Του Κυριάκου Κατζουράκη*
Ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα επηρεάζεται από το τι
ξέρουμε γι’ αυτά και από το τι πιστεύουμε. Η θέαση του κόσμου προηγείται της περιγραφής του με τον λόγο. Το παιδί κοιτάζει και αναγνωρίζει πριν μάθει να μιλάει.
Η όραση/θέαση είναι αυτή που εγκαθιστά μέσα μας τη θέση μας
στον περιβάλλοντα κόσμο.
John Berger, Ways of Seeing, 1972
Ζούμε στην εποχή της εικόνας;
Ζούμε στην εποχή της εικόνας, αλλά ποια είναι η σχέση της εικόνας με την αλήθεια της πραγματικότητας; Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την εικόνα και το βίντεο; Πώς συνυφαίνονται με τον λόγο και το συναίσθημα; Από ποιο σημείο κι έπειτα παύει να είναι θεμιτή η χρήση της εικόνας και του βίντεο για την τεκμηρίωση ενός επιχειρήματος; Αυτά είναι μερικά ερωτήματα που θα προσπαθήσω να απαντήσω.
Η στατική εικόνα
Η αισθητική του H.C. Bresson βασιζόταν στην αμεσότητα της στιγμής. Ο ίδιος έλεγε ότι δεν ήταν το μάτι του που αποφάσιζε το κλικ, αλλά το δάχτυλό του. Ότι δηλαδή σκεφτόταν με το δάχτυλο. Αυτό δεν ήταν απλώς σχήμα λόγου, ήταν η απόλυτη επαφή με την πραγματικότητα που αλλάζει σε δέκατα του δευτερολέπτου. Αυτό το διάσημο κλικ σήμερα αντικαταστάθηκε με το άκοπο πολλαπλό κλικ των ψηφιακών μηχανών. Ο φωτογράφος, με μια έννοια, από κυνηγός του δευτερόλεπτου μεταλλάχθηκε σε παθητικό θεατή με τη σιγουριά ότι κάποια από τις πολλές φωτογραφίες θα του «κάτσει». Η εμμονή πολλών φωτογράφων με τις αναλογικές μηχανές δεν είναι μόνο ρετρό, έχει να κάνει με τη φινέτσα της αμεσότητας, όπως στη ψυχή του Bresson.
Ο απλός κανόνας της υπομονής είναι ο μόνος που χρειαζόταν.Σήμερα ένα καλό κινητό κάνει τη δουλειά σχετικά καλά έως πολύ καλά, αλλά πάντα θα λείπει η ψυχή του φωτογράφου. «Μια εικόνα, χίλιες λέξεις», είναι η φράση-κλισέ που κυριαρχεί στις σχετικές ορολογίες περί αντικειμενικότητας και που απαξιώθηκε με τη γνωστή στημένη φωτογραφία του κορμοράνου στην πρώτη εισβολή στο Ιράκ το 1991. Από τότε όμως διανύσαμε χιλιάδες χιλιόμετρα καλοστημένων «αντικειμενικών» φωτογραφιών για να καταφέρουν οι πολεμικές βιομηχανίες να μανιπουλάρουν την κοινή γνώμη και να συνεχίσουν απρόσκοπτα να δημιουργούν τους μικρούς πολέμους που καταναλώνουν τα φονικά προϊόντα τους. Αυτή η περιγραφή που κάνω δεν έχει σχέση με αντικειμενικότητα, περιέχει άποψη, άρα ιδεολογία και στράτευση. Μπορώ κάλλιστα να τεκμηριώσω την άποψή μου με οπτικό υλικό και να ισχυριστώ ότι αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα. Και μάλιστα πιέζομαι από τις αντίπαλες απόψεις/στρατεύσεις να το κάνω για να αποκτήσω μια ταυτότητα, ώστε να μετατραπώ από διανοητή της κοινωνικής πραγματικότητας σε εμπαθή υποκείμενο, άρα ευάλωτο πολιτικό στόχο. Και σ’ αυτή τη διαμάχη η σημασία και η έννοια της αλήθειας εξαφανίζονται κάτω από την ψευδεπίγραφη «πολιτική αντιπαράθεση». Δηλαδή ο ισχυρός παράγων, ο ελεγχόμενος παγκόσμιος Τύπος, αυτοτεκμηριώνεται προσωρινά και όταν – όπως στην περίπτωση του δόλιου κορμοράνου – αποκαλυφθεί το τρικ, τότε είναι πια αργά, ο Σαντάμ δολοφονήθηκε, το Ιράκ κατακτήθηκε και πάει λέγοντας.
Άρχισα απότομα με σκηνές πολέμου, γιατί σε πόλεμο βρισκόμαστε και η απειλή χειροτέρευσης είναι μπροστά μας. Οι εξοπλισμοί των έξυπνων όπλων και των χειρουργικών βομβαρδισμών είναι ξεπερασμένα πράγματα, οι «παίχτες» παίζουν πλέον με πυρηνικά και μπροστά στα κέρδη τους όλα τ’ άλλα είναι εμπόδια. Ελέγχουν απόλυτα την ενημέρωση και φυσικά διαχειρίζονται τη δύναμη της εικόνας στα ΜΜΕ.
Η ιστορία του ντοκιμαντέρ είναι ένα μαγικό ταξίδι στον κόσμο και την ψυχή των κινηματογραφιστών που πίστευαν ότι καταγράφουν την πραγματικότητα. Και με μια έννοια το κατάφερναν, όσες ενστάσεις και να έχουμε σήμερα.
Μαχητικό ντοκιμαντέρ
Ο Dziga Vertov (2 Ιανουαρίου 1896 – 12 Φεβρουαρίου 1954), ανήκει στη μικρή εκείνη κατηγορία καλλιτεχνών, οι οποίοι με το έργο τους οριοθέτησαν τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ, αλλά και τη σημασία του μοντάζ στον κινηματογράφο.
Στην επανάσταση, ο Βερτόφ θα είναι ένας από τους κινηματογραφιστές που επάνδρωσαν τα θρυλικά «προπαγανδιστικά τρένα», τα οποία διέσχιζαν το νεαρό σοβιετικό κράτος για να αφυπνίσουν και να ενδυναμώσουν τις λαϊκές συνειδήσεις ενάντια στην επίθεση της εγχώριας μπουρζουαζίας και των ξένων συμμάχων τους.
Ο Vertov αναδείχθηκε επικεφαλής των κινηματογραφικών συνεργείων στα μέτωπα του εμφυλίου, με εντυπωσιακά όσο και επικίνδυνα γυρίσματα. Η οθόνη του ντοκιμαντέρ δεν πρέπει να αντιγράφει τα ανθρώπινα μάτια, αλλά να αναδεικνύει ό,τι αυτά δεν μπορούν να δουν. Δηλαδή, με έναν τρόπο, να «τελειοποιεί» την ανθρώπινη θέαση των γεγονότων, με την κάμερα να μετατρέπεται σε προέκταση του ματιού.
Αυτή η αντίληψη, εύλογα ριζωμένη στην απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων που επέφερε η επανάσταση, εκφράστηκε με τον όρο «Κινο – οκο» (κινηματογράφος – βλέμμα/μάτι).
Η θέση ότι ο ντοκιμαντερίστας οφείλει να παρουσιάζει τα γεγονότα χωρίς καμία σκηνοθετική παρέμ- βαση, προκάλεσε γόνιμες συζητήσεις, ακόμη και πολεμικές, μεταξύ των συναδέλφων του και της κρι- τικής. Παράλληλα, ο ντοκιμαντερίστας συμμετέχει στα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής και δουλεύει μέσα από αυτά για τη διαμόρφωση της επαναστατικής τέχνης μαζί με προσωπικότητες όπως ο Μαγιακόφσκι, ο Μπρικ, ο Αϊζενστάιν κ.ά.
Αντικειμενικό ντοκιμαντέρ
Γέννημα μιας σχολής που ακόμα εξελίσσεται και βασίζεται στη σκέψη ότι η κάμερα δεν συμμετέχει σε ό,τι συμβαίνει. Ο καμεραμάν είναι ουδέτερος, απόμακρος, τόσο που σε μια συνέντευξη π.χ. ξεχνιέται η παρουσία του με στόχο να απελευθερώνεται ο συνεντευξιαζόμενος και να είναι αληθινός. Έχουν γίνει πολύ καλά ντοκιμαντέρ αυτής της αντίληψης (στη Γαλλία με τη σχολή Varan, στη Γερμανία, στη Δανία, και έχουν επηρεάσει όχι μόνο το ντοκιμαντέρ αλλά όλη την κινηματογραφική παραγωγή). Κατά τη γνώμη μου, έχουν μεγάλη σχέση με το περίφημο Dogma της Δανέζικης σχολής: η κάμερα αποφεύγει τη βία, στις εντάσεις δεν πλησιάζει, καταφέρνει να αποστασιοποιείται και έτσι ο θεατής αφήνεται να κρίνει μόνος του αυτό που βλέπει.
Από τον Vertov ξεκίνησε ολόκληρη σχολή ντοκιμαντεριστών που χρησιμοποίησαν το παραθετικό μοντάζ ως μέθοδο απόδοσης της «αλήθειας που κατοικεί κάτω από τη φαινομενική πραγματικότητα». Πρόκειται για μια σχολή που βασικά χρωστάει πολλά στις μεθόδους του Αϊζενστάιν. Δεν κυνηγά το ενσταντανέ, την τυχαία εικόνα που είτε προκύπτει απρόοπτα είτε καραδοκεί ο φακός να την εισπράξει. Είναι μια συνειδητή σχολή στρατευμένη στην σοσιαλιστική ιδεολογία και σε πολιτικά κάθετη αντιπαράθεση με την όποια εξουσία που ασκείται στην εικόνα. Προσωπικά χρησιμοποίησα τη μέθοδο αυτή στην πρώτη μου ταινία Ο Δρόμος προς τη Δύση, παραβαίνοντας όλους τους κανόνες περί μη συμμετοχής στα καταγραφόμενα. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, η κάμερα δεν έχει ιδεολογία, έχει έναν καμεραμάν που πατάει το on/off και όταν βλέπει π.χ. ανθρώπινο πόνο και έκκληση σε βοήθεια, σταματάει να καταγράφει και προσφέρει τη βοήθεια. Είναι απολύτως γενικόλογο να λέει κανείς ότι δεν υπάρχουν απαντήσεις στα ερωτήματα που τέθηκαν στην αρχή, κυρίως με το πρώτο ερώτημα: Ζούμε στην εποχή της εικόνας, αλλά ποια είναι η σχέση της εικόνας με την αλήθεια της πραγματικότητας;
Κι αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, κάνοντας χρήση της εικόνας/βίντεο, θα πρέπει να γνωρίζουμε κάποιες αλήθειες:
Πρώτο, από τη στιγμή που παρεμβαίνει ο άνθρωπος επιλέγοντας γωνία λήψης, φακό, ώρα, τόπο και χειρίζεται το on/off της κάμερας, δεν υπάρχει αντικειμενικότητα.
Δεύτερο, σε χρονικές περιόδους που η εξουσία είναι άγρια και επιθετική, επιστρατεύει τον έλεγχο πάνω στη δύναμη της εικόνας (όπως το παράδειγμα του ταλαίπωρου κορμοράνου) και επικαλείται την συστράτευση όλων μας στην ανθρωπιστική βοήθεια (κλασικό παράδειγμα το προσφυγικό), με αποτέλεσμα η εικονική κάλυψη από παντού να έχει χαρακτήρα ελεημοσύνης. Τόνοι από υπέροχες φωτογραφίες, βραβεία Πούλιτζερ, αυτοθυσίες εξαιρετικών φωτογράφων και κάμεραμεν, όλα απονευρώνονται και γίνονται τμήμα της ανθρωπιστικής καμπάνιας του τύπου «όλοι μαζί μπορούμε».
Τρίτο, ο βασικός φορέας προβολής των αποκαλυπτικών βίντεο και φωτογραφιών είναι η τηλεόραση και το διαδίκτυο. Και σήμερα ζούμε την αρχή του τέλους της διαδικτυακής ελευθερίας με τις νέες νομοθετήσεις της ΕΕ.
Τέταρτο, ίσως ο δρόμος του Vertov, η διάχυσή μας στην κοινωνία της πραγματικότητας και οι διασυνδέσεις μας με τις ad hoc κοινότητες που υπάρχουν και υπερασπίζονται τη ζωή, να είναι μια απάντηση. Λέω ίσως γατί δεν πιστεύω ότι οι απαντήσεις είναι τεχνικού ή δημιουργικού χαρακτήρα, εξ άλλου πάντα υπάρχουν ταλαντούχοι δημιουργοί, μαστόροι, επιστήμονες ποτέ δεν έλειψαν. Η ψυχή του Vertov είχε τα φτερά της επανάστασης και αυτό απουσιάζει σήμερα.
Ζούμε σε εποχή αναστοχασμού και ταυτόχρονα κατάρρευσης ανθρώπινων αξιών που με κόπο και αίμα κατακτήθηκαν: αυτή είναι η τραγική αντίφαση μας. Το τι θα κάνουμε γι’ αυτήν την πραγματική αντίφαση πρέπει να είναι από εδώ και πέρα το βασικό μας αντικείμενο έρευνας σε όποιο πεδίο εργαζόμαστε.
Και ερχόμαστε στο πολυτιμότερο κατά τη γνώμη μου ανθρώπινο εργαλείο, τον λόγο.
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι η επιβολή της εικόνας πάνω στον λόγο. Το λέω και το πιστεύω, αν και είμαι ζωγράφος. Οι προσπάθειές μας είναι ανάπηρες, αν δεν περιλαμβάνουν τη δύναμη της γνώσης και του λόγου. Η οθόνη/εικό- να μπορεί να εκπαιδεύει, αλλά και να αποβλακώνει, οι νέες γενιές δεν διαβάζουν, το βιβλίο βρίσκεται στο περιθώριο. Η επικοινωνία έχει επιταχυνθεί με επιστημονικά θαύματα και φανταστικές ταχύτητες τόσο υπερβολικές που υπερβαίνουν την πραγματική ζωή μας. Μπορεί η σύνδεση εικόνας και λόγου να επιβραδύνει τους ρυθμούς μας, αλλά μπορεί και να εμβαθύνει, ώστε οι αναστοχασμοί μας να βρίσκουν τα αληθινά αντικρύσματα στην πραγματικότητά μας.
Εμείς λοιπόν καλούμαστε να δημιουργήσουμε νέους κανόνες που θα διέπουν την εικόνα και το βίντεο, όχι μόνον αναστοχαζόμενοι, αλλά πειραματιζόμενοι με τη ίδια τη δουλειά μας.
Οι κανόνες απαιτούν ρυθμίσεις που κάποτε πιστεύαμε ότι είναι γέννημα-θρέμμα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και ότι έχουν παναθρώπινο χαρακτήρα, τι υπεροψία! Η κάλυψη από τα ΜΜΕ της καταστροφής της Γιουγκοσλαβίας κατέρριψε αυτές τις ψευδαισθήσεις. Ακόμα μέχρι σήμερα δε μπορούμε να ξεχωρίσουμε την αλήθεια από τους μύθους αυτού του επιθετικού πολέμου. Το ίδιο έγινε στο Ιράκ, το ίδιο συμβαίνει στη Συρία, στο Μεξικό, στη Βολιβία, παντού.
Ικανοί φωτογράφοι, κινηματογραφιστές, δημοσιογράφοι, εθελοντές, χρόνια τώρα είναι στη πρώτη γραμμή και παλεύουν με ταλέντο να δείξουν στον κόσμο τα πάθη του. Αυτά που υποκρύπτει η τηλεοπτική, η βίντεο/φωτογραφική, πληροφοριακή κάλυψη είναι τα κίνητρα της επίθεσης και το μόνο που απομένει είναι η αναμονή της Ιστορίας που θα συμπληρώσει τα κενά. Μέχρι τότε, η δημοσιογραφική πληροφόρηση κινδυνεύει να μένει γυμνή και απαξιωμένη.
Τι φοβερή αντίθεση με τον ψυχισμό του Vertov που δημοσιεύει το 1923:
«Είμαι ένα μάτι, ένα μηχανικό μάτι.
Εγώ, η μηχανή, σας δείχνω έναν κόσμο με τον τρόπο που μόνο εγώ βλέπω.
Ελευθερώνω τον εαυτό μου σήμερα και για πάντα από την ανθρώπινη ακινησία.
Είμαι σε διαρκή κίνηση. Πλησιάζω και απομακρύνομαι από τα αντικείμενα.
Έρπω από κάτω τους. Κινούμαι παράλληλα με το στόμα ενός αλόγου που τρέχει.
Πέφτω και σηκώνομαι μαζί με σώματα που πέφτουν και σηκώνονται.
Αυτό είμαι εγώ, η μηχανή, που ελίσσεται μέσα στις χαοτικές κινήσεις, καταγράφοντας τη μια κίνηση μετά την άλλη με τους πιο δύσκολους συνδυασμούς.
Ελευθερωμένος από τα όρια του χώρου και του χρόνου, ορίζω κάθε σημείο του σύμπαντος οπουδήποτε θελήσω.
Ο τρόπος μου οδηγεί προς τη δημιουργία μιας νέας αντίληψης του κόσμου.
Έτσι εξηγώ με ένα καινούριο τρόπο τον άγνωστο σε εσάς κόσμο».
Εδώ δεν μιλάμε για ταύτιση, ούτε για απλή εμπάθεια. Είναι η βαθιά πίστη ενός ανθρώπου στην επανάσταση, αλλά και στην ίδια τη ζωή.
Εμπρός λοιπόν να απλωθούμε στον κόσμο με την τεχνογνωσία μας! Παντού υπάρχει ανθρώπινος πόνος, ανθρώπινη περιπέτεια. Δεν χρειάζεται να γίνουμε εφευρέτες, όλα είναι γύρω μας, μας περιβάλλουν και περιμένουν τους δικούς μας ευγενικούς τρόπους, τον δικό μας σεβασμό, αλλά και τη δική μας ανατροπή. Αυτά είναι οι κανόνες μας, οι δικοί μας κανόνες και αυτούς θα μοιραστούμε με τον κόσμο.
Όπως λέει ο Dziga Vertov, όταν εμείς βλέπουμε την αλήθεια, μπορούμε να τη δείξουμε στους άλλους, με νέους κανόνες, δικούς μας.
Ίσως αυτό κάποτε να γίνει ένα κύμα. Ίσως αυτό να είναι ο αυριανός «κινηματικός κινηματογράφος».
* Ομότιμος καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, ζωγράφος και σκηνοθέτης. Η τελευταία του ταινία με τίτλο Ussak βραβεύτηκε στο Λονδίνο τον Μάιο του 2019.