του Αντώνη Παπαγιαννίδη
Την έχουμε την συνήθεια οι Έλληνες – σωστότερα: οι Ελλαδίτες – να βλέπουμε τις κυπριακές εξελίξεις από αρκετή απόσταση. Κατανοητό και παράδοξο, συνάμα. Κατανοητό επειδή οι στάσεις και επιλογές του δικού μας πολιτικού συστήματος, με γνώμονα κυρίως τις εσωτερικές ισορροπίες στην Ελλάδα, οσάκις (συνήθως) αποτύγχαναν φόρτωναν κόστος στον Κυπριακό Ελληνισμό: αν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η («μεταξύ των νικητριών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου») Ελλάδα δεν έθεσε ως ζήτημα διεκδίκησης να αποκοπεί η Κύπρος από την Βρετανική κυριαρχία, στο διάστημα 1954-58 προσέφυγε πολλές φορές στον ΟΗΕ (με αίτημα την αυτοδιάθεση της Κύπρου), πλην με σταθερή αποτυχία.
Στην συνέχεια, και μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και με τις περιπέτειες του δημιουργήματος των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου η ανάμειξη των Αθηνών στα της Κύπρου άλλαξε στόχευση κατά τις εσωτερικές μας ισορροπίες. Η διεκδίκηση εγγυητικού/εξισορροπητικού ρόλου υπέρ του Ελληνοκυπριακού στοιχείου με την αποστολή της Μεραρχίας στην Κύπρο επί Γεωργίου Παπανδρέου «ξηλώθηκε» με την απόσυρσή της επί Δικτατορίας. Ενώ (και εδώ φθάνουμε στην πιο πικρή στιγμή της σχέσης Ελλάδας-Κύπρου…) το παρανοϊκό πραξικόπημα κατά Μακαρίου το καλοκαίρι του 1974 έφερε την – μεγαλύτερη στην ιστορία του Ελληνισμού μετά την Μικρασιατική – Κυπριακή Τραγωδία. Το γεγονός ότι η απώλεια της μισής σχεδόν Κύπρου και του ξεριζώματος του ελληνικού στοιχείου από τον βορρά του νησιού συνδυάστηκε με την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα χρωμάτισε την Μεταπολίτευση. Αναίμακτη η αποκατάσταση της Δημοκρατίας εδώ, καταστροφή και ξεριζωμός εκεί μετά από ευθέως προδοτική συμπεριφορά της επίσημης Ελλάδας. Για αυτό μιλήσαμε για «κατανοητή» αποστροφή της ματιάς των σημερινών Ελλήνων, επιγόνων – ας πούμε – από την στάση μεταξύ Αττίλα-1 και Αττίλα-2: «καθαρίσαμε» την συλλογική μας συνείδηση με… την έξοδο από το ΝΑΤΟ και με διπλωματικές κινήσεις, συν κάτι από συμπαράσταση σε προσφυγές στον ΟΗΕ.
Η αλήθεια είναι ότι τρεις δεκαετίες αργότερα η στήριξη της Ελλάδας-μέλους της ΕΕ και οι πολιτικοί χειρισμοί των τότε κυβερνώντων έδωσαν στην Κυπριακή Δημοκρατία το σημαντικό όπλο της ένταξης στην ΕΕ. Έκτοτε, όμως, και μέχρις Μπουργκενστοκ και Κραν Μοντανά η βασική μέριμνα των Αθηνών ήταν και παραμένει να μην βρεθεί η Ελλάδα να επωμίζεται κόστος από τις όποιες εξελίξεις.
Όμως, όσο κι αν μια τέτοια στάση μπορεί να θεωρηθεί κατανοητή – για μερικούς επειδή η Ελλάδα θεωρεί ότι οι ώμοι της δεν αντέχουν πρόσθετο κόστος, για άλλους επειδή το βάρος από τις τύψεις για την Κυπριακή Τραγωδία λειτουργεί αποστρατευτικά – η εν συνεχεία αποστασιοποίηση ακόμη και από την παρακολούθηση του πού/πώς πορεύεται η Κύπρος έχει ένα στοιχείο παράδοξου, που συνδυάζεται με άγνοια. Αυτό και συνοδεύει την τωρινή αναμέτρηση για την διαδοχή του Γιώργου Αναστασιάδη στην Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δείτε:
Η καταγραφή του αποτελέσματος του πρώτου γύρου των Προεδρικών, με τον (πρώην ΥΠΕΞ της Κύπρου, προηγουμένως Κυβερνητικό Εκπρόσωπο) Νίκο Χριστοδουλίδη να προηγείται, βραχεία κεφαλή όμως, του Ανδρέα Μαυρογιάννη (επί μια δεκαετία διαπραγματευτή στις συνομιλίες για το Κυπριακό), από κάποιους θεωρήθηκε «αναμέτρηση δυο πολιτικώνοι οποίοι δημιουργήθηκαν επί Αναστασιάδη». Σωστό και λάθος! Διότι αν ένα δείχνουν οι Προεδρικές του 2023, είναι η αποστασιοποίηση των Κυπρίων από το πολιτικό τους κατεστημένο κάπως όπως προ δεκαετιών είχε προκύψει και ο Γιώργος Βασιλείου. Ο ίδιος ο Ν. Χριστοδουλίδης επεδίωξε – και πέτυχε – να κατέλθει στις εκλογές ως ανεξάρτητος, με το Κεντροδεξιό ΔΗΣΥ Αναστασιάδη να στηρίζει τον Αβέρωφ Νεοφύτου – ο οποίος και «κατόρθωσε» να παραμείνει το ισχυρότερο κόμμα της Κύπρου εκτός β’ γύρου. Ο δε Μαυρογιάννης απλώς στήριξη έλαβε από το ΑΚΕΛ (για όσους δεν το έχουν με τα αρκτικόλεξα: Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού, κάτι πολύ πιο πολύπλοκο και επιδραστικό από το δικό μας ΚΚΕ, με βαθύτερες ρίζες στα συνδικάτα και τους συνεταιρισμούς).
Η εν πολλοίς ψήφος ενόχλησης από τις κατεστημένες καταστάσεις – όχι ψήφος οργής, οι Κύπριοι δεν το έχουν με τα ισχυρά αισθήματα εδώ και δεκαετίες – κάνει λίγο επιδερμική την προσέγγιση ότι στον β’ γύρο οι ψήφοι Α. Νεοφύτου/ΔΗΣΥ θα αθροιστούν αυτονόητα με εκείνες Ν. Χριστοδουλίδη, ο οποίος συνεπώς θα εκλεγεί άνετα. Ομοίως, ότι ο απερχόμενος μεν πλην «αμετακίνητος» Πρόεδρος Αναστασιάδης θα οδηγεί τα πράγματα από το παρασκήνιο. Η εντεινόμενη ενόχληση μέρους του εκλογικού σώματος από την παράδοση σκανδάλων της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει αρχίσει να δίνει πολιτικό αποτέλεσμα. Και η αστοχία των δημοσκοπήσεων, οι οποίες έδιναν διψήφιο προβάδισμα στον Ν. Χριστοδουλίδη και συχνά την δεύτερη θέση στον Α. Νεόφυτου, ίσως-ίσως δυσλειτούργησε.
Και, ακόμη, ένα τελευταίο: το να θεωρείται η υποψηφιότητα Ν. Χριστοδουλίδη «περισσότερο απορριπτική» (πλησιέστερη προς την λογική Κραν Μοντανά, η οποία μάλλον τορπιλίσθηκε στην τελική ευθεία από την στάση Αναστασιάδη), ενώ εκείνη Α. Μαυρογιάννη «περισσότερο διαλλακτική» ενόψει νέας φάσης προσέγγισης του Κυπριακού – ασφαλώς μετά τις Τουρκικές εκλογές, αλλά και μετά τις ελληνικές τρίδιπλες κάλπες – είναι υπεραπλουστευτικό. Πλην όμως η αντίληψη των Κυπρίων ψηφοφόρων για το πώς βλέπει ο ξένος παράγων τις εξελίξεις στην Μεγαλόνησο, ενόψει α) της σταθερά ανερχόμενης τουρκικής διεκδικητικότητας στην περιοχή και β) της επαναφοράς διεθνούς ενδιαφέροντος για τους ενεργειακούς πόρους της Ανατολικής Μεσογείου και τις διασυνδέσεις με Ευρώπη, μπορεί βρεθεί και αυτή πίσω από το παραβάν.
Λίγες εβδομάδες την τετραετία για τα δρώμενα στην Κύπρο, καλό θα έκαναν και σ’ εμάς τους Ελλαδίτες.