Του Haluk İnanıcı*
Μετάφραση από τα τουρκικά: Νερίνα Κιοσέογλου
Ποια είναι τα όρια της ελευθερίας του Τύπου στην τουρκική Δημοκρατία; Ο Χαλούκ Ινανιτζί, κορυφαίος νομικός σε θέματα πνευματικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικηγόρος του νομπελίστα συγγραφέα Ορχάν Παμούκ, αναλύει, σε πρωτότυπο άρθρο του γραμμένο ειδικά για τη Δημοσιογραφία, την ιστορία των ΜΜΕ της Τουρκίαδης και τα περιθώρια μέσα στα οποία καλούνται να λειτουργήσουν οι Τούρκοι δημοσιογράφοι.
Έχοντας ως προίκα την οθωμανική κληρονομιά της, στόχος της τουρκικής Δημοκρατίας από την ίδρυσή της ήταν ο «σύγχρονος πολιτισμός». Συνεπώς υιοθέτησε όχι μόνο έναν δυτικό τρόπο λόγο, αλλά και το λατινικό αλφάβητο και τη δυτική νομοθεσία, έτσι ώστε να αποκόψει τα δεσμά της με το παρελθόν. Παρ’ όλα αυτά, τα ιδρυτικά στελέχη της, από όπου κι αν προέρχονταν, επωφελήθηκαν από τις πρακτικές του κόμματος της «Ένωσης και Προόδου» και από τις δομές του οθωμανικού κράτους.
Για παράδειγμα, ο παλαιός (προσωρινός) νόμος κατά της παραπομπής των δημοσίων υπαλλήλων στη δικαιοσύνη παρέμενε σε ισχύ μέχρι πρόσφατα1 και η νομοθεσία «εκτάκτου ανάγκης» του «Τανζιμάτ» διατηρήθηκε έως τη δεκαετία του 1940. Το πνεύμα αυτού του ανάμεικτου νομικού πλαισίου –ένας συνδυασμός της οθωμανικής κληρονομιάς και των δυτικών επιρροών– χαρακτηρίζεται από αυταρχισμό, κρατισμό και κηδεμόνευση.
Η κληρονομιά του παρελθόντος και η ίδρυση της τουρκικής Δημοκρατίας
Όταν οι αυτόχθονες πληθυσμοί της επικράτειας αναγκάστηκαν να εκπατριστούν εξαιτίας των διωγμών των Αρμενίων και του Εθνικού Αγώνα, η μετατροπή της Ανατολίας σε «χώρα ενός έθνους» προχώρησε πλέον ανεμπόδιστα. Ο Μουσταφά Κεμάλ, εγκαινιάζοντας τη Νομική Σχολή της Άγκυρας το 1925, έδωσε εντολή στους φοιτητές να προστατεύουν το έθνος-κράτος.
Ιδιαίτερα μετά την εξέγερση του σεΐχη Σαΐντ το 1925, η σαρία και ο σεπαρατισμός θεωρήθηκαν οι μεγαλύτερες απειλές για το κράτος. Το 1945-46 οι εδαφικές απαιτήσεις των Ρώσων επιτάχυναν την προσέγγιση της Τουρκίας με τη Δύση. Έτσι, ακολούθησαν οι διώξεις των αριστερών και ο κομμουνισμός αναδείχτηκε στον τρίτο μεγαλύτερο εχθρό του κράτους.
Μέχρι το 1950 δεν μπορούμε να μιλάμε για ελευθερία της έκφρασης στην Τουρκία. Οποιαδήποτε εκδοτική δραστηριότητα μπορούσε να τερματιστεί με πολιτική απόφαση. Ο Τύπος φιλοξενούσε μόνο φιλοκυβερνητικές απόψεις.
Οι μειονότητες των Ρωμιών, των Αρμενίων και των Εβραίων, παρακαταθήκη των αρχέγονων πολιτισμών στη σύγχρονη τουρκική Δημοκρατία, ακόμα κι αν δεν κατονομάστηκαν ως εχθρικές την εποχή της ίδρυσής της, τελούσαν μονίμως υπό έλεγχο. Οι αποφάσεις που ελήφθησαν σχετικά με τα μειονοτικά ακίνητα αποτέλεσαν ντροπή για τη δικαιοσύνη∙ ως πολιτική δικαιολογία προβλήθηκαν οι διατάξεις που αφορούσαν την τουρκική μειονότητα στη Δυτική Θράκη.
Απαράδεκτα γεγονότα, όπως αυτά της Θράκης, το βαρλίκι (κεφαλικός φόρος), τα Σεπτεμβριανά και τα γεγονότα του 1964, κηλίδωσαν τις επιτυχίες της νεότευκτης Δημοκρατίας. Δυστυχώς οι πολίτες της χώρας μας έχουν μόλις ξεκινήσει να συζητούν και να κατανοούν τα τραύματα των συμπολιτών τους που θεωρούνται μειονοτικοί.
Μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας δεν έχει συνειδητοποιήσει την αξία των μειονοτήτων και του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τη χώρα μας. Το αυταρχικό καθεστώς έως την εποχή του Δημοκρατικού Κόμματος (DP) τη δεκαετία του 1950 κατάφερε να ολοκληρώσει τη μετάβαση στον πολυκομματισμό. Όταν, όμως, το DP παρά το φιλελεύθερο πνεύμα του υιοθέτησε μια πολιτική καταστολής, φάνηκε ότι η μετάβαση στη δημοκρατία δεν θα ήταν εύκολη.
Εποχή πραξικοπημάτων
Από το 1950, που ήρθε στην εξουσία το DP, έως το 2001, χρονιά της μεγάλης επιτυχίας του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) με ηγέτη τον Ταγίπ Έρντογαν, η Τουρκία βίωσε μια πολυτάραχη περίοδο. Οι υποσχέσεις φιλελευθερισμού κατέληξαν, λόγω των μεγάλων λαθών που διαπράχθηκαν, στο πραξικόπημα του 1960, και ακολούθησαν τα πραξικοπήματα του 1971, του 1980 και του 1998.
Ύστερα από κάθε παρέμβαση του στρατού, η ρητορική «του εχθρού του κοσμικού κράτους» κατά των κομμουνιστών, των αποσχιστών και των αντιφρονούντων γιγαντωνόταν και καταδυνάστευε όλη την κοινωνία. Χιλιάδες άνθρωποι βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν εξαιτίας των πεποιθήσεών τους.
Η ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας διαμορφώθηκε στη βάση της διαπάλης των ιδρυτών και των πολιτικών και στρατιωτικών επιγόνων τους με το DP και τα διάδοχα πολιτικά κόμματα, δηλαδή της κρατικιστικής, εκκοσμικευμένης, αυταρχικής μερίδας με τη φιλελεύθερη, δημοκρατική μερίδα. Είναι ενδιαφέρον ότι η μερίδα που εκπροσωπούσε τον εκδημοκρατισμό αυτοχαρακτηριζόταν «συντηρητική».
Και μόλις κατακτούσε την εξουσία, υιοθετούσε την αυταρχική-κρατικιστική ρητορική του αντιπάλου της. Από την άλλη μεριά, στην Τουρκία δεν υπήρξε ποτέ ουσιαστική αριστερή-σοσιαλιστική αντιπολίτευση. Οι συντηρητικοί δεν δίστασαν να υιοθετήσουν την κυβερνητική ρητορεία κατά του εχθρού – με μια διαφορά: στη λίστα των εχθρών, οι κομμουνιστές βρίσκονταν στην κορυφή…
To Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) βρέθηκε στο στόχαστρο το 1984 ύστερα από μια ένοπλη επίθεση σε στρατώνα, η οποία έσκασε σαν βόμβα στην επικαιρότητα με τη μορφή του «αυτονομιστικού» κινδύνου. Το κράτος επιδόθηκε σε μια αστυνομικο-στρατιωτική αντιμετώπιση της δράσης του PKK, ενώ ο εν λόγω κίνδυνος ήταν κατεξοχήν συνέπεια της «πολιτικής επίλυσης» του Κουρδικού Ζητήματος από τους ιδρυτές της Δημοκρατίας με «αστυνομικά μέτρα». Έτσι, η 40ετής αιματηρή σύρραξη κυριάρχησε στην επικαιρότητα της χώρας.
Η ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου προ του AKP
Εξετάζοντας τις πολιτικές δίκες καθώς και όλα τα σχετικά άρθρα της νομοθεσίας περί Τύπου στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης στην Τουρκία, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το πολιτικοκοινωνικό υπόβαθρο. Διαφορετικά, δυσχεραίνεται η κατανόηση των νόμων, των αποφάσεων της δικαιοσύνης, των ποικίλων γεγονότων, αλλά και της χώρας στο σύνολό της.
Έως την εποχή του AKP, τα ιδρυτικά στελέχη, ακόμα και όσα βρίσκονταν εκτός κυβέρνησης, διατηρούσαν πάντα ένα τμήμα της εξουσίας μέσω των θεσμών, όπως η δικαιοσύνη και ο στρατός, πότε έμμεσα και πότε άμεσα, με τις κυβερνήσεις έκτακτης ανάγκης (π.χ., στρατιωτικός νόμος, κ.λπ.). Οι δικαστές παρέμειναν πιστοί στην αρχή των «τριών μεγάλων εχθρών», δηλαδή των αντιφρονούντων, των κομμουνιστών και των σεπαρατιστών.
Ο κομμουνισμός και ο σεπαρατισμός προβλήθηκαν κυρίως ως αιτιολογία για τα μέτρα περιορισμού της ελευθερίας του Τύπου την εποχή του DP (1950-1960) και του AΚP (1967-1980). Το άρθρο 163 του Ποινικού Κώδικα ποινικοποιούσε την εναντίωση στο κοσμικό κράτος. Τα άρθρα 141 και 142 εμπόδιζαν την έκφραση και οργάνωση των σοσιαλιστών, ενώ το 142/3 έθετε στο στόχαστρο τους Κούρδους διανοητές ως σεπαρατιστές. Τα άρθρα 211-312 ποινικοποιούσαν οποιαδήποτε μορφή έκφρασης με την αιτιολογία της παρακίνησης και παρότρυνσης σε αδικήματα.
Επιπλέον, χρησιμοποιούνταν ευρύτατα το άρθρο 426 με το πρόσχημα της προσβολής της δημοσίας αιδούς. Νομικοί της χώρας υποστηρίζουν εδώ και χρόνια ότι αυτά τα άρθρα μπορούν να αξιολογηθούν μόνο στο πλαίσιο ενός «επικείμενου κινδύνου», όπως ορίζει και το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, ειδάλλως δεν ευσταθεί η ποινικοποίηση της έκφρασης απόψεων. Υποστηρίζουν ότι δεν μπορούν να τιμωρούνται οι απόψεις, εκτός αν παρακινούν απευθείας στη βιαιοπραγία.
Εκτός από τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου, η ελεύθερη έκφραση ποινικοποιούνταν καθώς αναζητούνταν μεμονωμένες λέξεις ακόμα και σε «μυθιστορήματα, κλασικά αριστερά έργα, γελοιογραφίες, απαγορευμένα θεατρικά και ποιήματα». Θύματα ήταν διανοούμενοι και σοσιαλιστές, όπως ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Σαμπαχατίν Αλί, ο Αζίζ Νεσίν, ο Μεχμέτ Αλί Αϊμπάρ, η Μπεχιτζέ Μποράν και ο Γιασάρ Κεμάλ. Πέρα από τις δικαστικές αποφάσεις, χιλιάδες βιβλία και δημοσιεύσεις απαγορεύτηκαν με αποφάσεις του υπουργικού συμβουλίου.
Ακόμα και την εποχή της πρώτης προσπάθειας εκδημοκρατισμού επί DP, το 1950-1960, έγιναν 2.300 δίκες κατά του Τύπου και συνελήφθησαν 867 δημοσιογράφοι. Ο ογδοντάχρονος δημοσιογράφος Χουσεΐν Τζαχίτ Γιαλτσίν κατηγορήθηκε ότι προσέβαλε τον πρωθυπουργό.
Η εποχή του AKP
Ο πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν, που το 2001 ήρθε στην εξουσία με τη ρητορική των «ελευθεριών», θεωρεί τον εαυτό του και το κόμμα του κληρονόμο του Μεντερές, ηγέτη του DP, και του Τουργκούτ Οζάλ. Όμως, ακόμα κι αν ο ίδιος δυσκολεύεται να το παραδεχτεί, η αλυσίδα συμπεριλαμβάνει και τον Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ.
Το AKP κατέκτησε την εξουσία ως εκφραστής των «ελευθεροφρόνων», ενάντια στους ιδρυτές της τουρκικής Δημοκρατίας και στο αυταρχικό καθεστώς κηδεμόνευσης∙ έτσι κέρδισε πολλές ψήφους και την υποστήριξη της μεγάλης μάζας των ψηφοφόρων που είχαν απογοητευτεί από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Λαού (CHP) και τα άλλα κόμματα. Έγινε κυβέρνηση επί αρκετά χρόνια – αλλά όχι και εξουσία: θεσμοί, όπως ο στρατός και η δικαιοσύνη, τού έκοβαν το δρόμο, και πολέμησαν με πρωτόγνωρο τρόπο το κυβερνών κόμμα, καταθέτοντας αίτηση για απαγόρευση της λειτουργίας του στο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Πολύ αργότερα μάθαμε ότι την ίδια εποχή είχαν αποτύχει ποικίλες πραξικοπηματικές απόπειρες. Το AKP δεν παραιτήθηκε από τον αγώνα εναντίον τους και το 2007 ξεκίνησε τις νομικές διώξεις των οργανώσεων που είχαν διεισδύσει στον κρατικό μηχανισμό. Έτσι άρχισε να δίνει εξετάσεις και το ίδιο το κόμμα. Θα πολεμούσε τους εχθρούς της δημοκρατίας στο πλαίσιο του νόμου ή με σκηνοθετημένες δίκες; Δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι αυτή η νομική διαδικασία διεξήχθη ορθά, με δίκαιες κι αμερόληπτες δίκες και αποφάσεις.
Η νομική διαδικασία εγκαινιάστηκε από το AKP ως σύμβολο του αγώνα του εναντίον αυτών που οικειοποιήθηκαν τη Δημοκρατία και ποδηγετούσαν τους θεσμούς της κοινωνίας. Όμως οι διώξεις των πραξικοπηματιών διεξήχθησαν με τρόπο απαράδεκτο για τη νομική κουλτούρα των τελευταίων σαράντα ετών, ενώ παραβιάστηκε κατάφωρα το δικαίωμα της δίκαιης δίκης. Ίσως επιτεύχθηκαν οι πολιτικοί στόχοι, αλλά η νομική παράδοση και διαδικασία έχει πληγεί τόσο, που θα χρειαστούν χρόνια για την επανόρθωσή της.
Η ελευθερία της έκφρασης κατά την τελευταία δεκαετία
Η ρητορική των «ελευθεριών» του AKP, προεκλογικά σε πρώτο πλάνο, διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια του αγώνα κατά της στρατιωτικοπολιτικής γραφειοκρατίας. Το κόμμα, παρότι υπό πολιορκία, βγήκε νικηφόρο χάρη στην πολιτική «ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω», αλλά ταυτόχρονα άρχισε να εγκαταλείπει σιγά σιγά τη ρητορική των «ελευθεριών» και να προβάλλει τον ισχυρισμό ότι κέρδισε την αγάπη του κόσμου χάρη στο «συντηρητικό» χαρακτήρα του.
Βιώνουμε ακόμα τη δεύτερη περίοδο αυτής της νέας ρητορικής. Ας μη λησμονούμε ότι ο διάσημος συγγραφέας Ορχάν Παμούκ, ο δημοσιογράφος Χραντ Ντινκ και η συγγραφέας Ελίφ Σαφάκ διώχθηκαν για τις απόψεις τους αυτήν ακριβώς την περίοδο. Ο Χραντ Ντινκ, μάλιστα, έπεσε θύμα άγριας δολοφονίας. Το AKP συγχώνευσε τον «αυταρχικό κρατισμό» στα δικά του ιδεολογικά επιχειρήματα, για να δημιουργήσει ένα ασφυκτικό δίχτυ γύρω από τα Μέσα Επικοινωνίας και Ενημέρωσης. Η εξέτασή του αποκαλύπτει τους κινδύνους για την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου στη σύγχρονη Τουρκία.
Ένα από τα εργαλεία της κατασταλτικής πολιτικής του AKP είναι η εφορία. Για παράδειγμα, έχει επιδικαστεί ένα υπέρογκο φορολογικό πρόστιμο στον όμιλο Ντογάνiv επειδή θεωρήθηκε ότι αντιπολιτευόταν το κόμμα. Επομένως κάθε ιδιοκτήτης Μέσων Ενημέρωσης ζει με το φόβο ότι αν εκφράσει τη διαφωνία του, θα έχει να κάνει με τους ελεγκτές της εφορίας. Ο αξιότιμος πρωθυπουργός δεν αποφεύγει ούτε εκφράσεις του τύπου «πώς γίνεται να γράφει έτσι αυτός ο δημοσιογράφος;» μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες.
Παρόμοια προβλήματα βιώνουν και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι, ιδιαίτερα στα συμπολιτευόμενα Μέσα και στις εφημερίδες που διοικούνται από το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων, καθώς χάνουν τη δουλειά τους αφού τα Μέσα αυτά εξαγοράζονται από επιχειρηματίες των κυβερνητικών κύκλων. Πολλοί σημαντικοί δημοσιογράφοι, όπως η Νουράι Μερτ και ο Χασάν Τζεμάλ, έχουν απολυθεί και πολλές φωνές έχουν φιμωθεί. Οι διαφωνούντες δεν έχουν καμιά ελπίδα να βρουν δουλειά.
Επί AKP τα μεγαλύτερα νομικά εμπόδια στην ελευθερία του Τύπου πρόεκυψαν από τον νέο Ποινικό Κώδικα και τον Αντιτρομοκρατικό Νόμο του 2005. Είναι σύνηθες φαινόμενο να προσάγονται και να συλλαμβάνονται δημοσιογράφοι εξαιτίας της στάσης τους απέναντι στην κυβέρνηση. Έχουν ήδη δικαστεί περί τους 200 και έχουν συλληφθεί ακόμα 128 δημοσιογράφοι. Στη φυλακή παραμένουν περίπου 70 δημοσιογράφοι, ορισμένοι από αυτούς με καταδίκες. Το 2012 μόνο απαγορεύτηκε η κυκλοφορία 7 εφημερίδων και 8 περιοδικών, συνολικά 13 φορές. Επιπλέον, επιβλήθηκε διακοπή κυκλοφορίας για ένα μήνα σε δυο εφημερίδες.
Πέραν των προαναφερθέντων νόμων, υπάρχουν πολλές διατάξεις που απειλούν την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου, ακόμα κι αυτές που αφορούν την προστασία των ανηλίκων, καθώς χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν για να τιμωρηθούν ποικίλα δημοσιεύματα. Όλα τα τηλεοπτικά προγράμματα ελέγχονται από το Ανώτατο Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, που δεν αποτελεί ανεξάρτητη αρχή και χρησιμοποιεί ευρύτατα τη δικαιοδοσία του για να τιμωρεί τα τηλεοπτικά κανάλια. Για παράδειγμα, το 2012 πραγματοποίησε 603 συστάσεις σε διάφορα Μέσα.
Το 2007 έγινε απόπειρα να ελεγχθεί και το διαδίκτυο, ένα ταχύτατα αναπτυσσόμενο νέο πεδίο ελευθεριών. Με καινούριο νόμο στο πλαίσιο διαδικαστικής απόφασης υπουργείου, παραχωρήθηκε σε ένα ειδικό συμβούλιο το δικαίωμα απαγόρευσης της πρόσβασης σε ιστοχώρους. Ήδη υπό ασφυκτικό έλεγχο εξαιτίας του Ποινικού Κώδικα, το διαδίκτυο παραμένει κυριολεκτικά πιασμένο στη μέγγενη, αφού με πρόσχημα την προστασία των ανηλίκων, το συγκεκριμένο εποπτικό συμβούλιο ελέγχει και απαγορεύει την πρόσβαση σε ιστοχώρους.
Η ντροπή των Μέσων Ενημέρωσης: Τα γεγονότα στο Γκεζί
Τον Ιούνιο του 2013 εκδηλώθηκε η μαζική αντίδραση στην πρωθυπουργική πρωτοβουλία για την ανέγερση εμπορικού κέντρου στο πάρκο Γκεζί, ένα από τα ωραιότερα πάρκα της Κωνσταντινούπολης. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε υπέρμετρη βία για να καταστείλει τις διαμαρτυρίες. Τα Μέσα Ενημέρωσης απέτυχαν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, δημοσιοποιώντας την είδηση με ακρίβεια και πληρότητα. Ιδιαίτερα στην αρχή, με το φόβο της εξουσίας, πέρα από το κανάλι Halk TV κανένα Μέσο Ενημέρωσης δεν έπραξε ως όφειλε.
Το CNN Türk, από τα μεγαλύτερα κανάλια της χώρας, πρόβαλλε ντοκιμαντέρ για τους πιγκουίνους. Η «αυτολογοκρισία», ο μεγαλύτερος κίνδυνος για μια δημοκρατική χώρα, κυρίευσε το σύνολο του Τύπου. Επιπλέον, ασκήθηκαν πιέσεις σε εφημερίδες και κανάλια: μετά το Γκεζί, περισσότεροι από 70 δημοσιογράφοι παραιτήθηκαν, απολύθηκαν ή τέθηκαν σε καθεστώς υποχρεωτικής άδειας. Το περιοδικό ιστορίας NTV Tarih έβγαλε «τεύχος Γκεζί», και ο ιδιοκτήτης του το έκλεισε. Τα κανάλια Halk TV και Ulusal Kanal που μετέδιδαν ζωντανά τα γεγονότα, τιμωρήθηκαν με χρηματικά πρόστιμα με διάφορες δικαιολογίες. Επίσης, διατάχθηκε έρευνα σε εφημερίδες που έγραψαν για την υπερβολική βία της αστυνομίας.
Η ιδιοκτησία των Μέσων
Τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των Μέσων Ενημέρωσης στη βιομηχανία και το εμπόριο εμποδίζουν τη λειτουργία του «ανεξάρτητου Τύπου» απέναντι στην εξουσία. Σήμερα στη χώρα μας, τον έλεγχο σε πολλά Μέσα Ενημέρωσης έχουν πάρει πρόσωπα που λειτουργούν με γνώμονα την υπεράσπιση της κυβέρνησης, ό,τι κι αν συμβεί. Η δομή της ιδιοκτησίας των «αφεντικών» του Τύπου, που συμπλέουν με την κυβέρνηση ή φοβούνται να της εναντιωθούν, είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ανεξάρτητη και αντικειμενική δημοσιογραφία.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος: Η ρητορική του πρωθυπουργού
Το ύφος του πρωθυπουργικού λόγου δεν νοείται σε σύγχρονο κράτος. Ο αξιότιμος πρωθυπουργός απευθύνει βαριές κουβέντες στη δικαιοσύνη, στους επιχειρηματίες και στα Μέσα Ενημέρωσης, απευθύνοντάς τους εντολές σε επιτιμητικό τόνο. Ο «προστάτης-πατέρας», που ανακατεύεται μέχρι και στα ντεκολτέ των ηθοποιών της τηλεόρασης, προκαλεί ένα ντόμινο αντιδράσεων, καθώς οι γραφειοκράτες αποκτούν νέους ρόλους και ο αυταρχισμός εξαπλώνεται ακόμα και στις κατώτατες μονάδες της διοίκησης.
Μπορούμε να πούμε ότι αυτή η αυταρχική-επιτιμητική ρητορεία και τα αποτελέσματά της συνιστούν τη μεγαλύτερη απειλή για την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου στην Τουρκία.