Με live σύνδεση από την Παλαιστίνη για τον υπό συζήτηση Νόμο του Ισραήλ που απαγορεύει τη δημοσιογραφία των πολιτών και με τρία παράλληλα Workshop σε θέματα έρευνας, επικοινωνίας και δημοσιογραφίας, διοργανώθηκε και φέτος το #Retreat2019 του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών (ΜΠΣ) «Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία» του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΑΠΚΥ) στην Αθήνα, από 13 έως 19 Σεπτεμβρίου 2019. Συνδιοργανωτές ήταν το ΜΠΣ «Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία», το Advanced Media Institute (ΑΜΙ) και το περιοδικό «δημοσιογραφία» με την υποστήριξη της αλυσίδας πολιτισμού ΙΑΝΟΣ.
Το ευρύτερο ενδιαφέρον ωστόσο συγκέντρωσε η Στρογγυλή Tράπεζα με θέμα «Η έννοια της αλήθειας και της αντικειμενικότητας στη Δημοσιογραφία και την Επικοινωνία» που διεξήχθη την πρώτη μέρα. Συνομίλησαν ο Λευτέρης Κουσούλης, πολιτικός επιστήμονας, ο Βασίλης Μουρδουκούτας, σύμβουλος στρατηγικής επικοινωνίας, ο Γιάννης Παντελάκης, δημοσιογράφος, ο Αντώνης Παπαγιαννίδης, δημοσιογράφος – δικηγόρος, η Μαριάννα Πυργιώτη, δημοσιογράφος και σύμβουλος επικοινωνίας και ο Δημήτρης Σεβαστάκης, ζωγράφος, Αναπληρωτής Καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και τέως βουλευτής. Συμμετείχε συντονίζοντας η Σοφία Ιορδανίδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δημοσιογραφίας και Επι- κοινωνίας, ΑΠΚΥ και Πρόεδρος του AMI.
Παραθέτουμε στη συνέχεια τμήματα των εισηγήσεων.
Να ξεκινήσουμε από τα θεμελιώδη: Λευτέρης Κουσούλης
Προσπαθώντας να απαντήσω στο ερώτημα, θα παραθέσω την ιστορία του Πόντιου Πιλάτου. Όταν ο Πιλάτος επιχείρησε να διερευνήσει την υπόθεση του Ιησού προκειμένου να βγάλει μια απόφαση, τον ρώτησε αν αυτός ήταν όντως ο βασιλιάς των Ιουδαίων. Ο Ιησούς του απάντησε: «Αυτό που λες, το άκουσες εσύ ο ίδιος ή το άκουσες από κάποιους άλλους;». Φαίνεται, λοιπόν, ότι πάντα κάτι μεσολαβεί ανάμεσα σε αυτόν που ομιλεί και σε αυτούς που δέχονται εκείνο που λέγεται, εκείνο, δηλαδή, το οποίο μεταδίδεται είτε ως λόγος είτε ως εικόνα, αφού ζούμε και στην εποχή της εικόνας.
Παραθέτω στο σημείο αυτό άλλη μια ιστορία. Ένας λόρδος ιστορικός κατηγορείται γύρω στο 1650 ότι συνωμότησε εναντίον της εξουσίας και φυλακίζεται. Ενώ είναι φυλακισμένος, γράφει τον πρώτο τόμο της Παγκόσμιας Ιστορίας. Μια μέρα, λοιπόν, στο προαύλιο της φυλακής γίνεται μάρτυρας ενός επεισοδίου και, παρατηρώντας το, αποκομίζει μία εικόνα για το τι πραγματικά συνέβη. Μετά, συναντά έναν άλλον αυτόπτη μάρτυρα του επεισοδίου, ο οποίος του διηγείται διαφορετικά το τι συνέβη. Ο ιστορικός, λοιπόν, αναρωτιέται πόσο μάταιο είναι να γράφει την παγκόσμια ιστορία από τη στιγμή που, ενώ ο ίδιος ήταν παρατηρητής, δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Αν, λοιπόν, επιχειρήσουμε να δώσουμε μια απάντηση στο ερώτημα της αλήθειας και της αντικειμενικότητας, πρέπει να ξεκινήσουμε από τα θεμελιώδη. Τα θεμελιώδη είναι αυτά τα οποία έχει θέσει η φιλοσοφία μέσα από τις έννοιες του υποκειμένου και του αντικειμένου. Αν στην επικοινωνία του υποκειμένου με το αντικείμενο δεν μεσολαβεί τίποτα, τότε μπορούμε να πούμε ότι η εικόνα είναι αντικειμενική. Όμως, με την πάροδο των χρόνων αυτή η άμεση επικοινωνία μεταβάλλεται π.χ. σε μια δημοσιογραφική, η οποία παρεμβάλλεται στην εν λόγω άμεση επικοινωνία. Άρα, λοιπόν, ζούμε σε μια εποχή όπου ο λόγος διαμεσολαβείται. Γίνεται μια παρέμβαση και αυτή η παρέμβαση είναι μια παραποίηση των πραγμάτων, είναι μια κρίση η οποία ξαναδιατυπώνει τα γεγονότα. Η απάντηση, λοιπόν, στο ερώτημα είναι ότι στη δημοσιογραφία δεν μπορεί ποτέ να υπάρχει αντικειμενικότητα.
Η αλήθεια είναι: Βασίλης Μουρδουκούτας
Η αλήθεια δηλώνει τη συμφωνία ενός ισχυρισμού, ενός δεδομένου, μιας γνώμης με την πραγματικότητα. Αληθινό, με άλλα λόγια, είναι εκείνο που συμφωνεί με την πραγματικότητα. Ως εκ τούτου, η ερώτηση περί αλήθειας έχει δύο σκέλη: αφ’ ενός συναρτάται με αυτό που εκλαμβάνεται ως πραγματικότητα, ήτοι το πραγματικό, κι αφ’ ετέρου αφορά τη σχέση αυτού που εκλαμβάνεται ως πραγματικό με την οιαδήποτε γνώμη ή δεδομένο ή ισχυρισμό για αυτό (το πραγματικό).
Η αναζήτηση της αλήθειας και η συζήτηση περί αλήθειας τις περισσότερες φορές επικεντρώνεται στην αξιολόγηση της σχέσης, δηλαδή του πρώτου σκέλους. Πιο συγκεκριμένα, για να αποφανθούμε εάν κάτι είναι αλήθεια, εξετάζουμε τον βαθμό και την ποιότητα της αντιστοιχίας αυτού του κάτι με το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Το δεύτερο σκέλος, ως εκ τούτου, παραμένει τις περισσότερες φορές αδρανές και αναξιοποίητο. Δεν εξετάζουμε δηλαδή το τι συνιστά πραγματικό. Δεν αξιολογούμε ποια είναι η πραγματικότητα. Ωστόσο, η πραγματικότητα σήμερα οφείλει να αποτελεί εξίσου, εάν όχι περισσότερο, εκείνο στο οποίο οφείλουμε να εστιάσουμε, εάν θέλουμε να μιλήσουμε για την αλήθεια.
Στην ύστερη νεωτερικότητα, στους ρευστούς καιρούς μας και στις κοινωνίες της διακινδύνευσης, στις οποίες ζούμε, η έννοια της πραγματικότητας έχει υποστεί ριζική αλλοίωση. Το πραγματικό εμφανίζεται ρευστό και νεφελώδες. Η πραγματικότητα στις κοινωνίες του 21ου αιώνα συνιστά μία έννοια αστάθμητη και συγκεχυμένη, σχεδόν υπό αίρεση.
Η έλευση του διαδικτύου, των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, καθώς και πληθώρας νέων τεχνολογιών, σε συνάρτηση με φαινόμενα όπως αυτό της παγκοσμιοποίησης, της επιτάχυνσης της ζωής, αλλά και του λαϊκισμού και της αντισυστημικότητας, έχουν μεταβάλει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η ίδια πραγματικότητα, θέτοντάς την τελικά σε κίνδυνο.
Από τα fake news έως τις ατομικές στρατηγικές ανάπτυξης της εικόνας μας στον δημόσιο χώρο, από το «όλα είναι επιτρεπτά και αποδεκτά» και η αλήθεια είναι αυτό που εγώ πιστεύω στο δικό μου «κουκούλι», έως τη συνεχή πόλωση και την αδυναμία μας να διαβουλευτούμε και να συζητήσουμε αυτό που διαφέρει από όσα (φανατικά) πιστεύουμε, από τα trolls έως τις τεχνολογίες deep fake, και από την απουσία ή εξασθένηση του κοινωνικού συμβολαίου έως την απαξίωση των ειδικών (experts), της επιστήμης, των θεσμών και κάθε έννοιας κοινής λογικής και κοινώς αποδεκτού κριτηρίου αξιολόγησης, απλώνεται και διαμορφώνεται εμπρός μας μια πραγματικότητα που μοιάζει να διατρέχει τρομακτικό κίνδυνο. Μια πραγματικότητα διακινδυνευόμενη, ασταθής. Μια πραγματικότητα εντέλει που δεν είναι πραγματικά πραγματική.
Εάν αυτή είναι πραγματικότητά μας, τότε το αληθινό, καθώς οφείλει να αντιστοιχεί σε αυτήν και να την κατοπτρίζει, θα πρέπει να ταυτιστεί με αυτό που δεν είναι απαραίτητα αληθινό. Δια- τυπώνοντάς το διαφορετικά, εάν η πραγματικότητα έχει πάψει να είναι πραγματική, τότε και η αλήθεια – για να είναι αλήθεια – θα πρέπει να εγκαταλείψει τον ίδιο της τον εαυτό και να ταυτιστεί με το ψευδές. Κατά μία έννοια, συνεπώς, η αλήθεια μπορεί τελικά να κρύβεται στα fake news.
Πολυτέλεια η… αντικειμενικότητα: Γιάννης Παντελάκης
Υπάρχει αντικειμενικότητα στη δημοσιογραφία; Το ερώτημα είναι τόσο παλιό όσο και η ίδια η δημοσιογραφία. Φαινομενικά, ένα πρωτογενές γεγονός δεν μπορεί να χωράει περισσότερες από μία εκδοχές και ερμηνείες. Ωστόσο, η διαμεσολάβηση ενός δημοσιογράφου που θα το καταγράψει, αυτόματα θα του προσδώσει ένα υποκειμενικό στοιχείο. Η πτώση ενός αεροπλάνου αποτελεί πρωτογενή είδηση, η οποία όμως συνοδεύεται από πολλά αδιαίρετα γεγονότα που, για να περιγραφούν, θα προστεθεί εκ των πραγμάτων το υποκειμενικό στοιχείο. Το τελευταίο δεν είναι απαραί- τητο να συνοδεύεται από σκοπιμότητα, τουλάχιστον όχι εκ μέρους αυτών που θα αναλάβουν την περιγραφή.
Στις ημέρες μας, ωστόσο, η συζήτηση για την αντικειμενικότητα και την αλήθεια μοιάζει με ενός είδους «πολυτέλεια», τουλάχιστον για τα ελληνικά μήντια που σε όλες τις έρευνες καταγράφουν αρνητικές πρωτιές στις επιδόσεις τους, εκείνες τουλάχιστον που αφορούν την εκτίμηση της κοινωνίας γι’ αυτά. Σε μία από αυτές τις έρευνες, ανάμεσα σε 38 χώρες παγκοσμίως τα ελληνικά ΜΜΕ βρίσκονται στην τελευταία θέση σε ό,τι αφορά την εγκυρότητα, την ανεξαρτησία και ιδίως την εμπιστοσύνη του κοινού τους.
Πριν συζητήσουμε για αντικειμενική δημοσιογραφία με τη στενή έννοια του όρου, θα μπορούσαμε εμείς, οι άνθρωποι των ΜΜΕ, να αντικαταστήσουμε την έννοια της αντικειμενικότητας με μια άλλη, αναγκαία για την εποχή μας και ιδιαίτερα τη χώρα μας, έννοια. Αυτήν της δεοντολογίας, η απουσία της οποίας αποτελεί και βασική αιτία για τη βαθιά κρίση αξιοπιστίας που περνά η δημοσιογραφία.
Η δεοντολογία δεν αποτελεί αφηρημένη έννοια, ούτε καλούμαστε να την ανακαλύψουμε εμείς, αποτελεί βασικό συστατικό της άσκησης δημοσιογραφίας σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Δεοντολογία σημαίνει να κάνει ο δημοσιογράφος πολιτικό ρεπορτάζ για ένα ΜΜΕ και να απαγορεύεται να αμείβεται παράλληλα και με οποιονδήποτε τρόπο από μια κρατική υπηρεσία. Δεοντολογία σημαίνει ότι αποτελούν ασυμβίβαστες έννοιες η κάλυψη του ιατρικού ρεπορτάζ με την παράλληλη εργασία σε φαρμακευτική εταιρεία, ή το οικονομικό ρεπορτάζ και η ταυτόχρονη αμοιβή από μια Τράπεζα ή μια ιδιωτική επιχείρηση. Δεοντολογία είναι να θεωρείται ασυμβίβαστη η παράλληλη άσκηση δημοσιογραφίας και πολιτικής ή οι διαδοχικές πορείες από τη μία στην άλλη.
Ζητούμενο η πραγματικότητα: Αντώνης Παπαγιαννίδης
Δύσκολα θα λείψει από την πρώτη γραμμή της συζήτησης για τον Τύπο, τα Μέσα, πάντως τη δημοσιογραφία των χρόνων μας η τιμημένη έννοια της αντικειμενικότητας. Στα χρόνια (και την πολιτική λειτουργία…) των fake news, στην επικράτεια του post-truth, στη φάση της αυξανόμενης μείξης επικοινωνίας (στην οποία στρατεύεται ο δημοσιογράφος – σωστά;) και πολιτικής (όπου συναντούμε, λογικά, τους πολιτικούς), η παλιά συζήτηση περί αντικειμενικότητας επανέρχεται – with a vengeance, όπως λέμε σε καλά ελληνικά.
Το πώς όλα αυτά συσχετίζονται με την άλλη έννοια – εκείνην της πραγματικότητας – έχει το δικό του ενδιαφέρον. Διότι, στην εποχή της πολυπλοκότητας σε κάθε θέμα, η ίδια η πραγματικότητα – δηλαδή η διάγνωσή της – αποτελεί ζητούμενο. Τόσο, ώστε να γίνεται του συρμού η έννοια της «πραγματικής πραγματικότητας». Είναι άραγε αυτή η αυριανή «αποδεκτή» πραγματικότητα;
Πίσω όμως απ’ όλον αυτόν τον αναστοχασμό ελλοχεύει η άλλη εκείνη κατηγορία, που μας πηγαίνει πίσω στον χρόνο – πολύ. Η κατηγορία της αλήθειας, της αναζήτησης της αλήθειας, ενδεχομένως μάλιστα της Αλήθειας. Η αναμέτρηση με την αλήθεια δεν είναι, βέβαια, των δημοσιογράφων ή των ανθρώπων της ενημέρωσης, της επικοινωνίας κ.ο.κ. η μοίρα. Είναι μια πολύ ευρύτερη συζήτηση, μια αναζήτηση κοινωνίας ή και πολιτισμού εντέλει.
Πώς πορεύεται κανείς αυτόν τον δρόμο; Ο οποίος μπορεί να μην είναι φανερό ότι αφορά τον πυρήνα της συζήτησης για τη δημοσιογραφία στη νέα εποχή… Μια απάντηση είναι «μέσα από τη διαφάνεια», μέσα από τη διαφανή αυτοπαρουσίαση του δημοσιογράφου στο κοινό «του».
Κατάσταση ομηρίας: Μαριάννα Πυργιώτη
Η ερευνητική δημοσιογραφία στην Ελλάδα βαίνει φθίνουσα στην εποχή μας, κυρίως λόγω της έλλειψης ελευθερίας στον χρόνο. τον χρόνο για σωστή και εμπεριστατωμένη έρευνα, η οποία εντέλει θα δώσει άρτιο αποτέλεσμα. Ποιο βαθμό, λοιπόν, ελευθερίας έχουν αυτοί οι επαγγελματίες της δημοσιογραφίας; Πόση ελευθερία υπάρχει στο να επιλέγεις αυτό που επιλέγεις;
Η δημοσιογραφία στην Ελλάδα πέρασε μια εποχή στην οποία λέγαμε ότι είχαμε πολυφωνία, σωστή και πλουραλιστική ενημέρωση. Αυτό άρχισε σταδιακά να κλονίζεται και να καταρρέει εν τέλει την εποχή της οικονομικής κρίσης. Το τεράστιο πρόβλημα της δημοσιογραφικής κάλυψης σήμερα είναι ότι έχουν ελαχιστοποιηθεί τα Μέσα, τα οποία και βαθμό ελευθερίας έχουν και στους δημοσιογράφους επιτρέπουν να κάνουν μία πιο ελεύθερη δουλειά. Ο δημοσιογράφος, λοιπόν, βρίσκεται συνεχώς σε μια κατάσταση «ομηρίας», όπου πολιτικοί, διαφημιστές και ιδιοκτήτες/ διευθυντές Μέσων δεν του επιτρέπουν να κάνει απρόσκοπτα τη δουλειά του. Και αυτή η παρακώλυση αποτελεί μια καθημερινότητα για τους δημοσιογράφους, οι οποίοι σε τελική ανάλυση είναι και αυτοί άνθρωποι που παλεύουν καθημερινά να καλύψουν τις δικές τους προσωπικές ανάγκες. Η μόνη ελπίδα, θεωρώ, ότι είναι τα Social Media τα οποία, αν και χαοτικά, δημιουργούν ένα άλλο τοπίο. Σε αυτό το τοπίο, η διάχυση και η πληροφορία θα πάρουν σιγά-σιγά μια άλλη μορφή. Θα περάσουμε σε μια πληροφόρηση που δεν θα είναι απλώς πιο δημοκρατική, δεν θα είναι απλώς πιο «αληθινή», αλλά θα είναι και φοβερά λυτρωτική για όλους εκείνους που έχουμε «δυσανεξία» στην παρεμβατικότητα όχι απλώς ενός διάμεσου, αλλά ενός ολόκληρου συστήματος, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ το διάμεσο. Η Ελλάδα, λοιπόν, πέρασε μια φάση δημοσιογραφικής άνθισης, από την οποία δυστυχώς βγήκε πολύ γρήγορα. Πλέον ελάχιστα Μέσα έχουν απομείνει που να είναι συνεπή και σοβαρά στη δουλειά τους και ελάχιστοι δημοσιογράφοι μπορούν και δίνουν ακόμη αγώνα σε το ένα τέτοιο περιβάλλον.
Ο ρόλος του λήπτη: Δημήτρης Σεβαστάκης
Το ερώτημα περί αντικειμενικότητας είναι παλιότερο από τη δική μας εποχή, γιατί πάντα υπήρχαν ζωγράφοι που απέκρυπταν γεγονότα, που ωραιοποιούσαν, που δέχονταν εν τέλει εντολή να καταγράψουν την πραγματικότητα ωραιοποιημένη. Μια δόκιμη λύση έδωσε ο Αϊζενστάιν, ο οποίος έδειξε με το μοντάζ ότι μπορεί κάποιος να αποκρύπτει αποκαλύπτοντας και να εκθέτει κρύβοντας. Ο κατακλυσμός των αφηγήσεων, αυτή η έκρηξη της βιομηχανίας δίπλα στην εικόνα, μετατόπισε το ερώτημα από την αντικειμενικότητα στην ίδια τη δημοσιογραφία. Εάν υπάρχει ευθύνη της πληροφορίας ή αν μπορεί σε αυτό το αχανές τοπίο να διαχυθεί οτιδήποτε, να διασταυρωθεί με ένα άλλο «οτιδήποτε» και τελικά πολλά «οτιδήποτε» να συγκροτήσουν μια ψευδοπραγματικότητα ή μια ρεαλιστική πραγματικότητα, τότε ο θεατής δεν έχει καν την ικανότητα να την οργανώσει, αλλά μόνο να την καταναλώσει. Αυτό, λοιπόν, το τοπίο της αχανούς παραγωγής πληροφορίας θέτει σε κρίση το ίδιο το ερώτημα. Η εικόνα αποκόπτει. Αυτό ήδη αποτελεί μια επιθυμία, μια οργανωμένη βούληση. Κόβω ένα κομμάτι της πραγματικότητας και αυτό έχει δύο σκέλη: αυτό που δείχνει και αυτό που υπαινίσσεται πέραν της εικόνας. Γεγονός που σημαίνει ότι σε μια τέτοια κατάσταση δεν υπάρχει ηθική, άρα δεν υπάρχει αντικειμενικότητα.
Ένα Μέσο μπορεί να δείξει, μπορεί να κρύψει, μπορεί να μοντάρει, μπορεί να φλουτάρει, μπορεί να υπερφωτίσει, μπορεί να δώσει έμφαση ή να υποβαθμίσει το γεγονός. Αυτή είναι η πραγματικότητα των Μέσων. Τα ίδια τα Μέσα έχουν ενσωματώσει το μοντάζ, τον εκλεκτικισμό, την επιλογή και την ανηθικότητα. Έχουν σαν τεχνοσυνθήκη, σαν τεχνοπροϋπόθεση τα ίδια τα εργαλεία. Το γεγονός αυτό είναι ο λόγος που θέλω να υπογραμμίσω τον ρόλο του λήπτη. Η αντικειμενικότητα βρίσκεται στην οργανωμένη ηθική συγκρότηση του υποκειμένου, του λήπτη. στους ιεραρχικούς κανόνες, δηλαδή, που συγκροτούν τις προσλαμβάνουσες του υποκειμένου-λήπτη. Ο λήπτης δεν καταναλώνει απλά την πληροφορία, αλλά τη φιλτράρει, την ιεραρχεί και την ερμηνεύει. Στηρίζομαι, λοιπόν, στην ηθική συγκρότηση του υποκειμένου και, επενδύοντας σε αυτήν, αποκτώ μεγαλύτερη αισιοδοξία.