Του Γιώργου Λαουτάρη*
Σύμπτωση σε θεματικά μοτίβα, σύμπτωση στις ώρες προβολής, σύμπτωση στην κορυφή της τηλεθέασης. Πολλές οι συμπτώσεις για να είναι απλώς τυχαίες στις τρεις δημοφιλέστερες σειρές μυθοπλασίας της ελληνικής τηλεόρασης στα 3 από τα 7 κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας Άλφα, Αντένα και Μέγκα κατά την τηλεοπτική σεζόν 2021 – 2022.
Ο λόγος για τις «Άγριες Μέλισσες», τη «Γη της ελιάς» και τον «Σασμό». Πρόκειται για μια αξιοσημείωτη αλλαγή ποιότητας στην παλέτα των τηλεοπτικών προϊόντων που προσφέρονται στον τηλεθεατή μετά από μια δεκαετία όπου κυριάρχησαν τα ριάλιτι παιχνίδια.
Η τηλεοπτική ανυδρία σε ποιοτικό περιεχόμενο μυθοπλασίας και όχι μόνο ήταν παραπάνω από εμφανής. Οι τηλεοπτικές σειρές εξελίχθηκαν σε μέσο ανόρθωσης της ακροαματικότητας των τηλεοπτικών σταθμών και κυρίως του κύρους τους που επλήγη εξ αιτίας της χαμηλής αξιοπιστίας τους – ένα φαινόμενο που έχει εξελιχθεί σε γάγγραινα για τις τηλεοράσεις όλου του κόσμου, όπως περιγράφει και ο Ιγκνάσιο Ραμονέ.
Άλλωστε, η διείσδυση στην ελληνική αγορά ψηφιακών πλατφορμών με on demand τηλεοπτικά προϊόντα (netflix, cinobo, cosmote TV κ.ά.) που καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στον χρόνο των τηλεθεατών, πιέζουν περαιτέρω τους παραδοσιακούς τηλεοπτικούς σταθμούς πανελλαδικής εμβέλειας να αναβαθμίσουν το προσφερόμενο περιεχόμενό τους ώστε να διατηρήσουν τη θέση τους.
Μια σειρά παραγόντων, με κυριότερη την κρατική πολιτική υποστήριξης των ελληνικών τηλεοπτικών παραγωγών μυθοπλασίας, φαίνεται ότι οδήγησε τα κανάλια στην πραγματοποίηση ακριβών σειρών που μορφικά τις χαρακτηρίζουν τα πληθωρικά εξωτερικά γυρίσματα και η επιλογή κατά ένα μεγάλο μέρος άγνωστων τηλεοπτικά ηθοποιών που προέρχονται από το θέατρο.
Και στο περιεχόμενο όμως παρατηρείται μια ενδιαφέρουσα σύγκλιση: Η πλοκή και στις τρεις υπό εξέταση σειρές εκτυλίσσεται στην ελληνική επαρχία, με θέματα που εκτός από το στοιχείο του έρωτα, εμπλέκουν και τον διχασμό ως κεντρικό άξονα που ενεργοποιεί την πλοκή, δηλαδή τη ρήξη εντός της κοινότητας, η οποία μοιράζει σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα τα μέλη της.
Περιεχόμενο και τηλεθέαση
Οι «Άγριες Μέλισσες» του Αντένα το 2021 βρίσκονταν στον τρίτο κύκλο επεισοδίων. Μια σειρά εποχής που αναβιώνει τη ζωή στον θεσσαλικό κάμπο από τα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Η αρχική ρήξη που τροφοδοτεί την πλοκή στον πρώτο και τον δεύτερο κύκλο έχει να κάνει με τις ταξικές αντιθέσεις στο χωριό μεταξύ των μεγαλο-ιδιοκτητών γης, των μεσαίων ιδιοκτητών και των κολίγων. Στον τρίτο κύκλο που διαδραματίζεται χρονικά κατά τη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών, το Διαφάνι που είναι το φανταστικό χωριό της υπόθεσης, χωρίζεται σε υποστηρικτές και πολέμιους του δικτατορικού καθεστώτος το οποίο διώκει τους αντιφρονούντες.
Η «Γη της Ελιάς» που προβάλλεται από το 2021 στο Μέγκα εκτυλίσσεται στη σύγχρονη Μάνη. Εύπορες κατά βάση αγροτικές οικογένειες πρωταγωνιστούν και συγκρούονται μεταξύ τους με αφορμή παλιές βεντέτες της περιοχής που αναβιώνουν. Κεντρικός αφηγηματικός άξονας στα επεισόδια των πρώτων μηνών είναι η «μπαμπεσιά» με την οποία παραβίασε μια οικογένεια τη «σιάξη», δηλαδή την παλιά διευθέτηση της διαμάχης. Ακολουθούν πράξεις για τον «γδικιωμό» που φέρνουν τους ήρωες σε νέες αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ τους.
Ο «Σασμός» του Άλφα, μια λέξη που στη μεσαιωνική κρητική διάλεκτο σημαίνει συμβιβασμός και χρησιμοποιούταν μέχρι πρόσφατα για να σηματοδοτήσει την ειρηνική διευθέτηση μιας βεντέτας, έχει ως σκηνικό τη σύγχρονη Κρήτη. Η πλοκή στο πρώτο επεισόδιο το οποίο προβλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 ξεκινά με την ανάμνηση μιας δολοφονίας λόγω βεντέτας. Οι εμπλεκόμενες οικογένειες χρόνια μετά το φονικό επεισόδιο καλούνται να διαχειριστούν τις μεταξύ τους σχέσεις στο φως των νέων γενεών που έχουν νέες ανάγκες.
Τους πρώτους τρεις μήνες της τηλεοπτικής σεζόν του 2021 (Σεπτέμβριος – Νοέμβριος) οι τρεις σειρές μυθοπλασίας που προβάλλονται καθημερινά σχεδόν ταυτόχρονα στη ζώνη υψηλής τηλεθέασης (μετά τις 9 μ.μ.) σημείωναν πρωτιές σύμφωνα με τις πανελλαδικές μετρήσεις της εταιρείας Nielsen. Ειδικά την εβδομάδα 18-24 Οκτωβρίου οι τρεις σειρές φαίνεται να μονοπώλησαν το τηλεοπτικό ενδιαφέρον συγκριτικά με όλα τα υπόλοιπα προγράμματα.
Κοινοί τόποι
Η ελληνική ύπαιθρος ως το βασικό αφηγηματολογικό υπόβαθρο σε περασμένες εποχές (στην περίπτωση των «Μελισσών») και στο σήμερα («Σασμός» και «Γη της Ελιάς») είναι ένα αξιοσημείωτο πεδίο σύμπτωσης των τριών σειρών. Ο φακός της κάμερας μεταφέρεται χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα, εστιάζοντας σε ιδιαίτερες πατρίδες που σπάνια κέρδιζαν την τηλεοπτική προσοχή. Για τις ανάγκες της παρούσας έρευνας μιλήσαμε απ’ ευθείας με ορισμένους από τους κεντρικούς συντελεστές των τριών σειρών.
«Ο άνθρωπος ζει και πεθαίνει με τις αναμνήσεις του, από το χωριό του, αυτή είναι η ρίζα, η βάση. Είναι πολύ καλό αυτό που γίνεται, η θεματολογία μέσα από την Ελλάδα», τονίζει ο Λάμπρος Νικάκης, διευθυντής παραγωγής στη σειρά «Άγριες Μέλισσες» σχολιάζοντας ότι η επιλογή του σεναριακού τόπου από τους συγγραφείς της σειράς επικοινωνεί με τις ανάγκες των τηλεθεατών να ταυτιστούν με τον τόπο καταγωγής τους.
Τη λειτουργία της επαρχίας ως μυθοπλαστικό παράγοντα τονίζει η σεναριογράφος του «Γη της ελιάς» Βάνα Δημητρίου. Σημειώνει: «Η επιλογή της επαρχίας έχει πολύ μεγαλύτερο συγγραφικό ενδιαφέρον. Πρώτα απ’ όλα διότι υπάρχουν κώδικες που πιθανότατα στην Αθήνα είναι κρυφοί. Βγάζει ωραία εικόνα η επαρχία. Παρουσιάζουμε έθιμα που υπάρχουν ακόμα στο χωριό. Ακόμη, η κλειστή κοινωνία που όλοι γνωρίζουν όλους, μου δίνει συγγραφικά μια ευκαιρία μεγαλύτερης ευελιξίας. Αλλά το κυριότερο είναι ότι από τη στιγμή που οι σειρές μας ταξιδεύουν στο εξωτερικό, είναι πολύ ωραίο να παρουσιάζουμε ήθη και έθιμα που κρατούν από παλιά, ίσως και από μια άλλη εποχή».
Την προτεραιότητα του πυρήνα της ιστορίας υπογραμμίζει αντιθέτως η Πίμη Φασούλα, διευθύντρια επικοινωνίας του Άλφα μιλώντας για τη σειρά «Σασμός»: «Το κανάλι κοιτάζει πόσο δυνατή είναι η ιστορία που θέλει να πει. Αν η ιστορία επειδή βασίζεται σε βιβλίο, διαδραματίζεται στην Κρήτη και η Κρήτη μας εξυπηρετεί σε αυτό που θέλουμε να πούμε, τότε θα το κρατήσουμε», αναφέρει σχετικά.
Και στο περιεχόμενο όμως εκτός από το γεωγραφικό σκηνικό τα τρία σενάρια παρουσιάζουν κοινά θέματα και αξίες. Η πρωτογενής παραγωγή, η καλλιέργεια της γης ως πηγή βιοπορισμού των ηρώων είναι μια κεντρική μυθοπλαστική επιλογή που καθιστά και τις τρεις σειρές αμιγώς αγροτικές.
Περαιτέρω, τα έμφυλα στερεότυπα και ο δεσποτικός ρόλος του πατέρα – πατριάρχη στην οικογένεια διαπερνούν κάθε επεισόδιο των τριών σειρών: Το μοτίβο των ρόλων είναι άντρας «κουβαλητής», εκπρόσωπος της οικογένειας και υπεύθυνος για το εισόδημά της από τη μία μεριά και γυναίκα «στήριγμα» του σπιτιού και υπεύθυνη της ανατροφής των παιδιών από την άλλη. Οι άντρες βρίσκονται στο προσκήνιο της δράσης και των συγκρούσεων, οι γυναίκες παραμένουν στο παρασκήνιο που κινούν τα νήματα.
Η εξαίρεση των «Άγριων μελισσών», όπου πρωταγωνίστριες είναι τρεις γυναίκες, είναι φαινομενική καθώς η πατριαρχική ιδεολογία παρουσιάζεται ως αντεστραμμένο είδωλο: Ο θάνατος του πατέρα της είναι που οδηγεί την κεντρική πρωταγωνίστρια να αναλάβει το ρόλο του αρχηγού της οικογένειας, πάντα σε σύγκρουση με την επιβλητική παρουσία της αντίπαλης αμιγώς πατριαρχικής οικογένειας.
Η οικογένεια άλλωστε είναι το βασικό κοινωνικό κύτταρο, η πρωταρχική εστία στην οποία αναφέρονται όλοι οι χαρακτήρες και από την οποία ξεκινούν όλα τα ηθικά και υλικά κίνητρα δράσης των ηρώων. Το οικογενειακό τραπέζι είναι η συχνότερη σκηνή στην οποία προωθείται η πλοκή μέσω του διαλόγου των ηρώων, ενώ η γραμμή καταγωγής είναι το κεντρικότερο στοιχείο ταυτότητας των πρωταγωνιστών.
Φυσικά, ο τηλεοπτικός φακός δεν αποκαλύπτει τη ρεαλιστική πλευρά της αγροτικής ζωής ή των αντιθέσεων του παρελθόντος. Εφαρμόζει περισσότερο ένα «φίλτρο ωραιοποίησης», όπως κάνουν οι φωτογραφικές μηχανές των έξυπνων κινητών, αποδίδοντας μια εξιδανικευμένη εικόνα της ζωής.
«Είναι σύμβολα αποκαθαρμένα από τις ενοχλητικές τους όψεις», όπως σχολιάστηκε εύστοχα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την παντελή απουσία των μεταναστών από την εργασία στην ελληνική γη, ένα καθολικό φαινόμενο στην πραγματικότητα σήμερα.
Ένας ανάλογος σεναριακός εξευγενισμός της πραγματικότητας γίνεται και με την επιλογή αρχαιοπρεπών ονομάτων των ηρώων ειδικά στη μανιάτικη «Γη της ελιάς», όπου συναντάμε ως πρωταγωνιστές μια Μυρτάλη, έναν Ιπποκράτη και έναν Ισίδωρο και λιγότερο στον «Σασμό» (Νικηφόρος και Μύρων σε δευτερεύοντες ρόλους). Από την παραπάνω τάση πρέπει να εξαιρεθούν οι «Άγριες Μέλισσες» που ειδικά στον τρίτο τους κύκλο έχουν αφοσιωθεί στην πιστή (όσο το επιτρέπει η μυθοπλασία) ιστορικά αναπαράσταση των συνθηκών της Επταετίας.
Το ξύλο και τα βασανιστήρια στα ξερονήσια σε όσους αντιστάθηκαν στη Χούντα είναι μια μικρή υπενθύμιση ότι κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα ακούγοντας τις κραυγές τους #AgriesMelisses
— Vaso Sot (@vasosot) November 3, 2021
Μάλιστα, στη σκληρότητα των σκηνών που αναπαριστούν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των διαφωνούντων και τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι αγωνιστές κατά της χούντας αποδίδεται κατά μία άποψη και το γεγονός ότι σειρά έρχεται τρίτη σε τηλεθέαση σε σχέση με τις άλλες δύο.
Ο διχασμός
Πυρήνας της αφήγησης στις τρεις ιστορίες είναι η κοινωνική ρήξη, ο διχασμός που παράγει βίαιες διευθετήσεις της διαφοράς. Οι οικογενειακές βεντέτες σε Κρήτη και Μάνη και η κοινωνική και ταξική ρήξη στον Θεσσαλικό κάμπο είναι τα κεντρικά στοιχεία γύρω από τα οποία μορφοποιούνται οι χαρακτήρες, ξετυλίγεται η πλοκή και δραματοποιούνται οι καταστάσεις που βιώνουν οι ήρωες.
Στις δύο σύγχρονες σειρές («Σασμός» και «Γη της ελιάς») ο διχασμός αφορά στη διαπροσωπική σφαίρα και τη μικροκοινωνία του χωριού, στη δε ιστορική σειρά («Άγριες μέλισσες») η ρήξη του σεναρίου αντανακλά ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες στην ελληνική κοινωνία.
Στο ερώτημα γιατί επιλέχθηκε το μοτίβο αυτό ως κεντρικό στοιχείο της πλοκής, οι συντελεστές κάθε σειράς έδωσαν διαφορετικές απαντήσεις.
Ο Λάμπρος Νικάκης, διευθυντής παραγωγής στις «Άγριες μέλισσες» αναλύει ότι πρόκειται για μια διαχρονική σεναριακή επιλογή: «Ο διχασμός εμπεριέχεται παντού, ακόμη και σε ένα κοινωνικό δράμα: Ο καλός κι ο κακός, ο φτωχός κι ο πλούσιος, ο ατιμασμένος και ο άτιμος. Όλες οι ταινίες του Ξανθόπουλου δεν ήταν ο φτωχός και ο πλούσιος; Είναι κάτι σταθερό και εμπορικό, αλλά όχι ίδιο κάθε φορά, γιατί αυτή είναι και η μαγεία του κινηματογράφου».
Η Πίμη Φασούλα, διευθύντρια επικοινωνίας του Άλφα, εξηγεί για τον «Σασμό» ότι ο διχασμός δεν αποτελεί παρά μέρος μιας ευρύτερης ιστορίας που στο σύνολό της επελέγη ως σενάριο: «Βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Σπύρου Πετρουλάκη οπότε επί της ουσίας επελέγη το βιβλίο, το οποίο διαδραματίζεται στην Κρήτη και έχει ως κεντρικό άξονα τη διαδικασία του πώς θα φτάσουμε στον επιθυμητό σασμό μεταξύ των δύο οικογενειών, που όταν στρέφεται η κάμερα πάνω τους, βρίσκονται ήδη σε βεντέτα. Δεν είναι στρατηγική η επιλογή του θέματος, ήταν αυτό που θεωρούμε ότι ταιριάζει στο program mix και σε αυτό που θέλαμε να δώσουμε ως κανάλι φέτος».
Τέλος, η δημιουργός του «Γη της ελιάς» Βάνα Δημητρίου, υποστηρίζει ότι η βεντέτα χρησιμοποιείται ως συγγραφικό τέχνασμα και είναι περιθωριακό στην ιστορία της στοιχείο και όχι κεντρικό: «Στο δικό μου σίριαλ το θέμα της βεντέτας είναι παραπλανητικό για τους θεατές. Έχει βγει ήδη στον αέρα ότι δεν υπήρξε καμία βεντέτα. Αυτό το πιστεύει μόνο μια ηρωίδα μου, επειδή παλιά, υπήρχε μια βεντέτα. Είχε γίνει όμως σιάξη. Όταν σκοτώθηκε η κόρη και ο άντρας της με αυτό τον αποτρόπαιο τρόπο την ημέρα του γάμου της, το μυαλό της σάλεψε και πίστεψε ότι ήταν η βεντέτα, το ίδιο πίστεψαν και οι τηλεθεατές. Όμως αποδεικνύεται ότι ήταν ένα συμβόλαιο θανάτου και τώρα μπαίνουμε στην κυρίως ιστορία».
Η πολιτική συνθήκη
Πέρα από τις υποκειμενικές αυτές καταγραφές, η μελέτη του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου αποκαλύπτει ότι υπήρχε και η πολιτική συνθήκη που οδήγησε στην ταυτόχρονη δημιουργία παραγωγών με παραπλήσια μορφή και -σε ένα βαθμό- ανάλογο περιεχόμενο.
Συγκεκριμένα, η ψήφιση του νόμου 4487/2017 μεταξύ άλλων προέβλεπε τη «δημιουργία θεσμικού πλαισίου για την ενίσχυση της παραγωγής οπτικοακουστικών έργων στην Ελλάδα», αποτυπώνοντας τη βούληση του κράτους να επιδοτήσει κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές ως επενδυτικά σχέδια. Ως φορέα υποδοχής και αξιολόγησης των αιτήσεων υπαγωγής στο καθεστώς επιδότησης που φτάνει το 40% του κόστους των παραγωγών ορίστηκε το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ).
Στη νομοθεσία αυτή ενσωματώθηκε ένας πίνακας αξιολόγησης του περιεχομένου, των συντελεστών και της παραγωγής των οπτικοακουστικών έργων που υποβάλλουν αίτηση για υπαγωγή στο καθεστώς επιδότησης, ο οποίος ορίζει ελάχιστη συνολική βαθμολογία σε μια σειρά από πολιτιστικά κριτήρια.
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο των οπτικοακουστικών έργων μυθοπλασίας, τα σενάρια με τον νόμο αυτόν κατευθύνονται μέσω του συστήματος βαθμολόγησης σε συγκεκριμένες επιλογές: «Σενάριο η υπόθεση του οποίου εξελίσσεται στην Ελλάδα», «σενάριο με θέμα που αφορά την ελληνική ή ευρωπαϊκή ιστορία, με ιστορικό, θρησκευτικό, κοινωνικό, καλλιτεχνικό ή πολιτιστικό περιεχόμενο», «σενάριο η υπόθεση του οποίου κάνει χρήση χώρων που αναδεικνύουν την ποικιλομορφία του φυσικού τοπίου, της αρχιτεκτονικής και του ιστορικού πλούτου της Ελλάδας ή της παραμεθορίου στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα», είναι ορισμένα από τα πεδία.
Σύμφωνα πάντως με τον Πάνο Κουάνη, Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο του ΕΚΟΜΕ, το σύστημα βαθμολόγησης δεν είναι παρά «μια τυπική διαδικασία, ένας τρόπος για να παρακαμφθούν οι νόμοι της ΕΕ περί ανταγωνισμού». Όπως εξήγησε, «μόνο αν μια κινηματογραφική ταινία είναι πολιτιστικό προϊόν, μπορεί να γίνει εξαίρεση στη γενική απαγόρευση και να επιδοτηθεί. Επομένως, ο μόνος τρόπος για να αποδείξουμε ότι είναι πολιτιστικό προϊόν ήταν να φτιάξουμε ένα cultural test, το οποίο έχουν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, διαφορετικό από χώρα σε χώρα αλλά με ίδια λογική. Να πάρει πόντους ένα έργο ώστε να θεωρηθεί πολιτιστικό».
Ο ίδιος όμως δίνει μια ρεαλιστική ερμηνεία για ποιο λόγο οι σειρές μυθοπλασίας πήραν την ίδια κατεύθυνση ως προς το περιεχόμενό τους. Συγκεκριμένα ανέφερε:
«Όταν μια παραγωγή μπορεί να κάνει μεγαλύτερου προϋπολογισμού έργα, παύει πλέον να περιορίζεται σε στούντιο ή σε χώρους μέσα στην Αττική. Το πρόβλημα των παραγωγών στην Ελλάδα και ειδικά την περίοδο της οικονομικής κρίσης ήταν ότι είχαν πολύ χαμηλό προϋπολογισμό τα έργα τους, οπότε ήταν πολύ περιορισμένα τα συνεργεία, πολύ περιορισμένοι οι ηθοποιοί και πολύ περιορισμένες οι δυνατότητες για να κάνουν γυρίσματα. Άρα παρέμεναν όσο το δυνατόν πιο κοντά στην Αττική ή πήγαιναν στην Κύπρο που είναι πολύ χαμηλά τα κόστη. Αυτό που έφερε το ΕΚΟΜΕ ήταν πάρα πολύ απλά ότι επειδή δίνει μια πολύ γενναία χρηματοδότηση, αυξήθηκαν οι προϋπολογισμοί και λόγω αυτού του γεγονότος, μπορούν πλέον να κάνουν οι παραγωγές αυτό που θέλουν. Στο περιεχόμενο καθ’ αυτό δεν έχουμε εμείς κάποια συμβολή».
Οι συντελεστές των τριών σειρών πάντως αρνήθηκαν ότι η χρηματοδότηση του ΕΚΟΜΕ διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία των σειρών. «Και η επιδότηση να μην υπήρχε, η δουλειά αυτή θα γινόταν», είπε για τις «Άγριες Μέλισσες» ο Λάμπρος Νικάκης. Για τον «Σασμό» η Πίμη Φασούλα σημείωσε πως «είναι μια σειρά εκ της δημιουργίας της φτιαγμένη να παίξει στο prime time οπότε σαφέστατα τα δεδομένα της παραγωγής της ήταν υψηλότερα από αυτά που είναι σε άλλη ζώνη». Και τέλος, η Βάνα Δημητρίου τόνισε για τη «Γη της ελιάς» ότι ανάλογες σειρές, παραγωγές δηλαδή εκτός Αττικής, έχει γράψει από το 2013.
Το κοινωνικό συγκείμενο
Οι τηλεοπτικές σειρές δεν δημιουργούνται και προβάλλονται σε ουδέτερες συνθήκες εργαστηρίου, αντιθέτως βρίσκονται από τη σύλληψή τους και εν συνεχεία κατά τη διαδικασία της εξέλιξής τους σε διαρκή αλληλεπίδραση με το κοινωνικό περιβάλλον, εφόσον πρωταρχικό κίνητρο των τηλεοπτικών επιχειρήσεων είναι η πώληση διαφημιστικού χρόνου, ένας στόχος που προϋποθέτει τηλεθέαση.
Οι δημιουργοί και οι παραγωγοί ευνόητο είναι ότι αναζητούν θέματα και ιστορίες που θα κεντρίσουν το αρχικό ενδιαφέρον των τηλεθεατών και με σκοπό να δημιουργηθεί μια σχέση πομπού και δέκτη που θα διατηρηθεί στο χρόνο, μέσω της ταύτισης των τηλεθεατών με χαρακτήρες.
Δεν είναι τυχαίο ότι από τις καθημερινές σειρές περιορίστηκαν μέχρι εξαφάνισης παλαιότεροι προ κρίσης στερεοτυπικοί πρωταγωνιστικοί τηλεοπτικοί χαρακτήρες: Εισοδηματίες και πετυχημένοι επιχειρηματίες, καλοντυμένοι με πανάκριβα αυτοκίνητα και τεράστιες επαύλεις (π.χ. Ακάλυπτος, κ.ά.). Μια σειρά με αφηγηματικό υπόβαθρο την Ελλάδα του λάιφ στάιλ και της υπερκατανάλωσης (που ακόμη κι όταν προβαλλόταν δεν αφορούσε τη μέση, συνηθισμένη ελληνική οικογένεια) θα ήταν εμφανώς εκτός κλίματος.
Αντίθετα, οι τρεις υπό εξέταση καθημερινές σειρές φαίνεται ότι ενσωματώνουν έναν σύγχρονο και αρκετά διαδεδομένο εθνικό μύθο, όπου όπως κάθε μύθος δεν επιβεβαιώνεται από τα δεδομένα: Ότι η στροφή στην πρωτογενή παραγωγή, η απο-αστικοποίηση και η επιστροφή στις ιδιαίτερες πατρίδες δίνει λύση στην κρίση, που συχνά εκλαμβάνεται κι ερμηνεύεται ως κρίση του νεοφιλελευθερισμού, του τομέα των υπηρεσιών ή της χρηματιστικοποίησης.
Η αγροτική ζωή έτσι λειτουργεί αυτόματα ως θεραπαινίδα και πεδίο αναίρεσης της σύγχρονης κρίσης, πάντα σε ένα ιδεατό, συμβολικό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια μια ανάλογη τάση επιστροφής στην ύπαιθρο παρατηρήθηκε επίσης στην ελληνική λογοτεχνία και διηγηματογραφία, με πιο χαρακτηριστικό δείγμα το βιβλίο του Χρ. Οικονόμου, με τίτλο Το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα (εκδ. Πόλις, 2014). Ο βιοπορισμός δεν είναι κάτι δεδομένο ή αόρατο όπως ίσχυε προ κρίσης για τον μυθοπλαστικό κόσμο της τηλεόρασης, αντίθετα αποτελεί κεντρικό κίνητρο δράσης των ηρώων.
Οι σειρές όμως δεν λαμβάνουν μόνο μηνύματα, επηρεάζουν την κοινωνία και με τα δικά τους σήματα σε αυτή τη σχέση αλληλεπίδρασης. Για τις «Άγριες Μέλισσες» γράφτηκε θετικά ότι «σε επικίνδυνους καιρούς για τη δημοκρατία μία τηλεοπτική σειρά -πόσο μάλλον η πιο επιτυχημένη των δύο τελευταίων χρόνων- δίνει τροφή για σκέψη σε χιλιάδες, άλλοι να μάθουν και άλλοι να μην ξεχάσουν, τι ήταν η χούντα και ποιες ήταν οι μέθοδοί της».
Ο «Σασμός» στον αντίποδα σύμφωνα με μαρτυρία που είδε το φως της δημοσιότητας και έφτασε και στη δικαιοσύνη, θύμισε σε απογόνους δύο οικογενειών της Κρήτης μια μεταξύ τους βεντέτα προκαλώντας νέες εντάσεις.
Ασφαλιστικα μετρα θελει να κανει ο γιος της πραγματικης Καλιοπης στον ΑΛΦΑ λεει για το #sasmos,γτ μια παλια βεντετα ειναι ετοιμη να ξεσπασει
— Mια απο το χωριο (@varemeni_) October 17, 2021
Γενικότερα, οι αναπαραστάσεις της βίας στην τηλεόραση είναι ένα φαινόμενο που αξίζει την προσοχή της επιστημονικής και δημοσιογραφικής έρευνας. Σύμφωνα με τους Shanahan & Morgan η βία στην τηλεόραση εξυπηρετεί από κοινού δραματικούς και εμπορικούς σκοπούς. Όπως γράφουν, «οι σεναριογράφοι χρησιμοποιούν τη βία ως εργαλείο πλοκής για να τραβήξουν το κοινό και να το κρατήσουν σε προσοχή και σε έξαψη» και συμπληρώνουν ότι «η βία υπάρχει στην τηλεόραση για την εικαζόμενη ικανότητά της να προσελκύει αρκετά μεγάλο (και δημογραφικά ελκυστικό) κοινό που μπορεί να πωλείται με κέρδος στους διαφημιστές».
Άλλωστε ανέκαθεν στην τηλεόραση όπως παρατηρεί ο Bourdieu «βασική αρχή της επιλογής είναι η επιδίωξη του εντυπωσιακού, του θεαματικού. Η τηλεόραση καλεί σε δραματοποίηση». Σε κάθε περίπτωση όμως χρειαζόμαστε μια σύγχρονη θεωρία επιδράσεων της τηλεόρασης που να δέχεται τη δύναμη του μέσου να «κατασκευάζει» την κοινωνική πραγματικότητα και παράλληλα να δέχεται ότι το ακροατήριο «βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με τις συμβολικές αναπαραστάσεις που τους προσφέρουν τα ΜΜΕ». Με άλλα λόγια, μια διαλεκτική σχέση αλληλοκαθορισμού, όπου τον πρωτεύοντα ρόλο μπορεί να τον έχει το Μέσο, και ο πολίτης ωστόσο από την άλλη μεριά ή ευρύτερα η κοινωνία δεν αποτελούν παθητικό δέκτη.
Είπαμε να βοηθήσουμε την μυθοπλασία και να μην βλέπουμε ριάλιτι… αυτή την στιγμή δύο σήριαλ σε παρτ ταιμ ζώνη δείχνουν πόσο εύκολο είναι να εκβιάσεις,να βιασεις,να απαγαγεις και εν τέλη να σκοτώσεις μια γυναίκα!!!! Συγχαρητήρια πιάσατε πάτο!#GiTisElias #sasmos #metooGR
— Chupra Hpirocha®️.@melosa (@CHpirocha) October 12, 2021
Η διερεύνηση των επιδράσεων αυτών έχει απόλυτα επίκαιρο χαρακτήρα στην ελληνική κοινωνία που σήμερα βιώνει μια νέα διχαστική δημόσια συζήτηση με αφορμή και αιτία την πανδημία. Ο διαιρετικός άξονας εμβολιασμένοι/αρνητές, έρχεται να προστεθεί σε παλιότερες διχοτομίες: Nαι/όχι στο δημοψήφισμα (2015), Μνημόνιο/αντιμνημόνιο (2010 και εξής), δικομματισμός (1981-2012) και βέβαια στη διαχρονικά ενεργή διαίρεση μεταξύ Αριστεράς/Δεξιάς που μπορεί να χρονολογηθεί από τη δεκαετία του 1930 στην Ελλάδα, ενώ στη Γαλλία όπου και γεννήθηκε ξεκινάει από την περίοδο της επανάστασης έχοντας ως αφορμή τη θέση όπου έκατσαν στη Βουλή οι διαφορετικές παρατάξεις.
Η τηλεοπτική αναβίωση των συνθηκών της χούντας και των παραδοσιακών πρακτικών αυτοδικίας χρειάζεται να ερευνηθεί αν πυροδοτεί ενεργά ρήγματα στον κοινωνικό φλοιό της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, η θεματική σύμπτωση των πλέον δημοφιλών σειρών μυθοπλασίας με το κοινωνικό κλίμα πιστώνεται στην ελληνική τηλεόραση ως δείγμα σοβαρότητας και «ενηλικίωσής» της που κινείται στον αντίποδα της συνήθους καταφυγής σε ανιστορικούς, ιδανικούς κι ανύπαρκτους κόσμους, οι οποίοι δεν συναντώνται με οικονομικές τάσεις, κοινωνικές διεργασίες, ανθρώπινες εμπειρίες και ιστορικές αναμνήσεις. Πιστώνεται επίσης σε καινοτομίες όπως το μοντέλο και τα κριτήρια χρηματοδότησης που συμβάλλουν όχι μόνο στην αύξηση της απασχόλησης σε κλάδους που επλήγησαν σημαντικά από την κρίση της πανδημίας όπως ο καλλιτεχνικός, αλλά συνεισφέρουν επίσης στην ιστορική γνώση και την ανάδειξη της πολύμορφης τοπικής ιστορίας.
* Ο Γιώργος Λαουτάρης είναι δημοσιογράφος. Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος ακαδημαϊκής εργασίας που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος “Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία” του Ανοιχτού Πανεπιστημίου Κύπρου και συγκεκριμένα της θεματικής ενότητας ΕΔΜ613: Πλαίσιο και Τέχνη της Νέας Δημοσιογραφίας.