Του Αντώνη Δ. Παπαγιανίδη *
Η Ελλάδα του 2017, πάντως η οικονομία της και η διαχείριση της οικονομικής πολιτικής της (που, το έχουμε πλέον χωνέψει, είναι βασικά η διαχείριση των σχέσεων της χώρας με τους «εταίρους» της και της πραγματικότητας των διαδοχικών Μνημονίων της…) ακολουθεί μια πορεία σε κινούμενη άμμο.
Η φράση προέρχεται από την Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων του Λιούις Κάρολ: “Curiouser and curiouser, said Alice” και υποδηλώνει κάτι που ξεφεύγει από το συνηθισμένο, έστω το αναμενόμενα περίεργο, για να πάει ακόμη παραπέρα. Κάπως έτσι πορεύεται – πάντως στην Ελλάδα – το πρώτο εξάμηνο του 2017. Κι ακόμη πιο περίεργα, άμα θελήσει κανείς να το συνδέσει με τα δρώμενα στην Ευρώπη.
Τι εννοούμε; Η Ελλάδα του 2017, πάντως η οικονομία της και η διαχείριση της οικονομικής πολιτικής της (που, το έχουμε πλέον χωνέψει, είναι βασικά η διαχείριση των σχέσεων της χώρας με τους «εταίρους» της και της πραγματικότητας των διαδοχικών Μνημονίων της…) έχει/ακολουθεί μια πορεία σε κινούμενη άμμο.
Κολλημένη, κοπιαστική, κάθε βήμα σισύφειο. Που όμως, την ίδια στιγμή, συνοδεύεται από την αίσθηση ότι – για λόγους που λίγο αφορούν τη χώρα και τους ανθρώπους ή τη μοίρα τους, και πολύ περισσότερο τις ευρωπαϊκές ισορροπίες (δηλ. την προοπτική των γερμανικών εκλογών, αφού η υπόλοιπη Ευρώπη λειτουργεί σε ρόλο συνοδευτικό, σχεδόν κομπάρσου…) – υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας που δεν θα επιτρέψει στα αδιέξοδα, όπως αυτά εμφανίζονται, να καταλήξουν σε τελικό εκτροχιασμό.
Κυρίως, αφορά αυτό τη διαπραγμάτευση-που-μόνον-διαπραγμάτευση-δεν-είναι, για τη δεύτερη αξιολόγηση του Μνημονίου-3, που ήδη από το φθινόπωρο του 2016 θυμίζει Γεφύρι της Άρτας: συνεχώς ολοκληρώνεται/κλείνει και συνεχώς παραμένει πεδίο αντιπαράθεσης της Αθήνας με τις Βρυξέλλες, με το Βερολίνο (την εμμονικότητα Σώυμπλε) και με την Ουάσιγκτον (τη νέα φάση του ανυποχώρητου ΔΝΤ).
Η διαχείριση δημοσιότητας αυτής της περιπέτειας – για να μείνουμε κοντά στο αντικείμενο της “Δημοσιογραφίας” – δοκιμάζει τα όρια και τις αντοχές μιας ούτως ή άλλως απαυδισμένης κοινής γνώμης. Η οποία, όπως το δείχνει η ανοδική παράνοια των δημοσκοπικών ευρημάτων (αν δεν αρκεί το ότι σημαντικό μέρος των Ελλαδιτών θεωρεί ότι η συμμετοχή στην ΕΕ ωφέλησε την Ευρώπη περισσότερο από ό,τι την Ελλάδα, ας σταθούμε στο ότι 1 στους 5 έχει την εδραία πεποίθηση ότι «μας ψεκάζουν»…), με απόλυτη ευκολία στρέφεται πλέον προς οποιανδήποτε πολιτική κατεύθυνση.
Στον μαγικό μηντιακό κόσμο, αυτό με την σειρά του επιτρέπει – ή μήπως «επιβάλλει»; – την άνθηση νέων φύλλων και εκδοτικών εγχειρημάτων ή/και τηλεοπτικών προσεγγίσεων, όπου π.χ. η περίπτωση Σώρρα δεν είναι η πλέον αδιανόητη…
Με τη σειρά του, το εν λόγω σκηνικό μπολιάζει το πολιτικό προσωπικό με παράξενα αντανακλαστικά: ένα από τα πιο αποδιαρθρωτικά υπόσχεται/απειλεί να είναι το να φορτωθεί η πορεία προς τις επόμενες εκλογές – οι οποίες διαρκώς απομακρύνονται από τον ορίζοντα, αλλά και διαρκώς επανέρχονται στο ραντάρ – με επάλληλες στρώσεις σκανδάλων και τούτο σ’ ένα κλίμα οξύτητας που δεν γνωρίζει πλέον όρια.
Η αναζήτηση µιας «επιβεβληµένης συναίνεσης»
Η συνειδητοποίηση ότι (α) η συμφωνία γύρω από τη δεύτερη αξιολόγηση, όταν/όπως επέλθει, θα είναι ιδιαίτερα επώδυνη πολιτικά, (β) η αντίληψη περί ύπαρξης «διχτυού ασφαλείας» αποθαρρύνει την Κυβέρνηση να προχωρήσει, ήδη δε (γ) οι Ευρωπαίοι «εταίροι», αλλά και το ΔΝΤ, βλέπουν με δυσπιστία ένα ενδεχόμενο τωρινής συμφωνίας, που όμως θα αμφισβητηθεί στην επόμενη στροφή της πολιτικής διαδρομής, η τριπλή αυτή συνειδητοποίηση δημιουργεί νέες συνθήκες στην πολιτική σκηνή.
Η θέση της Αντιπολίτευσης, σήμερα, η θέση της συνολικής Αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα όμως της Αξιωματικής, ότι δηλαδή:
α. η αξιολόγηση πρέπει να κλείσει τώρα – αύριο, χθες!
β. ότι τα συζητούμενα/απαιτούμενα μέτρα είναι αδιανόητα φρικώδη και λάθος,
γ. ότι ως εκ τούτου αποκλείεται να ψηφιστούν στη Βουλή, ούτε και κατ’ ελάχιστον,
δ. ότι πρέπει να τα προχωρήσει, μόνη, η κυβερνητική πλειοψηφία, πλην ότι
ε η σημερινή Αντιπολίτευση δεσμεύεται – για λόγους σοβαρότητας, ευθύνης, συνέχειας του Κράτους κ.λπ. – να τα εφαρμόσει, όταν έλθει στην εξουσία, δημιουργεί μια σειρά θέσεων που δύσκολα στέκει όρθια.
Αυτό είναι που έφερε σειρά αιτημάτων – από τον Σαπέν, το ΔΝΤ (με διάψευση), τον Σώυμπλε, το ΔΝΤ (με επιβεβαίωση) – για δέσμευση της Αντιπολίτευσης ότι όσα τυχόν συμφωνηθούν, θα ισχύσουν ανεξαρτήτως εκλογών…
Εδώ, όμως, είναι που μπήκε στη μέση και η κυρίως ευρωπαϊκή διάσταση – με την πορεία των «27| (δηλαδή της μετά το Brexit ΕΕ) προς τη Διάσκεψη Κορυφής της Ρώμης στις 25 Μαρτίου και την πολυσυζητημένη Διακήρυξη για το Μέλλον της Ευρώπης.
Ενώ αρχικά φάνηκε ότι οι «27» ήταν στα πρόθυρα μιας νέας αρχής, ώστε η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης να ξεκολλήσει, ενώ συγκεκριμένα μια ανοικτή συζήτηση για το πώς η ασυμβατότητα μεταξύ χωρών με διαφορετικές δυνατότητες και επιθυμίες θα προσπερνιόταν, η κατάληξη υπήρξε πλησιέστερη προς θέατρο σκιών.
Διαβεβαιώσεις για ασφαλή Ευρώπη, για ευημερούσα και βιώσιμη Ευρώπη, για κοινωνική Ευρώπη, για ισχυρότερη Ευρώπη στην παγκόσμια σκηνή – με την κατακλείδα ότι «παραμένουν ενωμένοι για το καλύτερο», συν «ότι η Ευρώπη είναι το κοινό μας μέλλον.
Ουσιαστική διευκρίνηση για το αν και κατά πόσο θα αξιοποιηθούν οι προτάσεις και συζητήσεις για μιαν Ευρώπη πολλαπλών ταχυτήτων – που ο Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε να στρέψει προς την κατεύθυνση μιας «Ευρώπης πολλαπλών επιλογών» – δεν υπήρξε αληθινά στη Διακήρυξη της Ρώμης. Ο φόβος για ένα «ξήλωμα του πουλόβερ» συγκράτησε τους ηγέτες των «27».
Οι χειρισµοί Τσίπρα
Η ίδια ατμόσφαιρα υπερ-προσοχής αποθάρρυνε, άλλωστε, και τον επιχειρηθέντα χειρισμό Τσίπρα να ζητήσει/απαιτήσει ενσωμάτωση στη Διακήρυξη περισσότερων στοιχείων «κοινωνικής Ευρώπης», με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση στην εφαρμογή στοιχείων του Ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου εξίσου σε όλες τις χώρες της ΕΕ.
Ενώ ο Έλληνας Πρωθυπουργός θέλησε να αξιοποιήσει τη Διακήρυξη ως μοχλό για να απωθήσει τις απόψεις του ΔΝΤ για τα εργασιακά από την «κολλημένη» αξιολόγηση, τελικά πείστηκε να περιοριστεί σε επιστολές προς Γιουνκέρ και Τουσκ με την ίδια ως άνω λογική…
Και να αρκεστεί στην ευγενική μεν, σταθερή δε, απάντηση του Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ: ότι το Ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο έχει μεν (ήδη, κατά Γιουνκέρ) εφαρμογή και στην Ελλάδα, όμως (α) η χώρα δεν θα’ πρεπε να κάνει πίσω ως προς την εφαρμογή των όποιων μεταρρυθμίσεων έχει συμφωνήσει (σε αυτές, δε, στα Μνημόνια 1 και 2 περιλαμβάνονταν κοινωνικές/εργασιακές υποχωρήσεις….) και (β) το Ευρωπαϊκό κεκτημένο περιλαμβάνει και διαφοροποιήσεις ανά χώρες-μέλη, δεν είναι της λογικής one-size-fits-all.
Όλο και πιο περίεργα, όλο και πιο άνευρα. Μέχρι κάτι να ξεκινήσει τα πράγματα.