Του Κυριάκου Σ. Κολοβού*
Η αποχή ή η άρνηση συμμετοχής στις εκλογικές διαδικασίες, εκ μέρους των πολιτών, είναι ένα φαινόμενο το οποίο απαντάται εντονότερα τις τελευταίες δύο δεκαετίες, σε διεθνές, αλλά και σε τοπικό επίπεδο.
Σε αντίθεση με προγενέστερες ιστορικές περιόδους, κατά τις οποίες οι άνθρωποι αγωνίζονταν για την κατάκτηση και εμπέδωση του θεμελιώδους δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, σήμερα φαίνεται ότι οι εκλογές απαξιώνονται από σημαντική μερίδα του πληθυσμού.
Στο παρόν άρθρο αναφέρονται τα αίτια που προκαλούν την ακινητοποίηση του εκλογικού σώματος, διενεργείται συγκριτική μελέτη της αποχής, σε κυπριακό και ευρύτερο επίπεδο, επιχειρώντας την αποτύπωση των συνεπειών του φαινομένου αυτού.
Η φράση «κυάμων απέχεσθαι» η οποία αποδίδεται στον Πυθαγόρα, έχει διττή σημασία: Αφενός, προτρέπει τους ανθρώπους να μην καταναλώνουν κουκιά, προς αποφυγήν αυτού που σήμερα ονομάζεται κυάμωση, αφετέρου τους παρακινεί να απέχουν από τις ψήφους (κουκιά) και τις εκλογές.
Ο Παπαδιαμάντης εξοργισμένος από την πολιτική μωρία των σύγχρονών του πολιτικών (εποχή Τρικούπη-Δηλιγιάννη) χρησιμοποίησε την ίδια φράση για να καταδείξει ότι η αποχή αποτελούσε την απάντηση στον πολιτικό αμοραλισμό και στην αβελτηρία.
Σήμερα, φαίνεται ότι σημαντική μερίδα των πολιτών ενστερνίζεται τις πεποιθήσεις τόσο του Πυθαγόρα όσο και του Παπαδιαμάντη θεωρώντας την αποχή ως την ατραπό που θα επιφέρει την αλλαγή στα κακώς κείμενα του πολιτικού βίου.
Με την πάροδο του χρόνου αναπτύχθηκαν διάφορα μοντέλα μελέτης του φαινομένου της κινητοποίησης/αποχής των ψηφοφόρων. Σύμφωνα με τον Downs (1957), η συμμετοχή του εκλογέα εξαρτάται από το πιθανολογούμενο κέρδος που δυνατόν να έχει λόγω της συμμετοχής του στις εκλογές.
Επιπρόσθετα, τα συμπεράσματα από την ατομοκεντρική μελέτη των ψηφοφόρων είναι ότι κάθε εκλογική διαδικασία, εκλαμβάνεται από τους πολίτες ως ξεχωριστή, με τα δικά της χαρακτηριστικά. Αυτό αποδεικνύεται συγκρίνοντας τη χαμηλή προσέλευση των πολιτών στις Ευρωεκλογές σε σχέση με τις τοπικές εκλογές.
Επίσης, η κινητοποίηση γίνεται εντονότερη όταν ο δεσμός πολίτη-κόμματος ή πολίτη-υποψηφίου είναι ισχυρός. Η συμμετοχή σε κομματικούς μηχανισμούς ενεργοποιεί την ταυτότητα της έσω ομάδας για τον ψηφοφόρο.
Η σχέση τού ανήκειν σε μια ομάδα, με κοινές επιδιώξεις και στόχους, δημιουργεί στον ψηφοφόρο την υποχρέωση να προσέλθει στην κάλπη την ημέρα των εκλογών. Σε αντίθεση με τους νέους ψηφοφόρους, οι οποίοι εμφανίζουν οιονεί «κρίση ταυτότητας», οι πολίτες μεγαλύτερης ηλικίας φαίνεται ότι το ξεπερνούν με την πάροδο του χρόνου.
Μελέτες έχουν καταδείξει πως για τον νέο ψηφοφόρο είναι πιθανότερο να δημιουργηθεί «συνείδηση» συμμετοχής αν λάβει μέρος στις 3 πρώτες εκλογικές διαδικασίες, μετά την απόκτηση του εκλογικού δικαιώματος.
Ο Franklin (2004) διαπίστωσε ότι κατά τις δεκαετίες 1970-1990 η συμμετοχή σε όλους τους τύπους εκλογών μειώθηκε κατά μέσο όρο 4% σε παγκόσμιο επίπεδο. Στις αμερικανικές Προεδρικές Εκλογές το πρόβλημα οξύνεται το 2008, καθώς η αποχή από το 11,5% το 2004, φτάνει στο 30% το 2008, αφήνοντας, το 2012, αδιάφορο το ένα τρίτο των ψηφοφόρων.
Στην Ελλάδα, το 2009 καταγράφηκε αποχή, στις βουλευτικές εκλογές, της τάξης του 29% ενώ το 2015 έφτασε στο 43%. Στην Κύπρο, από την αποχή του 9%, στον β’ γύρο των προεδρικών του 2008, το ποσοστό εκτινάσσεται στο 18,5% το 2013, φαινόμενο που εντείνεται στις βουλευτικές εκλογές, καθώς το 11% της αποχής του 2006 φτάνει αισίως στο 33,26% το 2016.
Η σύγκριση των ευρωπαϊκών συστημάτων με το αμερικανικό δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε ασφαλή συμπεράσματα αφού το δεύτερο είναι διπολικό per se. Αυτό όμως που διαφαίνεται είναι ότι η Ευρώπη μεταλλάσσεται και τείνει προς τον αμερικανικό τρόπο σκέψης.
Η μετάβαση από την εποχή της λήψης πολιτικών αποφάσεων στην εποχή της διαχείρισης αποφάσεων, από το πολιτικό προσωπικό, με επίκεντρο την οικονομική υφή των ζητημάτων, είναι επίσης αξιοσημείωτη.
Κοινό χαρακτηριστικό στις τρεις υπό αναφορά περιπτώσεις είναι η προηγηθείσα οικονομική κρίση – η οποία εκδηλώθηκε πρώτα στις ΗΠΑ (2007) και ακολούθως στην Ευρώπη, οδηγώντας στην υπαγωγή της Ελλάδας (2010) και της Κύπρου (2013), σε συνάρτηση με τα εσωτερικά τους προβλήματα, σε μνημόνια.
Έρευνες στην αλλοδαπή έχουν καταδείξει πως τα δημογραφικά χαρακτηριστικά ενός πληθυσμού μπορούν να επηρεάσουν τη συμμετοχή/αποχή στις εκλογές (Timpone 1998· Matsusaka & Palda 1999· Rolfe 2004· McCowan & Unterhalter 2013).
Όσο πιο νέος είναι ο ψηφοφόρος τόσο πιο διστακτικός εμφανίζεται να προσέλθει στην κάλπη. Επίσης, όσο πιο υψηλό είναι το μορφωτικό επίπεδο του ανθρώπου τόσο μεγαλύτερη είναι η κινητοποίηση που παρατηρείται.
Τα Μέσα
Παράγοντα, που μπορεί να παίξει τον δικό του ρόλο στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, αποτελούν τα Μέσα Ενημέρωσης και ιδιαίτερα η χρήση της αρνητικής διαφήμισης. Όπως τονίζεται, μια οξεία προεκλογική καμπάνια, με εμφανή αρνητισμό, μπορεί να δημιουργήσει κυνισμό στον πληθυσμό με αντίκτυπο στην ίδια τη δημοκρατία μέσω της αποχής.
Έρευνα των Ansolabehere, Iyengar, Simon και Valentino (1994) απέδειξε ότι η έκθεση σε αρνητικά μηνύματα είναι δυνατόν να προκαλέσει πτώση στην πρόθεση ψήφου κατά 5%. Στην Κύπρο και την Ελλάδα ο εξαμερικανισμός της πολιτικής επικοινωνίας οδήγησε στη χρήση του αρνητισμού και των προσωπικών επιθέσεων, με στόχο την ακινητοποίηση των ψηφοφόρων του αντιπάλου.
Ωστόσο, στις υπό εξέταση βουλευτικές εκλογές του 2016 τα μηνύματα περιείχαν θετικές εκκλήσεις ελαχιστοποιώντας τον αρνητισμό και κατ’ επέκταση δεν αποτέλεσαν παραγωγικό αίτιο αύξησης της αποχής.
Σε έρευνα (Καφέ, Νέζη, & Πιερίδης 2015) που έγινε στην Ελλάδα, μετά τις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης του 2010, εξακριβώθηκε πως οι απέχοντες, στην πλειοψηφία τους, ήταν νέοι, κάτοικοι αστικών κέντρων, με χαμηλό δείκτη ενδιαφέροντος για τις εκλογές, χωρίς να αυτοπροσδιορίζονται βάσει της διαιρετικής τομής Αριστερά-Δεξιά, μη αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την ύπαρξη ενός τέτοιου άξονα, εμφανίζοντας γνωρίσματα αποϊδεολογικοποίησης.
Στο εξωτερικό οι μεγαλύτεροι σε ηλικία πολίτες εμφανίζονται πιο πρόθυμοι να προσέλθουν στις κάλπες (Topf 1995, Blais και άλλοι 2002). Στην Ελλάδα, όπως συνοπτικά αναφέρουν οι Βασιλόπουλος και Βερναρδάκης (2015), η τηλεοπτικοποίηση της πολιτικής, η σύγκλιση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ προς το κέντρο και η ομογενοποίηση των βάσεων των κομμάτων άλλαξε το σκηνικό που επικράτησε τα πρώτα είκοσι χρόνια της Μεταπολίτευσης, με αποτέλεσμα οι νέοι, οι οποίοι αντικαθιστούν στο εκλογικό σώμα τις παλαιότερες γενιές, να εμφανίζουν σημάδια αποστασιοποίησης.
Ο Κύπριος απέχων παρουσιάζει χαρακτηριστικά τα οποία έχουν απαντηθεί στο εξωτερικό, αλλά και κάποια που έχουν αναπτυχθεί τοπικά. Με βάση τους αριθμούς συμμετοχής φαίνεται ότι οι ηλικίες που αποστρέφονται τις εκλογές είναι κυρίως οι νέοι ψηφοφόροι, οι οποίοι, πέραν της χαμηλής προσέλευσης, παρουσιάζονται απρόθυμοι να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους, ακολουθώντας τη διεθνή τάση.
Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές είχαν δικαίωμα εγγραφής 32 χιλιάδες νέοι ψηφοφόροι και ο αριθμός τους έφτασε γύρω στις 10 χιλιάδες. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό αυτών των εκλογών ήταν το γεγονός ότι από το σύνολο των απεχόντων οι γυναίκες ήταν υπερδιπλάσιες των αντρών.
Εν προκειμένω, ενώ η γυναικεία παρουσία αυξάνεται στο κοινοβούλιο οι γυναίκες της Κύπρου εμφανίζουν ασυμμετρία συμμετοχής, σε σχέση με τους άντρες, τάσεις που εντοπίστηκαν τη δεκαετία του 1960 στις ΗΠΑ, όταν οι γυναίκες είχαν περιορισμένη συμμετοχή στη δημόσια ζωή (Lipset 1963).
Διπολισμός και αποχή
Τρίτο στοιχείο που θα μπορούσε να εισαχθεί είναι τα ποσοστά του διπολισμού (του αθροίσματος των ποσοστών ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ) σε συνάρτηση με την αποχή. Έχει παρατηρηθεί πως όταν το κλίμα πολώνεται, εμφανίζοντας φυγόκεντρες τάσεις, η συσπείρωση είναι εντονότερη, κάτι που μετουσιώνεται σε υψηλότερη συμμετοχή.
Για πρώτη φορά ο διπολισμός στην Κύπρο καταγράφει, αθροιστικά, ποσοστά κάτω του 60%. Η εμφάνιση κεντρομόλων τάσεων παρατηρήθηκε στις βουλευτικές εκλογές του 1985 και του 2006 με πιθανότερη την εξήγηση ότι διεξάγονταν μεσούσης της διακυβέρνησης προέδρων προερχόμενων από το ΔΗΚΟ. Το φαινόμενο των βουλευτικών του 2016, με κυβέρνηση προερχόμενη από τον ΔΗΣΥ, είναι πρωτόγνωρο – συγκρινόμενο με τις βουλευτικές του 1996, 2001 και 2011 – για τον διπολισμό και πιθανή ένδειξη απαρέσκειας για τις αποφάσεις των διαδοχικών κυβερνήσεων ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ.
Η αυξημένη πόλωση του ευρωπαϊκού κομματικού συστήματος ενεργοποιεί σε μεγαλύτερο βαθμό την «ιδεολογική» ψήφο, καθώς η πόλωση αυξάνει τον αριστερό-δεξιό προσανατολισμό των ψηφοφόρων (Lachat 2008). Στην Κύπρο υπάρχει επιβεβαίωση των πιο πάνω (με διαφορά φάσης σαφώς από την υπόλοιπη Ευρώπη) εκ του αποτελέσματος των εκλογών. Τα μειωμένα ποσοστά των δύο πόλων ήταν απόρροια της χαμηλής πόλωσης του συστήματος, κάτι που επενέργησε και στην αύξηση της αποχής.
Τέταρτο σημείο διερεύνησης είναι ο γεωγραφικός προσδιορισμός της αποχής. Μέχρι το 2006 οι επαρχίες παρουσίαζαν περίπου τα ίδια ποσοστά αποχής.
Στις δύο τελευταίες αναμετρήσεις η Πάφος εμφανίζει σαφώς τα χαμηλότερα επίπεδα αποχής, ενώ Λευκωσία και Κερύνεια έχουν τα υψηλότερα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στην επαρχία Πάφου το ΕΛΑΜ συγκέντρωσε σχεδόν διπλάσιο ποσοστό απ’ ό,τι στις υπόλοιπες επαρχίες, απαντάται εν μέρει το ερώτημα γιατί η Πάφος εμφανίζει διαφοροποιημένη εικόνα από τις υπόλοιπες επαρχίες. Το φαινόμενο που παρατηρείται στην Πάφο, ως η μικρότερη επαρχία της ελεύθερης Κύπρου και γεωγραφικά η πιο απομακρυσμένη από την πρωτεύουσα, είναι συνυφασμένο με την αστικότητα της ψήφου, κάτι που επιβεβαιώθηκε με ποιοτικές μελέτες της Eliasoph (1998), σύμφωνα με τις οποίες:
Η ανάγκη για αντιμετώπιση συγκεκριμένων τοπικών προβλημάτων σε μικρές περιοχές μπορεί να διαμορφώσει μια ιδιαίτερη πολιτικοποίηση όπου η πολιτική συμμετοχή στο τοπικό επίπεδο αναπτύσσεται ανεπηρέαστη από την ταυτόχρονη υιοθέτηση κυνικών ή απορριπτικών στάσεων έναντι της κεντρικής πολιτικής εξουσίας (Βασιλόπουλος και Βερναρδάκης 2015).
Συμπεράσματα
Η προσπάθεια πόλωσης του κλίματος στις βουλευτικές εκλογές του 2016, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, απέτυχε. Όπως είχε αναφέρει ο Christophorou (2001), οι βουλευτικές εκλογές είναι μειωμένου ενδιαφέροντος για τους εκλογείς, σε σχέση με τις προεδρικές, γεγονός που καταγράφεται και το 2016, συγκριτικά με το 2013.
Ο διπολισμός φαίνεται ότι έχει πληγεί από την αποχή. Παρά την υποχρεωτικότητα της ψήφου και τις συνέπειες που προβλέπει ο νόμος σε περίπτωση αδικαιολόγητης αποχής του εγγεγραμμένου ψηφοφόρου, οι Κύπριοι εμφανίζουν προοδευτικά μείωση του ενδιαφέροντός τους για τις εκλογικές αναμετρήσεις.
Η ακτινογραφία των δημογραφικών χαρακτηριστικών δείχνει πως οι νέοι και οι γυναίκες ρέπουν περισσότερο προς την αποχή, οι κάτοικοι της Πάφου συμμετέχουν περισσότερο στις εκλογές, ενώ στο άλλο άκρο βρίσκονται οι Κερυνειώτες και οι κάτοικοι της Λευκωσίας.
Η αλλαγή του εκλογικού νόμου, η μετάβαση από την απλή αναλογική στην ενισχυμένη και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα εξαιτίας της σκανδαλολογίας φαίνεται ότι προκάλεσαν περαιτέρω ακινητοποίηση στις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις.
Η αυξανόμενη τάση αποστροφής των ψηφοφοριών θέτει πλέον επιτακτικά το ερώτημα κατά πόσον το φαινόμενο της αποχής ήρθε για να μείνει ή απλά είναι μια παροδική τάση του εκλογικού σώματος στην Κύπρο. Η μελέτη των αριθμών δείχνει μια γενικότερη απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών με τη διογκούμενη αποστασιοποίηση του κόσμου από τις εκλογές.
Αυτό το γεγονός επαληθεύει σε πολλά σημεία τα όσα έχουν παρατηρηθεί στη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ καθιστώντας τη νομιμοποιητική βάση της εκπροσώπησης του λαού ολοένα και πιο προβληματική.
* Ο Κυριάκος Σ. Κολοβός είναι ερευνητής του Advanced Media Institute, απόφοιτος του ΜΠΣ «Επικοινωνία και νέα Δημοσιογραφία» του ΑΠΚΥ.
Βιβλιογραφία
Ansolabehere, S., Iyengar, S., Simon, A. & Valentino, N. (1994). Does Attack Advertising Demobilize the Electorate? American Political Science Review, 88(04): 829-838.
Blais, A., Gidengil, E., Nevitte, N. & Nadeau, R. (2004). Where Does Turnout Decline Come From? European Journal of Political Research, 43: 221-236.
Christophorou, C. (2001). Election Report – Consolidation and Continuity Through Change: Parliamentary Elections in Cyprus. South European Society & Politics, 6(2): 97-118.
Downs, A. (1957). An economic theory of political action in a democracy. The journal of political economy, 135-150.
Eliasoph, N. (1998). Avoiding Politics: How Americans Produce Apathy in Everyday Life. Cambridge: Cambridge University Press.
Franklin, M. N. (2004). Voter Turnout and the Dynamics of Electoral Competition in Established Democracies since 1945. Cambridge University Press.
Lachat, R. (2008). The Impact of Party Polarization on Ideological Voting. Electoral Studies, 27(4): 687-698.
Matsusaka, J. G. and Palda F. (1999). Voter Turnout: How Much Can We Explain? Public Choice, 98: 431-46.
McCowan, T. and Unterhalter, E. (2013). 7 Education, Citizenship and Deliberative Democracy, στο Hedtke, R. & Zimenkova, T. (επιμ.), Education for civic and political participation: A critical approach. New York: Routledge.
Rolfe, M. (2004). ‘Taking Social Structure Seriously: Education and Voter Turnout.’ Παρουσιάστηκε στο Annual Meeting of the Midwest Political Science Association. Chicago, IL.
Timpone, R. J. (1998). Structure, behavior, and voter turnout in the United States. American Political Science Review, 92(01): 145-158.
Topf, R. (1996). ‘Electoral Participation’, στο Klingemann, H.D & Fuchs, D. (επιμ.), Citizens and the State. Oxford: Oxford University Press.
Βασιλόπουλος, Π. & Βερναρδάκης, Χ. (2015). Η εκλογική αποχή στην Ελλάδα: 2000-2009. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 27: 1-24.
Καφέ, Α., Νέζη, Ρ. & Πιερίδης, Κ. (2015). Ποιοι δεν ψηφίζουν και γιατί: Μελέτη της αποχής στις Δημοτικές και Περιφερειακές Εκλογές του Νοεμβρίου 2010. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 27: 25-53.
Κολοβός, Κ. (2015). Τα αρνητικά ηθοτικά επιχειρήματα στις κυπριακές τηλεμαχίες. Μεταπτυχιακή Διατριβή. Λευκωσία: Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Σαμαράς, Α.Ν. (2008). Τηλεοπτική πολιτική διαφήμιση στην Ελλάδα 1993-2007. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη-Ινστιτούτο Οπτικοακουστικών Μέσων.