Από όλα τα «τέρατα» που έχουν να αντιμετωπίσουν τα κακοποιημένα παιδιά, την πιο συχνή εμφάνιση κάνει ο κρατικός Λεβιάθαν. Οι δεκάδες κατακερματισμένες υπηρεσίες που έχει σχηματίσει κατά καιρούς, άλλοτε δεν λειτουργούν, άλλοτε αδυνατούν να βρουν σημεία επαφής με άλλους φορείς. Το τίμημα είναι η συνεχής «δημιουργία» πλαισίων παιδικής προστασίας—μόνο κατ’ όνομα.
Από την ομάδα The Manifold
Στην Ελλάδα υπάρχουν αναρίθμητες—κυριολεκτικά: είναι σχεδόν αδύνατον να τις μετρήσεις με ακρίβεια—υπηρεσίες, οι οποίες έχουν κάποιο μερίδιο συμμετοχής ή ευθύνης στην παιδική προστασία. Υπάρχουν κοινωνικές υπηρεσίες στους Δήμους, κοινωνικοί λειτουργοί στα νοσοκομεία, παιδοψυχολόγοι στα σχολεία. Κάποιοι από αυτούς είναι μόνιμοι, κάποιοι συμβασιούχοι, που σημαίνει ότι κάθε τόσο αλλάζουν. Υπάρχουν Διευθύνσεις Κοινωνικής Μέριμνας στις Περιφέρειες—μία κεντρική ανά περιφέρεια και μία ανά περιφερειακό διαμέρισμα. Υπάρχουν οι ΕΠΑ (Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων) που υπάγονται στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Υπάρχει το ΕΚΚΑ (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης), που υπάγεται στο υπουργείο Εργασίας. Υπάρχουν δομές νεότητας που υπάγονται στο υπουργείο Παιδείας. Υπάρχουν δομές ψυχικής υγείας που υπάγονται στο υπουργείο Υγείας. Υπάρχουν Εισαγγελίες Ανηλίκων και Επίτροποι Ανηλίκων. Υπάρχει η Διεύθυνση Ανηλίκων της Ελληνικής Αστυνομίας. Υπάρχουν ΜΚΟ που συνδέονται με συμφωνίες με το κράτος. Και υπάρχουν ιδρύματα και ξενώνες ανηλίκων—άλλα κρατικά, άλλα εκκλησιαστικά κι άλλα που ανήκουν σε ΜΚΟ.
Καθεμία σχεδόν από αυτές τις υπηρεσίες έχει δικό της τρόπο λειτουργίας, δικά της πρωτόκολλα και δικές της ιεραρχήσεις αναγκών. Όλες σχεδόν είναι υποστελεχωμένες. Σε πολλές, η εξειδίκευση με την παιδική προστασία είτε δεν είναι το αποκλειστικό καθήκον των λειτουργών—λόγου χάρη, στους δήμους—είτε οι λειτουργοί δεν έχουν εκπαιδευτεί σε αυτήν. Δεν υπάρχει κοινό μητρώο υποθέσεων. Δεν υπάρχει κοινό πρωτόκολλο δράσεων ώστε όλοι να ακολουθούν τα ίδια βήματα ή να γνωρίζουν ποια βήματα έχει κάνει—αν έχει κάνει—μια άλλη υπηρεσία. Και δεν υπάρχει κανένας συγκροτημένος τρόπος διασύνδεσης ή επικοινωνίας μεταξύ των φορέων και των υπηρεσιών—πέραν όσων επαφίενται στην προσωπική ευσυνειδησία του καθενός.
«Μπορώ να σας πολλά παραδείγματα για το πόσο βλαπτική μπορεί να είναι μια τέτοια αναρχία στο τι κάνει ο κάθε επαγγελματίας» μας λέει ο κ. Νικολαΐδης. «Έχω δει σε αυτά τα χρόνια περιστατικά με περιπρωκτικα κονδυλώματα σε παιδιά 4-5 χρόνων, τα οποία όταν τέλος πάντων ήρθε σε γνώση μας ήδη θεραπεύονταν σε δημόσια νοσηλευτήρια για ένα με δύο χρόνια, χωρίς να υπάρχει μια εύλογη διερεύνηση του πώς έγινε και αυτά τα παιδιά νόσησαν. Γιατί ο καθένας μέσα σε αυτήν την αναρχία μπορεί να περιχαρακωθεί σε έναν ρόλο που ο ίδιος προσδιορίζει. Λέει ο άλλος, εγώ είμαι δερματολόγος, θεραπεύω τη βλάβη που βλέπω, δεν ασχολούμαι με τα υπόλοιπα… Δεν είναι έτσι, όμως».
Πρωτόκολλο στα αζήτητα
Γίνεται πολύς λόγος για την έλλειψη πόρων και για την υποστελέχωση—αναντίρρητες πραγματικότητες, το δίχως άλλο—που οφείλονται στην οικονομική κρίση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση έπληξε και τον χώρο της παιδικής προστασίας, όπως και τόσους άλλους. Αφενός, όμως, η υποτίμηση των αναγκών της παιδικής προστασίας είναι διαχρονική και σίγουρα προϋπήρχε της κρίσης, αφετέρου η διατήρηση αλληλοκαλυπτόμενων υπηρεσιών ενδέχεται να είναι πολύ πιο κοστοβόρα από τη μεταρρύθμισή τους.
«Η Ελλάδα βίωσε παρατεταμένα την έλλειψη οργάνωσης και την οικονομική κρίση, με μεγάλη επίπτωση στο δυναμικό των δομών προστασίας» μας λέει η Συνήγορος του Παιδιού, Θεώνη Κουφονικολάκου. Ο Συνήγορος του Παιδιού είναι βοηθός Συνήγορος του Πολίτη, υπάγεται δηλαδή στη γνωστή ανεξάρτητη αρχή που θεσπίστηκε το 1998. «Αυτή όμως δεν είναι δικαιολογία» καταλήγει. «Τα προβλήματα πρέπει να λυθούν».
Όταν θέτουμε το ζήτημα της ένδειας πόρων στον κ. Νικολαΐδη, που προΐσταται ενός φορέα του οποίου το μόνιμο προσωπικό έχει περικοπεί μέσα στην κρίση κατά 50%, μοιάζει να θεωρεί ότι όσο πραγματικό κι αν είναι, ταυτόχρονα χρησιμοποιείται ως υπεκφυγή. «Παρά την ένδεια πόρων» μας λέει «η οποία υπήρχε και πριν την κρίση στον χώρο της κοινωνικής προστασίας και της προστασίας του παιδιού, φαίνεται πως έχουμε ως κράτος την πολυτέλεια να διατηρούμε τέσσερα-πέντε παράλληλα δίκτυα υπηρεσιών, κατακερματισμένα και ανεπαρκή. Καταλαβαίνετε πως μολονότι υπάρχει πράγματι ένα θέμα χρηματοδότησης, υπάρχει επίσης κι ένα θέμα τι κάνουμε τους όποιους πόρους έχουμε».

Μολονότι το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού γνωστοποίησε στην πολιτεία ότι τα έργα αυτά είχαν αναπτυχθεί και ήταν διαθέσιμα, η πολιτεία δεν τα υιοθέτησε. | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Μεταξύ των άλλων του προγραμμάτων, το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού έχει αναπτύξει και αυτό που ονομάζει «Πρωτόκολλο Διερεύνησης, Διάγνωσης και Διαχείρισης Κακοποίησης ή Παραμέλησης Παιδιών». Το πρωτόκολλο δημοσιεύτηκε το 2014 και έχει την μορφή ενός αλγορίθμου βημάτων για κάθε τύπο υποψιαζομενης κακοποίησης και ποιες διαδικασίες πρέπει να ακολουθούνται ώστε να προκύψει αξιόπιστο συμπέρασμα. Ταυτόχρονα, το Ινστιτούτο είχε αναπτύξει και ένα ηλεκτρονικό εργαλείο επιτήρησης κρουσμάτων, όπου κάθε αναφορά θα μπορούσε να καταγράφεται και να παρακολουθείται, ενώ οι διάφοροι επαγγελματίες όλων των φορέων και των ειδικοτήτων θα μπορούσαν να έχουν διαβαθμισμένη πρόσβαση. Επίσης, παρείχε εκπαίδευση σε περίπου 400 επαγγελματίες πώς να χρησιμοποιούν αυτές τις δυνατότητες.
Μολονότι το Ινστιτούτο γνωστοποίησε στην πολιτεία ότι τα έργα αυτά είχαν αναπτυχθεί και ήταν διαθέσιμα, η πολιτεία δεν τα υιοθέτησε. Δεν μπορεί να μην επισημάνει κανείς την ειρωνία στο γεγονός ότι το Ινστιτούτο, ως επικεφαλής ενός σχήματος ακαδημαϊκών φορέων από διάφορες χώρες της Ευρώπης, ανέπτυξε ένα αντίστοιχο σύστημα, με ανάθεση από τη Γενική Διεύθυνση Δικαιοσύνης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το οποίο θα μπορούσε να εγκατασταθεί και στις 28 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και μάλιστα πριν από μερικούς μήνες έλαβε νέα χρηματοδότηση από την Επιτροπή για να το εγκαταστήσει σε έξι χώρες-μέλη. Η Ελλάδα, πάλι, που το έχει πάρει έτοιμο εδώ και τέσσερα χρόνια, επιμένει να μην το αξιοποιεί.
Δεν είναι το πρώτο σχέδιο δικτύωσης που αποτυγχάνει. Το 2009, οι Παναγιώτης Αλτάνης και Χαράλαμπος Οικονόμου δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήγαγαν πάνω στα ελλείμματα της χώρας στην παιδική προστασία. Η υποστήριξη της έρευνας έγινε από την ΜΚΟ «Χαμόγελο του Παιδιού» με τη συνεργασία του υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, υπό την τότε ηγεσία του Δημήτρη Αβραμόπουλου. Η έρευνα φαίνεται να λειτούργησε συμπληρωματικά με την πρώτη απόπειρα του υπουργείου Υγείας να σχεδιάσει ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Παιδί από το 2007. Το περιβόητο «πορτοκαλί βιβλίο» των 358 σελίδων χαρτογραφούσε το υπάρχον πλαίσιο και τις αντίστοιχες διεθνείς πρακτικές, ενώ έθετε και τους βασικούς άξονες για τη χάραξη μιας στρατηγικής για την ενίσχυση της παιδικής προστασίας.
Μια άτυπη, μετριοπαθή απόπειρα συντονισμού των αρμοδίων για την παιδική προστασία επιχειρεί το 2009 ο Γιώργος Μόσχος, που διατέλεσε Συνήγορος του Παιδιού από το 2003 ως το 2018. Ο κ. Μόσχος είχε καλέσει σε τακτικές συναντήσεις στα γραφεία του τους επαγγελματίες του χώρου. Η πρωτοβουλία του, παρά την καλή διάθεση κάποιων συμμετεχόντων, θα συναντήσει τα όρια της λειτουργίας του ελληνικού κράτους—μ’ άλλα λόγια, παρά το θεσμικό του κύρος, ο Συνήγορος δεν είναι προϊστάμενος κανενός λειτουργού της παιδικής προστασίας και δεν μπορεί φυσικά να τους υποχρεώσει να κάνουν το οτιδήποτε.
Νομοθέτηση και συντονισμός
Έναν χρόνο αργότερα, το 2010, με κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου πλέον, ο κ. Αλτάνης έγινε πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ). Την ίδια χρονιά, σε συνεργασία με τον υπουργό Δικαιοσύνης, Χάρη Καστανίδη, κατάρτισαν ένα νέο, φιλόδοξο σχέδιο για την ενίσχυση του πλαισίου παιδικής προστασίας. Πρωταγωνιστής σ’ αυτό ήταν ένα συντονιστικό και γνωμοδοτικό όργανο που νομοθέτησαν, το Κεντρικό Επιστημονικό Συμβούλιο για την Αντιμετώπιση της Θυματοποίησης και της Εγκληματικότητας των Ανηλίκων, γνωστό ως ΚΕΣΑΘΕΑ. Ως βασικό καθήκον του ΚΕΣΑΘΕΑ ορίζεται το να «παρακολουθεί» τις ΕΠΑ (Εταιρίες Προστασίας Ανηλίκων) που εδρεύουν στις εισαγγελίες, με κάποιες απ’ αυτές να έχουν και ξενώνες φιλοξενίας.
Το 2011 το ΚΕΣΑΘΕΑ πρωταγωνιστεί σε ένα νέο, πληθωρικό νομοσχέδιο με το οποίο ιδρύονται: μια Εθνική Συντονιστική Ομάδα Προστασίας Ανηλίκων, με αποστολή να συντονίζει το ΚΕΣΑΘΕΑ με το ΕΚΚΑ, και στην οποία προεδρεύει ο εκάστοτε πρόεδρος του ΚΕΣΑΘΕΑ· ένα Εθνικό Μητρώο Παιδικής Προστασίας και μια Εθνική Γραμμή Παιδικής Προστασίας (1107) υπό την αιγίδα του ΕΚΚΑ· ένα Δίκτυο («Ορέστης») στο οποίο διασυνδέονται ηλεκτρονικά όλες οι υπηρεσίες κοινωνικής μέριμνας· και Ομάδες Προστασίας Ανηλίκων (ΟΠΑ) σε κάθε δήμο με ειδικές αρμοδιότητες στην παιδική προστασία, υπό τον συντονισμό του ΚΕΣΑΘΕΑ.
Το κατά τ’ άλλα φιλόδοξο αυτό σχέδιο προσέκρουσε σε ό,τι ήταν δυνατό να προσκρούσει. Η νέα Εθνική Συντονιστική Ομάδα Προστασίας Ανηλίκων που κλήθηκε να συντονίσει—αν και με το ίδιο πρόσωπο ως πρόεδρο—το ιδρυθέν μόλις έναν χρόνο νωρίτερα ΚΕΣΑΘΕΑ με το ΕΚΚΑ, δεν άφησε ακριβώς ανεξίτηλο στίγμα. Το ΚΕΣΑΘΕΑ δυσκολεύτηκε αρκετά στις συνεδριάσεις του, καθώς αποφασίστηκε—για εντελώς ακατανόητους λόγους—να γίνονται στη Θεσσαλονίκη, μακριά απ’ τις υπηρεσίες της Αθήνας. Πλήθος επαγγελματιών υγείας, κοινωνικών λειτουργών και άλλων, δέχθηκαν τα έγγραφα που τους ενημέρωναν ότι είναι μέλη των ΕΠΑ, αλλά δεν κλήθηκαν ποτέ να συμμετάσχουν σε κάποια συνεδρίασή τους. Με νόμο του 2013, μάλιστα, αυτές οι—εν πολλοίς ανύπαρκτες—Εταιρείες καταργήθηκαν από όλες τις εισαγγελίες που δεν ήταν σε έδρες Εφετείων. Πράγμα που σημαίνει ότι επιβίωσαν ΕΠΑ οι οποίες δεν συνεδρίασαν ποτέ, αλλά απειλήθηκε με κλείσιμο η ΕΠΑ της Αλεξανδρούπολης που βάσει της τοπικής πρωτοβουλίας είχε διαχειριστεί περίπου 1000 περιστατικά.

Το δίκτυο «Ορέστης», που προέβλεπε την ηλεκτρονική διασύνδεση των υπηρεσιών παιδικής προστασίας, δεν λειτούργησε ποτέ. | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Οι νομοθετικές τροποποιήσεις του 2011 δεν είχαν καλύτερη τύχη. Η Εθνική Γραμμή Παιδικής Προστασίας, το 1107, λειτουργεί μεν ομαλά μέχρι σήμερα, αν και κάπως υποστελεχωμένη, καθώς μόλις 9 άτομα σε βάρδιες είναι επιφορτισμένα να απαντούν και σ’ αυτή και στις κλήσεις στη γενική γραμμή του ΕΚΚΑ (197), αλλά καμία ιδιαίτερη μέριμνα δεν υπήρξε προκειμένου να διατεθούν κονδύλια για την ορθή ενημέρωση του κοινού. Ως εκ τούτου, η τα διαφημιστικά σποτ της γραμμής κατέληξαν να προβάλλονται στον χρόνο που ήταν πρόθυμα να παραχωρήσουν τα ιδιωτικά κανάλια, δηλαδή αργά τα ξημερώματα—«ανάμεσα σε άλλου τύπου τηλεφωνικές γραμμές», όπως επισήμανε σε πρόσφατη ομιλία της η υπεύθυνη Επιχειρησιακής Συντονιστικής Υπηρεσίας Δράσεων Παιδικής Προστασίας του ΕΚΚΑ, κ. Γιώτα Μάνθου.
Παρά τις αντιξοότητες, η αναβάθμιση του ΕΚΚΑ σε επιχειρησιακό κέντρο αναφοράς για την παιδική προστασία είχε λογική. Εκτός του γεγονότος ότι ο εμπνευστής του Σχεδίου Δράσης ήταν πρόεδρός του και άρα θα μπορούσε να έχει πληρέστερη εποπτεία της λειτουργίας του, το ίδιο το Κέντρο είχε μια κατάλληλη βάση να επωμιστεί «βαριά» καθήκοντα. Σύμφωνα με την κ. Μάνθου, στο προσωπικό της διεύθυνσης παρεμβάσεων υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι με δύο πτυχία, μεταπτυχιακά ή διδακτορικά. «Όταν διοριστήκαμε» μας λέει, «όλο αυτό το προσωπικό είχε αρκετά credits, αρκετά pedigrees, διαφοροποιούνταν σε σχέση με άλλους φορείς».
Γι’ αυτό επωμίστηκε και καθήκοντα όπως ήταν η διαχείριση του ειδικού μητρώου που θεσπίστηκε για την παιδική προστασία. Ωστόσο, ο νομοθέτης είχε ξεχάσει να συμπεριλάβει και κυρώσεις για όσα ιδρύματα αρνούνταν να συμμορφωθούν με την πρόβλεψη, με αποτέλεσμα μόλις 37 δομές φιλοξενίας ανηλίκων να δεχθούν να παραχωρήσουν στοιχεία. Μάλιστα, μόλις 9 απ’ αυτές ήταν κρατικές.
Με την εγκύκλιο του υπουργείου Εσωτερικών που ζητούσε από τους δήμους να σχηματίσουν ΟΠΑ, οι εργαζόμενοι των κοινωνικών υπηρεσιών—όπου αυτές υπήρχαν, τουλάχιστον—θα ανακάλυπταν ότι ο όρος «Ομάδα» είναι κάπως καταχρηστικός, καθώς αυτό που προέβλεπε η διάταξη ήταν την απλή μετονομασία ενός κοινωνικού λειτουργού σε «Ομάδα Προστασίας Ανηλίκων», δίπλα στις υπόλοιπες αρμοδιότητές του. Έξι χρόνια μετά, 89 δήμοι στην Ελλάδα εξακολουθούν να μην έχουν προβεί καν σ’ αυτή τη μετονομασία.
Όσο για το δίκτυο «Ορέστης», που προέβλεπε την ηλεκτρονική διασύνδεση των υπηρεσιών παιδικής προστασίας, δεν λειτούργησε ποτέ. (Περισσότερες πληροφορίες για τη μοίρα του μπορεί ο φιλοπερίεργος αναγνώστης να αναζητήσει στην ιστοσελίδα του ΚΕΣΑΘΕΑ, η οποία—ελπίζουμε προσωρινά—δεν λειτουργεί, καθώς και στη σχετική εισήγηση της κ. Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου σε συνέδριο.)
Είναι δίκαιο, θα γίνει πράξη;
Την απόπειρα των Καστανίδη-Αλτάνη, διαδέχθηκε το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Παιδί του υπουργείου Δικαιοσύνης επί των ημερών του Χαράλαμπου Αθανασίου. Αυτό το θνησιγενές εγχείρημα το διαδέχθηκε η απόφαση της κυβέρνησης Τσίπρα να συντάξει εκ νέου το δικό της Σχέδιο, οι βασικοί άξονες του οποίου δόθηκαν στη δημοσιότητα σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά, στις 19 Νοεμβρίου 2018. Ως επί το πλείστον, αποτελείται από νομοθετικές πρωτοβουλίες της τελευταίας διετίας.
Φέροντας την προγενέστερη εμπειρία, το νέο Σχέδιο Δράσης επιχειρεί να διορθώσει κάποια από τα προβλήματα. Ο νόμος του 2018 για την αναδοχή και την υιοθεσία προέβλεψε κυρώσεις για τα ιδρύματα που αρνούνται να παραδώσουν στοιχεία για τους ανήλικους που φιλοξενούν στα εθνικά μητρώα, η λειτουργία των οποίων είχε οριστεί με υπουργική απόφαση έναν χρόνο πριν. Παράλληλα, αποσαφήνισε τις διαδικασίες αναδοχής και υιοθεσίας, έθεσε σαφή κριτήρια, θέσπισε ειδικά μητρώα αναδόχων γονέων και περιέγραψε σαφείς διαδικασίες κοινωνικής επιτήρησης της αναδοχής. Ιδρύθηκε επίσης ένα Εθνικό Συμβούλιο που θα επιτηρεί τη λειτουργία του θεσμού της αναδοχής και της υιοθεσίας. Προέβλεψε μέχρι και σαφείς κατευθυντήριες γραμμές για την υλοποίηση του τεχνικού μέρους του σχεδίου. Σε τέτοιας φύσης τεχνικό πρόβλημα οφείλεται, άλλωστε, σύμφωνα με τη Δέσποινα Χατζόγλου, προϊσταμένη της Διεύθυνσης Κοινωνικής Μέριμνας της Περιφέρειας Αττικής, η μη υλοποίηση του πλαισίου για την αναδοχή που όριζε σχετικό προεδρικό διάταγμα, από το 2009 που εκδόθηκε ως το 2016.
Οι ειδικοί ομοφωνούν ότι ο νόμος είναι σε καλή κατεύθυνση. Σε σχετικό διαφημιστικό σποτ της κυβέρνησης, με το γνωστό σλόγκαν «ήταν δίκαιο και έγινε πράξη», εξηγήθηκε ότι ο θεσμός της αναδοχής προωθείται για να βοηθήσει να βγουν τα παιδιά από τα ιδρύματα, ενώ κάλεσε τους υποψήφιους γονείς να σκεφτούν την πιθανότητα να γίνουν ανάδοχοι. Πλήθος κυβερνητικών στελεχών τοποθετήθηκε δημόσια για τη συμβολή του νόμου στην αποϊδρυματοποίηση.
Ανάμεσα σε μια σειρά άλλων προβλημάτων που δημιουργούνται για την υλοποίησή του, όπως η υποστελέχωση των κοινωνικών υπηρεσιών για την επίβλεψη των αναδοχών, υπάρχει ωστόσο ένα ακόμα πιο βασικό: ότι οι εφαρμοστικές αποφάσεις του δεν εκδόθηκαν ποτέ.
Το έτερο σκέλος του Εθνικού Σχεδίου Δράσης που αφορούσε στην παιδική προστασία, φαίνεται να πηγαίνει κάπως καλύτερα. Με νόμο του υπουργείου Δικαιοσύνης, η Ελλάδα θα αποκτήσει «Σπίτια του Παιδιού», στο πρότυπο των αμερικάνικων Child Advocacy Centers. Η διαδικασία της κατάθεσης του παιδιού στις αρχές στις υποθέσεις κακοποίησης θα είναι πια πολύ περισσότερο προστατευτική προς αυτό. Θα υπάρχει ένα δωμάτιο ειδικά διαμορφωμένο κατά τα διεθνή πρότυπα, όπου θα καταθέτει το παιδί στον ειδικά εκπαιδευμένο ψυχολόγο-ψυχίατρο. Και ακριβώς δίπλα θα υπάρχει ένα άλλο δωμάτιο, στο οποίο θα είναι όλοι οι φορείς του συστήματος παιδικής δικαιοσύνης: ο εισαγγελέας, ο ανακριτής, ο πραγματογνώμων, ο προ-ανακριτικός υπάλληλος, που είναι ο αστυνόμος. Τα δύο δωμάτια θα συνδέονται με σύστημα τηλεπικοινωνιακής σύνδεσης και η κατάθεση θα βιντεοσκοπείται.
Πέραν των πανεπιστημιακών και ερευνητικών της καθηκόντων, η κ. Θεμελή είναι σήμερα Πρόεδρος του αναβιωμένου ΚΕΣΑΘΕΑ, που σε αυτή τη φάση έχει ενισχυμένο ρόλο στο νέο σχέδιο. Επιπλέον, έχοντας αφιερώσει χρόνια έρευνας στις διαδικασίες υπό τις οποίες καταθέτουν οι ανήλικοι, η κ. Θεμελή είναι ευλόγως πολύ ενθουσιώδης με την προοπτική των «Σπιτιών του Παιδιού».
«Σε 45, 50, 60 λεπτά» μας λέει «ένας εξειδικευμένος άνθρωπος, ο οποίος θα αποκτήσει σιγά-σιγά και εμπειρία, θα παίρνει την κατάθεση μία μόνο φορά. Μία. Ξέρετε ότι τα παιδιά πήγαιναν στην αστυνομία μέχρι και 14 φορές; Οπότε, πέρα απ’ όλη τη μαυρίλα που λέμε, έχω να σας πω κι αυτό το ευχάριστο: ότι είμαστε σε πολύ καλό δρόμο, σε πολύ καλό δρόμο».
Στη ΓΑΔΑ τα πράγματα είναι σοβαρά
Στο χαμηλοτάβανο και άχαρο κτίριο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, δύσκολα θα περίμενε να βρει κανείς έναν χώρο σαν αυτόν του Τμήματος Προστασίας Ανηλίκων. Λίγα μόλις μέτρα από το εγκαταλελειμμένο κουβούκλιο ενός καρτοτηλεφώνου που χρησιμοποιείται πλέον ως πίνακας ανακοινώσεων για αγγελίες μεταπώλησης αλεξίσφαιρων γιλέκων, βρίσκεται ένα φωτεινό δωμάτιο με χρωματιστά έπιπλα και παιδικά παιχνίδια. Οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με ζωγραφιές, είτε των ενηλίκων εθελοντών που προθυμοποιήθηκαν να διακοσμήσουν τον χώρο, είτε των παιδιών που πέρασαν από εκεί. Μια παιδική ζωγραφιά απεικονίζει έναν ήλιο που ξεπροβάλλει ανάμεσα σε καταπράσινα βουνά. Μία άλλη ένα τανκ που εκσφενδονίζει βλήματα, πλαισιωμένο από άναρχα κόκκινα, κίτρινα και πορτοκαλί σχήματα. Η ένταση που βγάζει η δεύτερη είναι αποσβολωτική, ιδίως αν σκεφτεί κανείς τι ακριβώς οδήγησε τα παιδιά να ζωγραφίσουν σ’ αυτόν τον χώρο.
Πρόκειται για ένα δωμάτιο που δεν είχε αυτή τη μορφή πριν το 2010. Είναι ο χώρος που τα ανήλικα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης δίνουν τις καταθέσεις τους στην αστυνομία. Οι ανακριτικοί υπάλληλοι συζητούν με το παιδί παρουσία ειδικευμένου ψυχολόγου, σε μία διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει αρκετές ώρες μέχρι το παιδί να βρεθεί σε μια σχέση εμπιστοσύνης και να ανοιχτεί. Η Κωνσταντίνα Κωστάκου, αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. και μία εκ των δύο ψυχολόγων που στελεχώνουν την υπηρεσία, θεωρεί ότι το μέγαρο της ΓΑΔΑ επιβάλλεται με το κύρος του.
«Μπαίνοντας εδώ, αντιλαμβάνεται το παιδί ότι τα πράγματα είναι σοβαρά», πράγμα που για την ίδια βοηθάει να αποτραπεί ο κίνδυνος των ψευδών καταγγελιών. Είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο βλέπει με σκεπτικισμό την ιδέα να απομακρυνθεί από εκεί ο χώρος που θα λαμβάνονται οι καταθέσεις των παιδιών, καθώς επίσης και την πρόταση για τον χρονικό περιορισμό τους.

«Μπαίνοντας εδώ, αντιλαμβάνεται το παιδί ότι τα πράγματα είναι σοβαρά». | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Οι αντιλήψεις της κ. Θεμελή και των αστυνομικών της υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων για το πώς πρέπει να γίνεται η κατάθεση αποκλίνουν σημαντικά· όπως αποκλίνει και κατ’ αντιστοιχία το υπό σχεδιασμό Σπίτι του Παιδιού με τη διαδικασία της ΓΑΔΑ. Δεν διαφωνούν στους στόχους, αλλά στις εκτιμήσεις και τις προτεραιότητες. Απαντώντας στη σχετική πρόταση της κ. Θεμελή, η κ. Κωστάκου υποστηρίζει ότι «μόνο αν ο δράστης είναι άγνωστος, χωρίς συναισθηματικό δεσμό με το παιδί, μπορεί να διαρκέσει η κατάθεση 45 λεπτά».
Όσο για το αν ένα παιδί μπορεί να κληθεί να πει την ιστορία του ως και 14 φορές, η κ. Κωστάκου και ο προϊστάμενός της, κ. Μπουροδήμος, θεωρούν ότι ο υπολογισμός δεν αφορά επαναληπτικές καταθέσεις, αλλά συμπληρωματικές βάσει των εξελίξεων της υπόθεσης—οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν αγγίζουν αυτόν τον αριθμό. Περίπου σε 50 από τις 1000 υποθέσεις που έχει διαχειριστεί το Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων, υποστηρίζουν, έχει χρειαστεί να κληθεί ανήλικος μόλις για μια δεύτερη κατάθεση στον ανακριτή.
Η διαφωνία τους όμως δεν αφορά μόνο τα νούμερα, αλλά και την ουσία: η υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων θεωρεί ότι αν η διαδικασία της κατάθεσης περιοριστεί χρονικά, δεν επαρκεί. Ότι εντός του περιβάλλοντος της ΓΑΔΑ είναι πιο εύκολο να εντοπίζονται οι ψευδείς καταγγελίες. Κι ότι αυτό που διαχωρίζει την επιτυχία του Σπιτιού του Παιδιού σε άλλες χώρες από την απόφαση θέσπισής του εδώ είναι ότι «εδώ είναι Ελλάδα», όπου οι προσωπικές διενέξεις μεταφράζονται σε αλληλοκατηγορίες για κακοποίηση των παιδιών.
Εδώ είναι Κύπρος
Η Κύπρος δεν είχε τη διάκριση, όπως η Ελλάδα, να είναι η πρώτη χώρα που κύρωσε τη Σύμβαση Λανζαρότε του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική εκμετάλλευση και κακοποίηση. Την υπέγραψε μεν το 2007, αλλά μέχρι το 2013 δεν έγινε καμία ουσιαστική κίνηση. Και ξαφνικά, τον Ιούνιο του 2014 ψηφίστηκε νόμος για τη σεξουαλική κακοποίηση σε βάρος ανηλίκων, κατά τις επιταγές της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας, τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου κυρώθηκε η Σύμβαση και τον Ιούνιο του 2015 τέθηκε σε εφαρμογή. Δημιουργήθηκε ακολούθως συντονιστική επιτροπή, στην οποία συμμετέχουν τα υπουργεία Εργασίας, Υγείας, Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, και Παιδείας με σκοπό τη χάραξη της εθνικής τους στρατηγικής και τον Μάρτιο του 2016 ανακοινώθηκε η εθνική στρατηγική. Από τον Σεπτέμβριο του 2017 αρχίζει να λειτουργεί η διεπιστημονική ομάδα και την άνοιξη του 2018 άρχισε πια να λειτουργεί κανονικά το Σπίτι του Παιδιού σε ειδικά διαμορφωμένο κτίριο στη Λευκωσία.
Η Κύπρος και η Ελλάδα μοιράζονται πολλά. Έχουν κοινά πολιτιστικά σημεία και κοινές αντιλήψεις σε μια σειρά θέματα που σχετίζονται με την οικογενειακή ζωή και την ανατροφή των παιδιών. Όμως, στο θέμα της αντιμετώπισης της παιδικής κακοποίησης αποδεικνύονται πολύ διαφορετικές.
Στην ερώτηση που απευθύνουμε σε όλους τους συνομιλητές μας «γιατί η Κύπρος τα κατάφερε και η Ελλάδα όχι;», η απάντηση που παίρνουμε σχεδόν αυτόματα είναι ότι η Κύπρος ευνοείται έναντι της Ελλάδας από το μικρό της μέγεθος. Στην Ελλάδα έχει εξαγγελθεί ότι θα δημιουργηθούν πέντε Σπίτια του Παιδιού αντί για ένα. Αυτά όμως έχει αποφασιστεί ότι θα λειτουργούν υπό τους Επιμελητές Ανηλίκων—κατά πλειοψηφία οι συνομιλητές μας ομολογούν ότι δεν βγάζει κανένα νόημα η απόφαση αυτή, θέση που εκφράζουν ακόμα και οι ίδιοι οι Επιμελητές. Στην Κύπρο, πάλι, οι συνομιλητές μας, μας εισάγουν σε μια δεύτερη μεγάλη διαφορά: η Κύπρος έχει εντελώς διαφορετικό σύστημα δημόσιας διοίκησης, λόγω της βρετανικής επιρροής.
Στην Κύπρο υπάρχουν οι λεγόμενες Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ), οι οποίες υπάγονται στο υπουργείο Εργασίας ως αυτοτελής τομέας της δημόσιας διοίκησης. Οι υφιστάμενοι κοινωνικοί λειτουργοί αναφέρονται στους προϊσταμένους τους και όχι σε δημάρχους, σε εισαγγελείς ή σε γιατρούς κατά περίπτωση, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα. Κουλτούρα διεπιστημονικότητας, λένε οι συνομιλητές μας, δεν είχαν αναπτύξει ούτε στην Κύπρο, πως είναι η πρώτη φορά που δοκιμάζονται και είναι ίσως το μεγαλύτερό τους στοίχημα, το οποίο αν κερδηθεί, θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα και σε μια σειρά από άλλους τομείς στο μέλλον.
Μια πιο ακριβής προσέγγιση του τρόπου με τον οποίο έχει λειτουργήσει η χώρα στον τομέα αυτό δεν μπορεί μην περιλάβει την περιγραφή ενός μοντέλου λειτουργίας που επιχειρήθηκε από πολύ νωρίτερα. Συναντώντας την Στέλλα Κυριακίδου, βουλεύτρια και αντιπρόεδρο σήμερα του Δημοκρατικού Συναγερμού, και εκπρόσωπο στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, μοιραία ξεκινάμε τη συζήτηση από τα χρόνια της ως κλινικής ψυχολόγου στο νοσοκομείο «Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’».
«Το 1982 ζήτησα από τον τότε διευθυντή των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας να μας βοηθήσει να στήσουμε μια υπηρεσία για παιδιά στο νοσοκομείο που να λειτουργεί συντονισμένα» μας λέει η κ. Κυριακίδου. Έτσι, στάλθηκε για μετεκπαίδευση στα θέματα σεξουαλικής κακοποίησης με υποτροφία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στην Αγγλία. «Επιστρέφοντας, θυμάμαι ακόμα πολύ έντονα τον εαυτό μου να λέει μέσα στο αεροπλάνο ότι στην Κύπρο δεν συμβαίνουν αυτά. Είμαστε μια μικρή κοινωνία με πολύ στενούς οικογενειακούς δεσμούς, δεν συμβαίνουν αυτά».
Με την επιστροφή της στην Κύπρο, όμως, η κ. Κυριακίδου αδυνατούσε να αποβάλλει τις γνώσεις που πήρε στην Αγγλία για τα σημάδια που καθιστούν αναγνωρίσιμη τη σεξουαλική κακοποίηση στα παιδιά. Ξαφνικά, οι επανειλημμένοι κοιλόπονοι σ’ ένα παιδί, τους οποίους αδυνατούσαν να ερμηνεύσουν οι παιδιατρικές εξετάσεις, σηματοδοτούσαν πλέον άλλα προβλήματα, όχι αμιγώς ιατρικής φύσεως.
Παρακινούμενη από το νέο της βλέμμα, το 1985, η κ. Κυριακίδου ως κλινική ψυχολόγος συμμετείχε στη σύσταση μιας πολυθεματικής ομάδας που αποτελούνταν από την ίδια, έναν παιδίατρο, έναν παιδοχειρουργό και μία κοινωνική λειτουργό. «Όλοι ήξεραν ότι μπορούν να αποταθούν για διάγνωση και μετά για θεραπεία», θυμάται. Με τη βοήθεια του Ελλαδίτη παιδοψυχιάτρου και καθηγητή Γιάννη Τσιάντη, ο οποίος ήταν συχνός προσκεκλημένος των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, κατάφεραν να στήσουν ένα μικρό τμήμα παιδικής ψυχολογίας. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο όταν ξεκινούσαν.
«Ήμασταν ένας πολύ μικρός αριθμός λειτουργών που αντιμετωπίσαμε τα θέματα κακοποίησης στην αρχή» μας λέει η Άννα Παραδεισιώτη, Διευθύντρια των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, την οποία συναντούμε στο γραφείο της στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας. «Και οι νομοθεσίες, βέβαια, δεν ήταν εξελιγμένες. Θυμάμαι πολλούς αγώνες που κάναμε, εντοπίζαμε παιδιά που ήταν κακοποιημένα σωματικά, σεξουαλικά και ψυχολογικά, αλλά δεν υπήρχαν νόμοι ώστε να τα προστατέψουμε αποτελεσματικά. Έτσι, χάσαμε περιπτώσεις δικαστικά ή αν αργότερα τις κερδίσαμε, τα παιδιά πλέον είχαν γίνει έφηβοι, είχε διαμορφωθεί μια συγκεκριμένη ψυχοπαθολογία και δυστυχώς ένα μέρος αυτών των παιδιών δεν είχε θετική κατάληξη στην πορεία της ζωής του».
Το 1996 πια, έχοντας δοκιμαστεί αρκετά, απευθύνονται στον τότε γενικό εισαγγελέα ζητώντας συγκεκριμένους λειτουργούς από τη Νομική Υπηρεσία, με τους οποίους θα μπορεί να έρχεται σε επαφή η πολυθεματική ομάδα.
«Χρειαζόμασταν καθοδήγηση δικηγόρων από τη Νομική Υπηρεσία ώστε να μπορούμε να πάμε και υποθέσεις στα δικαστήρια» συνεχίζει η κ. Κυριακίδου. «Καταλαβαίναμε πια ότι ήταν άσχετο το κομμάτι το διαγνωστικό και το θεραπευτικό από το πώς θα στεκόταν μια υπόθεση στο δικαστήριο. Θυμάμαι να πηγαίνω στο δικαστήριο ως μάρτυρας και να συνειδητοποιώ ότι δεν υπήρχε τρόπος να διαχωρίσεις το θύμα από τον θύτη. Είχα φτάσει στο σημείο να φεύγω από το νοσοκομείο με παραβάν χειρουργείου, τα ανοίγματα του οποίου κλείναμε με καρφίτσες για να μην βλέπει το παιδί. Και μιλάμε για μικρά παιδιά. Ο θύτης μπορεί να μην μιλούσε αλλά την ώρα που έδινε μαρτυρία το παιδί—γιατί τότε δεν δεχόντουσαν τη μαρτυρία τη δική μας μόνο—ανεπαίσθητα έκανε έναν θόρυβο, κουνούσε λίγο την καρέκλα του ίσα για να ακουστεί, να υπενθυμίσει στο παιδί την παρουσία του».
Η συνεργασία αυτή έληξε όταν άλλαξε ο γενικός εισαγγελέας.
Το 1994 ψηφίστηκε ο πρώτος νόμος περί βίας στην οικογένεια. Μεταξύ άλλων όριζε την έννοια του «οικογενειακού σύμβουλου», του λειτουργού δηλαδή των κοινωνικών υπηρεσιών με αρμοδιότητα την προστασία των παιδιών από τη βία στην οικογένεια. Ο ίδιος νόμος όριζε τον διορισμό μιας συμβουλευτικής επιτροπής που θα προερχόταν από τα υπουργεία Εργασίας (μέσω των ΥΚΕ), Υγείας, Παιδείας, Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, και κάποιους ανεξάρτητους φορείς. Η Επιτροπή αυτή είχε έναν συμβουλευτικό ρόλο στον υπουργό Εργασίας και την εποπτεία της εφαρμογής της νομοθεσίας. Τον συντονιστικό ρόλο ανέλαβαν οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας.
«Ο ρόλος αυτός έπρεπε με κάποιον τρόπο να υλοποιηθεί, οπότε οι Υπηρεσίες έλαβαν την πρωτοβουλία, σε συνεργασία με την συμβουλευτική επιτροπή, να δημιουργήσουν ένα διατμηματικό εγχειρίδιο» μας εξηγεί η προϊστάμενη του Tομέα Oικογένειας και παιδιού των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, Χαρά Ταπανίδου. «Με λίγα λόγια, ανακαλύψαμε μετά την ψήφιση του νόμου ότι όλοι εμείς από τα εμπλεκόμενα υπουργεία, δεν ήμασταν επαρκώς συντονισμένοι, δεν αντιλαμβανόμασταν με τον ίδιο τρόπο τα γεγονότα, με αποτέλεσμα το παιδί να χτυπά πόρτες σε διάφορα μέρη και να μην φτάνουμε τον στόχο που ήταν ακριβώς το να μην επαναθυματοποιείται το παιδί».

«Έγινε μια συμφωνία ότι θα διατεθούν συγκεκριμένοι λειτουργοί των κοινωνικών υπηρεσιών, συγκεκριμένοι αστυνομικοί, συγκεκριμένοι ψυχολόγοι από τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας» | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Σ’ αυτό το εγχειρίδιο που εκδόθηκε το 2002 κατέγραψαν ακριβώς την αλυσίδα των ενεργειών που έπρεπε να γίνουν, ώστε να υπάρχει διαφάνεια ως προς το τι έκανε ο καθένας. «Αυτή η διαδικασία» συνεχίζει να εξηγεί η κ. Ταπανίδου «έβγαλε στην επιφάνεια το γεγονός ότι δεν μπορούσες να έχεις λειτουργούς της κάθε εμπλεκόμενης υπηρεσίας να κάνουν διάφορες άλλες δουλειές, μεταξύ των οποίων και αυτό το καθήκον. Έγινε λοιπόν μια συμφωνία ότι για αυτόν το σκοπό θα διατεθούν συγκεκριμένοι λειτουργοί των κοινωνικών υπηρεσιών, συγκεκριμένοι αστυνομικοί, συγκεκριμένοι ψυχολόγοι από τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας».
Αυτό λειτούργησε αλλά σε περιορισμένο βαθμό. Μια από τις βασικές αδυναμίες εφαρμογής της νομοθεσίας ήταν ότι δεν προέβλεπε σταθερό εξειδικευμένο προσωπικό. Λειτούργησε για κάποιον καιρό, αλλά όχι για κάποιες υπηρεσίες. «Αυτό ήταν ένα από τα μαθήματα των ετών εφαρμογής της συγκεκριμένης νομοθεσίας» διαπιστώνει σήμερα. «Ότι αν δεν υπάρχει εξειδίκευση, αν δεν είμαστε όλοι κάτω από την ίδια στέγη κι αν δεν υπάρχει κοινή αντίληψη ως προς το τι στοιχειοθετεί υπόθεση που θα προχωρήσει ποινικά, μένει ο καθένας να δουλεύει, σκληρά μεν, αλλά αποκομμένος στο γραφείο του, χωρίς να καταφέρνει να βελτιώνει και πολύ τη ζωή του παιδιού. Φτιάξαμε μια διαδικασία αλλά ήταν διαδικασία ταλαιπωρίας του παιδιού. Ήταν περισσότερο ένας τρόπος να οργανωθούμε εμείς μεταξύ μας ως υπηρεσίες και να έχουμε ένα καλό πρόσωπο προς τα έξω, που δεν είχε όμως στο επίκεντρο το παιδί».
Η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, Λήδα Κουρσουμπά, έχει αναπόφευκτα εξαιτίας της θέσης της μια εποπτεία των αδυναμιών που έχουν οι υπηρεσίες παιδικής προστασίας. Η Επίτροπος είναι ανεξάρτητη αρχή και έχει την αποστολή να ελέγχει την κρατική διοίκηση σε όλα τα επίπεδα. Ξεκίνησε, όπως μας λέει, να παρεμβαίνει για τη σεξουαλική κακοποίηση αμέσως μετά τον διορισμό της, το 2008, διότι δεχόταν μαρτυρίες και διαπίστωνε την ανεπάρκεια τόσο στην προστασία όσο και στην πρόληψη.

«Άμα έχει 600 φακέλους κάθε είδους να ασχοληθεί ένας υπάλληλος, τι να κάνει;» | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
«Οι ΥΚΕ είναι υποστελεχωμένες» μας εξηγεί η κ. Κουρσουμπά. «Προσλαμβάνονται άτομα γενικά για όλα τα προγράμματα, δεν έχουν εξειδίκευση και πάνε πυροσβεστικά όταν καταγγελθεί ένα πρόβλημα να δουν πώς θα το χειριστούν κι εκεί δεν επιτυγχάνουν γιατί δεν έχουν εξειδίκευση. Λένε ότι κάνουν προληπτικά προγράμματα αλλά είναι αδύνατον. Την τελευταία φορά που έκανα διερευνητική επιστολή, η υπεράσπισή τους είναι ότι σε άλλες χώρες προσλαμβάνονται άτομα με ακαδημαϊκά προσόντα και εμπειρία για την κακοποίηση παιδιών, τη δυσλειτουργούσα οικογένεια, βία στην οικογένεια, ενώ εμείς εδώ έχουμε ηλικιωμένους, ανθρώπους με μεταναστευτικό βιογραφικό, όλα μαζί. Είσαι λειτουργός ευημερίας έχεις εκατοντάδες υποθέσεις, κάποιες είναι το ένα κάποιες το άλλο. Δεν μπορείς να λειτουργείς έτσι. Άμα έχει 600 φακέλους κάθε είδους να ασχοληθεί ένας υπάλληλος, τι να κάνει;»
Η υπόθεση όμως που θα ερχόταν το 2018 να συγκλονίσει την Κύπρο, δεν φαινόταν να έχει άμεση σχέση με την υποστελέχωση των υπηρεσιών. Η αυτοκτονία της 29χρονης Έλενας—επί σειρά ετών θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον θετό πατέρα της—θα καθιστούσε κοινό σε όλους το αίτημα για ένα αλεξίσφαιρο σύστημα παιδικής προστασίας. Μέχρι τότε, μόνο οι επαγγελματίες της παιδικής προστασίας αντιλαμβάνονταν τη δημιουργία του ως επιτακτική ανάγκη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Α΄: ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑΝ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Γ΄: «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ»
Η ερευνητική ομάδα The Manifold αποτελείται από τους Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, Γιάννη Μπαμπούλια, Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου, Αχιλλέα Ζαβαλλή και Αυγουστίνο Ζενάκο. Επικοινωνήστε με την ομάδα με email, ή βρείτε την στο Facebook και στο Twitter.
H έρευνα αυτή υποστηρίχθηκε οικονομικά από το πρόγραμμα Investigative Journalism for the EU. Επιπλέον πόρους διέθεσαν το Ίδρυμα Fritt Ord και το International Press Institute.