17 Ιανουαρίου ενώ επέκρινε την χρονική συγκυρία που επέλεξε η κυβέρνηση για να ανακοινώσει τις αυξήσεις, άφησε εκτός συζήτησης το πλέον ακανθώδες θέμα που είναι ποιος αποφασίζει για τις αυξήσεις: η κυβέρνηση ή οι εργαζόμενοι που θα μπορούν να κάνουν απεργίες ώστε να πιέσουν για υψηλότερες αυξήσεις;
Μείωση πραγματικού μισθού το 2022
Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν παραχώρησε αυξήσεις ούτε το 2020 ούτε το 2021, αποδεικνύοντας έτσι την αναντικατάστατη χρησιμότητα του νόμου για τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων. Οι διπλές αυξήσεις που έδωσε η κυβέρνηση το 2022 (2% την 1η Ιανουαρίου και 7,5% την 1η Μαΐου) οδηγώντας τον βασικό, μικτό μισθό από τα 650 ευρώ στα 713 δεν κατάφεραν να ακυρώσουν την διάβρωση που προκάλεσε ο πληθωρισμός. Μάρτυρας η εκτίμηση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για απώλειες της τάξης του 19% στις κατώτατες αποδοχές και 9-14% στις αποδοχές έως 1.100 ευρώ.
Φτάνουμε έτσι στο 2023, με τον αρμόδιο υπουργό Κωστή Χατζηδάκη να καταθέτει άρον – άρον στην Βουλή την Τρίτη 17 Ιανουαρίου την τροπολογία για την εκκίνηση της συμβουλευτικής διαδικασίας προσδιορισμού του κατώτατου μισθού, εν πολλοίς διακοσμητική μιας και η απόφαση για το ύψος των αυξήσεων ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην κυβέρνηση. Μάλιστα, η απόφαση επίσπευσης των χρονοδιαγραμμάτων ώστε οι αυξήσεις σε μισθούς και ημερομίσθια να χορηγηθούν την 1η Απριλίου, αντί της 1ης Μαΐου, επιβεβαιώνει ότι η κυβέρνηση οδηγεί τον μαυρογιαλουρισμό σε νέα ύψη, εμφανίζοντας ως μεγαλοψυχία και δείγμα γενναιοδωρίας και κοινωνικής της ευαισθησίας ένα μέτρο που όφειλε να αποτελεί υπόθεση των εργαζομένων! Επιδίδονται σε παροχές με τα απαγορευμένα δικαιώματά μας.
Η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη ωστόσο δεν αποδεικνύει μόνο πόσο βαθιά υποταγμένη είναι στον ΣΕΒ, που θεωρεί ζήτημα αρχής να μείνουν οι αυξήσεις εκτός διαπραγματεύσεων και στο έλεος των κυβερνήσεων. Αποδεικνύει επίσης και την υποκρισία της. Τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και ο αρμόδιος υπουργός Κ. Χατζηδάκης δεν χάνουν ευκαιρία να κατακεραυνώνουν το κράτος που ανακατεύεται «εκεί που δεν το σπέρνουν», ζητώντας εμμονικά λιγότερο κράτος, όταν θέλουν να παραχωρήσουν δημόσια αγαθά, όπως η ενέργεια, σε φίλους ολιγάρχες… Όταν όμως πρόκειται να απαγορεύσουν στους εργαζόμενους να διεκδικούν, εκεί οι «ασυμβίβαστοι» νεοφιλελεύθεροι μετατρέπονται στους πιο δογματικούς κρατικολάγνους, αναλαμβάνοντας δραστηριότητες, όπως η ανακοίνωση των μισθών, που μόνο δικτατορίες έχουν υπό την ευθύνη τους.
Σε κάθε περίπτωση δεν είναι μόνο το ύψος της αύξησης! Ο μνημονιακός νόμος για τον κατώτατο μισθό επέφερε συντριπτικό πλήγμα στους μισθούς και τα ημερομίσθια γιατί αφορώντας γύρω στους 650-700.000 εργαζόμενους μόνο, σε ένα σύνολο 4.138.000 εργαζομένων (γύρω δηλαδή στο 15%), δεν επιδρά ούτε στα υψηλότερα κλιμάκια (όσους δηλαδή αμείβονται με 800 ή 900 ευρώ), ούτε στις κλαδικές συμβάσεις.
Στην βάση των παραπάνω οι μεγαλοστομίες του Κ. Χατζηδάκη για έμπρακτη στήριξη των εργαζομένων είναι κενό γράμμα και προσπάθεια συγκάλυψης της επιδείνωσης της θέσης των εργαζομένων που φέρνει η κυβερνητική πολιτική. Αρκεί να σκεφτούμε ότι η πιθανολογούμενη αύξηση είτε κυμανθεί στο ελάχιστο 5,5% είτε στο μέγιστο 9,5% θα ωθήσει τον βασικό καθαρό μισθό στην καλύτερη περίπτωση στα 665 ευρώ (781 μικτά) και στη χειρότερη στα 643 ευρώ (752 μικτά). Με άλλα λόγια 100 ευρώ πιο κάτω από το επίπεδο των μσιθών πριν την ένταξη στα μνημόνια, όταν η δημόσια συζήτηση ζητούσε την κατάργηση του αίσχους της γενιάς των 750 ευρώ. Η Νέα Δημοκρατία σήμερα εμφανίζει τα 650 ευρώ ως δείγμα της φιλευσπλαχνίας της…