του Θεόδωρου Θεοδώρου
Το 2004 έκλεισε οριστικά το Κυπριακό. Η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην ΕΕ. Με ισχυρή οικονομία και εκπληρώνοντας όλα τα προαπαιτούμε της ενταξιακής διαδικασίας η Λευκωσία συμπεριελήφθη στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η Κύπρος ενώθηκε με την Ευρώπη, με κάθε μέλος χωριστά και κατά συνέπεια και με την Ελλάδα.
Το 2005 τα κράτη μέλη και οι θεσμοί αποδεχόμενοι τις εισηγήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θεματοφύλακα των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, αποφάσισαν ότι η Τουρκία πληροί τις προϋποθέσεις ενταξιακής διαδικασίας και ξεκίνησε η διαδρομή της Άγκυρας προς τις Βρυξέλλες. Το ταξίδι είναι μακρύ και δύσκολο, αλλά όταν το τραίνο φύγει από το σταθμό θα φθάσει κάποτε στις Βρυξέλλες, όπως χαρακτηριστικά επισήμαναν πολλοί ευρωπαίοι πολιτικοί, μεταξύ αυτών και εξέχουσες πολιτικές προσωπικότητες της ευρύτερης Ελληνικής πολιτικής σκηνής.
Όμως, όταν η Τουρκία εξασφάλισε την ευρωπαϊκή συναίνεση και άρχισε να υλοποιείται η ενταξιακή διαδικασία, η Άγκυρα υπογράμμισε στην ΕΕ ότι δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, δεν εκπληρώνει τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της έναντι της ΕΕ, δεν εφαρμόζει το πρωτόκολλο της Αγκύρας, δεν επιτρέπει διακίνηση κυπριακών σκαφών στα τουρκικά λιμάνια, δεν επιτρέπει από- και προσγειώσεις κυπριακών αεροσκαφών στα τουρκικά αεροδρόμια, απαγορεύει το εμπόριο κυπριακών προϊόντων στην Τουρκία, αναγνώρισε τουρκοκυπριακό κράτος και στην εποχή μας εισβάλλει ξανά στην Αμμόχωστο, παραβιάζει τα χωρικά ύδατα, τον εναέριο χώρο και τις θαλάσσιες ζώνες της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη στιγμή που απορροφά τα ευρωπαϊκά κονδύλια για την προσαρμογή της στις ενταξιακές απαιτήσεις. Οι τουρκικές απειλές σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας επαναλαμβάνονται καθημερινά και εντονότατα. Απειλές στρέφονται επίσης κατά της Ελλάδος κυρίως με τη διατήρηση του casus belli, αλλά και κατά ευρωπαίων ηγετών (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία Αυστρία) με πολιτικό λεκτικό που ξεπερνά τις απαιτήσεις των διεθνών σχέσεων.
Το πρόβλημα που δημιουργείται από την τουρκική πρόκληση προς το θεσμικό και πολιτικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα αποκορυφώνεται με την επαναλαμβανόμενη επίθεση κατά της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας κράτους μέλους της ΕΕ, με στρατιωτικές, δυνάμεις παράνομης εισβολής και κατοχής, που ασκούν εξουσία στο έδαφος της Κύπρου.
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σιωπά παρ’ όλο που υποχρεούται από τις Συνθήκες να αναλάβει τον ρόλο που θεσμικά της αναλογεί:
- Η Επιτροπή αποδέχεται την παράνομη κατοχή κράτους μέλους από χώρα μέλος του ΝΑΤΟ
- Η Επιτροπή αποδέχεται ανερυθρίαστα να συνομιλεί με χώρα που αμφισβητεί την κυριαρχία κράτους μέλους, κατά συνέπεια και την ολότητα του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου.
- Η Επιτροπή ανέχεται την μερική εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου στην Κύπρο, κατάσταση που δεν προβλέπεται από τις συνθήκες. Ο πολιτικός συμβιβασμός μεταξύ των κρατών μελών προκειμένου να ενταχθεί η Κυπριακή Δημοκρατία στην ΕΕ δεν μπορεί να διατηρείται στο διηνεκές και κυρίως δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμη απόκλιση από την συμβατική, πολιτική και νομική πραγματικότητα της ΕΕ. Η ευθύνη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το εξάμβλωμα που έχει δημιουργηθεί στου κόλπους της ΕΕ είναι τεράστια.
Όμως η χειρότερη συνέπεια των επιλογών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι η οικονομική κρίση στην οποία οδηγήθηκε η υγιέστατη κυπριακή οικονομία, η οποία εξ αιτίας της μερικής εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου δεν κατόρθωσε, όπως συνέβαινε με όλα τα άλλα κράτη μέλη, να επιτύχει κανονική, ισότιμή και δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας. Ο Κυπριακός λαός συνεχίζει να υφίσταται όλα τα αρνητικά της τουρκικής κατοχής, αλλά και της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του σημαντικού θεσμικού οργάνου και θεματοφύλακα των Συνθηκών, που έχει την έδρα του στο κτήριο Berlaymont, στην πλατεία Schuman των Βρυξελλών.
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολιτικά, οικονομικά και νομικά. Συνεπώς η διερεύνηση του μεγάλου κεφαλαίου της θεσμικής συμπεριφοράς, που επέδειξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας, προβάλλει επιτακτική, αλλά ταυτοχρόνως όπου και αν καταλήξουμε μετά από επισταμένη διερεύνηση του θέματος το αποτέλεσμα θα διαμορφώσει κατάσταση αμοιβαίου κέρδους (win-win) για την Επιτροπή αλλά και τους λαούς της ΕΕ.
Η πιθανή διαπίστωση ορθής θεσμικής λειτουργίας του συστήματος των Βρυξελλών και ειδικότερα της Επιτροπής στα ερωτήματα που αφορούν την Κυπριακή Δημοκρατία θα ενισχύσουν την πολιτική και θεσμική σημασία της ΕΕ καθώς επίσης και την εμπιστοσύνη προς τις Βρυξέλλες όχι μόνο των λαών της Ένωσης, αλλά και οποιουδήποτε τρίτου που αμφισβητεί το συνολικό ρόλο και τη σημασία της ΕΕ.
Σε αντίθετη περίπτωση, εάν διαπιστωθεί η άμεση ανάγκη αναπροσαρμογής του ρόλου και της λειτουργίας των θεσμών, κυρίως τώρα που εξελίσσεται η διακυβερνητική συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, τότε προφανώς θα προχωρήσουμε σε ταχύτατη θεσμική αναπροσαρμογή, ώστε η ΕΕ να εκφράζεται αποτελεσματικότερα στο εσωτερικό της αλλά και διεθνώς. Πραγματικά προκαλεί μεγάλη απογοήτευση η επιλογή της/του εκάστοτε Ύπατου Εκπροσώπου να συμμετέχει ως παρατηρητής στις συναντήσεις, που συζητείται το Κυπριακό υπό τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ εκφράζει την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική και την ενιαία ΕΕ, όπως διαμορφώνεται από τις ιδρυτικές, τις ακόλουθες συνθήκες και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Εάν η πολιτική κόπωση, που επιφέρει η έντονη προσπάθεια σημαντικής ολοκλήρωσης σε τόσο σύντομο ιστορικό χρόνο, από το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα, μας οδηγεί σε θεσμική χαλαρότητα τότε θα πρέπει να ανασυνταχθεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και να αποζημιωθεί η Κυπριακή Δημοκρατία για ό,τι έχει υποστεί εξ αιτίας της χαλαρότητας και της κόπωσης, που νοιώθει η γραφειοκρατία στις Βρυξέλλες.
Το σοβαρό ερώτημα βέβαια είναι με ποια νομική βάση θα ελεγχθεί η Επιτροπή για τα έργα και τις πράξεις της, ποιο ή ποια θεσμικά όργανα έχουν συμβατική αρμοδιότητα να ελέγξουν την Επιτροπή, αν χρειαστεί να την παραπέμψουν στην Ευρωπαϊκή Δικαιοσύνη και σε περίπτωση που καταδικαστεί να ορίσουν την αποζημίωση που δικαιούται η Κυπριακή Δημοκρατία. Όμως για τη συνοχή της ΕΕ, πέραν των πιθανών θεσμικών αδυναμιών, κυρίως επείγει η άμεση πολιτική προσαρμογή ώστε να παύσει οριστικά η Τουρκία να προκαλεί την ΕΕ στρέφοντας στο πρόσωπο όλων με αλαζονεία την παραβίαση της κυριαρχίας της Κύπρου. Η άμεση επίλυση αυτής της διεθνούς εκκρεμότητας θα μεταβάλλει ριζικά προς το θετικότερο τους όρους καλής γειτονίας, αμοιβαίου σεβασμού, συνεργασιών και αναπτυξιακών προοπτικών στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής του Κόλπου και της Βόρεια Αφρικής. Η Κύπρος αποτελεί τον γόρδιο δεσμό της πολιτικής, των γεωστρατηγικών επιδιώξεων και της ενεργειακής ασφάλειας όλων των κρατών της περιοχής και της ΕΕ. Αν κάποτε ο Μέγας Αλέξανδρος, ως στρατηλάτης προς την Ανατολή, χρησιμοποίησε το ξίφος για να λύσει άμεσα τον γόρδιο δεσμό, σήμερα ευτυχώς η δύναμη της διαπραγμάτευσης και η γλώσσα της διπλωματίας αποτελούν το ισχυρό μέσο αποτροπής της βίας και αποφυγής της ακραίας χρήσης των όπλων. Η ΕΕ συγκαταλέγεται στις δυνάμεις σταθερότητας και αποτροπής διότι διαθέτει πειθώ, πολιτική, τεχνολογική και οικονομική ισχύ που απαιτούνται ώστε να παραμερίζονται ακραίες συμπεριφορές χωρίς τιμωριτική διάθεση, αλλά με ενιαία πολιτική αποφασιστικότητα, που είναι σημαντικότερη της ούτως αποκαλούμενης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης των εταίρων.
Τα Συμβούλια Κορυφής και των Υπουργών Εξωτερικών μαζί με τους άλλους θεσμούς της ΕΕ υποχρεώνονται να επιβάλλουν στην Άγκυρα
- άμεσο σεβασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέλους της ΕΕ,
- ταχύτατη εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου στο σύνολο της κυπριακής επικράτειας
για να μη βασανίζονται με μακροχρόνια γραφειοκρατικά τεχνάσματα περί δήθεν επιβολής κυρώσεων επί της Τουρκίας, τα οποία τελικώς καθιστούν παγκοσμίως αναξιόπιστο το θεσμικό και πολιτικό σύνολο της ΕΕ.