Της Σοφίας Ιορδανίδου*
Πολιτική και Δημοσιογραφία
Η σχέση της πολιτικής με τη δημοσιογραφία στην εποχή της κρίσης είναι θέμα κομβικής σημασίας. Μάλιστα, η προοπτική της ανασύνθεσης των δύο μερών ενδέχεται να αποτελεί και τη μόνη σωτήρια διέξοδο από την κρίση. Αξίζει, όμως, προτού φτάσουμε στην ανασύνθεση, να εξετάσουμε πρώτα πώς οδηγηθήκαμε στην αποσύνθεση και την αποδόμηση.
Η δημοσιογραφία, με το ένα πόδι στην πολιτική
Ας σταθούμε αρχικά στις έννοιες «δημοσιογραφία» και «πολιτική».
Η λέξη πολιτική προέρχεται από τη λέξη πόλις, με την έννοια της αρχαίας πόλης-κράτους. Η πολιτική σχετίζεται με τις υποθέσεις της πόλης και ο Foucault τη χαρακτήρισε ως «το πιο κρίσιμο ίσως θέμα της ύπαρξής μας. Είναι η κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε, οι οικονομικές σχέσεις μέσα στις οποίες λειτουργεί και το σύστημα της εξουσίας που ορίζει τις κανονικές μορφές, τα κανονικά επιτρεπτά και τις κανονικές απαγορεύσεις της διαγωγής μας» – η «τέχνη του εφικτού», όπως έχουμε εμπεδώσει. Από τα παραπάνω, κρατάμε ξέχωρα τη λέξη εξουσία.
«Η ουσία της ζωής μας συνίσταται, σε τελική ανάλυση, στην πολιτική λειτουργία της κοινωνίας στην οποία βρισκόμαστε», λέει ο Michel Foucault.
Η δημοσιογραφία είναι η ανεξάρτητη –θεωρητικά πάντα– έρευνα, αναζήτηση και διασταύρωση της πληροφορίας πριν την αναμετάδοσή της, με στόχο την όσο το δυνατόν πιο πλουραλιστική και αντικειμενική ενημέρωση των πολιτών και τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Δημοσιογραφία είναι ακόμα ο έλεγχος της εξουσίας παρά τις όποιες κυβερνητικές ή παρακρατικές πιέσεις. Για να πετύχει, λοιπόν, η δημοσιογραφία αυτό το στόχο, θα πρέπει να παρακολουθεί αποστασιοποιημένα τα τεκταινόμενα ως ένας άλλος πόλος δύναμης, να ασκεί κριτική, να τα αναλύει και να ελέγχει την πολιτική.
«Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει: Να μεταδίδει την πληροφορία και την είδηση ανεπηρέαστα από τις προσωπικές πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές και πολιτισμικές απόψεις ή πεποιθήσεις του», διαβάζουμε στο Άρθρο 1, παράγραφος δ′ του Κώδικα Δεοντολογίας. Αν λοιπόν μπορούσαμε να συνοψίσουμε τη σχέση της πολιτικής και της δημοσιογραφίας με την εξουσία, θα λέγαμε ότι η μεν πολιτική ασκεί εξουσία με στόχο τη θέσπιση κανόνων ενάντια στη βία και υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης και εξέλιξης των κοινωνιών, ενώ η δε δημοσιογραφία ελέγχει αυτή την πολιτική εξουσία με στόχο την ομαλή και ισορροπημένη ενημέρωση και διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Πολιτική και δημοσιογραφία, λοιπόν, είναι δυο έννοιες που σε κάποιο σημείο της διαδρομής τους πλησιάζουν ή και εφάπτονται η μία με την άλλη. Εφόσον η πολιτική καθοδηγεί ειρηνικά τις κοινωνίες, η δημοσιογραφία περιγράφει και αναλύει τα θέματα που χειρίζεται η πολιτική. Καλύπτει, δηλαδή, τις ειδήσεις είτε κάνει αποκαλυπτική δημοσιογραφία και ενσωματώνει ό,τι ανακαλύπτει στην ανάλυσή της, προκειμένου να σχηματίσει και να διατυπώσει άποψη.
Τα παραπάνω συμβαίνουν «εν καιρώ ειρήνης» και δημοκρατίας. Εξάλλου, όταν δεν υπάρχει δημοσιογραφία, τότε δεν υπάρχει και δημοκρατία. Και το αντίθετο. Εφόσον φυσικά συμφωνούμε καταρχήν ότι «η δημοσιότητα είναι η ψυχή της δημοκρατίας».
Η ίδια η εξουσία, όμως, είναι που μετέτρεψε την πολιτική και τη δημοσιογραφία σε άσπονδους φίλους και συν‑διεκδικητές. Μπερδεύτηκαν οι λειτουργίες τους και σε πολλές περιπτώσεις χάθηκαν οι διακριτοί τους ρόλοι. Η δημοσιογραφία ένιωσε ότι μπορεί ακόμα και να καθορίσει την πολιτική, ενώ η πολιτική εξαιτίας της αδυναμίας της ένιωσε εξαρτώμενη από τη δημοσιογραφία και τα Μέσα.
Προφανώς εξαρχής, λοιπόν, η δημοσιογραφία είναι με το ένα πόδι στην πολιτική και με το άλλο στην όποια προσπάθεια ενημέρωσης, που αλλάζει εμφάνιση ανάλογα με τις σχέσεις της με την πολιτική.
Με ποιον τρόπο η πολιτική έχει διαφθείρει/διαβρώσει τη δημοσιογραφία
Τρεις εξελίξεις φαίνεται ότι συνέβαλαν σημαντικά στην αλλαγή της λειτουργίας της πολιτικής: α) η σταδιακή αποδυνάμωση της πολιτικής, η απομάκρυνσή της από την ουσία και η επικέντρωσή της στην εικόνα, β) η διείσδυση των διαδικτυακών Μέσων και γ) η «τεχνικοποίηση» των πάντων, που μετέτρεψε τον πολιτικό από συμμετέχοντα σε παρατηρητή και από τη δράση πέρασε στην περιγραφή, έστω και τη διαμαρτυρία.
Σταδιακά λοιπόν, φτάσαμε στην αλλαγή του πολιτικού, επομένως και του δημοσιογραφικού τοπίου.
Τα Μέσα Ενημέρωσης σε σπάνιες μόνο περιπτώσεις υπήρξαν αυτόνομες επιχειρήσεις πληροφόρησης με οικονομική αυτοτέλεια. Αντιθέτως, η παρουσία και η δράση τους πάντοτε εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από τη σχέση τους με την πολιτική και την οικονομική εξουσία – αυτό που όλοι μας συνηθίσαμε πια να αναγνωρίζουμε ως διαπλοκή.
Σχέσεις ανταλλαγής και άσκησης εξουσίας. Θα δυσκολευόμουν να παραδεχθώ ότι η πολιτική ελέγχει και καθορίζει τα Μέσα· αντιθέτως, θα έλεγα με σιγουριά ότι όσο η πολιτική νιώθει και είναι ασφαλής και ισχυρή, τόσο η δημοσιογραφία και τα Μέσα αδυνατούν να καθορίσουν τις εξελίξεις και επικεντρώνονται στη δουλειά τους. Όσο, όμως, η πολιτική ηττάται, τόσο περισσότερο αναδύεται η δύναμη των Μέσων και των δημοσιογράφων που τα εκπροσωπούν. Πότε, λοιπόν, τελούν τα Μέσα υπό πολιτικό έλεγχο και πότε το αντίστροφο.
Το αποδυναμωμένο πολιτικά και κοινωνικά σημερινό σύστημα ήταν που παρέσυρε και τις επιχειρήσεις των media. Να θυμηθούμε κάποιους παράγοντες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο: α) ο ανεξέλεγκτος δανεισμός, αφού πάντα βρισκόταν τρόπος να αντισταθμιστούν τα δάνεια, β) το «μαύρο χρήμα», από πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις, γ) τα τεράστια κρατικά κονδύλια διαφήμισης, και δ) οι άλλες, παράλληλες οικονομικές δραστηριότητες. Τα media παρέμειναν στη ζωή χάρη στην πλήρη και απόλυτη εξάρτησή τους από τα πολιτικά κέντρα – ας αφήσουμε κι ένα μικρό παράθυρο, γιατί είναι πολύ πιθανό, σύμφωνα με το νόμο των πιθανοτήτων, να εξαιρείται κάποιο. Τα εκατοντάδες περιφερειακά media, όπως και τα κεντρικά, εκπαιδεύτηκαν να χρησιμοποιούν τη δημοσιογραφία ως μοχλό πίεσης για την επίτευξη μικρών, μεσαίων και μεγάλων προσωπικών και άλλων παράλληλων στόχων.
Κάπως έτσι, με τη μυρωδιά του χρήματος, την απαξίωση των θεσμών, την κατάρρευση της πολιτικής και την παραπλανημένη κοινωνία των ριάλιτι σόου διαβρώθηκαν τα media και κατά συνέπεια, η δημοσιογραφία. Οι ρόλοι άλλαξαν και βρέθηκε η τηλεόραση να παράγει εξουσία και να υπαγορεύει την πολιτική, αγνοώντας επιδεικτικά το βασικό της ρόλο – αυτόν της όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικής πληροφόρησης των πολιτών.
Η φετινή έκθεση των «Ρεπόρτερ χωρίς σύνορα» τονίζει ότι «Οι λίγοι εφοπλιστές και επιχειρηματίες που ελέγχουν τα Μέσα Επικοινωνίας στην Ελλάδα, έχουν στραφεί σε πιο κερδοφόρους τομείς… Η κρίση στα ελληνικά media είναι και η απόληξη μιας μακράς πελατειακής σχέσης τους με τις κρατικές αρχές».
Φυσικά, πόσο θα μπορούσε να αντέξει αυτή η φούσκα που μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο; Κάποια στιγμή έσκασε και οδήγησε χιλιάδες δημοσιογράφους στην ανεργία, όπως οδήγησε και τις επιχειρήσεις στη σημαντική απώλεια κεφαλαίων και στο λουκέτο. Το παρακάτω απόσπασμα από ένα άρθρο του δημοσιογράφου Γιάννη Παντελάκη, δεν θα μπορούσε να περιγράψει σαφέστερα την κατάσταση:
«Με τη βαθιά οικονομική κρίση, η φούσκα έσκασε. Τα Μέσα Ενημέρωσης κλείνουν το ένα μετά το άλλο· όσα παραμένουν στη ζωή, το κάνουν με αβέβαιο μέλλον και δραματικές επιπτώσεις στους εργαζόμενούς τους. Άρα και τους δημοσιογράφους, οι οποίοι προκειμένου να διατηρήσουν μια θέση έστω κακοπληρωμένης εργασίας, σ’ ένα μεγάλο μέρος τους είναι πρόθυμοι για αρκετές εκπτώσεις πάνω στη δουλειά τους. Περιορίζουν την ερευνητική τους ματιά, δέχονται πιο εύκολα πιέσεις κάθε είδους, είναι αναμφισβήτητα περισσότερο ευάλωτοι από κάθε άλλη φορά. Το βλέπουμε όλοι το τελευταίο διάστημα. Δημοσιογράφοι παραδέχονται ότι έκρυβαν ή αλλοίωναν ειδήσεις, επειδή “έτσι τους είχαν πει”. Ποιοι; Οι ιδιοκτήτες των Μέσων Ενημέρωσης στα οποία απασχολούνται».
Είναι γνωστό ότι ο Γιάννης Παντελάκης εδώ αναφέρεται σε γνωστούς δημοσιογράφους του star system. Το περίεργο, λοιπόν, είναι ότι κατά τα γραφόμενα του εκείνοι που εμφανίζονται να πιέζονται, είναι οι αναγνωρισμένοι και ισχυροί δημοσιογράφοι, ενώ θα περίμενε κανείς να είναι οι μεσαίοι ή και αδύναμοι συνάδελφοί τους.
Έχουμε λοιπόν το φαινόμενο ο δημοσιογράφος-σταρ, ο οποίος έχει αλλοτριωθεί υποταγμένος στις επιθυμίες των συμφερόντων, να χρησιμοποιεί τις ικανότητες ή την αναγνωρισιμότητά του είτε και τα δυο, όχι απλώς και μόνο για να παίξει το παιχνίδι του συστήματος, αλλά και για να έρθει να διεκδικήσει, και μάλιστα επιθετικά, τον καθοδηγητικό ρόλο του πολιτικού μέσα στην ίδια την πολιτική τάξη. Ενώ στη μεσαία κατηγορία των δημοσιογράφων συνεχίζεται η προσπάθεια να κινηθεί κανείς στα όρια της δεοντολογίας (παρ’ όλες τις υφιστάμενες πιέσεις), στο ψηλότερο, καλύτερο ή αναδεικνυόμενο επίπεδο, η εσωτερίκευση των επιταγών του συστήματος οδηγεί στην πολιτική.
Το φαινόμενο των δημοσιογράφων-πολιτικών
Τον τελευταίο καιρό η δημοκρατία φοβάται, απειλείται και η πολιτική υποχωρεί σε όφελος του κεφαλαίου και ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος που επιφέρει σοβαρές στρεβλώσεις στην ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Οι στρεβλώσεις αυτές δεν αφήνουν κανένα πεδίο ανεπηρέαστο, πόσο μάλλον τη δημοσιογραφία που φλερτάρει ανενόχλητη με την πολιτική στις πύλες της εξουσίας!
Σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, στην εποχή της κρίσης παρατηρούμε πολύ συχνότερα το φαινόμενο του δημοσιογράφου-πολιτευτή. Είναι αρκετοί οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα που μεταπήδησαν στην πολιτική μετά τη Μεταπολίτευση. Όμως, μόνο για τις ευρωεκλογές του 2014, στην Ελλάδα κατέβηκαν συνολικά 21 υποψήφιοι δημοσιογράφοι. Αξίζει να σημειώσουμε ότι είναι και η πρώτη φορά που ένας από αυτούς, ο Σταύρος Θεοδωράκης, κατέβηκε και ως αρχηγός κόμματος.
Τι καινούργιο έχουμε εδώ; Επαγγελματίες του χώρου συνδυάζοντας πληροφορίες, γνώση και εμπειρία από το πολιτικό συνήθως ρεπορτάζ (πόσες φορές δεν ακούσαμε τις λέξεις «παπαγαλάκια» και «γραφεία Τύπου»;) αλλά και από τον ευρύτερο χώρο της δημοσιογραφίας, μεταπηδούν στα κομματικά γραφεία ως ειδήμονες, για να χρησιμοποιήσουν την εμπειρία τους στον πολιτικό στίβο και για να δράσουν, όπως ενδεχομένως πιστεύουν, πιο αποτελεσματικά από τους ίδιους τους πολιτικούς. Χωρίς να υποχρεώνονται να απομακρυνθούν καν από τη δουλειά τους, πολλές φορές λειτουργούν σε διπλό ταμπλό.
Στην περίπτωση αυτή, οι δημοσιογράφοι εκλαμβάνουν προφανώς την πολιτική ως management και δημόσιες σχέσεις, οι δε πολιτικοί θεωρούν ότι όποιος φέρνει ψήφους, μπορεί να γίνει και πολιτικός. Ένα παιχνίδι που συνέβαλε καθοριστικά στη χρεωκοπία της Ελλάδας, ίσως και της Κύπρου.
Είναι οι ίδιες εξελίξεις που όπως ανέφερα αναλυτικά παραπάνω επηρέασαν την πολιτική, οι οποίες δίνουν πλέον κίνητρο στους δημοσιογράφους (αν όχι σε όλους, σίγουρα σε μερικούς) να προχωρήσουν τη δική τους προσέγγιση πέρα από το γνωστό και δεδομένο. Και έτσι, από την αποδόμηση που χρησιμοποιούσε πάντοτε για την ανάλυση του πολιτικού λόγου και πράξης, ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος φτάνει σήμερα στην ανασύνθεσή του μέσω όμως της διατύπωσης μιας πολιτικής πρότασης.
Χωρίς να αμφισβητεί κανείς το αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός να υποβάλλει υποψηφιότητα στις εκλογές, αναρωτιέμαι πόσο λογικό είναι ένας δημοσιογράφος που εκ της θέσεώς του βρίσκεται απέναντι από την εξουσία, κάποια στιγμή να διασχίζει τον Ρουβίκωνα και να την επιζητάει! Κάπου εκεί είναι που θεμελιώνεται και ριζώνει η διαπλοκή. Βίοι παράλληλοι, από τη στιγμή που ο ένας τελικά εξαρτάται ή εξυπηρετείται από τον άλλον, και παύει ο έλεγχος ή η καθοδήγηση. Από τη μια, τα κόμματα υπολογίζουν πολύ στην αναγνωρισιμότητα των δημοσιογράφων για να μαζέψουν ψήφους, από την άλλη οι δημοσιογράφοι με μια «γιατί όχι κι αυτό» συμπεριφορά, αποφασίζουν να δοκιμαστούν και στον πολιτικό στίβο.
Το αποτέλεσμα; Ειδικά σε περιόδους κρίσης, όπως η σημερινή, η απώλεια των διακριτών ρόλων, η έλλειψη εμπιστοσύνης στον πομπό και το δέκτη, η απαξίωση της πολιτικής, η αποχή από τη συμμετοχή στα κοινά, η αγωνία για την απόκτηση και τον έλεγχο της εξουσίας, η στρέβλωση της πολιτικής λειτουργίας, και ο φόβος, όλο και περισσότερος φόβος – η δημοκρατία σε κίνδυνο.
Το κομματικό σύστημα θα γλείψει τις πληγές του και θα επαναδομηθεί
Καλά όλα αυτά, αλλά στην πολιτική δεν υπάρχει τέλος. Η πολιτική είναι μια κεντρική λειτουργία της κοινωνίας, στην οποία συμμετέχουν (με μικρά διαλείμματα κατά περίπτωση) όλοι οι πολίτες.
Οι συνθήκες της κρίσης απονομιμοποιήσαν την πολιτική και τους πολιτικούς στα μάτια του κόσμου, της κοινής γνώμης και των πολιτών. Παράλληλα, «ανέβασαν» το δημοσιογραφικό λόγο πιο κοντά και πιο γρήγορα –λόγω των «ιντερνετικών» συνθηκών– στο προσκήνιο. Κι έτσι, υποχώρησε η πολιτική και προέλασε η δημοσιογραφία.
Μπορεί σήμερα να έχει ηττηθεί, λοιπόν, η λειτουργία του ελέγχου της βίας, η πολιτική δηλαδή, αλλά είναι βέβαιο ότι στις εποχές της κρίσης, η ανάγκη κινεί την Ιστορία. Έπονται οι επόμενοι πολιτικοί κύκλοι, όπου οι άνθρωποι μέσα από τη γενικότερη απαξίωση και αποδοκιμασία γίνονται –ελπίζουμε– πιο δημιουργικοί. Είναι αλήθεια ότι οι πολιτικές δυνάμεις αυτή τη στιγμή είναι εγκλωβισμένες, φαίνεται να μην υπάρχει διέξοδος· αιχμάλωτοι από όλες τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις. Οι επόμενοι κύκλοι, όμως, στους οποίους συχνά αναφέρεται ο πολιτικός επιστήμονας Λευτέρης Κουσούλης, «θα προκύψουν μέσα από τον κατακερματισμό, την αναζήτηση και τη νέα συνειδητοποίηση, την αλλαγή και τη μεταβολή»
Αναφερθήκαμε εκτενώς στη διαπλοκή. Το αρνητικό στοιχείο για την ειρηνική συνύπαρξη των κοινωνιών και την αποδοχή της ανάγκης για σύνθεση (αν θεωρήσουμε βεβαίως ότι αποτελεί έναν κοινό στόχο). Ευτυχώς δίπλα της πάντα συνυπάρχει το θετικό, που δεν είναι άλλο από τις νέες πολιτικές πρωτοβουλίες. Η πολυφωνία της κοινής γνώμης που αναπόφευκτα οδηγεί στη δημιουργία τους. Και είναι βέβαιο ότι μόνο αυτές μπορούν και θα αλλάξουν τους συσχετισμούς. Η πολιτική και όχι η δημοσιογραφία.
Υπάρχει μόνο ένας δρόμος για να διώξουμε το φόβο που εμφύσησε ο πολιορκημένος θεσμός της δημοκρατίας. Η ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, η δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών που θα οδηγήσουν σε μια νέα σχέση του πολίτη με το Κράτος. Ένα Κράτος που θα υπηρετεί και θα εξυπηρετεί τον πολίτη και δεν θα τον υποτιμά και απαξιώνει. Η πολιτική τώρα έχει δυο δρόμους να ακολουθήσει: ο πρώτος είναι να συναντηθεί με τις κοινωνίες, να βρεθεί αντιμέτωπη με τις νέες ανάγκες που έχουν αναδυθεί και να δεσμευτεί ότι θα αγωνιστεί για να τις καλύψει. Ο δεύτερος, που προϋποθέτει τον πρώτο, είναι να έρθει σε ρήξη και να επανακτήσει τη δύναμή της απέναντι στο χρηματοπιστωτικό σύστημα για να είναι και πάλι σε θέση να ορίσει και να καθορίσει τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών.
Η κρίση σηματοδοτεί την αιφνίδια διαταραχή του αναμενόμενου και είναι μια εξαιρετική ευκαιρία να ξαναρχίσουν όλα από την αρχή. Να επέλθει η πραγματική αλλαγή μέσα από τη δημοκρατική λειτουργία και να μην παραμείνει, αντιθέτως, μια προσχηματική δημοκρατία.
Ο άνθρωπος στοχεύει πάντα στην ελευθερία του. Μέσα από σκληρές δοκιμασίες και παγκόσμιους πολέμους, η πολιτική ήταν πάντα αυτή που άνοιγε τους νέους δρόμους της μεγάλης συνεννόησης και συνεργασίας. Το ζήσαμε στην Ευρώπη. Ανεξάρτητα αν πέτυχε ή όχι η Ευρωπαϊκή Ένωση να συναντηθεί με τη δίψα των πολιτών της για ειρηνική συνύπαρξη, η Γαλλία και η Γερμανία μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και με πενήντα εκατομμύρια νεκρούς, έκαναν το πείραμα να συνυπάρξουν, και πέτυχε. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην μπορεί να αναζητηθεί και να επιτευχθεί μια νέα μορφή συνύπαρξης στην ακραία αλλά ευτυχώς όχι εμπόλεμη σημερινή κατάσταση.
Μια μεγάλη μεταβολή χρειάζεται και σήμερα για να οδηγηθούμε και πάλι στην ειρηνική συνύπαρξη. Με νέους τρόπους και νέα δεδομένα, μέσα από την ψήφο του κόσμου που αυτή τη στιγμή φαίνεται παγιδευμένη μες στο υφιστάμενο κομματικό σύστημα, αλλά που σύντομα και αποτελεσματικά θα βρεθεί στις ρωγμές της Ιστορίας και θα ξαναχτίσει το κράτος των δικαιωμάτων και όχι των απαγορεύσεων.
Η αγωνία πώς η δημοσιογραφία θα επανακτήσει τη δύναμή της
Είναι φανερό ότι η συζήτηση οδηγείται στο ότι δημοκρατία και δημοσιογραφία βαδίζουν χέρι χέρι. Όσο ξεφεύγουμε από τον αυστηρό ορισμό του δημοκρατικού πολιτεύματος, δηλαδή τον έλεγχο της εξουσίας και του κράτους από τους δημότες/πολίτες, και «χαλαρώνουμε» τον ορισμό, τόσο «χαλαρώνει» και η λειτουργία του δημοσιογράφου. Και από άσκηση ελέγχου της εξουσίας, που αποτελεί τη βασική αποστολή του δημοσιογράφου, μετατρέπεται στρεβλωμένα σε Τέταρτη Εξουσία, όπως αρέσκεται να καυχιέται ο χώρος μας από την εποχή του Thomas Carlyle, δηλαδή από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Όπως η δημοσιογραφία στολίστηκε με τον μανδύα της απαξίωσης και της αναξιοπιστίας χωρίς όρια και όρους, έτσι τώρα θα υποχρεωθεί να συμβαδίσει με τις όποιες αλλαγές επιφέρει η επόμενη μέρα.
Η δημοσιογραφία δεν ασκείται ανεξάρτητα από την πολιτική λειτουργία, σε καμία περίπτωση όμως δεν δικαιούται από τον έλεγχο που ασκεί –με βάση πάντα την περιγραφή των καθηκόντων της– να επιτρέπει τον πειρασμό μετάπτωσης στην εξουσία, την οποία συγχρόνως υποτίθεται ότι ελέγχει. Οι ρόλοι χρειάζεται να παραμείνουν διακριτοί και ο δημοσιογράφος να νιώσει ξανά ασφαλής με το αξιακό σύστημα που διέπει το χώρο του.
Μόνο μέσα από το ήθος, την εκπαίδευση και τη νομική προστασία, μπορεί ο δημοσιογράφος να συμβάλει εντέλει στη διεύρυνση και εμβάθυνση της δημοκρατίας που είναι και το ζητούμενο. Και η ελευθερία του λόγου είναι βαθιά ριζωμένη στην ανεξαρτησία και τη δημοκρατία.
«Οι ίδιες υποκείµενες πηγές ισχύος που είναι ιδιοκτήτριες των ΜΜΕ και που τους παρέχουν πόρους ως διαφηµιζόµενοι, που κατεξοχήν καθορίζουν τι συνιστά είδηση, που επιρρίπτουν ευθύνες και που παράγουν ορθώς σκεπτόµενους ειδικούς, παίζουν επίσης ρόλο-κλειδί στη ρύθµιση βασικών αρχών και κυρίαρχων ιδεολογιών. Οι πράξεις των δηµοσιογράφων, οι επιλογές τους σχετικά µε το τι αξίζει να δηµοσιευθεί και ποιες βασικές προϋποθέσεις της δουλειάς τους θεωρούν ως δεδοµένες πολύ συχνά ερµηνεύονται ευκολότατα µε βάση τα κίνητρα, τις πιέσεις και τους περιορισµούς που ενσωµατώνονται σε µια τέτοια δοµική ανάλυση».