Πάνε να θάψουν την εφημερίδα μου.
Η International Herald Tribune είναι νεκρή.
Tου Jeffrey Robinson*
Απόδοση: Μαργαρίτα Κυριάκου
Μια φορά κι έναν καιρό αυτή η θαυμάσια, ασεβής εφημερίδα –παντοτινό είδωλο– με έδρα στο Παρίσι, που κυκλοφορούσε έξι μέρες την εβδομάδα, λατρευόταν από τους Αμερικανούς που βρίσκονταν στην Ευρώπη. Με την IHT, ακόμα κι αν ήσουν μακριά από την πατρίδα, δεν αισθανόσουν αποκομμένος. Αυτό το φθινόπωρο οι New York Times, που έχουν στην ιδιοκτησία τους την εφημερίδα, αφαιρούν το λογότυπο της από το πρωτοσέλιδο και τη μετονομάζουν σε The New York Times – Global Edition.
Δεν βγαίνει νόημα. Αν θέλεις αυτό που έχουν να σου προσφέρουν οι Times, μπορείς να το βρεις στο διαδίκτυο. Γιατί κάποιος από το Τέξας που βρίσκεται στη Γερμανία, να ενδιαφερθεί για τους New York Times; Υπάρχουν ήδη πολλοί στη Νέα Υόρκη που δεν ενδιαφέρονται.
Μια από τις τελευταίες μεγάλες δημοσιογραφικές κληρονομιές σύντομα θα σβήσει.
Πρωτοείδε το φως ως Paris Herald το 1887 και ήταν νόθο παιδί του ανθρώπου στον οποίο ανήκε τότε η New York Herald, του James Gordon Bennett Jr. Θεοπάλαβος γιος ενός θρυλικού Αμερικανού εκδότη, ο Bennett, έχοντας πέσει σε δυσμένεια στη Νέα Υόρκη, έβαλε πλώρη για την Ευρώπη κι εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, που πάντα υπήρξε το καλύτερο μέρος για να είσαι το μαύρο πρόβατο της οικογένειας.
Η ιστορική συγκυρία ήταν τέλεια. Πλούσιοι Αμερικανοί συνέρρεαν στο Παρίσι για να αγοράσουν έργα τέχνης, να ντυθούν σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας, να γευθούν το φαγητό και να ρουφήξουν την κουλτούρα μιας πόλης που θεωρούσαν την πιο εκλεπτυσμένη στον κόσμο. Ενώ οι Βρετανοί έχτισαν το Λονδίνο για τους Βρετανούς, οι Γάλλοι είχαν χτίσει το Παρίσι για όλο τον κόσμο.
Μερικοί από εμάς δεν κατάφεραν ποτέ να το χορτάσουν.
Βρίσκοντας μια γωνιά, ο Bennett ξαναέστησε από την αρχή τη νεοϋορκέζικη εφημερίδα του στην Ευρώπη, για να ικανοποιήσει τα γούστα των πλούσιων Αμερικανών ταξιδιωτών και αποδήμων. Έδωσε έμφαση σε πρόσωπα και ειδήσεις, διηγήθηκε ιστορίες που δεν μπορούσες να βρεις πουθενά αλλού, έφερε τη λινοτυπία και τα κόμικς από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, έκανε αγώνα δρόμου με μια Mercedes μέχρι τη Μάγχη, για να μπορέσουν να πουληθούν γρήγορα τα πρώτα φύλλα στην Αγγλία (τελικά τα έστειλε αεροπορικώς, καθιστώντας την IHT την πρώτη πραγματικά διεθνή εφημερίδα). Προέβαλλε ακόμα και αθλητικές ειδήσεις στο πρωτοσέλιδο.
Καθιέρωσε το χαρακτηριστικό, αυθάδικο ύφος που σημάδεψε την IHT για περισσότερο από έναν αιώνα.
Η εφημερίδα, όταν τη γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στεγαζόταν σε ένα βρώμικο σύμπλεγμα γραφείων στο νούμερο 21 της οδού de Berri, ένα βήμα από τη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων στο 8ο Διαμέρισμα. Τα γραφεία του παριζιάνικου Newsweek ήταν στον τρίτο όροφο. Τα πιεστήρια βρίσκονταν στο υπόγειο.
Για να είμαι ειλικρινής, βρώμικο είναι επιεικής χαρακτηρισμός για εκείνο το κτίριο. Η μπογιά είχε από καιρό ξεφλουδιστεί από τους τοίχους. Το κτίριο πιθανώς διέθετε ανελκυστήρα –είμαι σχεδόν σίγουρος πως υπήρχε ένας–, αλλά κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα τον εμπιστευόταν. Όχι ότι οι σκάλες ήταν καλύτερες. Ούτε ένα σκαλοπάτι δεν ήταν παράλληλο με το πάτωμα.
Υπήρχε ένα γραφείο σύνταξης σε σχήμα πετάλου, επανδρωμένο με παλιές καραβάνες που φορούσαν τιράντες, και κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να κρύψει τα ποτά σε κάποιο συρτάρι του γραφείου του. Τα συρτάρια έτσι κι αλλιώς δεν έκλειναν, αφού τα ξύλα με τα χρόνια είχαν σκεβρώσει. Τα περισσότερα έπιπλα ήταν διαλυμένα, όλες οι γραφομηχανές είχαν γνωρίσει καλύτερες μέρες και ο χώρος βρωμούσε καπνίλα – από τσιγάρα, πούρα και πίπες.
Το προσωπικό ήταν λιγοστό, αλλά και πάλι δεν βρίσκονταν όλοι συνεχώς εκεί. Αν δεν μπορούσες να βρεις κάποιον, το πρώτο μέρος που έψαχνες ήταν το μπαρ του Hotel Californie στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
Ο εκδότης ήταν ένας χοντροκομμένος αλλά αποτελεσματικός τύπος ονόματι Murray Weiss –όλοι τον φώναζαν Buddy–, που είχε πιάσει εκεί δουλειά αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σαν παιδί για όλα τα θελήματα, είχε περάσει από όλα τα γραφεία του κτιρίου και διοικούσε την εφημερίδα από το 1966 μέχρι το 1979 σαν το στράτευμα του Patton. Ο Buddy συμπαθούσε τους συντάκτες, ειδικά τους νέους, και ήταν πάντα υπερβολικά καλός μαζί μου. Θυμάμαι ότι δούλευε μαζί του κι η γυναίκα του, γεγονός διόλου αξιοπερίεργο, καθώς κατά τα φαινόμενα οι περισσότεροι εκεί μέσα παντρεύονταν, χώριζαν και ξαναπαντρεύονταν μεταξύ τους.
Αν και η βάση μου ήταν στο νότο της Γαλλίας, ένα από τα πράγματα που απολάμβανα περισσότερο όταν πήγαινα στο γραφείο στο Παρίσι ήταν που κονομούσα απρογραμμάτιστα κάποια πρόσκληση σε δείπνο. Η εφημερίδα δούλευε μέχρι αργά, έτσι φαγητό στις 7:30 σήμαινε ότι μας έμενε άπλετος χρόνος στη συνέχεια για να βγει το φύλλο. Στις καλύτερες αυτών των επισκέψεων κάποιος ανακοίνωνε: «Χρειαζόμαστε ένα οπισθόφυλλο», και κάποιος άλλος έλεγε: «Είναι εδώ ο μικρός», και κατευθυνόμουν προς ένα ξεχαρβαλωμένο γραφείο με μια σχεδόν διαλυμένη, παντελώς άβολη περιστρεφόμενη καρέκλα, και μου έλεγαν: «Έχεις μισή ώρα».
Όλοι έμοιαζαν να φωνάζουν ταυτόχρονα –εντάξει, κυρίως βλαστημούσαν ταυτόχρονα- και οι προθεσμίες ήταν πάντα εξαιρετικά πιεστικές. Θυμάμαι αμυδρά ένα καμπανάκι που ηχούσε μόλις τέλειωνε ο χρόνος. Οι γραφομηχανές έκαναν το μεταλλικό τους θόρυβο και τα τηλέφωνα κουδούνιζαν. Ακριβώς όπως πρέπει να ακούγεται ένα γραφείο εφημερίδας.
Τις περισσότερες φορές, μόλις παρέδιδα το χειρόγραφο, έπαυαν να μου δίνουν σημασία. Με είχαν ταΐσει, είχα γράψει, ήμουν πλέον άχρηστος. Μερικές φορές όμως, κάποιες πραγματικά σπάνιες νύχτες, κάποιος με πήγαινε κάτω στο υπόγειο να δω την πρώτη έκδοση να βγαίνει από το πιεστήριο. Με άφηναν να τραβήξω το προσωπικό μου αντίτυπο από τον ιμάντα, και ιδού: το άρθρο μου, ζεστό ακόμα, σαν φρεσκοψημένη μπαγκέτα.
Και το καλύτερο απ’ όλα, τα χέρια μου γέμιζαν μελάνι.
Δυστυχώς η πρόοδος άφησε τα σημάδια της. Όταν η IHT μετακόμισε στη Neuilly-sur-Seine, το παλαιό κτίριο πουλήθηκε και το όνομά της αφαιρέθηκε από την πρόσοψη.
Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο οι άλλοι συντάκτες το ξεπέρασαν.
Εγώ δεν τα κατάφερα ποτέ.
Τα νέα γραφεία ήταν ένας ενιαίος χώρος με λιγοστά ιδιαίτερα δωμάτια στα πλάγια με γυάλινα τοιχώματα, και δεν έβλεπες πουθενά μπουκάλια με αλκοόλ. Μάλλον υπήρχε και κάποια αίθουσα σύνταξης ειδήσεων, δεν θυμάμαι καλά. Όλοι ήταν απλώς άλλος ένα εργαζόμενος, καθένας στο μικρό του γραφειάκι. Ο χώρος είχε την όψη ασφαλιστικής εταιρείας.
Λίγο μετά τη μετακόμιση είχα στα σκαριά μια ιστορία, και κάποιος είπε ότι θα μπορούσαν να τη δημοσιεύσουν. Πλέον όμως έπρεπε να παραδίδουμε νωρίτερα τα κομμάτια μας, κατά τις 6-7 –τύπωναν για όλη την Ευρώπη, και είχαν να τρέξουν και για την έκδοση της Άπω Ανατολής–, γεγονός που έβαλε τέλος στα τεμπέλικα δείπνα. Έβαλε επίσης τέλος και στις γραφομηχανές. Για πρώτη φορά στη ζωή μου κάποιος με κάθισε μπροστά σ’ έναν επεξεργαστή κειμένου, και δεν μου άρεσε καθόλου.
Όταν επιτέλους τέλειωσα, αντί να πάω το χειρόγραφό μου σε κάποιο γραφείο, για να μου γρυλλίσει ένας τύπος που η ανάσα του μύριζε τζιν, απλώς πάτησα ένα κουμπί. Κι αυτό ήταν. Δεν ξαναείδα την ιστορία μου μέχρι που εμφανίστηκε στο οπισθόφυλλο το επόμενο πρωί.
Δεν είχε όμως τη ίδια αίσθηση.
Δεν υπήρχε μελάνι.
Ωστόσο υπήρχαν ακόμα μερικοί φοβεροί τύποι. Ο Mike Zwerin γνώριζε περισσότερα πράγματα για την τζαζ από οποιονδήποτε άλλο στην Ευρώπη. Και η Hebe Dorsey ήταν η πρώτη που έκανε κριτική μόδας σαν να επρόκειτο για παράσταση του Broadway. Δεν την είδα ποτέ να καπνίζει τα φτηνά, λεπτά πουράκια της και να ρουφάει μπέρμπον σαν νερό, απλά και μόνο επειδή δεν την παρακολουθούσα συνεχώς.
Έπειτα ήταν κι ο Dick Roraback: Ένας θαυμάσιος τύπος, συντάκτης εκεί από χρόνια, που έγραφε τα πιο ιδιόρρυθμα θέματα. Θυμάμαι ένα κομμάτι που είχε κάνει σχετικά με το πώς διέσχισε τα δανέζικα σύνορα χωρίς διαβατήριο. Το μόνο έγγραφο που είχε για να αποδείξει την ταυτότητά του ήταν η American Express του. Ο Dick έγραφε αστεία, κι όταν η IHT θέλησε να γιορτάσει την εκατοστή επέτειο της ανακάλυψης του Livingstone από τον Stanley, έστειλαν εκείνον.
Ήταν ο Bennett που το 1869 ανέθεσε στον καλύτερο ρεπόρτερ της New York Herald, τον Henry Stanley, να διερευνήσει την εξαφάνιση στην Αφρική του Σκοτσέζου ιεραπόστολου και γιατρού Δρος David Livingstone. Ύστερα από δύο χρόνια ο Stanley εντόπισε τον από καιρό αγνοούμενο άντρα στις όχθες της λίμνης Τανγκανίκα. Εκεί είναι που, όπως φημολογείται, ο Stanley είπε: «Ο Δρ Livingstone υποθέτω;»
Για να πούμε την αλήθεια, είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν είπε κάτι τέτοιο. Η εκδοχή του Dick γι’ αυτή τη συνάντηση με την αφορμή της εκατονταετηρίδας έπιασε ένα δισέλιδο, το κεντρικό σαλόνι της εφημερίδας, και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες επί πέντε μέρες. Τουλάχιστον αυτή την αίσθηση έχω, πως ήταν πέντε μέρες. Ίσως και να ήταν μόνο τρεις. Και πάλι ήταν πολύς χώρος για μια ιστορία. Καμιά εφημερίδα σήμερα δεν θα τολμούσε να το κάνει. Το έκανε όμως η IHT.
Αυτή η εφημερίδα αγαπούσε τους γραφιάδες και το γράψιμο.
Τα δυο μεγάλα αστέρια επί των ημερών μου ήταν η Mary Blume και ο Waverley Root.
Η Mary ήταν το μέγα φάντασμα της IHT, γιατί δεν ερχόταν ποτέ στο γραφείο κι ελάχιστοι την είχαν δει με τα ίδια τους τα μάτια. Τους πληροφορούσε τηλεφωνικώς για την ιδέα της κι έστελνε το κείμενό της με κάποιο παιδί. Πιθανώς ήταν η πιο κοφτερή κι ελεύθερη πένα που είχε ποτέ η IHT.
Το πρόβλημά μου ήταν ότι είχα γίνει η σκιά της. Εγώ ήμουν εκείνος που φώναζαν όποτε η Mary δεν ήθελε να γράψει την ιστορία. Και πολύ συχνά χαμογελούσα βεβιασμένα, καθώς όλοι τριγύρω μου οδύρονταν: «Μα δεν θα το καλύψει η Mary Blume αυτό;»
Τη θαύμαζα πάρα πολύ, αν και δεν τη γνώρισα ποτέ. Μια φορά της πρότεινα να γευματίσουμε παρέα. Αρνήθηκε ευγενικά. Δεν της το κράτησα, αφού κανείς άλλος στην εφημερίδα –τουλάχιστον κανείς απ’ όσους γνώριζα– δεν είχε γευματίσει ποτέ μαζί της.
Συνάντησα ωστόσο τον Waverley. Μιλούσαμε πού και πού στο τηλέφωνο –ήταν σε αναπηρικό καροτσάκι και δεν άφηνε ποτέ το διαμέρισμά του– κι ενώ συνήθως δεν δεχόταν κόσμο, με προσκάλεσε να τον επισκεφτώ.
Μια φορά.
Ήταν πιο εύκολο να κερδίσεις το Νόμπελ Λογοτεχνίας παρά να σε δεχτεί σε ακρόαση ο ηλικιωμένος Waverley Root στο σπίτι του. Έμοιαζε με τον Άι-Βασίλη, μ’ εκείνη τη μακριά λευκή γενειάδα και τα υπέροχα χαμογελαστά μάτια του, αλλά έγραφε πολύ καλύτερα από τον Άγιο. Όπως άλλωστε κι από τους περισσότερους.
Όποτε φιγουράριζε στο οπισθόφυλλο, το κείμενό του ήταν πάντα ένα κόσμημα. Συχνά επρόκειτο για κάποιο γοητευτικά δυσνόητο θέμα σχετικά με το φαγητό, π.χ., γιατί κανείς στη Γαλλία δεν καλλιεργεί μοσχολέμονα. Μέχρι που έγραψε το αριστούργημά του. «Δεν γνώρισα ποτέ τον Hemingway», ένα θαυμάσιο δοκίμιο, όπου δήλωνε ότι ήταν ο μόνος δημοσιογράφος στο Παρίσι τη δεκαετία του 1920 που δεν τον είχε γνωρίσει και είχε την ειλικρίνεια να το παραδεχτεί.
Το οπισθόφυλλο, όπου γράφαμε η Mary, ο Waverley κι εγώ, ήταν πραγματικό «φιλέτο». Στο κέντρο της σελίδας υπήρχε ένα κουτί των 850 με 900 λέξεων για τους πάντες και τα πάντα. Σαν την κεντρική σκηνή του Carnegie Hall.
Στη βάση ήταν οι «καυτές» μικρές αγγελίες – Αμερικανοί που πουλούσαν ζόρικα αμάξια, Αμερικανοί που νοίκιαζαν διαμερίσματα σε εξωφρενικές τιμές και πόρνες που γύρευαν πελάτες.
Στο πάνω μέρος της σελίδας, στη δεξιά πλευρά, βρισκόταν η στήλη με τα κουτσομπολίστικα «Ανθρώπινα» και στ’ αριστερά η στήλη με τα ανέκδοτα. Εκεί έγραφε κι ο Art Buchwald, και σε κάθε εορτασμό της Ημέρας των Ευχαριστιών ξαναδημοσίευαν το κλασικό του «Le Jour de Merci Donnant» –η δική του, ελεύθερη μετάφρασή του Thanksgiving–, όπου εξηγούσε γιατί, μια ημέρα το χρόνο, οι Αμερικανοί τρώνε καλύτερα από τους Γάλλους.
Από τη στιγμή που μετακόμισα στο νότο της Γαλλίας στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ξεκίνησα να γράφω θέματα των 650 λέξεων για τη Christian Science Monitor. Εκείνη την εποχή η CSM ήταν μια από τις πέντε εφημερίδες που διαβάζονταν στο Οβάλ Γραφείο, με ειδησεογραφικά bureaux σε όλη την Ευρώπη. Σ’ αυτούς έκανα το πρώτο μου πρωτοσέλιδο με την υπογραφή μου, κυνηγώντας τον Χένρι Κίσινγκερ σε όλο το Παρίσι κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών συνομιλιών για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Με πλήρωναν 35 δολάρια το θέμα, συν 5 δολάρια τη φωτογραφία. Το νοίκι μου, συμπεριλαμβανομένου κι ενός μπαλκονιού με θέα στη Μεσόγειο, ήταν 72 δολάρια το μήνα.
Μετά ήρθε και η IHT, προσφέροντάς 75 δολάρια το κομμάτι. Δεν το σκέφτηκα καν. Όχι μόνο για τα λεφτά, αλλά επειδή ήταν η IHT.
Στα επόμενα δέκα χρόνια έγραψα εκατοντάδες θέματα για το οπισθόφυλλο κι ανέπτυξα το προσωπικό μου στιλ, παραθέτοντας λόγια άλλων όπως το έκαναν στην τηλεόραση, χωρίς το συνηθισμένο «είπε». Τώρα το κάνουν όλοι. Μπορεί να μην είμαι εγώ αυτός που το ανακάλυψε, αλλά το υιοθέτησα. Επιπλέον αύξησα τελικά την αμοιβή μου στα 100 δολάρια.
Η υπογραφή μου εμφανιζόταν σε θέματα από όλη την Ευρώπη, από διάφορα μέρη της Βόρειας Αμερικής κι ακόμα πιο μακριά, από την Αυστραλία και την Ταϊτή. Έγραφα για καλλιτέχνες, πορτοφολάδες, εθισμένους τζογαδόρους, παγκόσμιους πρωταθλητές στη Monopoly, μια γυναίκα που είχε κάποτε ποζάρει για τον Μοντιλιάνι, και τον διάσημο τζαζίστα Earl «Fatha» Hines. Πήρα συνέντευξη από τον Richard Boone (ήταν φανταστικός), τον Graham Greene (ήταν μοναχικός), τον Anthony Burgess (απολαυστικά παλαβός), τον Andy Warhol (μου έβγαζε φωτογραφίες ενώ του έβγαζα φωτογραφίες), την Carmen McRae, τον Lino Ventura, τον Bobby Short και τον Walter Cronkite. (Είπα στον Walter ότι η αποχώρησή του από το βραδινό δελτίο ειδήσεων του CBS σήμαινε ότι ο κόσμος δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος, κι όταν έπεσα πάλι πάνω του στη Νέα Υόρκη, λίγο πριν πεθάνει, του το θύμισα και είπε: «Είχες δίκιο».)
Έγραψα για πλαστά γραμματόσημα, κρυφές κάβες κρασιών, σκοτεινά μουσεία όπου το κοινό δεν ήταν ευπρόσδεκτο και Ιταλούς ληστές τραίνων. Πήρα συνέντευξη από την Elaine Stritch, την Natalie Cole, τον Art Carney, τον Carl Reiner, τον Henry Moore και τον Cary Grant (τον ρώτησα αν πηδιόταν πολύ και με διαβεβαίωσε ότι το έκανε). Γευμάτισα ακόμα και με τον Richard Burton κι όταν τον ρώτησα τι ήθελε να πιει, είπε: «Ό,τι να ’ναι, γλυκέ μου, αρκεί να μπορεί να επιπλεύσει μέσα ένα παγάκι».
Κι ύστερα μια μέρα όλα τέλειωσαν.
Κανείς δεν είπε αντίο. Δεν κάναμε χειραψίες. Δεν είμαι καν σίγουρος αν το πρόσεξε κανείς. Ήταν το 1982. Έφυγα από τη Γαλλία για την Αγγλία, για να γράψω βιβλία. Εκείνη την εποχή η IHT πάλευε απεγνωσμένα να εξελιχθεί σε σοβαρή οικονομική εφημερίδα, για να πολεμήσει την άρτι αφιχθείσα ευρωπαϊκή έκδοση της Wall Street Journal.
Σήμερα κανείς εκεί δεν με θυμάται, ούτε ξέρει τι μοιραστήκαμε εγώ και η IHT. Ο Waverley έφυγε. Η Mary συνέχισε την καριέρα της. Ο Mike και η Hebe κι ο Buddy έφυγαν. Το ίδιο κι ο Dick.
Μπορώ να καταλάβω γιατί η NYT απενεργοποίησε το μηχάνημα υποστήριξης. Δεν δεν θα τους συγχωρήσω όμως ποτέ που το έκαναν.
Πάνε να θάψουν την εφημερίδα μου.
Η International Herald Tribune είναι νεκρή.
Τι κι αν ήμουν απλώς ακόμα ένας από τους μνηστήρες της;
Mon amour, θα έχουμε πάντα την οδό de Berri. CJR
*Ο Jeffrey Robinson είναι συγγραφέας 27 βιβλίων που γνώρισαν διεθνή επιτυχία. Το The Laundrymen (1995), ένας άθλος δηµοσιογραφικής έρευνας, θεωρείται το απόλυτο βιβλίο γύρω από το συγκεκριµένο θέµα και διδάσκεται σε πανεπιστήµια και νοµικές σχολές.