του Γιάννη Γορανίτη
Μέχρι πριν από δύο χρόνια τα επιστημονικά ρεπορτάζ παρέμεναν καταδικασμένα στις τελευταίες σελίδες των εφημερίδων, χαμένα στη ροή των ειδησεογραφικών ιστοσελίδων, και πρακτικά «αγνοούμενα» από τα ραδιοτηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Από τότε όμως που ο νέος κορονοϊός ανιχνεύθηκε στη Γουχάν, η επιστημονική δημοσιογραφία ήρθε με ένταση και έκταση στο προσκήνιο.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι ρεπόρτερ επιστήμης και υγείας επωμίστηκαν δυσανάλογα, και ασφαλώς πρωτόγνωρα για εκείνους, βάρη στην καθημερινή κάλυψη της επικαιρότητας. Αρκετοί δημοσιογράφοι με διαφορετική εξειδίκευση βρέθηκαν επίσης στην πρώτη γραμμή αυτού που πλέον αποκαλείται «ρεπορτάζ COVID». Και παρότι όλοι νομίζαμε (και ελπίζαμε) ότι αφήνοντας πίσω μας τη φάση του υγειονομικού συναγερμού, θα επανέλθουμε σταδιακά στη δημοσιογραφική κανονικότητα, διαπιστώνουμε ότι η επάνοδος αργεί.
Η κατάσταση αυτή, βέβαια, γοητεύει και συναρπάζει πολλούς συναδέλφους. Από το περιθώριο του ενδιαφέροντος βρέθηκαν στο επίκεντρο. Από τα μονόστηλα των τελευταίων σελίδων, μεταφέρθηκαν στα πρωτοσέλιδα. Την ίδια στιγμή, όμως, τους φθείρει, τόσο επαγγελματικά όσο και ψυχικά. Πρόσφατη έρευνα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων (IFJ) https://www.ifj.org/fileadmin/user_upload/Statistics.pdf φωτίζει δύο, εν πολλοίς άγνωστες στο ευρύ κοινό, πτυχές της πανδημίας:
Αφενός τις οικονομικές απώλειες, καθώς το σύνολο σχεδόν των αυτοαπασχολούμενων/ ανεξάρτητων δημοσιογράφων ανέφεραν απώλεια εσόδων και νέων ευκαιριών απασχόλησης. Και αφετέρου τις ψυχολογικές επιπτώσεις, αφού πάνω από τους μισούς συμμετέχοντες ανέφεραν ότι υποφέρουν από στρες και ακραίο άγχος. Ενώ το ποσοστό είναι ακόμη υψηλότερο στις γυναίκες ρεπόρτερ, καθώς δύο στις τρεις έχουν βιώσει αυξημένο άγχος τους τελευταίους μήνες. Εύρημα διόλου παράλογο, μιας και η δυσανάλογη αύξηση του φόρτου εργασίας, σε συνδυασμό με τον εύλογο φόβο λόγω του αυξημένου κινδύνου νόσησης, αλλά και την εργασιακή επισφάλεια δημιουργεί ένα αν μη τι άλλο ασταθές υπόβαθρο για κάθε εργαζόμενο.
Από την ίδια έρευνα προκύπτει και το εξής ενδιαφέρον: Περισσότεροι από το ένα τρίτο των συναδέλφων παγκοσμίως έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στην κάλυψη θεμάτων που σχετίζονται με την Covid-19. Ενδεχομένως να μην απαιτείτο καν έρευνα. Το βιώνουμε όλοι καθημερινά στις αίθουσες σύνταξης (πραγματικές και εικονικές):
Το επιστημονικό ρεπορτάζ δεν είναι πλέον διακριτό από τα άλλα. Οι οικονομικοί ρεπόρτερ ξεκινούν από τους επιδημιολογικούς δείκτες. Οι πολιτικοί συντάκτες αναφέρονται στην πίεση στο υγειονομικό σύστημα. Στα «διεθνή» παρακολουθούν νυχθημερόν τις καμπύλες των μολύνσεων και των απωλειών. Ακόμη και στο αθλητικό ή πολιτιστικό, τα ρεπορτάζ περιλαμβάνουν τα κρούσματα. Είναι πρόδηλο ότι δεν υπάρχει άλλο προηγούμενο στην ιστορία της δημοσιογραφίας –με την εξαίρεση ενδεχομένως των παγκόσμιων πολέμων– που να παρατηρείται τόσο μαζική και τόσο οικουμενική εστίαση σε ένα ζήτημα.
Θα μπορούσε όμως να λειτουργήσει η πανδημική κρίση ως ευκαιρία για την επιστημονική δημοσιογραφία; Παρά το δυσοίωνο περιβάλλον και την περιρρέουσα παραπληροφόρηση, η απάντηση είναι καταφατική. Οι επόμενοι μήνες, τα επόμενα χρόνια θα δημιουργήσουν μια σειρά ευκαιριών για τους επιστημονικούς ρεπόρτερ, αλλά και μια ευρεία γκάμα προκλήσεων.
Μπορεί το όψιμο ενδιαφέρον του κοινού για την πανδημία να καμφθεί, αλλά η δίψα για έγκυρη και τεκμηριωμένη επιστημονικά πληροφόρηση αναμφίβολα θα διατηρηθεί και μετά το πέρας της οξείας πανδημικής φάσης. Όπως όλα δείχνουν, η ανθρωπότητα θα συνυπάρχει με τον ιό, με παροδικές εξάρσεις και υφέσεις. Ενώ αναμφίβολα θα κληθεί να αντιμετωπίσει νέες υγειονομικές απειλές, ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά και τον κίνδυνο της κλιματικής κρίσης.
Αν μη τι άλλο, αυτό που απαιτείται είναι η εκλαϊκευμένη και κατανοητή πληροφόρηση. Η σφαιρική και ολοκληρωμένη κάλυψη. Η ανάδειξη του επιστημονικού λόγου και η αποδόμηση των αντιεμπιστημονικών επιχειρημάτων. Και βέβαια, η εξεύρεση των κατάλληλων πηγών. Τα βασικά συστατικά της κάθε δημοσιογραφικής συνταγής, όμως, δεν αρκούν στο σύγχρονο περιβάλλον. Ειδικά αν λείπει ο βασικότερος άξονας, που δεν είναι άλλος από τη χρυσή τομή μεταξύ της ανάγκης για ταχεία μετάδοση των εξελίξεων, και της αυστηρής τήρησης της δεοντολογίας. Χωρίς, παράλληλα, να απειλείται η υγειονομική ισορροπία.
Το ζητούμενο στο εξής δεν θα είναι η αφηρημένη αντικειμενικότητα αλλά η προσήλωση στην ανάδειξη της αλήθειας. Πρέπει όλοι να αντιληφθούμε ότι ο ρόλος της επιστημονικής δημοσιογραφίας εν μέσω μίας παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης δεν είναι να παρουσιάζει άκριτα και ισομερώς όλες τις «απόψεις». Αντιθέτως, οφείλει να φιλτράρει, να επαληθεύει και να επεξεργάζεται τις πληροφορίες στη βάση του επιστημονικού consensus και της αυτονόητης κοινωνικής ηθικής.
Υψώνοντας παράλληλα γερή ασπίδα απέναντι στην συγκαλυμμένη τοξική παραπληροφόρηση. Γιατί, όπως αποδεικνύεται καθημερινά, ο βασικός κίνδυνος ακόμη και για τους καλόπιστους ρεπόρτερ δεν είναι τα εξόφθαλμα ψεύδη και οι εξωφρενικές θεωρίες συνωμοσίας. Αλλά οι πιο αληθοφανείς ισχυρισμοί ειδικών και «ειδικών» που κυκλοφορούν συχνά με επιστημονικό μανδύα. Σε αυτούς οφείλουν, μεταξύ άλλων, να επικεντρώνονται οι επιστημονικοί ρεπόρτερ αποδομώντας τις αναλήθειες και προτάσσοντας τον ορθό λόγο.
Η πρωτόγνωρη συσσώρευση πληροφορίας και γνώσης που συχνά ισορροπεί μεταξύ επιστημονικού, αντιεπιστημονικού και επιστημονικοφανούς λόγου, καθιστά ακόμη πιο σημαντικό τον ρόλο της επιστημονικής δημοσιογραφίας. Η πρόκληση βέβαια δεν είναι τόσο η πρόσβαση στην πληροφορία, αλλά η κατανόηση και η επαλήθευσή της. Και εν συνεχεία, η εκλαΐκευση και η απόδοση με τρόπο που οι πληροφορίες –πιθανόν δυσνόητες και στριφνές– να γίνονται εύληπτες και, γιατί όχι, ελκυστικές για το ευρύ κοινό.
Όπως έγραψε και ο Στίβεν Χόκινγκ συνοψίζοντας την ουσία της επικοινωνίας της επιστήμης: «Δεν είναι σημαντικό απλώς να κάνουμε ερωτήσεις και να βρίσκουμε τις απαντήσεις, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να μοιραζόμαστε με το κοινό αυτό που ανακαλύπτουμε».
Η έγκυρη επιστημονική δημοσιογραφία στο εξής δεν θα προκύπτει απλώς ως εποχική ανάγκη. Πρωτίστως θα είναι πάγια λύση. Όποιο κι αν είναι το πρόβλημα.