Το µεταθανάτιο δώρο του Stieg Larsson σε µια βιοµηχανία επί ποδός πολέµου
Του Eric Alterman*
Μετάφραση: Μαρία Χριστοφή
Για ένα επάγγελμα του οποίου ο λόγος ύπαρξης είναι η επικοινωνία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι απέτυχαν παταγωδώς να εξηγήσουν γιατί η αργή αποσύνθεση του επιχειρηματικού μοντέλου που τους εξασφαλίζει τα προς το ζην τα τελευταία τριακόσια χρόνια, ενδέχεται να έχει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για τη χώρα. Τα επιχειρήματά τους ηχούν σαν το μάθημα της Αγωγής του Πολίτη στο Γυμνάσιο και ο κόσμος αυτομάτως τους αγνοεί. Κι αυτά τα επιχειρήματα, μάλιστα, προέρχονται από τους σοβαρούς δημοσιογράφους. Οι μη σοβαροί –των οποίων ο αριθμός αυξάνεται ραγδαία– αποτελούν το καθημερινό επιχείρημα για να στείλει κανείς στον αγύριστο εφημερίδες και άλλα συγγενή Μέσα – με το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών της αυτοκρατορίας του Murdoch να αποτελεί απλώς την πιο ανατριχιαστική περίπτωση.
Κατά ειρωνεία της τύχης –και φαινομενικά χωρίς να το πάρει είδηση η πλειονότητα των δημοσιογράφων στην Αμερική– το επάγγελμα πρόσφατα ευλογήθηκε με κάτι που ενδεχομένως ήταν, και ίσως να συνεχίζει ακόμα να είναι, η πιο αποτελεσματική μορφή προπαγάνδας υπέρ της κοινωνικής σπουδαιότητας της δημοσιογραφίας που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ποτέ. Το όνομά του είναι MikaelBlomkvist, κι αυτός ο κοιλαράς, σαραντάρης γόης που πίνει σαν νεροφίδα μαύρο καφέ και μπέρμπον και καπνίζει, αυτός ο σταυροφόρος κατά του εγκλήματος, φεμινιστής Σουηδός δημοσιογράφος τυγχάνει να είναι ο ήρωας της πιο ευπώλητης σειράς βιβλίων στον κόσμο.
Η τριλογία Millenium του αείμνηστου StiegLarsson –Το κορίτσι με το τατουάζ, Το κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά και Το κορίτσι στη φωλιά της σφήγκας1– έχει ήδη πουλήσει πάνω από πενήντα εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και έχει γεννήσει τρεις αρκετά αξιοπρεπείς σουηδικές ταινίες. Η προβολή τα Χριστούγεννα της χολιγουντιανής εκδοχής των 100 εκατομμυρίων δολαρίων του Κοριτσιού με το Τατουάζ από την MGM, σε σκηνοθεσία DavidFincher, με –ναι, αυτόν– τον JamesBond (DanielCraig) να ενσαρκώνει τον Blomkvist, έχει ήδη εκτοξεύσει ασφαλώς τις πωλήσεις στα ύψη.
Δυστυχώς, όπως και ο κύριος «Κουνημένο, όχι χτυπημένο», ο Blomkvist παραείναι καλός για να είναι αληθινός. Εργάζεται για το Millenium, ένα επικερδές κι αξιόπιστο οικονομικό περιοδικό έρευνας και ανάλυσης, στο οποίο είναι συνιδιοκτήτης και εκδότης, συνδυασμός αδιανόητος για την αμερικανική δημοσιογραφική πραγματικότητα. (Πρότυπό του είναι το μικρό αντιρατσιστικό περιοδικό Expo, στην ίδρυση του οποίου βοήθησε ο Larsson το 1995 και το οποίο συνέχισε να υπηρετεί μέχρι τη μοιραία καρδιακή προσβολή του το Νοέμβριο του 2004, στην ηλικία των πενήντα, λίγο πριν κυκλοφορήσει το Κορίτσι με το Τατουάζ.)
Επομένως, ο Blomkvist ζει και εργάζεται σε ένα δημοσιογραφικό περιβάλλον που απέχει παρασάγγας από το είδος «η πολιτική ως ψυχαγωγία και η ψυχαγωγία ως πολιτική» που δεσπόζει στα κυρίαρχα αμερικανικά δελτία ειδήσεων – ιδιαιτέρως στις επιχειρηματικές ειδήσεις, όπου οι δισεκατομμυριούχοι κακοποιοί του Larsson θα αντιμετωπίζονταν, πιθανώς μέχρι προσφάτως, ούτε λίγο ούτε πολύ ως υπερήρωες.
Όπως στοχάζεται η οικονομική συντάκτρια ChrystiaFreeland: «Δεν χρειάζεται να είσαι ένας μυθιστορηματικός Σκανδιναβός σοσιαλδημοκράτης για να εύχεσαι το επιχειρηματικό ρεπορτάζ στις Ηνωμένες Πολιτείες να στρίμωχνε τους βολεμένους αντί να τους καλοπιάνει». Αλλά αν οι διανοούμενοι Αμερικανοί δημοσιογράφοι έβλεπαν πέρα από το ντεκαφεϊνέ σόγια-λάτε τους, ίσως εύρισκαν πολλά να επευφημήσουν, ή τουλάχιστον να αναλογιστούν στην τριλογία του Larsson. Γιατί πέρα από τα εύσημα που κέρδισε ως μια πρώτης τάξεως, αν και σαφώς απίστευτη, σειρά αστυνομικού μυστηρίου, συγκαταλέγεται επίσης ανάμεσα στα πιο πολυδιάστατα και ενδελεχή μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ για τη σημασία της δημοσιογραφίας σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Η αλήθεια είναι ότι ο Larsson κάνει ζαβολιές. Όχι μόνο το γεγονός ότι οι γυναίκες ερωτεύονται με απίστευτη ευκολία τον Blomkvist, αλλά και το ίδιο το εύρημα του συγγραφέα να βάλει στο πλευρό του Μπάτμαν του ως Ρόμπιν το μαγευτικό «Κορίτσι», που όχι μόνο διαθέτει μια εντυπωσιακή ποικιλία από τατουάζ αλλά και φωτογραφική μνήμη και την ικανότητα να εισχωρεί λαθραία σε οποιοδήποτε σύστημα υπολογιστών στον κόσμο, είναι εξίσου απίστευτο. Το ταλέντο της στις υποκλοπές –το οποίο δεν διαφέρει, αν το καλοσκεφτεί κανείς, από αυτό των κρετίνων του Murdoch, που όμως στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιείται μόνο για καλό σκοπό– δίνει τη δυνατότητα στον Blomkvist να διεισδύσει σε όλων των ειδών τα μυστικά που θα διέφευγαν ενός κοινού, θνητού δημοσιογράφου.
Επιπλέον, ο ίδιος εμπλέκεται τόσο πολύ στην υπόθεση, ώστε καταλήγει να νοιάζεται περισσότερο για την τύχη των ατόμων που διερευνά παρά για τη δέσμευσή του να δημοσιεύει οτιδήποτε προσεγγίζει την «αλήθεια και μόνο την αλήθεια». Προς το τέλος του Κοριτσιού με το Τατουάζ, όταν η φρενιασμένη έρευνα του Blomkvist επιτέλους φτάνει στο τέλος της, της εξηγεί πως δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να φοβάται την έκθεση: «Δεν προτίθεμαι να σε ξεσκεπάσω. Έχω ήδη παραβιάσει τόσους κώδικες επαγγελματικής δεοντολογίας σε όλο αυτό το θλιβερό μπλέξιμο, που η Ένωση Συντακτών αναμφίβολα θα με απομάκρυνε αν το μάθαινε. Άλλος ένας δεν θα κάνει τη διαφορά».
Εκείνο όμως που καθιστά την τριλογία τόσο πολύτιμο σύμμαχο στην υπόθεση της δημοσιογραφίας, είναι τα όσα με επιτυχία καταγράφει. Μέσα στις περισσότερες από 1750 σελίδες, ο συγγραφέας της αποτυπώνει μια εντυπωσιακή γκάμα των προκλήσεων που συνεπάγεται η έντιμη και ειλικρινής δημοσιογραφία, καθώς επίσης και τους λόγους για τους οποίους έχει σημασία οι άνθρωποι να συνεχίσουν να την υπηρετούν.
Αυτό είναι σημαντικό, λαμβάνοντας υπόψη την προφανή αδυναμία του επαγγέλματος να υπερασπιστεί με επιχειρήματα τον εαυτό του, τουλάχιστον στα μάτια των αναγνωστών, των θεατών και των ακροατών, οι οποίοι δεν φαίνεται να κόπτονται για τη ραγδαία εξαφάνισή της. Μπορεί κανείς να βρει το «Πιστεύω» των δημοσιογράφων στις οδηγίες που προσφέρει η ErikaBerger, ερωμένη και επιστήθια φίλη του Blomkvist, σε έναν από τους νεαρούς υφισταμένους της: «Η φύση της εργασίας της δημοσιογραφίας είναι να αμφισβητείς και να εξετάζεις με κριτική ματιά – να μην επαναλαμβάνεις ποτέ άνευ κρίσεως ισχυρισμούς, ασχέτως με το πόσο ψηλά στο σύστημα βρίσκονται οι πηγές σου. Μην το ξεχνάς ποτέ».
Ενδεχομένως αυτό να θυμίζει τις ατάκες εκείνων των ζόρικων, ατάραχων και ηρωικών εκδοτών εφημερίδων που επινοούσε κάποτε το Χόλιγουντ, από τον HumphreyBogart στον «Τιμωρό χωρίς οίκτο» μέχρι τον JasonRobards στο «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου». Αλλά στις γοτθικές και διεστραμμένες ιστορίες μυστηρίου του Larsson, η εμμονή στη δημοσιογραφική λεπτομέρεια, με την οποία οι αναγνώστες πρέπει να ταυτιστούν για να φτάσουν μέχρι το τέλος, δεν μπορεί παρά να κάνει αγαπητούς στα μάτια τους εκείνους τους άντρες και τις γυναίκες που ασπάζονται και εμμένουν με αφοσίωση στις θεμελιώδεις αρχές που διακηρύττει η Berger.
Η υπόθεση της τριλογίας, παρόλο που είναι υπερβολικά περίπλοκη για να την περιγράψεις, πόσο μάλλον να τη συνοψίσεις, συχνά στρέφεται στα θέματα δημοσιογραφικής ευπρέπειας που σπανίως συζητούνται έξω από τις κακοφωτισμένες καφετέριες των αιθουσών σύνταξης και τις μελαγχολικές αίθουσες σεμιναρίων των πανεπιστημίων. Παρακολουθούμε τον Mikael και την Erika να παλεύουν με τον έρωτα και τον κίνδυνο, και ταυτόχρονα με ζητήματα όπως η εκμετάλλευση των κατάλληλων πηγών για ένα άρθρο περιοδικού σε αντίθεση με ένα βιβλίο ή για ένα μικρό περιοδικό σε αντίθεση με μια ισχυρή (και συμβιβασμένη) εφημερίδα.
Παρακολουθούμε το μόχθο της έρευνας, της συγκέντρωσης πληροφοριών και της κατασκευής μιας ιστορίας βήμα βήμα· την προσπάθεια να καταλάβουν ποιος λέει ψέματα και γιατί, πώς να κοινοποιήσουν κάτι χωρίς να αποκαλύψουν όλα τα στοιχεία τους, και έπειτα πώς να χειριστούν με επιδεξιότητα τη χοντροκεφαλιά των τηλεοπτικών αρμοδίων προκειμένου να χτίσουν το καλύτερο δυνατό μηχανισμό προβολής της δουλειάς τους.
Στην πορεία, όλες σχεδόν οι (απογοητευτικές) λεπτομέρειες του επαγγέλματος αποκαλύπτονται.
Πρώτα απ’ όλα, οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί σπανίως είναι ειλικρινείς σχετικά με τον εαυτό τους. Όταν η φοβερή ιστορία ενός άλλου κακοπληρωμένου, ανεξάρτητου δημοσιογράφου για το παγκόσμιο κύκλωμα αισχροκέρδειας στις τιμές των τουαλετών και την εκμετάλλευση των εργατών του Τρίτου κόσμου απειλεί την έντιμη και αξιοπρεπή δημόσια εικόνα ενός ιδιοκτήτη εφημερίδας, το θέμα θάβεται μόνο και μόνο επειδή η Berger έχει προσφάτως αποχωρήσει από το Millenium για να γίνει η αρχισυντάκτρια της εφημερίδας.
Επίσης, ο κυνισμός των ιδιότροπων καιροσκόπων με τους οποίους έρχεται αντιμέτωπη στη νέα δουλειά της δεν έχει καμιά σχέση με τους χαριτωμένους, καλοκάγαθους τύπους που συναντάμε συνήθως στις μυθιστορηματικές απεικονίσεις του επαγγέλματος. «Σήμερα πρέπει να γράψω στο κύριο άρθρο για τις διαδηλώσεις», εξηγεί στην Berger ο υπεύθυνος σύνταξης της σελίδας. «Πανεύκολο. Αν τα κομμούνια θέλουν να κάνουν πόλεμο με τη Δανία, τότε θα πρέπει να εξηγήσω γιατί έχουν άδικο. Κι αν τα κομμούνια θέλουν να αποφύγουν τον πόλεμο με τη Δανία, θα πρέπει να εξηγήσω γιατί έχουν άδικο».
Επιπλέον, ο Larsson είναι ιδιαίτερα οξυδερκής στην ψυχολογική απεικόνιση της τρωτότητας που νιώθουν οι δημοσιογράφοι όταν προσπαθούν να κινηθούν χώρια από την αγέλη. Σε κάποιο σημείο ο Blomkvist πιάνει τον εαυτό του να αναρωτιέται αν η φίλη και προσωπική βοηθός του, LisbethSalander –το βασανισμένο, πιθανώς αυτιστικό, πανκ και γεμάτο τατουάζ ιδιοφυές «κορίτσι» των τίτλων της τριλογίας– μπορεί πράγματι να διέπραξε τα παρανοϊκά εγκλήματα για τα οποία γνωρίζει ότι την παγίδευσαν, απλά και μόνο επειδή έτσι πιστεύουν όλοι στα ΜΜΕ. Κανείς, ούτε καν ο άνθρωπος που γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους, δεν είναι άτρωτος απέναντι στην παραλυτική επίδραση της κυρίαρχης αφήγησης των ΜΜΕ.
Εξίσου σημαντικός είναι και ο τρόπος που ο Larsson προσεγγίζει το ρόλο του χρήματος στο επάγγελμα. Λίγοι άνθρωποι κατανοούν ότι οι δημοσιογράφοι αμοίβονται πενιχρά. Ο Blomkvist ζει με πρόχειρο φαγητό, καφέ και τσιγάρα, ουσιαστικά χωρίς υλικές ανέσεις. Ένας ανεξάρτητος δημοσιογράφος, που δολοφονείται για τις πληροφορίες πάνω στις οποίες πέφτει κατά τύχη, διαθέτει μόνο ένα μεταχειρισμένο laptop.
Επίσης ο Larsson είναι ο πρώτος συγγραφέας που παρουσιάζει ένα διευθυντή σύνταξης να βάζει στην ίδια πλάστιγγα το χρηματικό τίμημα μιας ιστορίας με το κοινωνικό της όφελος, γεγονός που έπληξε την καριέρα του εν λόγω δημοσιογράφου αλλά σπανίως τυγχάνει κάποιας μνείας στο δημοσιογραφικό κόσμο του θεάματος. (Όπως δείχνει και ο WoodyAllen επί της οθόνης με τα εξοργιστικά μεγαλοπρεπή διαμερίσματά του, στη Χολιγουντιανή εκδοχή τους οι δημοσιογράφοι σχεδόν πάντα απολαμβάνουν απεριόριστο λογαριασμό εξόδων). «Ο Blomkvist πέταξε 150.000 κορώνες στην ιστορία της Salander», διαμαρτύρεται ο διευθυντής σύνταξης του περιοδικού, παρόλο που πρόκειται για μια ιστορία από την οποία κρίνεται η σύλληψη μυριάδων δολοφόνων – για να μη μιλήσουμε για το μέλλον της δημοκρατίας του έθνους.
Από πολλές απόψεις, αυτές οι λεπτομέρειες είναι δευτερεύουσας σημασίας μπροστά στον αγώνα της Salander ενάντια στον ιδιοφυή δολοφόνο που μάχεται. Όπως και στα περισσότερα δείγματα αυτού του λογοτεχνικού είδους, το αίμα και το θάρρος –και η αγωνία που τα συνοδεύει– είναι που δίνουν φτερά στην πλοκή και κρατούν τον αναγνώστη καθηλωμένο.
Και βέβαια, οι δραματικές λεπτομέρειες της ζωής του Larsson, του θανάτου και της μεταθανάτιας φήμης του κράτησαν την προσοχή του κόσμου στραμμένη επάνω στον ίδιο το συγγραφέα, αλλά και στις αντιμαχόμενες πλευρές, τη σύντροφό του, EvaGabrielsson, και τον πατέρα και τον αδερφό του (πλέον βαθύπλουτοι και οι δυο), καθώς και στη μοιρασιά της χιονοστιβάδας των εισπράξεων από την περιουσία του. Όμως, δεν έχω συναντήσει κανέναν που να αμφισβητεί την αξία αυτής της τριλογίας ως μια απεικόνιση των δυσκολιών αλλά και της σπουδαιότητας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος.
Σε τελική ανάλυση, χωρίς τον Blomkvist οι (αληθινοί) κακοί θα νικούσαν. Οι καλοί θα αφανίζονταν και οι δολοφόνοι θα τη γλίτωναν. Η Σουηδική Δημοκρατία θα εκτίθετο ανεπανόρθωτα. (Η εσωτερική διαμάχη του Blomkvist τη στιγμή που πρέπει να αποφασίσει σε ποιο βαθμό είναι καλό να συνεργαστεί με τις σουηδικές Αρχές προκειμένου να τιμωρήσει τους κακούς και συγχρόνως, να περισώσει την υπόληψη της χώρας του, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο ελκυστικές κι ακαταμάχητες αναλύσεις του είδους που έχω συναντήσει ποτέ μου.)
Μέρος του προβλήματος, ασφαλώς, είναι ότι οι εφημερίδες σπανίως ασχολούνται πλέον με βιβλία. Η NewYorkTimes είναι η μόνη εφημερίδα που εξακολουθεί να εκδίδει ξεχωριστό ένθετο, ενώ ολοένα και λιγότερες εφημερίδες αφιερώνουν σε καθημερινή βάση έναν ελάχιστο έστω χώρο στις κριτικές. (Στα τέλη Ιουλίου, η LosAngelesTimes απέλυσε όλους τους ήδη εξωτερικούς συνεργάτες της, βιβλιοκριτικούς και αρθρογράφους, πασάροντας τη δουλειά σε τέσσερα μόνο άτομα που απέμειναν.) Αυτή η αυξανόμενη παράλειψη καθήκοντος όσον αφορά τον κόσμο της λογοτεχνίας, ίσως εξηγεί γιατί κανένας δημοσιογράφος μέχρι στιγμής δεν αποπειράθηκε να εκμεταλλευτεί το εκπληκτικό μεταθανάτιο επίτευγμα του Larsson, αυτό το εν δυνάμει χρυσωρυχείο ιδεών υπέρ της δημοσιογραφίας. Επειδή είναι πολύ απασχολημένοι φτιάχνοντας το βιογραφικό τους. CJR
* Ο Eric Alterman είναι καθηγητής Αγγλικής Γλώσσας και ∆ηµοσιογραφίας στο Brooklyn College και στη Σχολή ∆ηµοσιογραφίας του City University of New York. Είναι επίσης συνεργάτης στο Center for American Progress και αρθρογραφεί στα The Nation, Forward και Daily Beast. Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται Kabuki Democracy: The System vs. Barack Obama.