Tου Νεόφυτου Ασπριάδη*
Ριζικές αλλαγές στο διεθνές σκηνικό προκάλεσαν οι αντικυβερνητικές αναταραχές που ξέσπασαν στην Ουκρανία, στα τέλη του Ιανουαρίου του 2014, λόγω της αλλαγής και απομάκρυνσης από την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Σε επίπεδο διεθνών σχέσεων η αποτροπή φάνηκε να μην λειτουργεί αποτελεσματικά, ενώ ένας νέος τρόπος επικοινωνίας των πλευρών, που είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται δειλά τα τελευταία χρόνια, έγινε το κύριο μέσο έκφρασης της εξωτερικής πολιτικής. Αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος από τη χρήση της ρητορικής σε επίπεδο σκληρής πολιτικής και ως ένα καίριο μέσο έκφρασης της αποτροπής στην μεταψυχροπολεμική εποχή.
Η προσπάθεια των πλευρών –από τη μια, των κρατών της Ευρωατλαντικής περιοχής, από την άλλη, της Ρωσίας– να κυριαρχήσουν σε επικοινωνιακό επίπεδο και να επιτύχουν εσωτερική και διεθνή νομιμοποίηση, είναι το κύριο χαρακτηριστικό της κρίσης αυτής. Τα στρατεύματα και η διπλωματία συνέχονται και συνεργούν σε μια σύγκρουση στρατηγικής επικοινωνίας με επιδιώξεις ελέγχου των καταστάσεων και των συνειδήσεων της δημόσιας εσωτερικής και διεθνούς κοινής γνώμης.
Με πρώτη τη Ρωσία να επιδιώκει να κερδίσει τις εντυπώσεις και να νομιμοποιήσει τις ενέργειές της σε διεθνές επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα να κρατήσει την Ευρώπη και τις ΗΠΑ μακριά, ξεκίνησε ένας «πόλεμος» μηνυμάτων επιρροής της κοινής γνώμης και ανταγωνιστικών πλαισιώσεων του γεγονότος. Στόχος η κυριαρχία σε επικοινωνιακό επίπεδο, που με τη σειρά της θα καθιστούσε ευκολότερη τη στρατιωτική κυριαρχία αργότερα. Στο παρόν κείμενο εξετάζονται οι στρατηγικές επικοινωνιακής διαχείρισης των δυο πλευρών.
Οι επιχειρήσεις στρατηγικής επικοινωνίας περιελάμβαναν μια σειρά από στρατηγικές οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου γίνονταν όλο και πιο έντονες και συγκεκριμένες, και χωρίζονται σε τρεις περιόδους. Και τα δυο μέρη αξιοποίησαν τη στρατηγική πλαισίωση, το παίγνιο απόδοσης αιτιότητας και την κατασκευή φοβικών επιχειρημάτων.
Τα ΜΜΕ διαδραμάτισαν ένα σύνθετο ρόλο στην κρίση είτε παίζοντας το δικό τους παιχνίδι επιρροής και πίεσης προς τις κυβερνήσεις τους είτε τασσόμενα υπέρ του ενός ή του άλλου στρατοπέδου. Στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρατηρήθηκε μια συνταύτιση στην εξωτερική τους πολιτική ενώ υπήρξε και μια ταύτιση με τον Ευρωατλαντικό οργανισμό άμυνας, το ΝΑΤΟ. Γι’ αυτόν το λόγο, στο παρόν, η Δύση θα εκλαμβάνεται ως ένας δρων που θα περιλαμβάνει όλο αυτό το σύστημα κρατών και οργανισμών.
Στο ξεκίνημα της κρίσης τα μηνύματα και των δυο πλευρών εστιάστηκαν στην ίδια την Ουκρανία. Η στρατηγική μηνύματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρωθούσε την ουκρανική κυβέρνηση να προχωρήσει στις δεσμεύσεις της και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Η Ρωσία από την άλλη, επιχείρησε να εκμεταλλευτεί αυτή την κατάσταση και ερμήνευσε τις δράσεις της ΕΕ ως μια προσπάθεια «εξωτερικής παρέμβασης», μην επιτρέποντας ηθικά οποιαδήποτε κίνηση εκ μέρους της Δύσης, κατηγορώντας την για πράξεις συμφέροντος και επέμβασης στα εσωτερικά των κρατών εν αντιθέσει με το Διεθνές Δίκαιο. Η Δύση υπέκυψε στην ερμηνευτική πλαισίωση εκ μέρους της Ρωσίας, αφού δεν προσπάθησε να επαναπλαισιώσει τη δράση της.
Η ρητορική της Ρωσίας λειτούργησε σε δυο επίπεδα: από τη μια απέναντι στην Ουκρανία, όπου μέσω έμμεσων απειλών και φοβικών επιχειρημάτων σχετικά με αποπληρωμές χρεών επιδιώκει την επιδείνωση της κατάστασης και από την άλλη, απέναντι στη Δύση με τη χρήση μιας καθησυχαστικής ρητορικής για τη μη ύπαρξη συμφερόντων σε ουκρανικό έδαφος.
Ταυτόχρονα, αναδύεται στα δυτικά Μέσα Επικοινωνίας το πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου μέσω του οποίου επιχειρείται η νοηματοδότηση της ουκρανικής κρίσης αυτής με όρους σύγκρουσης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας στα πρότυπα του Ψυχρού Πολέμου. Ο στόχος είναι να κινητοποιηθούν τα κράτη και η κοινή γνώμη της Δύσης προς την κατεύθυνση της συγκράτησης της Ρωσικής ισχύος και της εξισορρόπησής της όπως αυτό γινόταν στον Ψυχρό Πόλεμο.
Το σχήμα του Ψυχρού Πολέμου αποτελεί ένα ερμηνευτικό σχήμα με μεγάλο ιστορικό βάθος και συνεπώς πολιτιστικά διαθέσιμο προς αξιοποίηση. Τα αδρά χαρακτηριστικά του, η σαφή σεναριακή του δομή με καλά σχηματισμένους τους ρόλους του καλού και του κακού, το καθιστά ιδιαίτερα αποτελεσματικό για λόγους κινητοποίησης της εσωτερικής κοινής γνώμης στις δυτικές δημοκρατίες.
Οι επίσημες πηγές ωστόσο αρνούνται αυτή την επιστροφή στη σύγκρουση Δύσης-Ρωσίας σε ψυχροπολεμικούς όρους. Η χρήση όμως της ψυχροπολεμικής ορολογίας από την αμερικανική πλευρά για την άρνηση του σχήματος του Ψυχρού Πολέμου, καθώς και η απουσία προβολής μιας συγκροτημένης εναλλακτικής ερμηνείας, περισσότερο ενισχύει παρά αποτρέπει την επιστροφή στο διπολικό κόσμο.
Όπως αναφέρεται στη γνωσιακή θεωρία, η άρνηση δεν καταγράφεται και όταν προσπαθείς να καταπολεμήσεις ένα ερμηνευτικό σχήμα χρησιμοποιώντας την ορολογία του, το ενισχύεις: το μνημονικό αποτύπωμα της φράσης «αυτό δεν είναι Ψυχρός Πόλεμος» είναι ο Ψυχρός Πόλεμος.
Καθώς η κρίση κλιμακώνεται στην Ουκρανία, ξεκινάει η δεύτερη περίοδος. Οι στόχοι της στρατηγικής επικοινωνίας και των δυο πλευρών αλλάζουν. Η Ρωσία ξεκινάει ένα παίγνιο απόδοσης αιτιότητας στήνοντας κατηγορίες κατά των ΗΠΑ για οικονομική ενίσχυση της αντιπολίτευσης, ενώ η αρχική πλαισίωση προκαταλαμβάνει κάθε είδους εξωτερικής παρέμβασης καθιστώντας την εξ ορισμού παράνομη.
Οι κατηγορίες της Ρωσίας στοχεύουν στην απονομιμοποίηση των ενεργειών της Δύσης. Οι προσπάθειες διαχείρισης της κρίσης εκ μέρους των δυτικών κρατών ερμηνεύονται από τη Μόσχα ως προσπάθειες για να δημιουργήσουν «σφαίρες επιρροής» στην Ουκρανία.
Το ερμηνευτικό σχήμα της «εξυπηρέτησης ιδίων συμφερόντων» αποτελεί την αντιθετική κωδικοποίηση του σχήματος «διαχείριση κρίσης», που χρησιμοποιούν οι δυτικές χώρες στα διεθνοπολιτικά αφηγήματά τους. Το πρώτο συστηματικά απονομιμοποιεί όσα το δεύτερο προσπαθεί να νομιμοποιήσει. Ταυτόχρονα, η Ρωσία ερμηνεύει την εσωτερική σύγκρουση της Ουκρανίας ως «ακραίες εγκληματικές δραστηριότητες αντικυβερνητικών δυνάμεων». Η Δύση σύμφωνα με τη Ρωσία ενθαρρύνει την αντιπολίτευση να δρα εκτός νόμου.
Η Ρωσία παίζει ένα αντίστοιχο ερμηνευτικό παίγνιο απονομιμοποίησης προς τα μέλη της ουκρανικής αντιπολίτευσης, που αυτοχαρακτηρίζονται «επαναστάτες», χαρακτηρίζοντας τα «τρομοκράτες». Με αυτόν τον τρόπο, επιδιώκει να νομιμοποιήσει σε διεθνές επίπεδο κάθε είδους ενέργεια καταστολής, αξιοποιώντας το «κεκτημένο» και τα «μαθήματα» της 11/9 και του πολέμου κατά της τρομοκρατίας.
Η Δύση επιχειρώντας να αποκλιμακώσει την κρίση, τονίζει πως επιθυμεί πολιτική λύση στο ζήτημα. Αυτοπαγιδεύεται έτσι στην ίδια της τη ρητορική, αφού το μήνυμα που στέλνει είναι πως δεν πρόκειται να επέμβει στρατιωτικά, αποδυναμώνοντας την αποτρεπτική της ισχύ.
Από την άλλη, η συνεχής άρνηση της Δύσης ως προς την αναβίωση του Ψυχρού Πολέμου λειτουργεί με αντίθετο τρόπο επιβεβαιώνοντας αυτό ακριβώς που θέλει να αποφύγει: τη δημιουργία ενός δίπολου σύγκρουσης Δύσης-Ρωσίας. Σε όρους στρατηγικής, εάν η ανασύσταση του Ψυχρού Πολέμου και το πλαίσιο σύγκρουσης Δύσης-Ρωσίας ήταν ο στόχος της πρώτης, τότε αυτός θα ήταν πιο εύκολα εφικτός.
Σε αυτή την περίπτωση, η χρήση του Μεγαπλαισίου του Ψυχρού Πολέμου θα λειτουργούσε ως ένας μηχανισμός δημιουργίας ταυτότητας τόσο των κρατικών δρώντων όσο και της διεθνούς κοινής γνώμης, δαιμονοποιώντας έμμεσα τη Ρωσία και καθιστώντας την το φυσικό εχθρό στην Ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Σε αντίθεση όμως με αυτό, η άρνησή της επιβεβαιώνει τη ρητορική κατηγορία της Ρωσίας, η οποία χρησιμοποίησε το πλαίσιο αυτό ενάντια στη δυτική πολιτική σε μια προσπάθεια να αποδομήσει τις προθέσεις της πρώτης για πολιτική επίλυση. Η Δύση καθίσταται ο θύτης και είναι αυτοί που καταστρέφουν τη σταθερότητα στην περιοχή στο «βωμό» των συμφερόντων τους και των γεωπολιτικών επιδιώξεων.
Λίγο πριν η επικοινωνιακή στρατηγική της Ρωσίας περάσει σε ένα τρίτο στάδιο, αυτό της προετοιμασίας της επίθεσης, κάνει ένα άνοιγμα προς τη Δύση. Στόχος είναι να ενισχύσει την εικόνα της ως δύναμης συμβιβασμού, η οποία σέβεται τη διεθνή νομιμότητα. Στόχος είναι να αποδυνάμωσει τη δυτική ρητορική και να διασκεδάσει τις εντυπώσεις της διεθνούς κοινής γνώμης. Η Ρωσία χαρακτηρίζει την επέμβασή της «ανθρωπιστική αποστολή» επικαλούμενη για άλλη μια φορά τα δυτικά πρότυπα νομιμοποιημένης επέμβασης, ενώ αναδεικνύει την εμπλοκή του ΝΑΤΟ ως επιβεβαίωση της ρητορικής.
Τα δυτικά ΜΜΕ κατά την τρίτη περίοδο ξεκινούν μια «εκστρατεία» κινητοποίησης των δυτικών κυβερνήσεων ασκώντας κριτική στη μέχρι τώρα πολιτική και διπλωματική διαχείριση. Με τη σειρά τους οι δυτικές κυβερνήσεις ξεκινούν μια αναδιοργάνωση της στρατηγικής τους επικοινωνίας.
Οι απειλές εντείνονται και γίνεται ευρεία χρήση φοβικών επιχειρημάτων καθώς και αναφορές σε όρους (υψηλού) κόστους-(χαμηλού) οφέλους για τη Ρωσία σε περίπτωση που δεν αποκλιμακώσει την κρίση. Πραγματοποιείται ρητορική μεγέθυνση του κινδύνου.
Η απειλή δεν αφορά πλέον μόνο την Ουκρανία αλλά την ασφάλεια και τη σταθερότητα ολόκληρης της περιοχής. «Η ευρωπαϊκή ασφάλεια αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο κίνδυνο από τον Ψυχρό Πόλεμο», υποστηρίζεται από πολλούς δυτικούς. Επιπλέον, κάνει χρήση του πλαισίου της προπαγάνδας με στόχο την αποδόμηση της ρωσικής ρητορικής. Όλη η ρητορική της Ρωσίας νοηματοδοτείται ως προπαγάνδα και κατά συνέπεια καταρρίπτεται ως μη αληθής.
Από την ανάλυση διαφαίνεται η έντονη πολωτική επικοινωνία που χρησιμοποιείται από τα δυο μέρη. Στην αρχή, η δυτική ρητορική ήταν αρκετά αδύναμη και μέτρια σχεδιασμένη υποκύπτοντας πολλές φορές στην επιθετική ρητορική της Ρωσίας. Στην τρίτη φάση της κρίσης, η ρητορική των δυτικών γίνεται πιο επιθετική ρητορική.
Παρατηρείται και από τις δυο πλευρές η έντονη χρήση φοβικών επιχειρημάτων με στόχο τον αντίπαλο και όχι τόσο το εσωτερικό τους κοινό. Η στρατηγική επικοινωνία έχει σαν βάση το παίγνιο απόδοσης ευθυνών και το στήσιμο κατηγοριών εναντίον των αντιπάλων, ενώ η στρατηγική πλαισίωση λειτουργεί με όρους επηρεασμού των καταστάσεων και ελέγχου του ορισμού, της νοηματοδότησης των καταστάσεων.
Στόχος δεν είναι τόσο το εσωτερικό κοινό των κρατών όσο η δημιουργία εντυπώσεων σε διακρατικό επίπεδο. Η ταυτότητα χτίζεται πρώτα σε όρους διεθνών σχέσεων και τα εσωτερικά ακροατήρια ακολουθούν την εθνική γραμμή.