Της Μαρίνα Σπύρου, Δημοσιογράφου
Εκατοντάδες αντικείμενα στοιβάζονται στα ψηλά καρότσια, έξω από το υποκατάστημα εταιρείας ταχυδιανομών στη Μιχαλακοπούλου. Η αποθήκη του είναι γεμάτη. Οι πελάτες απ’ έξω σχηματίζουν μόνιμα ουρές για να παραλάβουν. Οι διαλογείς πηγαινο-φέρνουν τρέιλερ με δέματα, αδιάκοπα. Φορτηγά ξεφορτώνουν κι άλλα. Οι courier αναλαμβάνουν τη διανομή τους.
Η εικόνα επαναλαμβάνεται σε κάθε υποκατάστημα μικρής ή μεγαλύτερης εταιρίας ταχυδιανομής, αφού είναι αυτές που ανέλαβαν την εξυπηρέτηση των πελατών της κλειστής, λόγω κορονοϊού, αγοράς. Οι διανομείς τους ή courier καλούνται να αντικαταστήσουν τους εμποροϋπαλλήλους, αφού τα καταστήματα τον τελευταίο μήνα παραμένουν κλειστά.
Το πόσο εφικτό είναι αυτό, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες σηκώνουν το βάρος στα αυτοκίνητα ή τα κουτιά από τα μηχανάκια τους, αλλά και το κατά πόσο προστατεύονται από τον κορονοϊό, εξηγούν οι ίδιοι στη «δημοσιογραφία». Διανομείς και διακινητές των εταιριών* με τα μεγαλύτερα δίκτυα καταστημάτων στη χώρα, της ACS, της Γενικής Ταχυδρομικής και των ΕΛΤΑ Courier περιγράφουν, ακόμα, ο καθένας από τη θέση του, το πώς συμπεριφέρεται το καταναλωτικό κοινό των Αθηνών όντας κλεισμένο μέσα στο σπίτι του.
Η αύξηση του όγκου των προς παράδοση δεμάτων αναγκάζει τους διακινητές να δίνουν προτεραιότητες. Έτσι, είδη όπως φάρμακα, οτιδήποτε προορίζεται για νοσοκομεία ή σχετίζεται με την Υγεία, παραδίδεται πρώτο, προκαλώντας καθυστερήσεις ημερών, ακόμα και εβδομάδων σε είδη δευτερεύουσας ανάγκης. Οι καθυστερήσεις αυτές αποτελούν και την αιτία να δημιουργούνται ουρές πελατών έξω από τα υποκαταστήματα των εταιριών courier.
Ενδεικτικός της αύξησης του όγκου διακίνησης δεμάτων είναι ο αριθμός που μας δίνει ο υπεύθυνος διακίνησης υποκαταστήματος της οδού Μιχαλακοπούλου. Ο Δημήτρης Μαρίνης αναφέρει ότι πλέον καλείται να διαχειριστεί 8.000 δέματα καθημερινά προς παράδοση, όταν ο ίδιος αριθμός, προ κορονοϊού, ήταν 2.000.
Για να παραδοθούν αυτά τα δέματα, κάθε courier κάνει κατά μέσο όρο 70 με 80 στάσεις την ημέρα, κάτι που όπως εξήγησαν οι ίδιοι οι συνομιλητές μας, σημαίνει την παράδοση περίπου 130 δεμάτων. Ο λόγος είναι ότι, κάθε στάση δεν συνεπάγεται μία παράδοση, αφού μπορεί να γίνουν παραπάνω από μία διανομές σε μία πολυκατοικία ή και έναν χώρο εργασίας, όπως υπουργικά ή εταιρικά γραφεία.
«Είναι σαν Black Friday και Χριστούγεννα μαζί, αλλά επί τρία», περιγράφει τον φόρτο και την ένταση της δουλειάς ο Μιχάλης που διανέμει δέματα σε περιφερειακή του κέντρου της Αθήνας περιοχή.
Εξαντλητικά ωράρια εργασίας πάνω στο τιμόνι
Η επικοινωνία μας με τον Νίκο έγινε τηλεφωνικά στις 22:00, αφού προηγουμένως είχε ενημερώσει ότι δουλεύει 9:00 με 21:00. Όπως εξήγησε, οι υπερωρίες είναι θέμα επιλογής και όχι υποχρέωση προς τον εργοδότη του, ιδιοκτήτη franchise καταστήματος στα δυτικά προάστια.
Είτε από επιλογή, για να «μην φορτώνονται τη δουλειά την επόμενη μέρα», όπως ο Μιχάλης, είτε από ανάγκη για παραπάνω έσοδα, είτε από εξαναγκασμό, οι υπερωρίες των διανομέων στον καιρό του κορονοϊού κυμαίνονται από μία έως τέσσερις ώρες. Οι εργάσιμες ημέρες, την ίδια στιγμή, έχουν αυξηθεί σε έξι, αφού πλέον δουλεύουν και τα Σάββατα, ενώ κάποιοι από τους συνομιλητές μας εργάστηκαν και την Κυριακή των Βαΐων, «επειδή δεν βγαίνει η δουλειά».
Πληρώνονται όμως τις υπερωρίες τους; Οι απαντήσεις των ίδιων των courier στην πλειοψηφία τους ήταν «ναι». Ο διακινητής Κώστας όμως συμπυκνώνει την εξάντληση των υφισταμένων του σε μια φράση που ακούει από τους ίδιους: «Τι να τα κάνω τα λεφτά; Δεν τα θέλω. Να ξεκουραστώ θέλω».
Δεν έλειψε και η αναφορά για απλήρωτες υπερωρίες, με τον Παναγιώτη, courier σε περιοχή εκτός κέντρου Αθηνών, να εξηγεί ότι στο υποκατάστημα που εργάζεται υπάρχουν διανομείς, οι οποίοι δουλεύουν καθημερινά τουλάχιστον δύο ώρες παραπάνω, χωρίς να τις πληρώνονται. «Είμαι σίγουρος ότι θα έκαναν πιο εύκολα υπερωρίες οι συνάδελφοι που παίρνουν 600 ευρώ μισθό, αν τις πληρώνονταν», εκτιμά ο ίδιος.
Ο Υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης κάλεσε στις αρχές της Μεγάλης Εβδομάδας τις εταιρίες courier να κάνουν προσλήψεις προσωπικού, ώστε να σηκώσουν το βάρος του ηλεκτρονικού εμπορίου που έχει πέσει πάνω τους. Θα έκανε όμως μια τέτοια κίνηση πιο ανεκτό τον όγκο εργασίας που καλούνται να διαχειριστούν οι εταιρίες και πώς γίνεται στην πράξη η ενίσχυση του προσωπικού διανομέων;
Ο Μάριος εργάζεται σε υποκατάστημα μητρικής εταιρείας στα βορειανατολικά προάστια της Αθήνας και βλέπει καθημερινά κόσμο να ζητεί εργασία εκεί. Εξηγεί όμως ότι για να ξεκινήσει κάποιος τις διανομές χρειάζεται μέσα, όπως διαθέσιμα οχήματα και το απαραίτητο μηχανάκι, στο οποίο καταγράφεται η κίνηση των δεμάτων που παραδίδει. Επιπλέον, θα πρέπει ο νέος εργαζόμενος να γνωρίζει την περιοχή στην οποία θα κινηθεί, ώστε να είναι αποδοτικός και να ελαφρύνει τους παλιότερους συναδέλφους του, που τελικά και επωμίζονται το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς.
«Στα κεντρικά έχουν γίνει 300 προσλήψεις. Στο δικό μας είναι έξι επιπλέον, αλλά δεν φτάνουν», αναφέρει ο Κώστας, υπεύθυνος διακίνησης υποκαταστήματος της Μιχαλακοπούλου, για τους πρόσθετους υπαλλήλους που έχουν προσληφθεί τελευταία, με μηνιαίες συμβάσεις. Κάτι λιγότερο χρονικά από τις τριμηνιαίες συμβάσεις, με τις τάσεις ανανέωσης που γίνονταν υπό κανονικές συνθήκες, όπως ο ίδιος εξηγεί.
Ο Νίκος εργάζεται, από την άλλη, σε franchise κατάστημα, του οποίου τα έσοδα έχουν σχεδόν μηδενιστεί, λόγω του ότι γίνονται μόνο παραδόσεις και όχι παραλαβές. «Η μητρική μας λέει “κάντε προσλήψεις”. Πώς όμως, αφού το μαγαζί μπαίνει μέσα;», διερωτάται, εξηγώντας ότι τα έσοδα προέρχονται από τις παραλαβές, αφού για κάθε μεταφορά πληρώνει ο αποστολέας και όχι ο παραλήπτης.
Κι αν οι ιδιωτικές εταιρείες ταχυδιανομής μπορούν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο να κάνουν προσλήψεις, απορροφώντας ίσως και διανομείς φαγητού, που αυτόν τον καιρό είναι χωρίς δουλειά, δεν ισχύει το ίδιο για τη δημόσια υπηρεσία Courier. Η θυγατρική των ΕΛΤΑ, η ΕΛΤΑ Courier, καλύπτει τις πάγιες ανάγκες της σε προσωπικό ως επί το πλείστον μέσω τρίτων εταιριών, οι οποίες προσλαμβάνουν προσωπικό που εργάζεται στα ΕΛΤΑ Courier.
Τα μέτρα προστασίας από τον κορονοϊό
Οι διανομείς φαγητού και οι courier είναι από τις λίγες κατηγορίες εργαζομένων που την περίοδο της καραντίνας κυκλοφορούν στο δρόμο και όχι μόνο. Έρχονται καθημερινά σε επαφή με δεκάδες συναδέλφους τους και εκατοντάδες κόσμου.
Τις πρώτες κιόλας μέρες μετά το κλείσιμο των εμπορικών καταστημάτων, υποκατάστημα εταιρείας courier στη Λάρισα σφραγίστηκε, μετά τα δύο επιβεβαιωμένα κρούσματα, σε έναν διανομέα και μία εσωτερική υπάλληλο. Ήταν από τα πρώτα κρούσματα στην πόλη της Θεσσαλίας, ενώ δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα αν υπήρξε διασπορά του ιού από αυτούς, αφού στη συνέχεια έπαψε να ανακοινώνεται η συσχέτιση μεταξύ παλιών και νέων κρουσμάτων.
Οι έξι διανομείς και ο ένας courier από το Ηράκλειο της Κρήτης χαρακτήρισαν «μεροκάματο του τρόμου» τη δουλειά τους, σε επιστολή που έστειλαν στο υπουργείο Εργασίας, μέσω της οποίας ζητούν, μεταξύ άλλων, και λήψη μέτρων για την προστασία τους.
Ο Γιώργος, ένας από τους υπογράφοντες την επιστολή, δίνει την εικόνα έλλειψης μέσων προστασίας για τους διανομείς της πόλης, αφού όπως είπε σε τηλεφωνική μας επικοινωνία, «σε κάποια μαγαζιά δίνεται ένα ζευγάρι γάντια και μία μάσκα για ολόκληρη τη βάρδια», πολλές φορές με τη δικαιολογία ότι τα προϊόντα είναι σε έλλειψη.
Εκτός ενός εκ των συνομιλητών μας στην Αθήνα, που έχει την ίδια εμπειρία, των δύο ζευγαριών γαντιών ανά βάρδια, οι υπόλοιποι διανομείς αναφέρουν ότι τους παρέχονται γάντια και μάσκες, όχι μιας χρήσης, αλλά πλενόμενα. Κάτι που σημαίνει ότι τα φορούν τις 10 με 12 ώρες που δουλεύουν, μεταφέροντας αντικείμενα από τα καταστήματα στους πελάτες και συναλλασσόμενοι με χρήματα.
Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή των μέτρων υγιεινής «ροκανίζει» πολύτιμο χρόνο από τις διανομές, κυρίως στις περιπτώσεις που ο παραλήπτης βρίσκεται σε νοσοκομείο. «Εκεί βάζεις αντισηπτικό σε κάθε πόρτα που περνάς», λέει ο Γιάννης, courier υποκαταστήματος της Μιχαλακοπούλου. Και όχι μόνο, αλλά ο διανομέας χάνει χρόνο και, αν θέλει, προλαβαίνει και αντέχει να βάζει αντισηπτικό ή να καθαρίζει με μαντηλάκια τα χέρια και τα γάντια του μετά από κάθε διανομή.
Η αντιμετώπιση των πελατών προς τους διανομείς
Η καθυστέρηση στην παράδοση των δεμάτων είναι δεδομένη την περίοδο αυτήν, κι έτσι δεν λείπουν οι άσχημες συμπεριφορές προς τους courier. «Κάποιοι είναι εριστικοί», αναφέρει ο διακινητής Κώστας, αφού και ο ίδιος δέχεται παράπονα από πελάτες, τους οποίους εν μέρει δικαιολογεί, λέγοντας πως «έχουν συνηθίσει να λαμβάνουν τα δέματά τους την επόμενη μέρα και τώρα που τα παίρνουν μετά από πέντε μέρες, τους κακοφαίνεται».
Αν και πολλοί courier προσπαθούν να κατεβαίνουν οι πελάτες στην είσοδο της πολυκατοικίας, κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα εφικτό, ιδίως όταν υπάρχει και θέμα αντικαταβολής.
«Όταν έχεις να κάνεις με χρήματα, λες “ας ανέβω τουλάχιστον από τα σκαλιά, να μην μπω στο ασανσέρ”», λέει ο Μάριος.
Ο Παναγιώτης, από την πλευρά του, παρατηρώντας αφενός ότι «το 90% των πελατών» που εξυπηρετεί «δεν εφαρμόζει κανένα μέσο προστασίας», διαπιστώνει παράλληλα ότι έχει αυξηθεί πολύ το πουρμπουάρ.
«Προσπαθούν να εξαγοράσουν την ενοχή τους, δίνοντας πουρμπουάρ. Αυτό είναι ίσως μια αποδοχή ότι κάνουμε κάτι επικίνδυνο», εκτιμά ο ίδιος.
Ζητώντας από τον Κώστα να δώσει μία συμβουλή στους καταναλωτές, εκείνος έκανε μόνο μία παράκληση: «Να έχετε υπομονή. Τα παιδιά τρέχουν από το πρωί μέχρι τη νύχτα. Έχουν πεθάνει».
«Μένουμε σπίτι» και… παθαίνουμε καταναλωτική μανία
Ο κόσμος είναι κλεισμένος στο σπίτι και ξεδίνει στα ηλεκτρονικά ψώνια. Αυτό είναι το συμπέρασμα όσων διαχειρίζονται και μεταφέρουν ό,τι ψωνίζει καθένας μέσω του υπολογιστή ή του κινητού του.
Βιβλία, παιχνίδια, μπλοκ ζωγραφικής και χειροτεχνίες για να απασχοληθούν τα παιδιά, τα οποία επίσης βρίσκονται στο σπίτι, είναι μερικά από τα αντικείμενα που παραγγέλνουν οι καταναλωτές της Ελλάδας στην εποχή του κορονοϊού.
Στρώματα γυμναστικής, βαράκια, καλλυντικά, τηλεοράσεις, ηλεκτρονικά είδη πάσης φύσεως, πίνακες ζωγραφικής, κατσαρόλες, αλλά και παπούτσια και ρούχα, εκφράζουν τις ανάγκες που δημιουργούνται μέσα στο σπίτι, καθώς και την καταναλωτική μανία που έχει πιάσει τους έγκλειστους στα σπίτια πολίτες.
«Είναι παράνοια όλο αυτό! Τι να κάνεις τα ρούχα όταν είσαι κλεισμένος μέσα;», διερωτάται ο Νίκος, που συγκρίνει την περίοδο του κορονοϊού με εκείνη της επιβολής των capital controls. «Τότε άδειαζαν τα σούπερ μάρκετ, τώρα αδειάζουν τα πάντα. Αγοράζουν ό,τι πιο άχρηστο υπάρχει», σχολιάζει.
Δίνοντας ουσία στα λόγια του Νίκου, ο Δ. Μαρίνης αναφέρει παραγγελίες που αφορούν «μία γόμα, ένα μολύβι ή μία τσίχλα, με αντικαταβολή ένα ευρώ».
Ο Μιχάλης, άλλωστε, δεν μπορεί να ξεχάσει ότι παρέδωσε ένα στυλό αξίας 1,25 ευρώ.
«Πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα τελειώσουν τα λεφτά και θα σταματήσουν να ψωνίζουν», ελπίζει ο Νίκος.
Το βάρος του λιανικού εμπορίου στις εταιρίες (ταχυ)διανομής
Η μετακύλιση του συνόλου της αγοράς στις εταιρίες courier έγινε ξαφνικά, όπως και η εκτίναξη του ηλεκτρονικού εμπορίου. Θα ήταν εκ των πραγμάτων αφύσικο οι λίγες δεκάδες χιλιάδες courier να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τους πελάτες που, υπό κανονικές συνθήκες, εξυπηρετούνται από εκατοντάδες χιλιάδες υπαλλήλους της λιανικής πώλησης, οι οποίοι επίσης μένουν στα σπίτια τους, ως καταναλωτές.
Η κατανόηση, όχι προς τις εταιρίες, αλλά προς τους ίδιους τους διανομείς, ο σεβασμός προς τα πρόσωπα και τη δουλειά τους, εύκολα θα πραγματωνόταν, αν κάθε καταναλωτής έκανε αγορές με μέτρο.
Η επισήμανση, εκ μέρους των εμπορικών καταστημάτων, ότι οι παραγγελίες τους θα φθάσουν αργότερα από το συνηθισμένο, ακόμα και η θέσπιση ενός κατώτατου ορίου αγορών, θα έδινε μια πραγματική ανάσα σε εκείνους που μεταφέρουν «μία γόμα, ένα μολύβι ή μία τσίχλα».
Η προστασία τους από την εξάντληση και το burnout, που είναι πιο κοντά από την άρση των περιοριστικών μέτρων, εκτός από τη διαφύλαξη της σωματικής και πνευματικής υγείας κάθε εργαζομένου σε εταιρεία courier, θα μπορούσε να αποτελεί ακόμα και επενδυτικό μέσο για τη συνέχιση της ομαλής λειτουργίας της εκάστοτε επιχείρησης.
Παράλληλα, τα καταστήματα των μητρικών εταιριών ταχυδιανομής βλέπουν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται, αφού διακινούν πολλαπλάσιο όγκο αντικειμένων, ενώ οι τιμές τους παραμένουν ίδιες. Λίγο μάλιστα έλειψε να γίνει και αύξησή τους, η οποία «πάγωσε» μετά από έλεγχο για αισχροκέρδεια, που ακολούθησε την καταγγελία ενώσεων βιβλιοπωλών και εκδοτών βιβλίων.
Όμως, όπως παρατηρεί ο Παναγιώτης, «δεν πρόκειται πλέον για εταιρίες ταχυδιανομής, αλλά απλής διανομής», με έναν εξουθενωμένο ανθρώπινο στόλο, που καλείται να υποστηρίξει το εμπόριο στην Ελλάδα, δουλεύοντας στην πρώτη γραμμή, για να εξυπηρετήσει όσους μένουν στο σπίτι. Η αναγνώριση λοιπόν προς τα πρόσωπά τους θα ήταν το ελάχιστον που θα μπορούσε να κάνει τόσο ο κλάδος στον οποίον εργάζονται όσο και το ίδιο το καταναλωτικό κοινό.
* Οι συνεντεύξεις με τους υπαλλήλους των εταιρειών ταχυδιανομής πραγματοποιήθηκαν είτε τηλεφωνικά είτε εκ του σύνεγγυς, τη Μεγάλη Εβδομάδα. Τα στοιχεία τους δεν δημοσιεύονται για λόγους προστασίας της εργασίας τους. Για τον ίδιο λόγο, δεν συσχετίζονται οι αναφορές τους με συγκεκριμένα υποκαταστήματα ή αλυσίδες του κλάδου. Τα παραπάνω στοιχεία παραμένουν στη διάθεση της «δημοσιογραφίας».