Της Μυρσίνης Δογάνη*
Η ρητορική κατασκευή του φόβου: «Η ακραία μορφή δύναμης είναι το Όλοι εναντίον Ενός, η ακραία μορφή βίας είναι το Ένας εναντίον Όλων. Και αυτό το τελευταίο δεν είναι ποτέ δυνατό χωρίς εργαλεία» (Arendt:2000, 102).
Τόσο η δύναμη όσο και η βία στηρίζονται οντολογικά αλλά και πρακτικά στο πυρηνικό οπλοστάσιο της χειραγώγησης: στο φόβο. Ο φόβος έχει οριστεί με διάφορους τρόπους. Ως φιλοσοφική έννοια με ρίζες στον πυρήνα της ανθρώπινης οντολογίας. «Το όνομα που δίνει στην άγνοια για τη φύση του κινδύνου και στην αβεβαιότητα για το αν μπορεί να ανταπεξέλθει σε αυτή την άγνωστη απειλή» (Bauman:2006). Ως πολιτική έννοια, με ρίζες στις απαρχές της γέννησης του έθνους-κράτους.
Ο Χομπς λέει πως αν δεν υπήρχε το κράτος να εξασφαλίζει την τάξη και την ασφάλεια, η ανθρώπινη ζωή θα ήταν «μοναχική, φτωχή, μίζερη, κτηνώδης και σύντομη» (Jackson-Sørensen, 2006:119). Τούτος ο αμοιβαίος φόβος και η ανασφάλεια που προκαλεί η φυσική κατάσταση είναι και το έναυσμα για να ξεφύγουν οι άνθρωποι από αυτήν, από τον πόλεμο δηλαδή εναντίον όλων.
Τέλος, ο φόβος μπορεί να οριστεί και ως ρητορικό φαινόμενο και ως εργαλείο πειθούς και χειραγώγησης. H Επίκληση Φόβου (Fear appeal) ως τακτική πειθούς, είναι μια προσπάθεια επιρροής της στάσης και της συμπεριφοράς μέσω της προβολής όλων εκείνων των καταστροφικών συνεπειών που θα επιφέρει η μη συμμόρφωση με τις προτεινόμενες στάσεις (Neuman & Levy, 2003:1).
Άρα μπορούμε να κάνουμε την εξής διάκριση: φόβος ορμέμφυτος, φόβος συλλογικός, φόβος κατασκευασμένος. Σήμερα, η πιο ευρεία έκφανση του κατασκευασμένου φόβου είναι η ρητορική κατασκευή του και η διάχυση του από τα ΜΜΕ. Το εντυπωσιακό χαρακτηριστικό αυτού του κατασκευασμένου φόβου είναι πως χρησιμοποιεί προς όφελός του τόσο τους ορμέμφυτους όσο και τους συλλογικούς φόβους και τους αναπλάθει για να επιτύχει τον βασικό του στόχο: τον περιορισμό της ελευθερίας της σκέψης. Διότι ο πυρήνας μιας στρατηγικά κατασκευασμένης επίκλησης φόβου είναι να τοποθετήσει το φόβο στο κέντρο της σκέψης μας, να τον γιγαντώσει και τέλος να μας προσφέρει τις λυτρωτικές προτεινόμενες λύσεις για την αποφυγή του.
Πίσω όμως από αυτές τις προτεινόμενες λύσεις δεν κρύβεται τίποτε άλλο πέραν των στρατηγικών στόχων εκείνων που κατασκεύασαν το φόβο. Στο φλύαρο κόσμο της υπερ-πληροφόρησης δεν φοβόμαστε απαραίτητα όλα εκείνα που αποτελούν πραγματική απειλή, αλλά φοβόμαστε περισσότερο όλα εκείνα που προβάλλονται ως τέτοια. Η βία από μόνη της δεν έχει τη δύναμη να περιορίσει την ελευθερία της σκέψης, ούτε καν την υπερεκτιμημένη ελευθερία του λόγου. Σε συνδυασμό όμως με τη διάχυση στρατηγικά κατασκευασμένων φόβων, η δύναμη αυτή γίνεται ισχυρή.
Μορφικά χαρακτηριστικά του κατασκευασμένου φόβου
Πώς εντοπίζεται ο φόβος; Πώς μπορούμε να τον αναγνωρίσουμε; Πώς τον αντιλαμβανόμαστε; Με λίγα λόγια: μπορούμε να μετρήσουμε το φόβο; Οι επιστήμες της Κοινωνικής Ψυχολογίας και της Επικοινωνίας μας προσφέρουν τα κατάλληλα εργαλεία για μπορούμε να διερευνήσουμε εμπεριστατωμένα τα φοβικά μηνύματα.
Η Κοινωνική Ψυχολογία έρχεται να δώσει στοιχεία γύρω από την αποτελεσματικότητα του φοβικού μηνύματος. Σύμφωνα με το Μοντέλο Κινητοποίησης (Drive Model) του Janis (1967), τα φοβικά μηνύματα οδηγούν σε μια δυσάρεστη κατάσταση η οποία κινητοποιεί τους ανθρώπους σε δράση. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, εκείνη η στάση που μπορεί να βγάλει τον άνθρωπο από τη δυσάρεστη κατάσταση του φόβου, θα υιοθετηθεί ως η σταθερή αντίδραση απέναντι στο φόβο και τελικά θα παγιωθεί ως τέτοια γνωσιακή λειτουργία (cognition). Κάθε μήνυμα επίκλησης φόβου, τείνει να ενσωματώνει προτάσεις για την αποφυγή του κινδύνου.
Οι Andersen & Guerrero (1998) σημειώνουν πως αν αυτές οι καθησυχαστικές προτάσεις δεν καταφέρουν να μειώσουν τα επίπεδα του φόβου, τότε ο δέκτης θα κινητοποιήσει εναλλακτικές στρατηγικές, όπως εκείνες της αμυντικής αποφυγής στην έκθεση (δεν το βλέπω, άρα δεν υπάρχει) και της ανάπτυξης ενός αισθήματος αποστροφής προς την χειραγώγηση (είναι απλά προπαγάνδα!) Αν λοιπόν οι δύο παραπάνω μηχανισμοί/στρατηγικές μείωσης του φόβου ενεργοποιηθούν νωρίτερα από την υιοθέτηση των καθησυχαστικών προτάσεων που προβάλει το μήνυμα, τότε θα είναι εκείνες που θα πάρουν τη θέση του αυτόματου μηχανισμού αντίδρασης στον κίνδυνο.
Ένα αποτελεσματικό μήνυμα πρέπει να περιέχει ελεγχόμενη ποσότητα φόβου. Όμως, αυτή η κατάλληλη ποσότητα εκφοβισμού είναι απαραίτητη ώστε να γίνει η μετάβαση σε εκείνη τη δυσάρεστη κατάσταση η οποία αποτελεί το εφαλτήριο για την κινητοποίηση σε δράση. Δηλαδή, την επιθυμητή αλλαγή στάσεων και συμπεριφορών.
Η αλλαγή των στάσεων και των συμπεριφορών ξεκινάει μόνο αφού ο φόβος έχει αρχίσει να μειώνεται.
Αν ο φόβος δεν μπορέσει να μειωθεί από τις ενσωματωμένες στο μήνυμα καθησυχαστικές προτάσεις, τότε θα υιοθετηθούν εκείνες οι αντιδράσεις, που για τον πομπό του μηνύματος θεωρούνται κακής προσαρμογής (αμυντική αποφυγή και αίσθηση χειραγώγησης). Συνεπώς, το μοντέλο καταλήγει σε μια καμπυλόγραμμη σχέση μεταξύ φόβου και αλλαγής συμπεριφορών/στάσεων: Ο κατευθυνόμενος και στοχευόμενος φόβος στηρίζεται είτε στην ανάδειξη (ή ανάδυση) μιας χειροπιαστής, άμεσης και έντονης απειλής, είτε στην ανάδειξη (ή ανάδυση) ενός επικείμενου ρίσκου το οποίο διατρέχουμε. Η συνειδητοποίηση μιας απειλής ή ενός ρίσκου θέτουν άμεσα το ερώτημα: τι πρέπει να κάνω για να πάψω το φόβο και τον κίνδυνο.
Έτσι, για να διαπιστώσουμε πως γινόμαστε δέκτες φοβικού μηνύματος, μπορούμε να αναζητήσουμε την ύπαρξη των προτεινόμενων λύσεων που το συνοδεύουν – «για να αποφευχθεί η χρεοκοπία, πρέπει να κάνουμε τα Α, Β, Γ». Αυτές οι προτεινόμενες λύσεις, ή αλλιώς καθησυχαστικές προτάσεις, μπορεί να παρέχονται και με τη μορφή κάποιας τετελεσμένης πράξης που μας έχει ήδη προφυλάξει από τον κίνδυνο: «Προχωρήσαμε στα Α, Β, Γ για να αποφευχθεί η χρεοκοπία».
Όσο για την ένταση του φόβου, αυτή μπορεί να επικοινωνηθεί με διάφορους τρόπους. Ένας ιδιαίτερα συνήθης είναι μέσω των ιστορικών αντιπαραβολών και των εξομοιώσεων μιας φοβικής κατάστασης του χθες με κάποια του σήμερα. Οι φόβοι που είναι ιστορικά θεμελιωμένοι ανακαλούνται ευκολότερα και κινητοποιούν αντιπαραβολές με φόβους κατοχυρωμένους στο συλλογικό ασυνείδητο (π.χ., πόλεμος, ναζισμός, κατοχή).
Η ρητορική χρήση των ιστορικά θεμελιωμένων φόβων επιτυγχάνει, εκτός από την ένταση, να κινητοποιεί ένα ακόμα μορφικό χαρακτηριστικό του φόβου: την πιθανότητα πραγμάτωσης της απειλής. Διότι, μπορεί το άγνωστο εν γένει να φοβίζει, μα όχι το απολύτως άγνωστο. Αυτό συμβαίνει γιατί μια απειλή που προέρχεται από έναν απολύτως άγνωστο και μακρινό εχθρό δεν μπορεί να εσωτερικευθεί και να προκαλέσει φόβο.
Ο πραγματικός φόβος πηγάζει από την απειλή ενός αναγνωρίσιμου εχθρού που φέρει άγνωστες δυνατότητες κλιμάκωσης του κινδύνου. Η διαδικασία της εσωτερίκευσης του φόβου είναι μια περίπλοκη ακολουθία ψυχολογικών στάσεων η οποία εξαρτάται άμεσα από το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Τα φοβικά μηνύματα που διαχέονται στα ΜΜΕ (ή κατασκευάζονται από το ίδια τα Μέσα) συνήθως επικαλούνται ευρείες και πανανθρώπινες έννοιες (ελευθερία, δημοκρατία, δικαιοσύνη), οι οποίες βρίσκονται σε κίνδυνο ή απειλούνται.
Για παράδειγμα, ο «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» (War against Terrorism) είναι το πιο γνωστό παράδειγμα φοβικής ρητορικής. Η περίπτωση της τρομοκρατικής απειλής αποτελεί ένα ιδιαίτερα εύχρηστο παράδειγμα, λόγω της αμφισημίας των ερμηνειών που επιδέχεται η φύση της τρομοκρατικής απειλής. Στους τρομοκράτες έχουν αποδοθεί κατά καιρούς πολλά και πολύ διαφορετικά πρόσημα τα οποία κυμαίνονται σε ένα φάσμα περιγραφών μεταξύ «αγωνιστών της ελευθερίας» και «δολοφόνων» (Weinmann 1992).
Στη μια περίπτωση οι «αγωνιστές της ελευθερίας» απειλούν το κατεστημένο σύστημα της ανελευθερίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση οι «δολοφόνοι» απειλούν το δικαίωμα των πολιτών στην ασφάλεια και στην τάξη. Η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο περιγραφών καταδεικνύει τα διαφορετικά κανονιστικά πλαίσια από τα οποία πηγάζουν, αλλά και στις δύο περιπτώσεις η παρουσία της έννοιας της απειλής είναι καθοριστική και ξεκάθαρη. Η απειλή λοιπόν προηγείται της ανάδυσης του φόβου και αποτελεί παραγωγικό του αίτιο.
Αγαπημένοι φόβοι στην Ελλάδα
«Ο Χίτλερ επέβαλε στους ανθρώπους μια νέα κατηγορική προσταγή: να ρυθμίζουν τη σκέψη και τις πράξεις τους, ώστε να μην επαναληφθεί το Άουσβιτς, να μην συμβεί τίποτα παρόμοιο» (Adorno 2005).
Η παραπάνω παρατήρηση του Αdorno περικλείει εύστοχα τις διαστάσεις του ιστορικά κατοχυρωμένου φόβου του ναζισμού. Φόβος ο οποίος έχει την τιμητική του στην πρόσφατη ελληνική πραγματικότητα. Οι πρόσφατες εξελίξεις με το ζήτημα της Χρυσής Αυγής είναι μια πραγματικότητα, και πιθανόν μια ευχάριστη πραγματικότητα. Όμως, η στρατηγική διαχείριση και η ρητορική χρήση του εκφοβισμού που πηγάζουν από αυτή την πραγματικότητα είναι μια κατασκευή. Η κατασκευή αυτή δεν έχει ακόμη τελειώσει, ούτε από την πλευρά των «αγωνιστών της ελευθερίας» μα ούτε και από την πλευρά των «δολοφόνων». Η εργαλειοποίηση της ιστορίας συνεχίζεται.
* Η Μυρσίνη Δογάνη είναι υποψήφια διδάκτορας του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά.
Σημείωση της Δημοσιογραφίας
Το παραπάνω άρθρο βασίζεται σε ενδελεχή θεωρητική και ερευνητική μελέτη πάνω στη Ρητορική Κατασκευή του Φόβου, όσον αφορά εικόνες κρατών στον αγγλικό Τύπο (μέρος της διπλωματικής εργασίας της Μυρσίνης Δογάνη στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.)