Του Σπύρου Α. Βρετού*
Τα μεγάλα, τα λεγόμενα «ιστορικά», γεγονότα ξαναμοιράζουν την τράπουλα με πολλούς –και συχνά απρόβλεπτους– τρόπους. Η Κυπριακή κρίση χρέους και τα επακόλουθά της, για παράδειγμα, ανέδειξαν σειρά σημαντικών ερωτημάτων σε ό,τι αφορά τη λειτουργία και τον ρόλο των μεγάλων, καθιερωμένων, «κατεστημένων» μέσων μαζικής επικοινωνίας –και ιδίως εκείνων που αναγνωρίζονται από τους περισσότερους ως έγκυρα και φερέγγυα.
Τα ερωτήματα άπτονται των βασικών δομικών στοιχείων της δημοσιογραφίας και της ενημέρωσης: της μεθοδολογίας, της ηθικής, της ανεξαρτησίας, της αξιοπιστίας, της διασταύρωσης στοιχείων. Μια αποσπασματική παράθεση ορισμένων από τα επιμέρους δεδομένα του ζητήματος ακολουθεί, η αξία της οποίας θα φανεί –ας ελπίσουμε– στη συνέχεια:
Στις 16 Φεβρουαρίου 2013, η εβδομαδιαία οικονομική επιθεώρηση The Economist δημοσίευσε ειδικό αφιέρωμα (special report) με θέμα «Offshore Finance». Στις 16 σελίδες του αφιερώματος, η Κύπρος αναφέρεται μονάχα μία φορά, σε έναν πίνακα με τίτλο «Ένας γρήγορος οδηγός των Offshore: επιλεγμένα χρηματοπιστωτικά κέντρα», στη σελίδα 5. Η αναφορά έχει ως εξής: «Κύπρος: υπό πίεση από την Ε.Ε. να εξηγήσει την αυξημένη χρήση από Ρώσους». Σε 11.944 λέξεις καθαρού κειμένου και 6 ιστογράμματα, ουδεμία άλλη αναφορά στο νησί υπάρχει.
Είκοσι μέρες αργότερα, στις 5 Μαρτίου, ο οικονομικός αναλυτής Ambrose Evans-Pritchard επισήμαινε στην εφημερίδα The Daily Telegraph: «Ειδικοί σε τραπεζικά θέματα λένε πως οι επιθέσεις κατά της Κύπρου χαρακτηρίζονται από έντονη σύγχυση.
Το μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού χρήματος είναι κατατεθειμένο σε κυπριακά υποκαταστήματα ρωσικών τραπεζών, όπως είναι η υπό κρατική ιδιοκτησία VTB, οι οποίες είναι ισχυρές σαν βράχοι, ή ακόμη και σε μεγάλες βρετανικές τράπεζες». Ο αρθρογράφος δεν αναφερόταν ονομαστικά σε κάποια συγκεκριμένη τράπεζα. Oι «μεγάλες τέσσερις» βρετανικές τράπεζες, ας θυμίσουμε, είναι οι Barclays, HSBC, Lloyds και RBS. εξ αυτών, σημαντική παρουσία στην Κύπρο φαίνεται να έχει μόνον η πρώτη.
Την ίδια μέρα, το γερμανικό περιοδικό Manager Magazine (που ανήκει στο συγκρότημα το οποίο εκδίδει και την επιθεώρηση Der Spiegel) δημοσίευε άρθρο με τίτλο «Για μια βοήθεια δισεκατομμυρίων: η Μέρκελ πιέζει την Κύπρο να καταπολεμήσει το ξέπλυμα χρήματος», το οποίο ξεκινούσε με τη διαπίστωση ότι: «η πίεση του Βερολίνου απέδωσε: η απειλούμενη με χρεοκοπία Κύπρος θα επιτρέψει να ελεγχθούν από ανεξάρτητους παρατηρητές οι κανόνες της για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος».
Στις 13 Μαρτίου, ο οίκος αξιολόγησης Moody’s έδωσε στη δημοσιότητα έκθεση στην οποία παρέθετε συγκεκριμένα στοιχεία. Σύμφωνα με δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg, «Ρώσοι πιστωτές και [ρωσικές] εταιρείες είχαν καταθέσεις ύψους 31 δισ. δολ. σε κυπριακές τράπεζες ή σε δικά τους υποκαταστήματα, στα τέλη του 2012, σύμφωνα με έκθεση της Moody’s με ημερομηνία 13 Μαρτίου. Τα υπόλοιπα 29 δισ. δολ. της συνολικής [ρωσικής] έκθεσης συνίστανται σε ρωσικά τραπεζικά δάνεια προς κυπριακές εταιρείες ρωσικής προέλευσης, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας».
Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, και πάντως καθ’ όλη τη διάρκεια της οξείας φάσης της κυπριακής κρίσης χρέους (14-30 Μαρτίου, δηλαδή από την παραμονή του πρώτου Eurogroup μέχρι την επομένη της δημοσιοποίησης του διατάγματος περί κουρέματος κατά 37,5%, «διακράτησης» του 22,5% και «παγοποίησης» του υπόλοιπου 40% των καταθέσεων άνω των 100.000 ευρώ), ο ευρωπαϊκός Τύπος –κατά βάση ο «ηπειρωτικός» αλλά και ο βρετανικός– και σε μικρότερο ποσοστό ο διεθνής κατακλύστηκαν από μακροσκελή κείμενα (υπό μορφή ρεπορτάζ, αναλύσεων, σχολίων, δηλώσεων, συνεντεύξεων και παραθέσεων πηγών), που περιέγραφαν την Κύπρο ως διεθνές κέντρο ξεπλύματος μαύρου χρήματος, «φορολογικό παράδεισο»5 και κόμβο διέλευσης κεφαλαίων Ρώσων ολιγαρχών και μαφιόζων οι οποίοι στόχο είχαν να φοροδιαφύγουν.
Υπήρξαν, βέβαια, εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, η ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Bloomberg Businessweek δημοσίευσε στις 19 Μαρτίου άρθρο6 στο οποίο επισημαινόταν ότι «η Κύπρος επ’ ουδενί είναι ο μεγαλύτερος –ή έστω ένας από τους μεγαλύτερους– εξωχώριους φορολογικούς παραδείσους».
Την κρίση ακολούθησε, τον Απρίλιο, ορυμαγδός αποκαλύψεων, οι οποίες οφείλονται στην Επιχείρηση «Offshore Leaks», μια εκτεταμένη και μακροχρόνια έρευνα που διεξήγαγαν 86 δημοσιογράφοι από 46 χώρες και από πληθώρα σημαντικών διεθνών ΜΜΕ (όπως το BBC, και οι εφημερίδες Sueddeutsche Zeitung, The Guardian, Le Monde, The Washington Post), υπό την αιγίδα του International Consortium of Investigative Journalists (ICIJ).
Το πρωτογενές υλικό δεν έχει καταστεί διαθέσιμο σε κάθε ενδιαφερόμενο. πάντως, οι αναφορές στην Κύπρο ήταν χαρακτηριστικά λιγότερες από τις αναφορές σε άλλα σημαντικότερα χρηματοοικονομικά κέντρα (στα οποία περιλαμβάνονται, πέραν των τροπικών παραδείσιων προορισμών, ευρωπαϊκά εδάφη όπως το Λίχτενσταϊν και τα νησιά της Μάγχης).
Σήμερα, και αφού έχει εν μέρει κατακάτσει ο αχός από την Κυπριακή «διάσωση» [που συνίσταται στην ουσιαστική αποδόμηση του χρηματοπιστωτικού τομέα της χώρας, ενός από τους δύο πυλώνες στους οποίους το νησί βάσισε την οικονομία του μετά την τουρκική εισβολή του 1974 –ο άλλος είναι ο τουρισμός, μαζί με την παραθεριστική κατοικία], ανεξάρτητοι παρατηρητές διαπιστώνουν ότι «το θέμα του υποτιθέμενου ξεπλύματος μαύρου χρήματος από τις κυπριακές τράπεζες –το υπ’ αριθμόν ένα θέμα στη Γερμανία αμέσως πριν από τη συμφωνία της Ευρωζώνης– φαίνεται να έχει παραχωθεί κάτω από το χαλί», όπως αναφέρει η Valentina Pop στον ιστότοπο EU Observer7.
Το ερώτημα που ανακύπτει, λοιπόν, είναι τι μεσολάβησε αίφνης και το ζήτημα του ξεπλύματος μαύρου χρήματος αναδύθηκε και εκτινάχθηκε στην κορυφή του ενδιαφέροντος λίγες μόλις μέρες πριν από τις δύο συνεδριάσεις του Eurogroup και στη συνέχεια υποχώρησε και βυθίστηκε, αμέσως μετά τη «λύση» που προκρίθηκε.
Ας παραμερίσουμε την «εύκολη» και κάπως συνωμοσιολογική υπόθεση ότι υπήρξε, ενδεχομένως, κάποια «διαρροή» εγγράφου ή «διοχέτευση» σημείων ενδιαφέροντος/bullet points προς επιλεγμένους δημοσιογράφους ή μέσα ενημέρωσης, η οποία στη συνέχεια ανακυκλώθηκε. Μήπως όμως λειτούργησαν τα ευρωπαϊκά (ει μη και τα παγκόσμια) ΜΜΕ με την ψυχολογία «αγκώνα-με-αγκώνα»/crowd instinct, αναδημοσιεύοντας (ας αποφύγουμε το «αναμασώντας») τις ίδιες πληροφορίες και/ή προσεγγίσεις; Και τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο για την ανεξαρτησία και την αξιοπιστία των δημοσιογράφων, την αυτοτέλεια και τη φερεγγυότητα των μέσων ενημέρωσης, την κατανομή των ρόλων στο πλαίσιο του διεθνούς συστήματος;
Παρόμοια ερωτήματα έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε μια εποχή όπου η ιδεολογημένη πραγμάτευση ενδέχεται να αναδεικνύεται ως σταθερά του συστήματος. Δηλαδή σε μια εποχή όπου το επικρατούν θεωρητικό υπόδειγμα/paradigm (φαίνεται να) βασίζεται σε λανθασμένους –ή τουλάχιστον αμφιλεγόμενους– υπολογισμούς. Λόγου χάρη, τον Οκτώβριο του 2012 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παραδέχθηκε ότι δεν είχε υπολογίσει σωστά τη βαρύτητα των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών/fiscal multipliers, δηλαδή την επίδραση της μεταβολής των δημοσίων δαπανών (συγκεκριμένα: των περικοπών των Προγραμμάτων Προσαρμογής) επί της μεταβολής του εθνικού εισοδήματος.8
Έξι μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 2013, μια ομάδα ερευνητών του University of Massachusetts Amherst εγκάλεσε τους Kenneth Rogoff και Carmen Reinhart για «λανθασμένη κωδικοποίηση, επιλεκτική παράλειψη διαθέσιμων δεδομένων και αντισυμβατική στάθμιση συνοπτικών στατιστικών [που] οδήγησαν σε σοβαρά λάθη».
Τα πρόδηλα –αν όχι χονδροειδή– λάθη αφορούσαν υπολογισμούς με τους οποίους οι δύο διάσημοι καθηγητές του Harvard εκτιμούσαν την επίδραση που έχει στην ύφεση η αύξηση του λόγου χρέους/ΑΕΠ μετά το κατώφλι του 90%.9 Ας σημειώσουμε ότι οι υπολογισμοί αυτοί «ενσωματώθηκαν» στο «δόγμα» με βάση το οποίο σχεδιάζονται τα Προγράμματα Προσαρμογής.
Τις ίδιες περίπου μέρες είδε το φως της δημοσιότητας και μια έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία διαπίστωνε ότι το μέσο γερμανικό νοικοκυριό ήταν φτωχότερο από το μέσο κυπριακό (και γενικότερα το μέσο νοικοκυριό των «χωρών των Μνημονίων» της Νότιας Ευρώπης). Η είδηση αυτή καλύφθηκε εκτενώς από τα ευρωπαϊκά και διεθνή μέσα ενημέρωσης και έδωσε την ευκαιρία για ανερμάτιστες συγκρίσεις και (σε τελευταία ανάλυση α-νόητες) αναλύσεις.
Όπως ανέφερε, βέβαια, εν παρενθέσει, η ίδια η έρευνα, «οι διακρατικές συγκρίσεις αποτελούν πραγματική πρόκληση, υπό την έννοια ότι θεσμικές ρυθμίσεις μεταξύ κρατών αναφορικά με διαφορετικές μεθόδους συνταξιοδοτικών αποταμιεύσεων, όπως παραδείγματος χάριν προαιρετικές ιδιωτικές έναντι κρατικών ή επαγγελματικών, ενδέχεται να είναι εξαιρετικά ουσιώδεις.
Μια βαθύτερη ανάλυση αυτών των διαφορών βρίσκεται εκτός των ορίων της παρούσας έκθεσης», παρατηρούσαν οι συντάκτες της. «Ή όπως θα το μετέφραζα, λιγότερο ευγενικά», σχολίαζε ο αρθρογράφος του Forbes.com, «είναι κομματάκι δύσκολο, οπότε δεν μπήκαμε στον μπελά να το κάνουμε».10
Τα γεγονότα αυτά καλύφθηκαν σχετικά εκτενώς από τα ευρωπαϊκά και διεθνή ΜΜΕ, τις περισσότερες όμως φορές μέσα από οπτική γωνία «τεχνοκρατική» –και πάντως συχνά χωρίς να επιχειρείται η εξαγωγή ουσιαστικών πολιτικών λειτουργικών συμπερασμάτων. Διότι πρέπει να επισημάνουμε ότι, παρά την παραδοχή αυτών των λαθών και αστοχιών, η επίσημη «γραμμή» παραμένει πως είναι αδιανόητη οποιαδήποτε αλλαγή στη ρότα της ακολουθούμενης περιοριστικής πολιτικής (δηλαδή της λιτότητας) στις «χώρες των Μνημονίων». Η άρνηση αυτή [συχνά έχει κανείς την αίσθηση πως] προσαρμόζει αλλόκοτα με μια «θεολογική» προσέγγιση, μια μεταμοντέρνα «υποταγή» σε ένα «δόγμα».
Στο πλαίσιο της αποστολής τους, στην οποία [επί αιώνες διδασκόμασταν και θεωρούσαμε ότι] τα έταξε ο Διαφωτισμός και ο Ορθολογισμός, η συμμετοχή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και ειδικότερα του Τύπου είναι καθοριστικής σημασίας σε αυτή τη συγκυρία. Ο ρόλος τους είναι ένα σημαντικό ζήτημα προς διερεύνηση. Προς εξέταση παραμένει επίσης ο χαρακτήρας του ορθολογισμού (ή, αντίστροφα, του ανορθολογισμού) στην ευρωπαϊκή και διεθνή, οικονομική και πολιτική, συζήτηση.