Ίσως δεν είναι σημαντικό το πώς το Διαδίκτυο επιδρά στη δημοκρατία αλλά το τι δημοκρατία θέλουμε – και το πώς υφαίνουμε το κοινωνικό της περιτύλιγμα
ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΔΑΓΟΥΛΑ*
Μπορεί να έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από την εμφάνιση του Διαδικτύου και σχεδόν μια δεκαετία από όταν τα κοινωνικά Μέσα έγιναν μέρος της καθημερινότητάς μας, ωστόσο οι συζητήσεις σχετικά με την επιρροή τους, και δη στη δημοκρατία, καλά κρατούν – τόσο στον ακαδημαϊκό κόσμο, όσο και εκτός αυτού. Οι εν λόγω συζητήσεις δείχνουν μια τάση ανίχνευσης της επιρροής αυτής, αλλά και του ρόλου που έχει, που πρέπει να έχει, και που μπορεί να έχει η δημοσιογραφία ως επιδραστικός παράγοντας.
Το κύριο χαρακτηριστικό του δημόσιου διαλόγου επί του θέματος είναι η εκτεταμένη πόλωση: οι ερευνητές από πολύ νωρίς διαχωρίστηκαν στους τεχνο-αισιόδοξους (ή τεχνο-οπτιμιστές), που εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στο Διαδίκτυο, και στους τεχνοαπαισιόδοξους (ή τεχνο-πεσιμιστές), που προέβαλαν σε αυτό τους φόβους τους. Εύγλωττα η Παπαχαρίση αναφέρει ότι οι συζητήσεις για τη δημοκρατική δυναμική του Διαδικτύου φέρνουν στον νου τον «μύθο» που περιβάλλει ό,τι νέο με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια αίσθηση είτε «ουτοπικής ευφορίας» είτε «δυστοπικής ανησυχίας». Όπως και να έχει, ανεξαρτήτως αν τα νέα Μέσα αντιμετωπίζονται ως καινοτομία ή ως «ύποπτοι νεωτερισμοί», η «μυθολογία του νέου» συνιστά σημαντικό παράγοντα – πρόκειται για έναν όρο που περιγράφει πώς τα νέα (ή… νεότερα) Μέσα μπορούν να αναβιώσουν μια «παλιά δημοκρατία».
Ο αντίκτυπος των νέων Μέσων στο πολιτικό σκηνικό μπορεί να εντοπιστεί σε διάφορους τομείς: στη λειτουργία της διακυβέρνησης, στο πώς διεξάγονται οι εκλογές, στον βαθμό του κρατικού ελέγχου, στο πώς διατυπώνεται ο πολιτικός σχολιασμός, αλλά και στην ανάπτυξη περιεχομένου από πλευράς χρηστών.4 Υπήρξε ωστόσο τόσο μεγάλος που οδήγησε ακόμη και στο ερώτημα αν μπορεί το Διαδίκτυο να θεωρηθεί «επανάσταση». Πολλοί θεωρητικοί της επικοινωνίας το αντιμετώπισαν έτσι, με τον Ignacio Ramonet να κάνει αναφορά ακόμα και για «τρίτη βιομηχανική επανάσταση», υποστηρίζοντας ότι μια βιομηχανική επανάσταση δεν είναι απλά η ανάπτυξη μιας ακόμη τεχνολογίας, αλλά μια βασική αναταξινόμηση στην παραγωγή και την κατανάλωση. Παρότι το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολικό, υπογραμμίζει το γεγονός ότι το Διαδίκτυο δεν είχε μόνο τεχνολογικές επιπτώσεις, μα επέφερε πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές. Τοποθετούμενο βέβαια στην ιστορία των Μέσων, μπορεί να διαπιστωθεί ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ένα Μέσο έχει τέτοια επίδραση, μιας και η τηλεόραση και το ραδιόφωνο αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα. Όπως σημειώνει ο Kellner, οι Bertolt Brecht και Walter Benjamin εν έτει 1969 παρότρυναν τον πνευματικό κόσμο να αδράξει τις ευκαιρίες που πρόσφεραν οι νέες αυτές δυνάμεις παραγωγής, προκειμένου να τις επαναπροσδιορίσουν και να τις μετατρέψουν σε όργανα εκδημοκρατισμού της κοινωνίας. Kαι μπορεί ο ρυθμός εξέλιξης του Διαδικτύου να έδωσε τη λανθασμένη εντύπωση του «νέου», ωστόσο αυτό που το διαφοροποίησε σε σχέση με τα προηγούμενα Μέσα είναι ο βαθμός συμμετοχής ο οποίος ενέχει, που του προσέδωσε δημοκρατική προοπτική.
Σε αυτήν την προοπτική βάσισαν την επιχειρηματολογία τους οι τεχνο-αισιόδοξοι, που αναφέρονται κατά κύριο λόγο στους νέους τρόπους έκφρασης – όπως γράφει και ο Bruns, «η συμμετοχή των πολιτών έγινε ο καταλύτης για την άνθιση ενός ευρέως πολυδιάστατου διαλόγου»,8 λειτουργώντας ως απάντηση στην πολιτική απάθεια και την αποξένωση από το πολιτικό σύστημα. Με άλλα λόγια, υποστήριξαν πως ο Ιστός επιτάχυνε τον «εκδημοκρατισμό της πληροφορίας» (Information democratization) – ένας όρος που αναφέρεται στην ολοένα αυξανόμενη ανάμειξη των πολιτών στη δημιουργία, τη διάδοση, την προβολή αλλά και την επιμέλεια των πληροφορίων πολιτικής σημασίας. H εμφάνιση των social media μόνο ενισχυτικά λειτούργησε προς αυτήν την κατεύθυνση. Πλήθος ερευνών αναφέρονται στον ρόλο των blogs, της Wikipedia ως συλλογικής γνώσης, αλλά και των πλατφορμών κοινωνκής δικτύωσης ως μέσων που ενθαρρύνουν τη συμμετοχή και που αίρουν ως έναν βαθμό το ψηφιακό χάσμα (digital divide). Πέραν της συμμετοχής ωστόσο, άλλο ένα από τα βασικά επιχειρήματα των τεχνο-οπτιμιστών στηρίζεται στη λογική ότι μια υγιής δημοκρατία στηρίζεται σε καλά πληροφορημένους πολίτες και μετά βεβαιότητας το Διαδίκτυο μπορεί να συμβάλει τα μέγιστα σε αυτό. Η Σιαπέρα συμπληρώνει τους τρόπους με τους οποίους η εν λόγω ενισχυμένη προσφορά πληροφοριών, αλλά και η άρση των τειχών επικοινωνίας μεταξύ πολιτών και πολιτικών, διευκόλυναν τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, ενώ υπογραμμίζει το πώς οι ευκαιρίες ευρύτερης διαβούλευσης, οργάνωσης αλλά και κινητοποίησης σε ψηφιακά περιβάλλοντα ενίσχυσαν τις προσδοκίες για ανανέωση της δημοκρατίας.
Στην αντίπερα όχθη, οι τεχνο-απαισιόδοξοι θεώρησαν το κύμα ευφορίας υπερβολικό και αντιπαρέβαλαν σειρά παραγόντων που λειτουργούν αποτρεπτικά για τη δημοκρατική δυναμική των νέων Μέσων. Μερικά από αυτά είναι οι (κοινωνικοί και γεωγραφικοί) περιορισμοί στην πρόσβαση, η επικράτηση των ελίτ ακόμα και στις νέες αρένες διαλόγου, η ανωνυμία αλλά η διασπορά του κοινού στις διάφορες προσφερόμενες πλατφόρμες (fragmentation). Αν και η τελευταία παράμετρος θα μπορούσε να θεωρηθεί πως έχει και θετική έκφανση, καθώς προσφέρει τη δυνατότητα πολυεπίπεδης ενημέρωσης και συμμετοχής, οι λοιποί δείκτες υπογραμμίζουν έναν πολύ σημαντικό παράγοντα: το γεγονός ότι το Διαδίκτυο είναι ενσωματωμένο στο υπάρχον πολιτικό σύστημα, υπάγεται στους νόμους της αγοράς και δεν είναι απρόσβλητο από εμπορικούς στόχους. Η επιχειρηματολογία αυτή ενισχύεται αν λάβουμε υπόψη τις σχέσεις εξουσίας και ιεραρχίας που παραμένουν ως έχουν (σε μεγάλο βαθμό) και στα ψηφιακά περιβάλλοντα. Στο ίδιο μήκος κινείται και η άποψη του Resnick, που αναφέρεται στο «normalization of the Internet»: τα εκτός Ιστού συμφέροντα καθορίζουν τα εντός Ιστού, ενώ σε ό,τι αφορά τις πολιτικές διεργασίες, αυτές μπορούν να ειδωθούν μέσα από το πρίσμα της φράσης «politics as usual».
Ένα ακόμη σημαντικό επιχείρημα που προστίθεται στη φαρέτρα των τεχνο-πεσιμιστών είναι αυτό του Dahlgren, που σημειώνει πως η πολιτική χρήση του Ιστού, αλλά και των κοινωνικών Μέσων, είναι αμελητέα μπροστά στις άλλες χρήσεις του (όπως η κατανάλωση αγαθών, η διασκέδαση, η διασύνδεση κ.λπ.). Δύο ζητήματα αναδεικνύονται μέσα από αυτήν την πόλωση. Το ένα αφορά την τεχνολογία. Γεγονός είναι πως μεγάλη μερίδα μελετητών του ζητήματος δεν κατάφεραν να αποφύγουν την παγίδα του τεχνολογικού ντετερμινισμού – να προσδώσουν δηλαδή στην τεχνολογία πρωταρχικό ρόλο και να τη συνδέσουν άμεσα με την «επαναστατική» ρητορική που συνόδευσε το Διαδίκτυο άμα τη εμφανίσει του. Η απόδοση των ευσήμων για τη σύσταση της «κοινωνίας της πληροφορίας» στην τεχνολογική πρόοδο θα μπορούσε ωστόσο να θεωρηθεί υπεραπλούστευση – όπως σημειώνει και η Παπαχαρίση, δεν είναι η τεχνολογία αυτή καθαυτή μα ο διάλογος που τη συνοδεύει, καθώς και το πώς αυτή χρησιμοποιείται από τις εκάστοτε κοινωνίες. Για αυτόν τον λόγο προτείνει την αντιμετώπισή της ως «αρχιτεκτονικής» (architecture), με το σκεπτικό ότι η τεχνολογία είναι συνυφασμένη με τους ρυθμούς της καθημερινής ζωής και εξυπηρετεί μέχρι και το περιβάλλον στο οποίο το άτομο μπορεί να ενεργοποιηθεί πολιτικά.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά την έννοια της δημοκρατίας, ως όρου-κλειδί. Διαφορετικές κοινωνίες θέτουν διαφορετικές προκλήσεις για τη δημοκρατία κι έχουν διαφορετικές προσδοκίες από το πολίτευμα. Έτσι, συγκεκριμενοποιώντας το είδος της_ δημοκρατίας στο οποίο αναφερόμαστε όταν χρησιμοποιούμε τον όρο, μπορούμε σε δεύτερο επίπεδο να διαγνώσουμε τόσο τις κανονιστικές επιπτώσεις που έχει για τα νέα μέσα, όσο και το πώς τα μίντια επηρεάζουν την ύπαρξη και την άνθιση της. Όπως σημειώνει και η Fenton στο τελευταίο της βιβλίο Digital, Political, Radical, χρειάζεται να επιστρέψουμε στα βασικά αλλά καίρια ερωτήματα του «τι είναι πολιτική» και «πού μπορούμε να εντοπίσουμε τη δημοκρατία», για να μπορέσουμε να απαντήσουμε αρχικά στο «ποιες είναι οι συνθήκες που θα μας επιτρέψουν να ζούμε καλύτερα» και έπειτα στο πώς μπορεί να συνεισφέρει η δημοσιογραφία σε αυτό. Πηγαίνοντας τη συζήτηση ένα βήμα πιο πέρα, ο Steel υποστηρίζει πως, αναγνωρίζοντας τους περιορισμούς των σύγχρονων δημοκρατιών και επαναπροσδιορίζοντας τα χαρακτηριστικά τους, μπορούμε να επαναπροσδιορίσουμε και τον ρόλο της σύγχρονης δημοσιογραφίας.
Επιστρέφοντας στην παραπάνω πόλωση, θα μπορούσε να ειπωθεί πως οι τεχνο-αισιόδοξοι αναλώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στη δυνητική κατάσταση του Διαδικτύου – στο τι «θα μπορούσε να κάνει αν…». Σημαντικό μέρος της επιχειρηματολογίας τους συνδέεται είτε με την προοπτική που αυτό έχει, είτε με τη χρήση αντιθετικών προτάσεων που υπογραμμίζουν την ύπαρξη προϋποθέσεων. Από την άλλη, οι τεχνο-απαισιόδοξοι φαίνεται να παραβλέπουν εντελώς τον βαθμό στον οποίο το Διαδίκτυο επέφερε αλλαγές που εν πολλοίς είχαν και «επαναστατική» υφή. Θεωρώντας τις πολώσεις αναχρονιστικές, προτείνεται κατά συνέπεια μία τεχνο-κεντρική προσέγγιση, η οποία στηρίζεται σε δύο επιχειρήματα: (α) η συμμετοχή στον πολιτικό διάλογο στα ψηφιακά περιβάλλοντα θα είναι (κατά πάσα πιθανότητα) πάντοτε άνιση και θα προϋποθέτει την ύπαρξη ανοικτών, δημοκρατικών κοινωνιών, αλλά και πολιτικά κίνητρα. Και (β) η ανάμειξη στα πολιτικά δρώμενα δεν επαφίεται στην ανάπτυξη των τεχνολογιών, αλλά πρωτίστως στην ύπαρξη πολιτών που ενδιαφέρονται για την πολιτική κατάσταση.
Eίναι το Διαδίκτυο και εν συνεχεία τα κοινωνικά Μέσα αρωγός της δημοκρατίας ή εμπόδιο; Ίσως το ερώτημα θα έπρεπε να τεθεί αλλιώς – ίσως δεν είναι σημαντικό το πώς το Διαδίκτυο επιδρά στη δημοκρατία αλλά το τι δημοκρατία θέλουμε – και το πώς υφαίνουμε το κοινωνικό της περιτύλιγμα. Αντί επιλόγου, τα τρία σημεία που σημειώνει ο Coleman ότι δείχνουν το δρόμο για τον παραπέρα διάλογο: (α) το Διαδίκτυο δεν διαμορφώνει τη δημοκρατία – η δημοκρατία διαμορφώνεται από τις κοινωνίες και το πώς αυτές επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν τα εργαλεία που έχουν στη διάθεση τους, (β) το Διαδίκτυο ήρθε για να μείνει και γ) το Διαδίκτυο δεν είναι μια προ-διαμορφωμένη οντότητα, όπως δεν είναι και η δημοκρατία. Ίσως το να επαναπροσδιορίσουμε τη δημοκρατία που θέλουμε είναι σημαντικότερο από το να προσπαθήσουμε να συμβιβαστούμε με το γεγονός ότι ο Ιστός είναι σημείο των καιρών μας.
*Ερευνήτρια στο Τμήμα Δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Sheffield, με ειδίκευση στη Πολιτική Επικοινωνία