Tου Stephen Franklin*
Μετάφραση: Ιάκωβος Τσαγγάρης
Ο βραβευμένος ρεπόρτερ Ahmet Sık γνωρίζει καλά τι εστί κίνδυνος. Το 1998 κατέληξε στο νοσοκομείο, όταν ένας όχλος που υποστήριζε την αστυνομία, εξαγριωμένος με την καταδίκη πολλών αστυνομικών για φόνο σε μια υπόθεση βασανιστηρίων, επιτέθηκε εναντίον των δικηγόρων του θύματος, του εισαγγελέα και δημοσιογράφων.
Το 2009 εγκατέλειψε τη χώρα επί ένα έτος, φοβούμενος αξιωματούχους που είχαν βρεθεί στο στόχαστρο των ρεπορτάζ του. Βραχύσωμος, μυώδης και φοβερά ντόμπρος, ο Sık σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του εργάστηκε σε παραδοσιακές αλλά και αριστερίζουσες εφημερίδες, ανασκαλεύοντας περιπτώσεις παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αμφισβητήσιμες κυβερνητικές ενέργειες.
Έτσι όταν διέρρευσε πέρσι στις τουρκικές εφημερίδες ότι η κυβέρνηση διεξήγαγε έρευνες για το άτομό του, κατάλαβε πως είχε πέσει θύμα της γνωστής ιστορίας: του την είχαν στήσει. «Είχα εξοργιστεί. Με συνέδεαν με μια δεξιά, φασιστική, υπερεθνικιστική συνωμοσία – με όλα όσα μάχομαι», λέει ο Sık, και οι λέξεις ξεπηδούν σαν χείμαρρος από το στόμα του, γιατί έχει πολλά να πει και μιλάει με πάθος.
Πέρσι είχε κατηγορηθεί βάσει των αντιτρομοκρατικών νόμων μαζί με άλλους δημοσιογράφους ότι συμμετείχε σε κάποια σκοτεινή συνωμοσία με στόχο την αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης. Αντιμετωπίζει ποινή δεκαπενταετούς κάθειρξης, κι έρχεται να προστεθεί κι αυτός σε έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό από δημοσιογράφους που κινδυνεύουν να φυλακιστούν.
Σύμφωνα με τις τουρκικές δημοσιογραφικές ενώσεις ο αριθμός των φυλακισθέντων δημοσιογράφων νωρίτερα μέσα στο έτος ανήλθε στους 90. Η Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων (ΕΠΔ), με έδρα στις ΗΠΑ, κατέγραψε από το Δεκέμβριο 49 στελέχη των ΜΜΕ που βρίσκονται στη φυλακή εξαιτίας των δημοσιεύσεών τους. Ο αριθμός αυτός καθιστά την Τουρκία πρώτη σε φυλακίσεις δημοσιογράφων στον κατάλογο της ΕΠΔ, ξεπερνώντας το Ιράν, την Ερυθραία και την Κίνα.
Ωστόσο δεν είναι μόνο ο αριθμός των φυλακισθέντων δημοσιογράφων που προκαλεί ανησυχία. Είναι η επίφοβη θέση της ελευθερίας της έκφρασης σε μια χώρα 75 εκατομμυρίων, που ορισμένοι θεωρούν πρότυπο για τους Άραβες γείτονές της, καθώς και για άλλες χώρες που ενστερνίζονται τη δημοκρατία.
«Είναι πολύ σοβαρή η κατάσταση», είπε ο Robert Mahoney, αναπληρωτής διευθυντής στην ΕΠΔ, που εξέδωσε τον Οκτώβριο μια επικριτική έκθεση για την Τουρκία σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Τούρκοι δημοσιογράφοι, κι έστειλε δυο αντιπροσωπίες για να συναντηθούν με Τούρκους κυβερνητικούς αξιωματούχους.
«Υπάρχει μια ατελείωτη σειρά από νόμους, που θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει ή να καταχραστεί, για να φιμώσει τους δημοσιογράφους και να εκφοβίσει τον ανεξάρτητο Τύπο. Έχουμε επανειλημμένα δει να γίνονται μαζικές συλλήψεις δημοσιογράφων, κυρίως Κούρδων, γεγονός απαράδεκτο σε μια δημοκρατία», δήλωσε ο Mahoney.
Τούρκοι δημοσιογράφοι διαμαρτύρονται για νόμους, εξαιτίας των οποίων οι δικαστικές υποθέσεις που εκκρεμούν εναντίον τους έφτασαν τις 5.000 ώς τα τέλη του 2011 – υποθέσεις που τους κρατούν υπόλογους απέναντι στα δικαστήρια και τους επιβαρύνουν με πρόστιμα. Διαμαρτύρονται ότι απολύονται, αν ασκήσουν κριτική στην κυβέρνηση.
Και σαν συνέπεια όλων αυτών περιγράφουν ένα ανατριχιαστικό καθεστώς αυτολογοκρισίας, το οποίο αποκλείει κάθε ρεπορτάζ που μπορεί να δυσαρεστήσει την κυβέρνηση ή τους συμμάχους της. Μερικοί δημοσιογράφοι έχουν περάσει μέχρι και τρία χρόνια στη φυλακή περιμένοντας να δικαστούν, ενώ άλλοι παραμένουν στη φυλακή πέντε και παραπάνω χρόνια ενώ η δίκη τους βρίσκεται σε εξέλιξη, σύμφωνα με μια επικριτική έκθεση που γνωστοποίησε τον Απρίλιο το Γραφείο του Εκπροσώπου για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη
Οι δημοσιογράφοι δεν είναι η μόνη ομάδα που υποφέρει κάτω από το βάρος νόμων και παραδόσεων, που κληροδότησαν χρόνια αυταρχικής στρατιωτικής διακυβέρνησης. Ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, φοιτητές, δικηγόροι και συνδικαλιστές προβαίνουν σε αντίστοιχες καταγγελίες. Πράγματι κατά την περίοδο 1959-2011 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εξέδωσε περισσότερες σχετικές αποφάσεις για την Τουρκία παρά για οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Εκτός από λίγα στελέχη του μικρού τουρκικού αριστερού Τύπου, στόχος γίνονται γενικά όσοι δημοσιογράφοι ασχολούνται με την κουρδική μειονότητα. Ζουν διαρκώς με το φόβο ότι θα συλληφθούν βάσει του αντιτρομοκρατικού νόμου, περιμένοντας επί μήνες ή και χρόνια σε φυλακές υψίστης ασφαλείας μέχρις ότου εκδικαστεί η υπόθεσή τους, για να καταλήξουν εντέλει να εκτίσουν κάποια μακρόχρονη ποινή φυλάκισης.
Στον Vedat Kurşun, πρώην συντάκτη της κουρδικής ημερήσιας εφημερίδας Azadiya Welat, επιβλήθηκε το Μάιο του 2010 ποινή φυλάκισης 166 χρόνων και 6 μηνών, την οποία το εφετείο μείωσε σε 10 και μισό χρόνια. Τον Ιούλιο ένα δικαστήριο τον απελευθέρωσε ύστερα από παραπάνω από τρία χρόνια φυλάκισης. Το έγκλημά του; Διεξήγαγε προπαγάνδα για λογαριασμό μιας τρομοκρατικής ομάδας.
«Η ελευθερία σου εξαρτάται από το ποιος είσαι», σχολίασε η Vildan Ay, συντάκτρια του Habertürk, ενός ισχυρού τηλεοπτικού καναλιού στην Κωνσταντινούπολη, κατά τη διάρκεια μιας ανεπίσημης συνάντησης δημοσιογράφων τον Ιούλιο, όπου η ανησυχία για το επάγγελμά τους ήταν βαθιά.
«Τότε», τη ρώτησα, «γιατί συνεχίζεις;»
«Είμαι απελπιστικά αισιόδοξη», μου απάντησε.
Παρόλο που οι δημοσιογράφοι στα κυρίαρχα ΜΜΕ δεν ανησυχούν μήπως καταλήξουν πίσω από τα σίδερα της φυλακής, έχουν άλλα προβλήματα. «Ο πιο σοβαρός κίνδυνος», εξηγεί ο Erdinç Ergenç, βετεράνος συντάκτης και ρεπόρτερ, «είναι η αυτολογοκρισία. Δεν θέτεις καν ερωτήματα – κι αυτό σκοτώνει τη δημοσιογραφία».
Ο Andrew Finkel, που συνεργάζεται εδώ και είκοσι χρόνια με τουρκικές εφημερίδες, συμφωνεί. «Η κυβέρνηση είναι σε θέση να εξαναγκάσει τον Τύπο να συμμορφωθεί μέσα από ένα σωρό μηχανισμούς», λέει. «Ο Τύπος είναι ελεύθερος, αλλά όχι ελεύθερος».
Ο Mehmet Ali Izmir είναι ο μοναδικός Κούρδος συντάκτης στη Star, μια μεγάλη καθημερινή εφημερίδα που υποστηρίζει την κυβέρνηση. Συχνά πέφτει πάνω σε ιστορίες για τους Κούρδους, που είναι «ψευδείς, αναληθείς ή μη διασταυρωμένες». Σπανίως όμως μιλάει ανοιχτά. «Δεν μπορώ να πω τίποτα. Δεν είμαι ισχυρός. Έτσι έχουν τα πράγματα».
«Με κοιτάνε και λένε: “Είσαι Κούρδος. Ξέρουμε πώς σκέφτεσαι”».
Παρ’ όλα αυτά η κατάσταση του Τύπου στην Τουρκία έχει βελτιωθεί. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι τη δεκαετία του 1990 είχαν σκοτωθεί 49 δημοσιογράφοι, σύμφωνα με την καταγραφή της Hurriyet Daily News. Ένας από τους τελευταίους που πέθαναν ήταν ο Hrant Dink, συντάκτης μιας τουρκοαρμενικής εφημερίδας, το 2007. Οι υπερεθνικιστές δολοφόνοι συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν. Ωστόσο όπως κατέδειξε πέρσι η ΕΠΔ, ορισμένοι Τούρκοι πιστεύουν πως οι εγκέφαλοι των δολοφονιών ξέφυγαν από τη δικαιοσύνη.
Στη σημερινή Τουρκία οι φυλακίσεις έχουν αντικαταστήσει τις σφαίρες, και νέα ταμπού αντικατέστησαν τα παλιά. Έτσι έχει η κατάσταση από το 2002, όταν ανήλθε στην εξουσία το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ): Θρησκευτικά συντηρητικό και με δεξιές τάσεις, αύξησε σταθερά τη δύναμή του, κερδίζοντας το 2011 το 50% σχεδόν των ψήφων. Εδραίωσε την κυριαρχία του επωφελούμενο από τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη – αλλά και τη συντριπτική μεταστροφή της πολιτικής σκέψης.
Μερικοί Τούρκοι υποστηρίζουν ότι σήμερα στην Τουρκία, υπό την ηγεσία του Πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία. Κάποιοι άλλοι διαφωνούν έντονα. Είναι βέβαιο πως ο στρατός, που ήταν επικεφαλής επί μακρόν στη σύγχρονη Τουρκία, έχει αποδυναμωθεί. Ο χαλαρός εναγκαλισμός της κυβέρνησης με το Ισλάμ έχει γίνει πιο σφιχτός. Η ιερή και απαραβίαστη κοσμική ταυτότητα της Τουρκίας, που είχε θεσπίσει ο θεμελιωτής της, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, μπήκε στο περιθώριο.
Στο μεταξύ αναζωπυρώθηκε η ένταση με τους Κούρδους. Συγκρούσεις με ένοπλες κουρδικές ομάδες, που η κυβέρνηση αποκαλεί τρομοκρατικές, έχουν επίσης σπιλώσει τα κουρδικά ΜΜΕ, παραδέχεται ο Salih Memecan, πολιτικός γελοιογράφος της φιλοκυβερνητικής εφημερίδας Sabah. Η σύζυγός του είναι βουλευτής του ΑΚΡ.
«Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην τρομοκρατία και στην ελευθερία της έκφρασης», λέει ο Memecan, που πιστεύει ότι θα έπρεπε να είναι νομικά «δύσκολο ή ακατόρθωτο» να φυλακίζονται δημοσιογράφοι επειδή κάνουν τη δουλειά τους. Σημειώνει ωστόσο ότι δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που «ο στρατός καλούσε τα αφεντικά μας και τους έλεγε τι να κάνουν, και πολλά από τα αφεντικά μας συνεργάζονταν. Μερικοί από τους ανθρώπους, οι οποίοι σήμερα διαμαρτύρονται για την ελευθερία του Τύπου, φανήκαν συνεργάσιμοι κατά τη διάρκεια εκείνων των επιχειρήσεων».
Και ο ίδιος ο Orhan Kemal Cengiz, δημοσιογράφος και δικηγόρος που αρθρογραφεί στην Today’s Zaman, εφημερίδα που πρόσκειται στο ΑΚΡ, πιστεύει ότι σήμερα είναι καλύτερο το κλίμα που επικρατεί στα ΜΜΕ. «Οι Τούρκοι δημοσιογράφοι είναι ελεύθεροι να γράψουν για οτιδήποτε», λέει, «από τη γενοκτονία των Αρμενίων μέχρι το κουρδικό ζήτημα», και προσθέτει: «Σημειώθηκε τεράστια βελτίωση». Παραδέχεται όμως ότι ορισμένοι φυλακίζονται χωρίς λόγο. «Ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό και μάλιστα με το χειρότερο τρόπο τους αντιτρομοκρατικούς νόμους», λέει. «Γίνεται ολοένα και δυσκολότερο να ασκήσει κανείς κριτική στον κ. Ερντογάν. Έχει ασκήσει και ο ίδιος προσωπικά αγωγές κατά δημοσιογράφων κι αυτό δημιουργεί ένα φρικτό κλίμα».
Σχεδόν όλοι οι Τούρκοι δημοσιογράφοι έχουν να κατονομάσουν κάποιο συνάδελφό τους, που απολύθηκε επειδή κρίθηκε ένοχος εξαιτίας της δουλειάς του. Ο Ali Akel είναι ένας απ’ αυτούς. Ήταν ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της εφημερίδας Yeni Şafak, την οποία υπηρέτησε ως ρεπόρτερ επί 17 χρόνια, πέντε εκ των οποίων ως ανταποκριτής στην Ουάσινγκτον. Μέχρι τη στιγμή δηλαδή που έγραψε ένα σκληρό άρθρο το Μάιο του 2012. «Άσκησα κριτική στην κυβέρνηση κι έχασα τη δουλειά μου», είπε τον Ιούνιο, λίγες μέρες μετά την απόλυσή του. Πέντε μήνες αργότερα δεν έχει δεχτεί ακόμα κάποια «σοβαρή» επαγγελματική πρόταση.
Η 35χρονη Evrim Kepenek κάλυπτε τις συνέπειες ενός σεισμού στην ανατολική Τουρκία, όταν την συνέλαβαν άρον άρον μες στη σκηνή της. Ήταν μια από τους 29 δημοσιογράφους που συνελήφθησαν σε ολόκληρη τη χώρα την ίδια ημέρα το Δεκέμβριο του 2011. Σχεδόν όλοι εργάζονταν σε κουρδικά ΜΜΕ και κατηγορήθηκαν για διασυνδέσεις με μια παράνομη κουρδική οργάνωση. Η υπόθεσή τους ακόμα συνεχίζει τον μακρύ της δρόμο στα δικαστήρια.
Συζητώντας μαζί της σε ένα καφέ της Κωνσταντινούπολης, η Kepenek μου είπε ότι είχε εργαστεί σε πολλές μεγάλες εφημερίδες, προτού προσληφθεί στο φιλο-κουρδικό Πρακτορείο Ειδήσεων Dicle. Είναι τουρκικής, όχι κουρδικής καταγωγής, θέμα που σύμφωνα με τα λεγόμενά της οι ανακριτές τής χτυπούσαν επανειλημμένως, ρωτώντας την γιατί εργαζόταν για τους Κούρδους. Μου είπε πως δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να τη συλλάβουν και προσπαθούσε να ακουστεί γενναία ενώ μου μιλούσε για την ποινή της επταετούς φυλάκισης που αντιμετωπίζει σε περίπτωση που καταδικαστεί. Ύστερα βούρκωσαν τα μάτια της και σταμάτησε. «Φοβάμαι μήπως μου επιτεθούν στο δρόμο», είπε. «Φοβάμαι μήπως συμβεί κάτι στην οικογένειά μου».
Σε μικρή απόσταση από εκεί, στα γραφεία της Ένωσης Δημοσιογράφων Τουρκίας στην Κωνσταντινούπολη υπάρχουν στοίβες μιας ειδικής έκδοσης της Ένωσης με τίτλο Tutuklu Gazete (Φυλακισμενος δημοσιογράφος). Σ’ αυτή την εφημερίδα γράφουν φυλακισμένοι δημοσιογράφοι, που αρνούνται τις κατηγορίες που τους έχουν απαγγελθεί και περιγράφουν τη ζωή τους στη φυλακή. «Δεν είμαστε τρομοκράτες, είμαστε δημοσιογράφοι», λέει ένας τίτλος.
«Η ρίζα του προβλήματος είναι οι κακογραμμένοι νόμοι», δηλώνει ο πρόεδρος της Ένωσης, Ercan İpekçi. Εδώ και χρόνια, λέει ο İpekçi, η ομάδα του επιδιώκει ανεπιτυχώς να εκθέσει το πρόβλημα στην κυβέρνηση. Αλλά το συνδικάτο του δεν έχει μεγάλη δύναμη, καθώς συμμετέχει μόνο το 5% των Τούρκων δημοσιογράφων. «Δεν τρέφω ελπίδες», παραδέχτηκε. «Η κυβέρνηση στην πραγματικότητα δεν επιθυμεί να βελτιώσει την κατάσταση».
Οι Τούρκοι αξιωματούχοι λένε ότι πιστεύουν στην ελευθερία του Τύπου κι αρνούνται το «μύθο» περί ύπαρξης φυλακισμένων δημοσιογράφων, ενώ κατηγορούν όσους κρατούνται για «συμμετοχή ή υποκίνηση σε πράξεις βίας και τρομοκρατίας». Κατά τον ίδιο τρόπο αντικρούουν την πρόσφατη έκθεση της ΕΠΔ, χαρακτηρίζοντάς την «μονόπλευρη», σύμφωνα με την εφημερίδα Today’s Zaman.
Παρ’ όλα αυτά Τούρκοι αξιωματούχοι δήλωσαν το Νοέμβριο πως πρόκειται να υποβάλουν σύντομα στη βουλή μια πρόταση νόμου, που θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι δημοσιογράφοι. Και οι τουρκικές εφημερίδες φιλοξένησαν δηλώσεις αξιωματούχων, που προέβλεπαν ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα μειώσουν τις υποθέσεις που εκκρεμούν κατά της Τουρκίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Σε παράστασή του στο δικαστήριο, δέκα μήνες ύστερα από τη σύλληψή του, ο Ahmet Sık αρνήθηκε τις εναντίον κατηγορίες του κι άδραξε την ευκαιρία για να καταγγείλει το σύστημα που τον οδήγησε στη φυλακή. Η ομιλία του μες στην αίθουσα του δικαστηρίου ήταν μια διάλεξη γύρω από τη δημοσιογραφία, που εκτεινόταν σε 12 δακτυλογραφημένες σελίδες. «Σήμερα διώκεται και δικάζεται το ίδιο το επάγγελμα της δημοσιογραφίας», είπε. «Είναι ακόμα μία παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης, συγκαλυμμένη με φύλλο συκής».
Παρά την απρόσμενη απελευθέρωσή του το Μάρτιο του 2012 η οργή του Sık δεν έλεγε να κοπάσει. «Η αστυνομία, οι εισαγγελείς και οι δικαστές που σχεδίασαν κι εκτέλεσαν αυτή την πλεκτάνη, θα καταλήξουν σε τούτη τη φυλακή», είπε στους δημοσιογράφους έξω από τη φυλακή. «Η δικαιοσύνη θα επικρατήσει όταν τους κλείσουν εδώ μέσα».
Όμως τα λόγια του έφεραν διαφορετικό αποτέλεσμα. Τον Ιούλιο ένα δικαστήριο αποφάσισε ότι τα σχόλιά του έξω από τη φυλακή, ανάμεσα σε άλλα ποινικά πταίσματα, «προσέβαλαν τους δημόσιους λειτουργούς», κι έτσι πρόσθεσε άλλα τρία με επτά χρόνια στην ποινή που αντιμετωπίζει. CJR