Του Μιχάλη Παναγιωτάκη*
Η δημοσιογραφία σήμερα παγκοσμίως, αλλά στην Ελλάδα με έναν ιδιαίτερο τρόπο, βρίσκεται μέσα σε ένα πλέγμα κρίσεων, τοπικών και παγκόσμιων. Δεν είναι σίγουρο πώς θα εξελιχθεί υπό την πίεση των κρίσεων αυτών, είναι όμως σίγουρο πως ζούμε μια περίοδο μεταβατική προς ένα αβέβαιο εν πολλοίς μέλλον. Όχι μόνο σε ό,τι αφορά την ίδια την πρακτική της δημοσιογραφίας, αλλά και την πολιτική της οικονομία και τη φύση της.
Οι επάλληλες αυτές κρίσεις, τοπικές (φούσκα των ΜΜΕ, κρίση αξιοπιστίας, το μεγάλο κραχ του 2010) και παγκόσμιες (αποσταθεροποίηση του επιχειρηματικού μοντέλου των ΜΜΕ λόγω του διαδικτύου, αλλαγή του «οικοσυστήματος» της πληροφόρησης, συγκέντρωση ιδιοκτησίας όχι μόνο μέσα στα ΜΜΕ αλλά και συνολικά σε διακλαδικούς ομίλους, η γεωπολιτική των παγκόσμιων δικτύων ΜΜΕ) οδηγούν σε μια θεαματικά διαφοροποιημένη πολιτική οικονομία αλλά και στοχοθεσία των ΜΜΕ.
Το παλιό μοντέλο
Το επιχειρηματικό μοντέλο των ιδιωτικών ΜΜΕ που χρηματοδότησε η διαφήμιση, εκτόξευσε τη δημιουργία της βιομηχανίας των μίντια (εφημερίδες, ραδιό-φωνα, τηλεοράσεις) σε όλο τον κόσμο. Υπήρξε για έναν και πλέον αιώνα η ατμομηχανή της επέκτασης και ενίσχυσης του Τύπου.
Το μοντέλο αυτό δημιουργούσε φυσικά σχέσεις εξάρτησης των εφημερίδων και των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών από τους διαφημιζόμενους, οι οποίες όμως υποτίθεται πως λύνονταν μέσω του «επαγγελματισμού» του δημοσιογράφου, ο οποίος διαφύλασσε και υπηρετούσε κώδικες επαγγελματικών πρακτικών και ηθικής. Φυσικά τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι συνήθως, αλλά μέσα από παρόμοιες παγιωμένες πρακτικές και όρια υπήρχε μια στοιχειώδης αίσθηση κάποιας επάρκειας της δημοσιογραφίας στο ρόλο της ενημέρωσης και του ελέγχου της εξουσίας.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, η ισχύς των (τηλεοπτικών ιδίως) ΜΜΕ στο νέο πλαίσιο της διευρυμένης πρόσβασης σε αυτά, έγινε ισχυρότατο πολιτικό εργαλείο και αποτέλεσε τη βάση, αρχικά για τη διασύνδεση των επιχειρηματιών του Τύπου με το κράτος (ή για την επιδίωξη του τηλεοπτικού μονοπωλίου του κράτους), και μετά για τον εναγκαλισμό και τη σύνδεση των επιχειρήσεων ΜΜΕ με άλλες επιχειρήσεις, πρώτα σε συγγενικούς κλάδους και στη συνέχεια ευρύτερα, στο πλαίσιο μεγάλων, συχνά πολυεθνικών, εταιρικών ομίλων. Αυτό δημιουργούσε εξαρτήσεις για τη δημοσιογραφία πιο ισχυρές από εκείνες της διαφήμισης και πολύ πιο δύσκολα παρακάμψιμες.
Η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ (π.χ., στις ΗΠΑ), παιδί της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης, που ξεκίνησε από την Αμερική του Reagan και εξαπλώθηκε σταδιακά σε όλο τον κόσμο, είναι πλέον γενικευμένη: Οι ολιγαρχίες των μίντια αποτελούν μια παγκοσμίως γνώριμη φιγούρα.
Στην Ελλάδα οι σχετικές μεταβάσεις έγιναν με τη μία το 1989, όταν άνοιξαν τα πρώτα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά κανάλια, απολύτως χαοτικά, χωρίς ρύθμιση, χωρίς πλαίσιο και χωρίς έλεγχο πέρα από ένα αναιμικό ΕΣΡ. Η δομή της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ στην Ελλάδα αν και καλύπτεται συνήθως από την αχλή μιας αμήχανης σιωπής, δείχνει πως η πολιτική οικονομία των ΜΜΕ στη χώρα μας (αλλά όχι μόνο) είναι εδώ και καιρό κυρίως δευτερογενής: δρα σαν λίπανση για τη διοχέτευση κρατικών χρημάτων προς τους εταιρικούς ομίλους των οποίων εφημερίδες και κανάλια είναι απλά το επικοινωνιακό όπλο. Όλο το μιντιακό τοπίο (και η ταχύτατη συνακόλουθη κατάρρευσή του) στην Ελλάδα δύσκολα μπορεί να κατανοηθεί ως προς τα οικονομικά του μεγέθη, αλλά και τον προσανατολισμό του, χωρίς αυτή την κρίσιμη λεπτομέρεια.
Η κρίση του μοντέλου των ΜΜΕ του 20ού αιώνα
Σε παγκόσμιο επίπεδο το μοντέλο της χρηματοδότησης της δημοσιογραφίας διά των διαφημίσεων επιχειρείται να συνεχιστεί μέσα από το διαδίκτυο. Οι αποδόσεις όμως της διαδικτυακής διαφήμισης είναι πολύ μικρότερες από εκείνες της ηλεκτρονικής ή της έντυπης και παρασύρουν και τα έσοδα εκείνων προς τα κάτω. Τα μικτά συνδρομητικά-διαφημιστικά μοντέλα δεν μπορούν αξιόπιστα να οικοδομήσουν και να κρατήσουν σε λειτουργία μεγάλους ιδιωτικούς δημοσιογραφικούς οργανισμούς.
Η αγορά των ΜΜΕ, που όλο και περισσότερο μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών γίνονται διεθνώς τμήμα της βιομηχανίας του θεάματος, αλλά και των εταιρειών παροχής και διανομής περιεχομένου, έχει μετασχηματιστεί προκειμένου να βρει ένα νέο σημείο ισορροπίας. Το δημοσιογραφικό περιεχόμενο γίνεται τμήμα της παραγωγής κάθε διαφημιστικής εκστρατείας και την υπηρετεί. Η αυτονομία της δημοσιογραφίας, ήδη εξαρχής αμφίβολη, δυναμιτίζεται περαιτέρω.
Ήδη πριν την είσοδο του διαδικτύου στο προσκήνιο, το ενημερωτικό σκέλος της δημοσιογραφίας στους μεγάλους δημοσιογραφικούς οργανισμούς είχε ήδη αρχίσει να αποδυναμώνεται: Η μείωση των διεθνών ανταποκριτών, π.χ., και ο περιορισμός του παραγόμενου περιεχομένου ήταν ήδη αισθητός από τη δεκαετία του 1990.
Σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης και με τη χώρα τους να εμπλέκεται σε σειρά πολέμων σε όλο τον κόσμο, στις ΗΠΑ οι διεθνείς ανταποκριτές των δημοσιογραφικών οργανισμών μειώθηκαν, ενώ παράλληλη συρρίκνωση γνώρισε και η ερευνητική δημοσιογραφία.
Πρόκειται για τάση που αφορά μάλλον το σύνολο των Δυτικών τουλάχιστον χωρών. Στην Ελλάδα, η παρόμοια απομείωση των διεθνών ειδήσεων, ακόμα και των ειδήσεων που μπορεί να αφορούν την Ελλάδα, βαίνει –ακόμα περισσότερο τώρα, λόγω κρίσης– επιταχυνόμενη.
Η κατάρρευση της δημοσιογραφίας στη χώρα μας, που εντάθηκε ποικιλοτρόπως από την πολιτική λιτότητας, αποτυπώνεται εμμέσως και στην κατακρήμνιση της Ελλάδας στην κατάταξη των χωρών με βάση την Ελευθερία του Τύπου που εξέδωσαν οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα, στην οποία και βρίσκεται τώρα στην 84η θέση από την 30ή το 2011.
Παράλληλα η ποσότητα του παραγόμενου από δημοσιογράφους περιεχόμενου συρρικνώνεται ανησυχητικά. Δεν είναι μόνο ελληνικό το φαινόμενο, αν και στην Ελλάδα, παρότι δεν υπάρχουν ποσοτικές μελέτες, η τάση υποκατάστασης του ρεπορτάζ και της ενημέρωσης από copy-paste δελτίων Τύπου κάθε είδους και πηγές τρίτων οργανισμών είναι παραπάνω από αισθητή.
Στις ΗΠΑ μια έρευνα της Pew Research πάνω σε ένα «τοπικό μιντιακό οικοσύστημα πληροφορίας» έδειξε πως πρόκειται για παγκόσμια εξέλιξη: Στην πόλη της Βαλτιμόρης, τα ηλεκτρονικά Μέσα Ενημέρωσης έπαιρναν κατά 90% και πλέον τις ειδήσεις τους από την έντυπη μεγάλη τοπική εφημερίδα και τον ιστοχώρο της, η οποία εφημερίδα όμως είχε μειώσει κατά 73% την παραγωγή πρωτογενούς περιεχομένου σε σχέση με μια δεκαετία πριν: το υπόλοιπο το αντλούσε από δελτία Τύπου διαφόρων αρχών και ομάδων πίεσης, λόμπι και εταιρικών μηχανισμών δημόσιων σχέσεων.
Δεν πρόκειται για εξαίρεση: οι παραγωγοί των δελτίων Τύπων και των μηχανισμών, τυπικών και άτυπων, των Δημοσίων Σχέσεων κάθε είδους συναποτελούν πλέον σήμερα ένα πλέγμα «γκρίζων ΜΜΕ», μιας παραδημοσιογραφίας που εξυπηρετεί τις «ανάγκες επικοινωνίας» οργανισμών, προσώπων και εταιρικών οντοτήτων και η οποία συναποτελεί και δρα σαν εσωτερικευμένος μηχανισμός προπαγάνδας σε όλο και μεγαλύτερο κομμάτι των ΜΜΕ.
Τάσεις και ρεύματα για τη Γενναία Νέα Εποχή
Έτσι λοιπόν μέσα στο περιβάλλον αλλεπάλληλων κρίσεων που αναφέρουμε, μπορεί κανείς να διακρίνει διάφορες τάσεις, κάποια κύρια ρεύματα και μορφές που μοιάζει να ορίζουν το μέλλον της δημοσιογραφίας και τις επιλογές των δημοσιογράφων μέσα σε αυτές:
- Ο δρόμος των μεγάλων εταιρικών ΜΜΕ: Το πλαίσιο μέσα στο οποίο τα ιδιωτικά ΜΜΕ θα κινηθούν στο εγγύς μέλλον μοιάζει να είναι αυξανόμενα μονοπωλιακό και συνδεδεμένο με τη μορφή ομίλων με σειρά εταιρειών συναφών και μη κλάδων. Οι αναδυόμενες συμπεριφορές είναι σαφείς: «ψυχαγωγικοποίηση» των ειδήσεων, περιορισμός του ρεπορτάζ, ειδησεογραφική και ενημερωτική ατζέντα που προσδιορίζεται στενά και συχνά ασφυκτικά από το πλέγμα συμφερόντων της διευρυμένης ιδιοκτησίας. Η δουλειά της δημοσιογραφίας σε αυτό το πλαίσιο, κάτι που είναι ήδη εξόφθαλμο στην Ελλάδα, θα είναι ένα υβρίδιο παραδοσιακής δημοσιογραφίας και δημοσίων σχέσεων, ένα αμάλγαμα από δελτία Τύπου, εταιρικές κατευθύνσεις, υστερόβουλη διαχείριση πληροφορίας και κάποια ρεπορτάζ, στην υπηρεσία εταιρικών ή πολιτικών συμφερόντων. Όλα αυτά με μεγάλο όγκο επισφαλών σχέσεων εργασίας, που συνεπικουρούν στον έλεγχο των εκφερομένων απόψεων…
- Ο δρόμος των δημόσιων Μέσων Ενημέρωσης κάθε μορφής: Από τη μεγάλη κλίμακα των de facto κρατικών οργανισμών μεγάλης κλίμακας (Al Jazeera, BBC, RT, Tele-Sur) έως την κλίμακα των τοπικών περιφερειακών σταθμών και διαδικτυακών χώρων. «Παραδόξως» τα περιθώρια «ειλικρινούς» δημοσιογραφίας είναι διευρυμένα σε σχέση με τον εταιρικό χώρο των μίντια (όπως το παράδειγμα του BBC δείχνει, αλλά και η πρωτόγνωρη για αραβικό δίκτυο ελευθερία απόψεων μέσα από το Al Jazeera) υπό την αίρεση, βεβαίως, γεωπολιτικών επιλογών. Φυσικά τα περιθώρια ελευθερίας του λόγου ποικίλουν ανάλογα με τη φύση και την ατζέντα των καθεστώτων ή των κυβερνήσεων που τα διαχειρίζονται – άλλη η κρατική τηλεόραση του Καζακστάν ή της Ελλάδας σήμερα, για παράδειγμα, και άλλη εκείνη της Γαλλίας ή της Σουηδίας…
- Ο δρόμος της δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας και αυτονομίας: Είτε πρόκειται για Μέσα που χρηματοδοτούνται από ιδρύματα και κληροδοτήματα, όπως ο Guardian, είτε για εκδόσεις που ζητούν περιοδικά την ενίσχυση των αναγνωστών/θεατών τους, είτε για δημοσιογραφικούς συνεταιρισμούς που εκμεταλλεύονται το σχεδόν μηδενικό κόστος εισόδου στη διαδικτυακή αγορά για να εκκινήσουν πρωτοβουλίες βάσης, που συνδέονται με το νέο οικοσύστημα της πληροφόρησης, μέσω των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης και πρωτοβουλιών δημοσιογραφίας των πολιτών. Η θέση αυτή είναι διαφορετική από την παραδοσιακή δημοσιογραφία και αντλεί τις ρίζες της από τη μακριά παράδοση του εναλλακτικού Τύπου κάθε είδους. Όμως μοιάζει να είναι η μόνη βάση που μπορεί να παραγάγει μια δημοσιογραφία που θα είναι απέναντι στην εξουσία, προκειμένου οι δημοσιογράφοι να μπορούν «να υπηρετήσουν σαν ανεξάρτητοι ελεγκτές της εξουσίας».
Η ένταση της κρίσης στην Ελλάδα την έχει καταστήσει ήδη πεδίο πρωτοποριακών πειραματισμών δημοσιογραφίας των πολιτών και δημοσιογραφικής αυτοδιαχείρισης, η φήμη των οποίων έχει περάσει τα ελληνικά σύνορα και έχει παρουσιαστεί μεταξύ άλλων και στους New York Times, παρότι κάθε άλλο παρά έχουν εξασφαλίσει την επιβίωσή τους. Είναι προσπάθειες που θα κρίνουν εν πολλοίς το μελλοντικό τοπίο της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα και το αν αυτή μπορεί να αναγεννηθεί από τις στάχτες της, να πατήσει στις νέες συνθήκες και να παραγάγει το κρίσιμο για τη δημοκρατία έργο της ενημέρωσης και της πληροφόρησης των πολιτών.
Ένα εκπληκτικό τέτοιο εγχείρημα, παράλληλα με τα προαναφερθέντα ήταν και είναι η εμπειρία της αυτοδιαχειριζόμενης ΕΡΤ μετά το «κλείσιμό» της από την κυβέρνηση Σαμαρά. Ήταν ίσως το μόνο πραγματικά ανεξάρτητο και αυτόνομο κανάλι στη χώρα από καταβολής τηλεόρασης, αποδεικνύοντας τα πλεονεκτήματα της αυτοργάνωσης και τις λανθάνουσες δυνατότητες που υπήρχαν και υπάρχουν στα δημόσια Μέσα αν απεμπλακούν από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της εκάστοτε κυβέρνησης.
Δημόσιο αγαθό, δημόσια χρηματοδότηση
Η οικονομική βάση πάνω στην οποία θα κτιστεί ένα νέο οικοδόμημα των ΜΜΕ και μια νέα δημοσιογραφία παραμένει ζητούμενη. Τείνω να συμφωνήσω με τους Robert McChesney και John Nichols, οι οποίοι έχουν προτείνει τη δημόσια χρηματοδότηση υπό όρους των ανεξάρτητων εγχειρημάτων στον χώρο των ΜΜΕ, καταδεικνύοντας πως η ενημέρωση που είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας είναι ένα αγαθό το οποίο δεν μπορεί να παράσχει η αγορά.
Οι McChesney και Nichols παρατηρούν πως από τις απαρχές του, ο Τύπος –όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά ιδίως εκεί– θεωρήθηκε σαν κάτι που το κράτος όφειλε να χρηματοδοτεί προκειμένου να παίζει με επάρκεια τον πολιτειακό ρόλο του. Η επιλογή της χρηματοδότησης, των μορφών και των διαδικασιών της δεν έχει πρωτεύουσα σημασία, αρκεί να εξασφαλίζει τη λογοδοσία και την πλήρη απο-εμπορευματοποίησή τους. Για τους McChesney και Nichols δημοσιογραφία προς το δημόσιο συμφέρον, αδέσμευτη και ερευνητική, μόνο με δημόσια χρηματοδότηση μπορεί να σταθεί μακροπρόθεσμα.
Οι επιλογές
Ένας νέος ή μια νέα που θα θελήσουν να ασχοληθούν με τη δημοσιογραφία, πλέον έχουν μπροστά τους χοντρικά δύο επιλογές:
- την παραμονή τους σε ένα σύστημα διευρυμένων δημοσίων σχέσεων εταιρειών και κυβερνήσεων, σε ένα μηχανισμό κατασκευής προπαγάνδας, εταιρικών κερδών και συναίνεσης, και μάλιστα μέσα σε ένα όλο και περισσότερο επισφαλές εργασιακό περιβάλλον – αλλά πάντως σε μια «πραγματική δουλειά».
- την προσπάθεια ένταξής τους, με μεγαλύτερο ίσως κόστος και δυσκολία, σε κάποια δημόσια ή αυτόνομη πρωτοβουλία μέσα από την οποία να μπορούν να ασκήσουν τον έλεγχο και τη δράση που είναι απαραίτητη για το δημόσιο έλεγχο και τη δημοκρατία. Να ασκήσουν δημοσιογραφία.
Δεν είναι εύκολη επιλογή, γιατί ο δεύτερος δρόμος είναι ακόμα ασαφής στις λεπτομέρειές του και σε μεγάλο βαθμό αμφίβολος ως προς την οικονομική βιωσιμότητά του. Όμως είναι ο μόνος δρόμος προς την ουσιαστική δημοσιογραφία.
1 Σχόλιο