Στάθης, τα αδέσποτα, εκδ. Μωβ
του Λεωνίδα Βατικιώτη
Ξεφυλλίζοντας το νέο βιβλίο του Στάθη, με τίτλο «Τα αδέσποτα, σκίτσα για έναν αδικοχαμένο καιρό», περνούν από μπροστά μας, όλες οι κοινωνικές πληγές: η περιβαλλοντική κρίση και η κλιματική αλλαγή, η κρατική καταστολή και η βία της εξουσίας, η οικογενειοκρατία, οι εκλογικές αυταπάτες, η υποβάθμιση του Τύπου και του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, τα «καλά» και «κακά» μνημόνια, η γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη, το πραξικόπημα – οπερέτα στις ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 2021, τα ισραηλινά εγκλήματα στην Παλαιστίνη και κυρίως η φτώχεια, οι χαμηλοί μισθοί, η οικονομική εξαθλίωση, η διαρκώς παρούσα κρίση. Ένα θέμα όχι και τόσο δημοφιλές στην σάτιρα που ο Στάθης δεν κουράζεται να θίγει και να αναδεικνύει με πρωταγωνιστές φτωχούς, καθημερινούς ανθρώπους που δε χάνουν ποτέ το χιούμορ και την ευρηματικότητά τους, χλευάζοντας μεγαλεπήβολες υποσχέσεις και εξαγγελίες.
Διαβάζω τον Στάθη εδώ και πολλές δεκαετίες κι αυτό που πάντα με κεντρίζει είναι η μελαγχολία που συνοδεύει τα σχόλια μέσα στο συννεφάκι, τα οποία υπερίπτανται των σκοτεινών ηρώων του. Άλλες φορές η ίδια η σκοτεινιά των πρωταγωνιστών του που εναλλάσσεται με αποφασιστικότητα. Οι ήρωες του είναι ενεργά πρόσωπα μέσα στην πολιτική ιστορία του τόπου μας, έστω στην μουντή καθημερινότητα. Δεν έχουν την άνεση ή την πολυτέλεια της έξωθεν παρατήρησης και η έκφραση του προσώπου τους θα μπορούσε ορισμένες φορές να κάνει περιττά τα λόγια στο συννεφάκι, αν ένα πνευματώδες σχόλιο δεν έδινε την δική του υπεραξία στο σκίτσο. Στον «αδικοχαμένο καιρό» του Στάθη παρελαύνουν σαστισμένα και έντρομα ανθρωπάκια που τρέχουν να κρυφτούν από την αλλαγή των συνόρων και τις γεωπολιτικές αλλαγές στον πλανήτη· αφελείς κομψευόμενοι που συμμετέχουν στις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις· αγέρωχοι αλαζόνες με το περίστροφο και τα σπιρούνια στις μπότες που ενσαρκώνουν τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό· απρόσωποι, δηλαδή όλοι εμείς, που μπροστά στη φωτιά με φόντο το δάσος αναρωτιούνται αν θα τους καταστρέψει πρώτη η κλιματική αλλαγή ή η εργασιακή ζούγκλα ή εκείνοι που περιμένουν υπομονετικά στην ουρά μπροστά στη φάτνη με την ελπίδα όταν βγει ο χριστός να τους αφήσουν να μείνουν μέσα· κυρίως όμως παρελαύνουν μοναχικοί ήρωες. Σκυθρωποί και αποφασισμένοι, που στην αρχή του βιβλίου, αντί προλόγου, ξεκινούν την πορεία τους έντρομοι κι ακρωτηριασμένοι, κάπου στα μισά βλέπουν την κάπνα και τις σπίθες της φωτιάς να γίνονται αστέρια και στο τέλος (αντί επιλόγου;) ανοίγουν τα φτερά τους, αφήνουν οπίσω τους ήττες κι αιμάτινες πορείες και εφορμούν με το πολύχρωμο δόρυ τους στους ουρανούς, ακολουθώντας τους χαρταετούς.
Είναι ο κόσμος του Στάθη που δεν ηττάται, πέφτει και ξανασηκώνεται, συναντιέται και τέμνεται με τον δικό μας κόσμο.