του Κώστα Μελά*
Οι σύγχρονες πλανητικές εξελίξεις θα μπορούσαν να ενταχθούν εντός ενός πλαισίου υπό την ονομασία «θερμή ειρήνη». Πρόκειται για μια περίοδο όξυνσης των γεωπολιτικών και γεωοικονομικών ανταγωνισμών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αλλά η μεγάλη οικονομική αλληλεξάρτηση, που ενυπάρχει στην παγκόσμια οικονομία λειτουργεί ακόμη αποτρεπτικά στην περαιτέρω όξυνση και στο πέρασμα ενός νέου ψυχρού πολέμου. Όμως ο βασικότερος παράγοντας είναι ότι η Κίνα δεν αισθάνεται ακόμη έτοιμη για να αντιπαρατεθεί μετωπικά με τις ΗΠΑ, και μέχρι να συμβεί αυτό μεθοδικά και υπομονετικά αποφεύγει τις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις και επικεντρώνεται στην οικονομική της εξάπλωση στον πλανήτη. Άλλωστε τα στοιχεία είναι αδιάψευστος μάρτυρας. Με βάση το περίγραμμα που κατέθεσε ο Α.Παπαγιαννίδης θα ήθελα να σημειώσω τα παρακάτω εξειδικεύοντας ορισμένα από τα ζητήματα.
Η Κίνα, ως γνωστόν, δημιουργεί ένα τεράστιο παγκόσμιο εμπορικό και επενδυτικό δίκτυο υποδομών, το οποίο αποβλέπει στην επίτευξη γεωοικονομικών και γεωπολιτικών σκοπών. Ουσιαστικά η όλη επιχείρηση στοχεύει ώστε να φέρει το υπόλοιπο του πλανήτη πιο κοντά στο Πεκίνο. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αποτελεί μια μοντέρνα εκδοχή του αμερικανικού σχεδίου Μάρσαλ μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Βέβαια το σχέδιο της Κίνας είναι πολύ πιο φιλόδοξο, περισσότερο κοστοβόρο και με πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο. Η πολιτική της Κίνας είναι διαφορετική προς τις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες: στις πρώτες εξαγοράζει επιχειρήσεις και δίκτυα (acquisitions) που βρίσκονται σε λειτουργία, στις δε δεύτερες κτίζει έργα υποδομών (greenfield investment) .
Υπάρχουν περισσότερο από 600 επενδυτικά σχέδια που η Κίνα συμμετέχει στην πραγματοποίησή τους, την τελευταία δεκαετία, μέσω χορήγησης δανείων, επιχορηγήσεων και δικών της επενδυτικών κεφαλαίων. Αυτά τα κεφάλαια διανέμονται υπό την προϋπόθεση ότι τα έργα υποδομής θα τα αναλάβουν ή θα συμμετάσχουν σε αυτά κινεζικές εταιρείες, δημιουργώντας έτσι την ευκαιρία για επεκτείνουν την παρουσία τους. Συγκεκριμένα συμμετείχε στην κατασκευή: 41 αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, 203 γέφυρες, δρόμους και σιδηροδρόμους, 191 σταθμούς παραγωγής ενέργειας (πυρηνικά, φυσικού αερίου, άνθρακα και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας). Ο αριθμός των χωρών στις οποίες έχουν κατασκευασθεί έργα με τη συμβολή της Κίνας ανέρχονται σε 112 (Γράφημα 1).
Γράφημα 1: Τοποθεσίες κατασκευής έργων με τη συμμετοχή της Κίνας
Πηγή: New York Times
Επενδύσεις σε μεγάλα λιμάνια : Ανόϊ (Βιετνάμ), Τζακάρτα (Ινδονησία), Καλκούτα (Ινδία), Κολόμπο (Σρι Λάνκα), Γκβαντάρ (Πακιστάν), Τζιμπουτί (Τζιμπουτί, εδώ έχει κατασκευασθεί η πρώτη κινέζικη στρατιωτική βάση στο εξωτερικό), Λαμού (Κένυα), Πειραιά (Ελλάδα), Γένοβα (Ιταλία) τα οποία βρίσκονται στους κύριους δρόμους μεταφοράς του διεθνούς εμπορίου και του πετρελαίου εξυπηρετούν και τους γεωπολιτικούς στόχους του Πεκίνου. Πρόκειται για τον λεγόμενο «θαλάσσιο δρόμο του μεταξιού». (Γράφημα 2). Υπάρχει ακόμη και ο «αρκτικός δρόμος του μεταξιού» (Γράφημα 2) ο οποίος καταλήγει στο μεγάλο διεθνές λιμάνι του Ρότερνταμ (Ολλανδία). Ενδιαμέσως υπάρχει το ρωσικό λιμάνι Σαμπέτα, στο οποίο οι Ρώσοι έχουν κατασκευάσει μεγάλες εγκαταστάσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου και η Κίνα κατέχει το 29,9,0% του ΜΚ [China National Petroleum Corporation (CNPC) το 20,0% και Silk Road Fund το 9,9%]. Το 50,1% κατέχει η ρωσική κρατική εταιρεία παραγωγής φυσικού αερίου Novatek, και η γαλλική Total S.A. το 20,0%.
Το μεγάλο πρόβλημα του σχεδιασμού είναι ότι τα χορηγηθέντα δάνεια (από τις κινέζικες κρατικές τράπεζες) προς τις χώρες που κατασκευάζονται τα έργα δημιουργούν στις κυβερνήσεις των τελευταίων τεράστια προβλήματα στην εξυπηρέτησή τους. Ήδη τέτοιου είδους προβλήματα έχουν παρουσιαστεί στη Μαλαισία, Σρι Λάνκα, Αγκόλα, Ισημερινό και αλλού. Τα προβλήματα αυτά, μεταφέρονται και στις κινέζικες τράπεζες που τα έχουν χορηγήσει. Μια λύση που προσπαθεί να επιβάλλει η κινέζικη κυβέρνηση (και για αυτό κατηγορείται για ένα νέο είδους αποικισμού) είναι η «μετοχοποίηση» των χρεών και η απόκτηση της συνολικής ιδιοκτησίας του έργου.
Γράφημα 2: Ο Θαλάσσιος Δρόμος του Μεταξιού
Σήμερα, το Πεκίνο φαίνεται ότι συγκρατεί τη ροή των κεφαλαίων που προορίζονται για την ολοκλήρωση του πολύ φιλόδοξου αυτού σχεδίου. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, έχει μειωθεί σημαντικά η αξία των συμφωνιών που συνάπτουν κινεζικές εταιρείες για τη δημιουργία της σύγχρονης εκδοχής του Δρόμου του Μεταξιού. Αξιωματούχοι της κινεζικής κυβέρνησης τηρούν επιφυλακτική στάση. Συστήνουν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας να είναι πολύ προσεκτικά σχετικά με τα δάνεια που χορηγούν για τη χρηματοδότηση των έργων στο πλαίσιο του «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» και να φροντίζουν για έγκαιρη αποπληρωμή τους.
Η Κίνα έχει ξεκινήσει την ευρεία επαναξιολόγηση των συμφωνιών που έχουν ήδη συναφθεί, σε ποιες χώρες και υπό από ποιους όρους. Εδώ και πολύ καιρό, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι προβληματίζονται όσον αφορά τη διεύρυνση της σφαίρας επιρροής που αποκτά η Κίνα μέσω τέτοιας φύσεως φιλόδοξων επενδυτικών σχεδίων.
Επιπροσθέτως, ο ανεξέλεγκτος δανεισμός μπορεί να επιδεινώσει περαιτέρω τις σχέσεις της Κίνας με άλλες χώρες. Οι νέες κυβερνήσεις, για παράδειγμα, στη Μαλαισία και στη Σρι Λάνκα θέτουν στο στόχαστρο των ερευνών τους τις μεγάλες πιστώσεις που έλαβαν οι προκάτοχοί τους. Ένα μεγάλο πρόβλημα είναι ότι κανένας, ούτε και η κινεζική κυβέρνηση, δεν έχει πλήρη εικόνα των δανείων που έχουν δοθεί στο πλαίσιο αυτής της πρωτοβουλίας. Η Κίνα, πάντως, φαίνεται ότι είναι διατεθειμένη να παρατείνει τα δάνεια που έχει δώσει σε χώρες με μεγάλα αποθέματα σε πρώτες ύλες.
Η γρήγορη αύξηση των κινέζικων ΑΞΕ, την προηγούμενη δεκαετία, προκάλεσε την αντίδραση των μεγάλων οικονομιών του πλανήτη (Αυστραλία, Καναδά, Ιαπωνία, ΗΠΑ, ΕΕ). Οι χώρες αυτές άρχισαν να δημιουργούν μηχανισμούς ελέγχου και απαγόρευσης σειράς κινέζικων ΑΞΕ οι οποίες κατευθύνονται κυρίως στην εξαγορά επιχειρήσεων που ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία.
Μετά την μεγάλη οικονομική κρίση του 2008, στον πλανήτη κυριαρχούν γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, πόλεμοι ή απειλές πολέμου μεταξύ των σημαντικών περιφερειακών δυνάμεων (απευθείας η μέσω αντιπροσώπων), εμφύλιοι πόλεμοι, θρησκευτικοί πόλεμοι, διασπορά όπλων μαζικής καταστροφής, κατάρρευση κρατών, τρομοκρατία, μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και ανταγωνισμοί για τον έλεγχο φυσικών πόρων όπως η ενέργεια.
Σε γεωπολιτικό επίπεδο δεσπόζει η έντονη διαμάχη μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας η οποία καθορίζει σε μέγιστο βαθμό όλων των λοιπών εξελίξεων. Βασικός παίκτης και η Ρωσία η οποία έχει το βάρος, με τις επιλογές της να δράσει καταλυτικά στις εξελίξεις. Η δημιουργούμενη ένταση στις σχέσεις με την Κίνα και τη Ρωσία αυξάνει την υπάρχουσα αβεβαιότητα στον πλανήτη
Το οικοδόμημα της Δύσης φαίνεται να έχει υποστεί ρωγμές και να μην είναι αρραγές όπως δέκα χρόνια πριν. Η ΕΕ ουσιαστικά παρακολουθεί τις εξελίξεις δείχνοντας την γνωστή αδυναμία της να παρέμβει διαμορφωτικά.
Οι ΗΠΑ, υπό τη νέα διοίκηση Μπάϊντεν, επαναφέρουν το διαχωρισμό μεταξύ «δημοκρατικών και αυταρχικών» κυβερνήσεων και με αιχμή του δόρατος τα «δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα» επιχειρούν να ξανακερδίσουν το χαμένο έδαφος των τελευταίων ετών. Η προσπάθεια ενδυνάμωσης του οικοδομήματος της Δύσης, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η αμερικανική ηγεμονία ολόκληρη την μεταπολιτική εποχή, αποτελεί βασικό στόχο της διοίκησης Μπάϊντεν.
Στην σύνοδο των G7 στην Κορνουάλη της Μεγάλης Βρετανίας, ο πρόεδρος Μπάϊντεν, αναφερόμενος στην κοινότητα των δημοκρατικών χωρών, διατύπωσε με ένταση την ανάγκη πλανητικής αναδιάρθρωσης μετά την πανδημία του Covid- 19 και την ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις του 21ου αιώνα, δείχνοντας χωρίς περιστροφές ότι ο πιο επίφοβος στρατηγικός αντίπαλος της δημοκρατικής Δύσης είναι η Κίνα του προέδρου Xi Jinping. Παράλληλα διακήρυξε, με έμφαση, ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η διαδεδομένη αντίληψη που θεωρεί τις δυτικές δημοκρατίες σε κατάσταση υποχώρησης και κάμψης. Επανέφερε στο προσκήνιο την ανάγκη «της κοινής ασφάλειας και της υποστήριξης ενός δικαίου διεθνούς συστήματος εμπορικών συναλλαγών» υπενθυμίζοντας τα λόγια του Franklin D. Roosevelt στην αρχή της περιόδου της αμερικανικής ανάμειξης στον πόλεμο εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας.
Ο Αμερικανός πρόεδρος θέλει να καταστήσει τις χώρες που ανήκουν στο G-7 (ειρήσθω εν παρόδω, όλες ανήκουν στο δυτικό σχηματισμό) την καρδιά ενός δικτύου στρατηγικών και οικονομικών συμμαχιών, προκειμένου να αντιμετωπισθούν δύο προκλήσεις: η πλανητική αναδιάρθρωση μετά την πανδημία και η απόκρουση της γεωπολιτικής και γεωοικονομικής επίθεσης της Κίνας.
Το μέσο για την αντιμετώπιση της αναδιάρθρωσης του πλανήτη είναι το νέο δόγμα Build Back Better World Partnership, δηλαδή η δέσμευση υποστήριξης των αναπτυσσομένων χωρών, με πόρους ύψους τουλάχιστον 40 δισ. δολάρια, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή υποδομών με τέσσερις βασικούς επενδυτικούς στόχους: κλίμα, υγεία, ψηφιακή τεχνολογία και μείωση των ανισοτήτων. Με απλά λόγια επιθυμεί οι δυτικές δημοκρατίες να μην είναι μόνο ο κινητήρας μιας οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και στα δημοκρατικά ζητήματα. Σε αυτό, κατά τον Μπάϊντεν, συνίσταται η ουσιαστική διαφοροποίηση της πρότασής του από την αντίστοιχη κινέζικη Belt and Road Initiative (δρόμος του μεταξιού).
Μπορούμε να πούμε ότι οι Δημοκρατικοί συνεχίζουν την πολιτική Τραμπ, δεχόμενη ότι η Κίνα αποτελεί τον βασικό αντίπαλο σε πλανητικό επίπεδο. Κάνουν ένα βήμα παραπάνω προτείνοντας α) την κοινή αντιμετώπιση με τις χώρες της Δύσης του αντιπάλου β) προτείνουν παράλληλα μια στρατηγική βασιζόμενη στην αναπτυξιακή βοήθεια προς τις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Δύο παρατηρήσεις επί αυτών των προτάσεων. Σχετικά με την πρώτη: είναι δύσκολο να προβλέψουμε την έκβαση της προσπάθειας δεδομένου ότι οι αντικειμενικές συνθήκες έχουν μεταβληθεί και η οικονομική παρουσία της Κίνας στις Ευρωπαϊκές χώρες έχει σταθεροποιηθεί. Μάλιστα δύο εξ αυτών, η Γερμανία και η Ιταλία, έχουν αναπτύξει ισχυρές οικονομικές σχέσεις με την Κίνα. Δεν είναι τυχαίο ότι η καγκελάριος Μέρκελ ήταν η μόνη που δεν εκφράστηκε με ενθουσιασμό στις προτάσεις Μπάϊτεν. Το αντίθετο θα υποστηρίζαμε!
Μάλιστα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να ενταχθεί η ανακοίνωση – στις 30 Δεκεμβρίου 2020 – της υπογραφής της Comprehensive Agreement on Investments (Συνολική Συμφωνία για τις Επενδύσεις – ΣΣΕ), μεταξύ ΕΕ και Κίνα, η οποία θα δρομολογούσε μία νέα εποχή στις ευρωκινεζικές σχέσεις.
Σύμφωνα με τους Ευρωπαίους ηγέτες επρόκειτο για την πιο φιλόδοξη συμφωνία που είχε υπογράψει μέχρι τότε η Κίνα. Η Κίνα θα προσέφερε στους Ευρωπαίους επενδυτές πρωτοφανή πρόσβαση στην εσωτερική της αγορά και θα εξάλειφε πολλές από τις πρακτικές της που μέχρι τότε δυσκόλευαν τη λειτουργία των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε κινεζικό έδαφος. Στην επίσημη ανακοίνωση της ΣΣΕ υπάρχει μία σύντομη αναφορά για τον ρόλο της Άνγκελα Μέρκελ ως κινητήριας δύναμης για το κλείσιμο της συμφωνίας. Η ΣΣΕ μπορεί να ανακοινώθηκε στο τέλος του 2020, αλλά θα έπρεπε να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μία διαδικασία που θα ήταν μακροχρόνια. Οι εκτιμήσεις είναι ότι η διαδικασία θα μπορούσε να ολοκληρωθεί στο πρώτο ήμισυ του 2022, δηλαδή κατά τη διάρκεια της γαλλικής προεδρίας της ΕΕ.
Στη διπλωματία, οι συμβολισμοί εξακολουθούν να είναι ισχυροί. Η ανακοίνωση της ΣΣΕ λίγες ημέρες πριν από την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν θορύβησε την Ουάσιγκτον δεδομένου ότι θεωρήθηκε ότι κινείται σε αντίθετη τροχιά με τη βασική επιδίωξη της προεδρίας του Μπάιντεν που δεν ήταν άλλη από την επανασύσταση του διατλαντικού μετώπου, το οποίο είχε κατεδαφίσει ο Ντόναλντ Τραμπ, για την αναχαίτιση της οικονομικής και πολιτικής επιρροής της Κίνας σε παγκόσμια κλίμακα.
Είναι γνωστό ότι η Γερμανία παρατηρούσε με έντονη ανησυχία τις κινήσεις του Τραμπ σε ό.τι αφορούσε τις εμπορικές συμφωνίες μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, οι οποίες δημιουργούσαν τον κίνδυνο επιβολής κυρώσεων σε ευρωπαϊκούς οικονομικούς κλάδους που είχαν μεγαλύτερη έκθεση στο εμπόριο με την Κίνα. Η δυσπιστία απέναντι στην Ουάσιγκτον από την πλευρά του Βερολίνου, συνεχίστηκε και για τις πολιτικές ενός νέου Ψυχρού Πολέμου που προωθεί και η νέα αμερικανική προεδρία, όπως έχουμε ήδη αναφέρει. Το μήνυμα από την πλευρά του Βερολίνου είναι σαφές ─ αν η Ουάσιγκτον θέλει να δημιουργήσει ένα κοινό μέτωπο ανταγωνισμού με την Κίνα, τότε θα πρέπει να μάθει να μοιράζεται τρόπους και κατευθύνσεις με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Σε αυτή την κατεύθυνση και ο πρόεδρος Μακρόν φαίνεται να συμφωνεί με την καγκελάριο Μέρκελ στο πλαίσιο του σχεδίου του για περισσότερη αυτονομία κινήσεων της ΕΕ.
Στους δύο πίνακες που ακολουθούν περιέχονται τα ποσοτικά στοιχεία των οικονομικών συναλλαγών της ΕΕ με την Κίνα, τα οποία δείχνουν το βάθος των διμερών σχέσεων μεταξύ των δύο οντοτήτων. Υπολογίζεται ότι κάθε ημέρα πραγματοποιούνται συναλλαγές περίπου 1 δισ. ευρώ. Όπως διαπιστώνεται από τα στοιχεία των πινάκων υπάρχει ένα σαφές συνολικό έλλειμμα (αγαθά και υπηρεσίες) για τις χώρες της ΕΕ.
Πίνακας 1
Πίνακας 2
Συγχρόνως σημαντικό στοιχείο στις ευρωκινέζικες οικονομικές σχέσεις αποτελούν οι ‘Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ). Το 2019 το συνολικό απόθεμα κινέζικων ΑΞΕ στις χώρες της ΕΕ ανέρχονταν σε 129,4 δισ. ευρώ, ενώ το αντίστοιχο απόθεμα των χωρών της ΕΕ ανέρχονταν σε 198,7 δισ. ευρώ, δημιουργώντας ένα πλεόνασμα ύψους 69,3 δισ. ευρώ υπέρ των χωρών της ΕΕ. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ότι η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο οικονομικό εταίρο για τη Γερμανία για πέμπτο συνεχές έτος, με συνολικές συναλλαγές (εισαγωγές συν εξαγωγές) ύψους 212,2 δισ. ευρώ (εισαγωγές 116,3 και εξαγωγές 95,9 δισ. ευρώ).
Με τη δεύτερη οι πόροι είναι ελάχιστοι σε σχέση με τα κεφάλαια που έχει διοχετεύσει και συνεχίζει να διοχετεύει η Κίνα στις χώρες του αναπτυσσομένου κόσμου. Τα 40 δισ. δολάρια είναι λιγότερα από τους πόρους που έχει επενδύσει μόνο στο Πακιστάν (2005-2019 = 45,3 δισ. δολάρια). Έχω την γνώμη ότι η προσπάθεια αυτή είναι καταδικασμένη, ως όπλο ενάντια στην Κίνα, πριν καν αρχίσει να διαμορφώνεται και αν τελικά θα διαμορφωθεί.
Αντιθέτως η Κίνα συνεχίζει ακάθεκτη την εξάπλωσή της στον πλανήτη με βάση σαφές σχέδιο και ακριβή στοχοθεσία[1].
Στις αρχές του Ιανουαρίου 2021 το State Council Information Office of the People’s Republic of China δημοσίευσε τη λεγόμενη «Λευκή Βίβλο»[2] στην οποία παρουσιάζεται η οπτική του Πεκίνου αναφορικά με την προσεχή εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης.
Η Κίνα υποστηρίζει μέσω του ντοκουμέντου ότι είναι αφοσιωμένη σε μια συνεργατική αναπτυξιακή διαδικασία της διεθνοποίησης της οικονομίας. Μια διαδικασία που άρχισε το 2012 όταν ο πρόεδρος Xi Jinping αποφάσισε ότι η Κίνα πρέπει να δράσει σε διεθνές επίπεδο, μάλιστα στο πλαίσιο της πολυμέρειας.
Σύμφωνα με την οπτική του Πεκίνου στο προσεχές μέλλον το Made in China θα είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που σήμερα είμαστε συνηθισμένοι να σκεπτόμαστε. Όχι μόνο παραγωγή αγαθών (χαμηλής τεχνολογίας) με τα οποία κατακλύζει τις αγορές του πλανήτη. Αλλά η διείσδυση στις βασικές γραμμές της παγκοσμιοποίησης είτε είναι υλικές ή άυλες: οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές. Ανταγωνισμός σε όλα τα επίπεδα των στρατηγικών τομέων του εκσυγχρονισμού και της τεχνολογίας.
Ας θυμηθούμε μόνο δύο εν εξελίξει σχέδια: Τον Δρόμο του Μεταξιού (Belt and Road initiative), και το Made in China 2025. Το πρώτο προτίθεται να δημιουργήσει νέες συνδέσεις μεταξύ των χωρών, ενώ το δεύτερο προτίθεται να μεταμορφώσει την Κίνα σε πλανητική τεχνολογική υπερδύναμη μέχρι το 2025.
Ο Δρόμος του Μεταξιού και το Made in China 2025 εντάσσονται οργανικά στον σχεδιασμό του Ψηφιακού Δρόμου του Μεταξιού (Digital Silk Road), ο οποίος προτείνει διασυνδέσεις μέσω της υψηλής τεχνολογίας μεταξύ Κίνας και των χωρών που συμμερίζονται τον σχεδιασμό και επιθυμούν να συμμετάσχουν. Πρόκειται για τη δημιουργία δικτύων, τα οποία περιλαμβάνουν υποδομές (υποθαλάσσια καλωδίωση, δορυφόρους, κεραίες 5G), τεχνητή νοημοσύνη, συγκεντρώσεις big data. Επίσης ψηφιακές πλατφόρμες για συγκέντρωση και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, εμπορικές συναλλαγές με τη χρήση ηλεκτρονικού χρήματος.
Βασική προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση των παραπάνω σχεδιασμών απαιτούνται συνδυασμένες και αποτελεσματικές ενέργειες στο πολιτικό, στρατιωτικό και στο οικονομικό και νομισματικό επίπεδο. Μια πλανητική δύναμη για να μπορέσει να ασκήσει την κυριαρχία της απαιτείται σε όλα τα παραπάνω επίπεδα να γίνει αποδεκτή από τις υπόλοιπες χώρες του πλανήτη. Σε προηγούμενο άρθρο μας[3] έχουμε αναφερθεί στην γεωοικονομική στρατηγική της Κίνας μέσω της εξάπλωσης των επενδύσεων (Άμεσων ή Χαρτοφυλακίου) στο σύνολο του πλανήτη. Τα τελευταία στοιχεία[4] επιβεβαιώνουν ότι η Κίνα εξακολουθεί να επενδύει στο εξωτερικό με σαφείς γεωοικονομικούς και γεωπολιτικούς στόχους. Παραθέτω τη Γραφική παράσταση 1, η οποία βοηθά στο να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των κινέζικων επενδύσεων στο εξωτερικό, οι οποίες συνολικά, την περίοδο 2005-2020, πρέπει να ανέρχονται σε 2,1 τρισ. δολάρια. Πρόκειται για greenfield επενδύσεις και για αντίστοιχες επενδύσεις στις κατασκευές. Οι πρώτες κυρίως κατευθύνονται στις αναπτυγμένες χώρες με στόχο κυρίως την αποκόμιση κερδών στον τεχνολογικό τομέα, ενώ οι δεύτερες πραγματοποιούνται στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες των χωρών της Αφρικής, Ασίας και Λατινικής Αμερικής. Διαπιστώνεται μια όλο και πιο έντονη περικύκλωση του πλανήτη από κινέζικες επενδύσεις ενώ παράλληλα προχωρά ακάθεκτα ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της χώρας (η Κίνα είναι η χώρα στην οποία οι πολίτες της χρησιμοποιούν περισσότερο από τους πολίτες των υπολοίπων χωρών τις τεχνολογίες αιχμής).
Επενδύσεις και κατασκευές της Κίνας ανά περιοχές (2005-2020). Σε δισ. δολάρια
Πηγή: American Enterprise Institute, China’s Coming Global Investment Recovery: How Will It Go? January 2021
Μετά τα όσα έχουν αναφερθεί, είναι φανερό ότι οι ΗΠΑ και οι δυνητικοί σύμμαχοί της δύσκολα θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την Κίνα στο επίπεδο της οικονομικής βοήθειας και των επενδύσεωνπρος τον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Νομίζω ότι για ακόμη μια φορά οι ΗΠΑ με τους Δημοκρατικούς στη διοίκηση θα επιδιώξουν να ξαναπαίξουν το όπλο των δημοκρατικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επιχειρώντας να συμπαρασύρουν τις χώρες της Δύσης προς αυτή την κατεύθυνση. Η διαφορά αυτή την φορά με τις προηγούμενες είναι, δεομένου ότι αυτό είναι το μόνο όπλο που ουσιαστικά διαθέτουν, ότι θα το χρησιμοποιήσουν εντονότερα, οξύτερα και με υψηλή ιδεολογική φόρτιση, προφανώς με στόχο να διαχωρίσουν τις Δημοκρατίες από τα αυταρχικά κράτη και σε τελική ανάλυση να δημιουργήσουν τέτοια πολωτικές αντιπαραθέσεις πιθανότατα οδηγώντας στην όξυνση της περιόδου που ονομάσαμε «θερμή ειρήνη».
Οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) της Κίνας στη Ελλάδα: Το Εμπορικό Ισοζύγιο
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Enterprise Greece (Δηλώσεις του Δ/Σ κ. Στεργιούλη) από το 2010 έως και το 2017 έχουν εισρεύσει στη χώρα μας, συνολικά από την Κίνα καθαρές άμεσες επενδύσεις ύψους 677 εκατ. ευρώ. Τα επόμενα έτη:
- Πώληση του 24% του ΑΔΜΗΕ στην κινεζική εταιρεία State Grid με τίμημα 320 εκατ. ευρώ.
- Η κινεζική επιχείρηση Profex Inc.και η Morgan Stanley επένδυσαν 48,5 εκατ. ευρώ στην Κορρές.
- Έχουν δοθεί 3464 άδειες «χρυσής βίζας» σε κινέζους πολίτες. Συνολικά περίπου 100 εκατομμύρια ευρώ.
Αυτές είναι μέχρι σήμερα οι κινέζικες ΑΞΕ , το συνολικό ύψος των οποίων είναι 1,15 δισ. ευρώ. Όλα τα υπόλοιπα που διακινούνται καθημερινά στον τύπο … θα γίνουν στο μέλλον.
Οι κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα εστιάζονται σε τομείς ιδιαίτερα νευραλγικούς, όπως οι μεταφορές και η εφοδιαστική αλυσίδα, οι επικοινωνίες και τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το απόθεμα Ξένων Άμεσων Επενδύσεων κινεζικής προέλευσης στη χώρα μας (συμπεριλαμβανομένων Χονγκ Κονγκ και Μακάο) κατά την περίοδο 2002-2018 ήταν € 1,2 δισ. Αντίστοιχα, σύμφωνα πάντα με τα ίδια στοιχεία, η συνολική αξία των ελληνικών επενδύσεων στην κινεζική επικράτεια (ηπειρωτική Κίνα και Χονγκ Κονγκ) κατά την ίδια περίοδο, ήταν € 1,8 δισ. Το σύνολο, σχεδόν, των ως άνω επενδύσεων (99,6%) υλοποιήθηκε στο Χονγκ Κονγκ, το οποίο αποτελεί οικονομικό επίκεντρο της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας
Σύμφωνα, όμως με τους υπολογισμούς της Rhodium Group, την περίοδο 2000-2019 (δηλαδή περίοδος 20 ετών) το ύψος τους ανέρχεται σε 1,9 δισ. ευρώ.
Την τελευταία εξαετία (2013-2018), η εξέλιξη των εμπορικών σχέσεων (αγαθών) παρουσιάζεται στον Πίνακα 4:
Πίνακας 4
Κάθε χρόνο το έλλειμμα της χώρας μας, παρά την σχετική αύξηση των εξαγωγών μας, μεγαλώνει. Η αύξηση που παρουσιάζουν το 2018 οι ελληνικές εξαγωγές οφείλονται σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση των προϊόντων πετρελαίου. Το 2018 η αξία των συναφών εξαγωγών σχεδόν τετραπλασιάστηκε, σε σχέση με το 2017 (€ 443,9 εκ., έναντι € 114,3 εκ.), καλύπτοντας το 50% περίπου του συνόλου των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων στην Κίνα.
Οι Έλληνες εφοπλιστές είναι οι μόνοι που έχουν σημαντικές συναλλαγές με τη χώρα της Ανατολής. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία την τελευταία 15ετία έχουν ναυπηγήσει στα κινέζικα ναυπηγεία περίπου 1000 πλοία με δανεισμό από τις κινέζικες τράπεζες ύψους περίπου 15 δισ. δολαρίων (περίπου το 21% του συνολικού δανεισμού για ναυτιλιακά δάνεια που έχουν εκχωρήσει οι κινέζικες τράπεζες. Παράλληλα το 60% των εισαγωγών που πραγματοποιούνται στην Κίνα γίνεται από πλοία που ανήκουν στους ‘Έλληνες εφοπλιστές.
Επιτακτική ανάγκη στον δημόσιο λόγο είναι, τουλάχιστον, η παρουσίαση των αριθμητικών δεδομένων με αναφορά στις επίσημες πηγές που τα παράγουν. Αυτές είναι συνήθως οι διεθνείς πολυμερείς οργανισμοί, αλλά και οι επίσημοι εθνικοί φορείς των διαφόρων κρατών. Το θέμα της ερμηνείας αυτών των στοιχείων εμπεριέχει σαφώς αξιολογικές κρίσεις και ως εκ τούτου αποτελεί άλλο ζήτημα σημαντικότατο αλλά… άλλο ζήτημα. Επομένως επιτακτική ανάγκη η αναφορά των πηγών από τις οποίες αντλούνται τα παρουσιαζόμενα στοιχεία. Δυστυχώς η σημερινή εποχή της γρήγορης και αβαθούς σκέψης δεν επιτρέπει αυτή τη διαδικασία με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση εντυπώσεων που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
* Οικονομολόγος, διδάσκων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
[1] Κώστας Μελάς, Η παγκοσμιοποίηση της Κίνας συνεχίζεται, Εθνικές Επάλξεις , τεύχος 136, 2021.
[2] The State Council Information Office of the People’s Republic of China, China’s International Development Cooperation in the New Era, January 2021
[3] Κ. Μελάς, Μια ματιά στην οικονομία της Κίνας, Εθνικές Επάλξεις Τεύχος 130, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2019.
[4] American Enterprise Institute, China’s Coming Global Investment Recovery: How Will It Go? January 2021.