Των Στέλιου Παπαθανοσόπουλου, Ηλία Αθανασιάδη και Μαρίας Ξενοφώντος*
Στον απόηχο των αντιδράσεων που προκάλεσαν οι αποκαλύψεις του πρώην τεχνικού συμβούλου της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (ΝSA) των ΗΠΑ Edward Snowden για τις παρακολουθήσεις που πραγματοποιούσε η κρατική υπηρεσία, η προστασία της ιδιωτικότητας στη νέα τεχνολογική πραγματικότητα του 21ου αιώνα έχει αναδειχθεί σε ένα από τα κυρίαρχα θέματα του δημόσιου διαλόγου.
Με την αλματώδη εξέλιξη του Web 2.0, των έξυπνων κινητών, της «υπολογιστικής του νέφους» (cloud computing) και του «Διαδικτύου των Πραγμάτων» (Internet of Things), το πρόταγμα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων φαίνεται να επανανοηματοδοτείται στην εποχή των Big Data ταυτόχρονα με την αποδόμησή του από κάποιους που θεωρούν υπερβολική τη σημασία που του αποδίδεται.
Στο ρευστό αυτό επικοινωνιακό περιβάλλον της παραγωγής, συγκέντρωσης και εξόρυξης δεδομένων από πληθώρα πηγών και συσκευών και ενώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διευκολύνουν αλλά και προωθούν ολοένα και περισσότερο την τάση αυτοπαρουσίασης (Goffmann, 1959) του ψηφιακού πολίτη στο διαδίκτυο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι υπό ψήφιση το σχέδιο Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων, το οποίο θα αποτελέσει και το νέο κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο και ενώ τo Facebook παραμένει η πιο δημοφιλής ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης, αρκετές έρευνες τα τελευταία χρόνια έχουν μελετήσει τη φύση της αυτοέκθεσης αυτής σε σχέση με το κοινωνικό κεφάλαιο (Bourdieu, 1985) που αποκομίζεται (Ellison, Lampe, Steinfeild, Vitak, 2010), τις ανησυχίες για την ιδιωτικότητα και τη φθίνουσα διάκριση δημόσιου/ιδιωτικού (Boyd, 2008).
Προφίλ έρευνας
Σε γενικές γραμμές, στην έρευνά μας εξετάσαμε το πώς, σε ποιο βαθμό, γιατί και σε ποιους αποκαλύπτουν τα προσωπικά τους δεδομένα στο Facebook οι φοιτητές στην Ελλάδα. Για τη διεξαγωγή της έρευνας, που έγινε με την τεχνική της δειγματοληψίας έρευνας σε δομημένο ερωτηματολόγιο κατά το ακαδημαϊκό έτος 2012-13, επελέγη ένα στατιστικά αντιπροσωπευτικό δείγμα μεγέθους 291 φοιτητών από όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα του νομού Αττικής, εκ των οποίων το 47% ήταν άντρες και το 53% γυναίκες.
Τα κύρια ευρήματα της έρευνας
Οι χρήστες κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ των «φίλων» τους στο Facebook και των πραγματικών τους φίλων αξιοποιώντας πρωτίστως τη δυνατότητα συντήρησης του κοινωνικού κεφαλαίου, η οποία επικεντρώνεται στη διατήρηση σχέσεων με άτομα που με τα οποία είχαν σχέσεις στο παρελθόν. Επιπλέον, σημαντική θέση έχει και η ενίσχυση του υπάρχοντος κοινωνικού κεφαλαίου είτε αυτό είναι η φοιτητική κοινότητα, οι φίλοι ή οι συγγενείς.
Στην ίδια κατεύθυνση με διεθνείς έρευνες (Mayer & Puller 2008, Papacharissi & Mendelson, 2011), από τις κατηγοριοποιήσεις των φίλων δεν προκύπτουν –τουλάχιστον για το συγκεκριμένο δείγμα– μορφές γεφύρωσης του κοινωνικού κεφαλαίου, καθώς οι χρήστες δεν αναφέρονται καθόλου σε αμιγώς «διαδικτυακούς» φίλους. Έτσι παρόλο που στο κοινωνικό δίκτυο εντοπίζεται η αίσθηση γεφύρωσης κοινωνικού κεφαλαίου και οι χρήστες έλκονται από την ιδέα της διασυνδεσιμότητας, οι ίδιοι δεν δείχνουν να χρησιμοποιούν το Μέσο για να συνδεθούν με αγνώστους.
«Όταν σου ζητούν να γίνετε “φίλοι” άτομα που δεν ξέρεις, συνήθως απαντάς…»
Στην πλειοψηφία τους οι χρήστες διατηρούν ημι-δημόσιους λογαριασμούς, με το 41% των χρηστών να έχει ρυθμίσει το προφίλ του να είναι ορατό από «φίλους φίλων». Σημαντικό ποσοστό (39%) έχει, επίσης, επιλέξει το προφίλ του να είναι ορατό μόνο σε συγκεκριμένους «φίλους».
Ποσοστιαία κατανομή των ρυθμίσεων απορρήτου που έχουν οι χρήστες στα προφίλ τους
Επισημαίνεται, ειδικότερα, ότι στην πλειοψηφία τους οι χρήστες σπάνια (39%) προσαρμόζουν αυτές τις ρυθμίσεις αναλόγως του περιεχομένου που δημοσιοποιούν, με το 21% να επιλέγει μερικές φορές να αλλάξει τις ρυθμίσεις ιδιωτικότητας αναλόγως του περιεχομένου.
Οι χρήστες, ωστόσο, εμφανίζονται να αξιοποιούν τις ρυθμίσεις αλλά και τις δυνατότητες που τους προσφέρει το Μέσο για να διαφυλάξουν τα προσωπικά τους δεδομένα. Περισσότερο δημοφιλείς είναι οι λειτουργίες της αφαίρεσης κάποιας επισήμανσης (tag) που έχει γίνει στο προφίλ τους (92,1%) και οι ρυθμίσεις απορρήτου (91,4%).
«Παρακαλώ υπόδειξε το βαθμό στον οποίο συμφωνείς ή διαφωνείς με τις παρακάτω δηλώσεις, χρησιμοποιώντας τη σχετική κλίμακα»
Αξιοσημείωτο είναι ότι πολλοί χρήστες δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική ιδιωτικότητας των ιστοσελίδων που επισκέπτονται, καθώς ένα σημαντικό ποσοστό της τάξης του 30,9% δηλώνει ότι δεν τη διαβάζει και το 21,3% δηλώνει ότι συνήθως αδιαφορεί.
«Όταν σκέφτεσαι την πολιτική ιδιωτικότητας/ρυθμίσεις απορρήτου των ιστοσελίδων που επισκέπτεσαι, τι σε εκφράζει από τα παρακάτω περισσότερο;»
Οι φωτογραφίες είναι από τις πληροφορίες που οι χρήστες δημοσιοποιούν περισσότερο (76,3%), ενώ εξίσου μεγάλη συχνότητα έχει και η δημοσιοποίηση των φίλων τους (60,5%).
Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο διαχειρίζονται τις ρυθμίσεις απορρήτου για αυτές τις πληροφορίες δεν είναι ενιαίος, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχει διακύμανση στο βαθμό προστασίας των προσωπικών πληροφοριών. Οι χρήστες μέσα από τη διαδικασία αποκλεισμού «φίλων» προσαρμόζουν την έκθεση των συγκεκριμένων δεδομένων σε κατηγορίες αποδεκτών ανάλογα με τη φύση της ίδιας της πληροφορίας.
«Ποιες από τις πληροφορίες προσαρμόζεις να βλέπουν… »
Τέλος, ως προς τους λόγους για τους οποίους οι χρήστες επιλέγουν να δημοσιοποιήσουν αυτές τις πληροφορίες –σύμφωνα με τις αυθόρμητες απαντήσεις τους– η κοινωνικοποίηση, η αλληλεπίδραση με τους άλλους χρήστες, η δημιουργία διαδικτυακής ταυτότητας και προφίλ αποτελούν σημαντικά κίνητρα για τους χρήστες. Με τον τρόπο αυτό θεωρούν ότι ενισχύουν τη φήμη τους, δημιουργούν ένα «πληρέστερο» προφίλ, γίνονται «γνωστοί». Παράλληλα αποτελεί για αυτούς και ένα μέσο επίδειξης καθώς, όπως αναφέρουν, με αυτό τον τρόπο μπορούν να «εντυπωσιάσουν» τους φίλους τους.
Ρυθμιζόμενη ιδιωτικότητα;
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενθαρρύνουν την αυτοέκθεση και παρέχουν τη δυνατότητα σε άτομα που ίσως δεν είναι στο άμεσο περιβάλλον του χρήστη ή/και βρίσκονται μακριά ή ακόμα και σε αγνώστους να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες τις οποίες εάν δεν ήταν συνδεδεμένοι με αυτούς δεν θα μάθαιναν ποτέ. Όπως καταδεικνύει η έρευνα, οι χρήστες παρά τις ανησυχίες που εκδηλώνουν για τον τρόπο που το Facebook διαχειρίζεται τα προσωπικά τους δεδομένα, θεωρούν ότι διατηρούν καταρχήν τον έλεγχο αυτών μέσα από την αξιοποίηση των ρυθμίσεων απορρήτου (privacy settings) και παράλληλα γιατί οι ίδιοι αισθάνονται ότι ελέγχουν ταυτόχρονα και το περιεχόμενο που δημοσιεύουν.
Υπό αυτή την έννοια, παρόλο που οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι δημοσιεύουν προσωπικά τους δεδομένα, αυτό δεν φαίνεται να τους προσφέρει μεγάλη ανασφάλεια. Αυτό ίσως συμβαίνει γιατί αισθάνονται ότι «δραστηριοποιούνται» σε ένα –θεωρητικά ελεγχόμενο από αυτούς– οικείο περιβάλλον ή γιατί έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητά τους να διαχειριστούν οι ίδιοι τα προσωπικά τους δεδομένα.
«Ποιες πληροφορίες έχεις ήδη αποκαλύψει (όταν έκανες εγγραφή ή απλά όταν χρησιμοποιείς το Facebook);»
Νέες προκλήσεις αναδύονται, λοιπόν, στο σύγχρονο επικοινωνιακό περιβάλλον της ψηφιακής οικειότητας (Sennet, 1977/1999) και των νέων μορφών δημοσιότητας-ορατότητας αλλά και επιτήρησης. Η ιδιωτικότητα βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία επαναπροσδιορισμού, καθώς διαφαίνεται ότι αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο τα άτομα ιεραρχούν τη σημασία των προσωπικών πληροφοριών.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι χρήστες του διαδικτύου δεν ενδιαφέρονται πια για τον έλεγχο των προσωπικών τους δεδομένων, καθώς δείχνουν να καταβάλλουν προσπάθειες για να τις προστατεύσουν. Με άλλα λόγια, το γεγονός της αλληλοδιείσδυσης δημόσιου-ιδιωτικού δεν συνεπάγεται ούτε την ακύρωση της σημασίας της προστασίας της ιδιωτικής σφαίρας ούτε το ότι δεν υφίσταται πλέον ανάγκη προστασίας της.