του Αντώνη Παπαγιαννίδη
Η αντικινεζική στροφή της Δύσης
Η διστακτικότητα/επιφυλακτικότητα της Δύσης απέναντι στην ανάδυση της Κίνας, η οποία από βασικός οικονομικός παίκτης εξελίσσεται με επιταχυνόμενο ρυθμό και σε κεντρικό γεωπολιτικό συντελεστή ενός ΜΗ-μονοπολικού κόσμου, μεταστρέφεται σε σχεδόν επιθετική αντι-κινεζική στάση.
Προς στιγμή, η ωμότητα της στάσης των ΗΠΑ – αρκεί να θυμηθεί κανείς την προθυμία με την οποία ο Ντόναλντ Τραμπ αποκαλούσε “the Chinese virus” τον SARS-CoV-2 στα αρχικά στάδια της (τραυματιστικής για όλους) διαδρομής του – υπήρχε η αίσθηση ότι θα περνούσε σε πιο συγκρατημένες τοποθετήσεις στην εποχή Μπάϊντεν. Πέραν τούτου, «η Δύση» περιλαμβάνει πέραν των ΗΠΑ τουλάχιστον και την Ευρώπη/ΕΕ, πράγμα που σε μια φάση ανάκτησης της σημασίας της πολυμερούς προσέγγισης – πάλι επί Μπάϊντεν – είχε την σημασία του.
Δεν έλλειπαν, πάντως, πρόδρομα σημάδια των όσων ακολούθησαν, για να φτάσουμε στην συμφωνία AUKUS του Σεπτεμβρίου 2021 (ΗΠΑ – Βρετανίας – Αυστραλίας) με την σαφή προσέγγιση ανάσχεσης/containment της Κίνας. Πράγματι, ήδη τον Δεκέμβριο του 2020, ο Jake Sullivan – Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας της τότε επερχόμενης Κυβέρνησης Μπάϊντεν – είχε εκφράσει την απογοήτευση του νέου σχηματισμού εξουσίας στην Ουάσιγκτων για την τότε απόφαση της ΕΕ/των Κρατών μελών της να προχωρήσουν Συνεκτική Συμφωνία για τις Επενδύσεις με την Κίνα (που εκινείτο σε μια λογική «εταίρου συνεργασίας».
Οπότε, όταν δέκα μήνες αμφότερα προχώρησε η ανακοίνωση της ΕΕ για την Στρατηγική Ινδικού/Ειρηνικού (που περιελήφθη στην υπό δημιουργία «Στρατηγική Πυξίδα» της ΕΕ, η οποία θεωρείται ότι δίνει την στρατηγική ματιά της ΕΕ στα θέματα ασφαλείας και άμυνας σε 5ετή/10ετή ορίζοντα), δεν ήρθε ως έκπληξη το ότι η Κίνα περισσότερο προσεγγίσθηκε ως απειλή/threat ή πάντως «στρατηγικός αντίπαλος», με την συνεργασία/partnership QUAD/Τετραμερή ΗΠΑ-Ιαπωνίας-Ινδίας-Αυστραλίας να προεικάζει ήδη από το 2017 την εμφάνιση της AUKUS «απέναντι» στην Κίνα. (Εδώ μάλιστα είναι χρήσιμο να πάει κανείς πίσω στο 2007, όταν είχε ξεκινήσει η πρώτη εκδοχή του QUAD, τότε με πρωτοβουλία του Ιάπωνα Πρωθυπουργού Σίντζο Άμπε και την σαφή επίνευση του Αμερικανού Αντιπροέδρου Ντίκ Τσένεϋ: το σχήμα είχε ατονήσει όταν η Αυστραλία αποστασιοποιήθηκε, ιδιαίτερα διαφωνώντας με τις στρατιωτικές ασκήσεις Malabar, που είχαν κάνει το Πεκίνο να χαρακτηρίσει το QUAD «Ασιατικό ΝΑΤΟ»).
Το ευθέως οικονομικό φόντο στο γεωπολιτικό σκηνικό έντασης
Στο γεωπολιτικό σκηνικό έντασης, με σημείο αιχμής την κατάσταση στην Νότια Σινική Θάλασσα και την εκεί προβολή ισχύος της Κίνας, δεν παύει να υπάρχει ως φόντο και η αυξανόμενη οικονομική αντιπαλότητα που αποτελεί «μετάβαση» της κάθετης ανόδου της Κίνας στον οικονομικό αλλά και τεχνολογικό τομέα. Έτσι, η ίδια η συμφωνία AUKUS – η οποία συντάραξε την ΕΕ καθώς προέκυψε/αναδύθηκε (περίπου κυριολεκτικά) με την συμφωνία για προμήθεια αμερικανικών πυρηνικών υποβρυχίων στην Αυστραλία, αντί των γαλλικών (συμφωνία ύψους (56 δις δολαρίων) – περιέλαβε δίπλα στην κυρίως στρατιωτική συνεργασία (σε επαφή και με την ανταλλαγή πληροφοριών, με πρόσθετη συμμετοχή Νέας Ζηλανδίας και Καναδά – «Five Eyes») τομείς όπως η κυβερνοασφάλεια, οι επικοινωνίες ή και η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης. Τομείς στους οποίους η κινεζική παρουσία εμφανίζεται όλο και πιο αποτελεσματική: η πολύκροτη υπόθεση Huawei/5G είναι χαρακτηριστική.
Προσγειώνοντας τη συζήτηση σε πιο καθαρά οικονομικά μεγέθη, το γεγονός ότι η κινεζική οικονομία από τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη παγκοσμίως σε όρους ΑΕΠ, ταχύτατα μειώνοντας την απόστασή της από την αμερικανική (υπολογισμοί σε βάση ΡΡΡ/ισοτιμίας αγοραστικής αξίας την θεωρούσαν ήδη πρώτη, με προβλέψεις να ισοφαρίζει την αμερικανική μέχρι το 2028 ή το 2035: όλα αυτά είναι βεβαίως αμφιλεγόμενα μετά την κρίση του κορωνοϊού αλλά και τον πρόσφατο κλονισμό της κινεζικής αγοράς ακινήτων) έχει ασκήσει μια αυξανόμενη αίσθηση στη διεθνή συζήτηση.
Παράλληλα με αυτό, κραδασμούς έχει φέρει μετά από αρχική θετική υποδοχή το υπό εξέλιξιν πρόγραμμα στρατηγικής ανάπτυξης υποδομών One Belt/One Road ή Belt and Road Initiative/Δρόμος του Μεταξιού (που έχει συμπεριληφθεί ήδη από το 2017 στο ίδιο το Σύνταγμα της Κίνας…) το οποίο εμπλέκει άνω των 100 χωρών για κατασκευή (με κινεζική χρηματοδότηση) έργων υποδομής και πλατφορμών εμπορίας, μιας τάξεως μεγέθους 900 δισ. δολαρίων σε ορίζοντα 10ετίας, σε περιοχές από την Νότια/ΝοτιοΑνατολική Ασία και μέχρι την Ευρώπη. Με πρόσθετη αιχμή την εκτεταμένη δημιουργία σχεδίων ανάπτυξης αγροτικών γαιών και/ή εκμετάλλευσης ορυκτού πλούτου στην αφρικανική ήπειρο.
Δεν είναι παράδοξο που το αμερικανικό Σχέδιο Build Back Better World το οποίο ανακοινώθηκε τον Οκτώβριο του 2021 από τη Διοίκηση Μπάϊντεν, με τις χώρες του G-7 να καλούνται να συμμετάσχουν, προβλήθηκε ευθέως ως αντίπαλον δέος στο ΟΒΟR/BRI, με μια λογική περισσότερο financial engineering να επιχειρεί να αντισταθμίσει την κινεζική αναφορά σε μεγέθη χρηματοδοτήσεων. Άλλωστε, κάποιες εβδομάδες νωρίτερα, και η ΕΕ είχε την πρωτοβουλία να αναγγείλει δια δηλώσεων φον ντερ Λάϊεν δικό της πρόγραμμα Global Gateway/ Παγκόσμιας Πύλης, για την συντονισμένη δημιουργία υποδομών στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Και εδώ, η στόχευση ανάσχεσης της οικονομικής παρουσίας του Πεκίνου είναι καταφανής…
…Όπως καταφανής είναι και η διάσταση «επιθετικής άμυνας» που διαμορφώνεται στα πλαίσια του δικαιϊκού συστήματος της ΕΕ και Κρατών μελών της, σε μια λογική αποθάρρυνσης της απόκτησης συμμετοχών (και δη ελέγχου) σε Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις τεχνολογιών αιχμής, ή πάλιν σημαντικών υποδομών (όπως μεταφορών και λειτουργίας δικτύων) από κινεζικά κεφάλαια. Η όλη δημιουργία ευρωπαϊκού πλέγματος προληπτικού ελέγχου των «στρατηγικών συμμετοχών» στην λογική αυτή εντάσσεται.
Ο ρόλος των αναπαραστάσεων και των μήντια
Στη συνολική αυτή διαδικασία, οι αναπαραστάσεις και απεικονίσεις της Κίνας – ασφαλώς οι πολιτικές (να ξαναθυμίσουμε τον «Chinese virus» κατά Τραμπ), όμως ακόμη περισσότερο οι μηντιακές – έρχονται να διεκδικήσουν καθοδηγητικό ρόλο. Και εκεί όπου, για παράδειγμα, πρωτοβουλίες όπως των Ινστιτούτων «Κομφούκιος» ή εκδοτικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων/εκμάθησης της κινεζικής γλώσσας καταλάμβαναν αυξανόμενο μέρος του φαντασιακού, πιο πρόσφατα η ανάδειξη των θεμάτων ανθρώπινων δικαιωμάτων και καταπάτησής τους στην Κίνα διεκδικεί όλο και μεγαλύτερο φάσμα στην επικαιρότητα. Συνέβαλαν σε αυτό, ασφαλώς, οι πρωτοβουλίες καταστολής στο Χονγκ Κόνγκ. Ιδιαίτερα όμως η υπόθεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της συστηματικής καταστολής της (τουρκογενούς) εθνοτικής ομάδας των Ουιγούρων στην κινεζική επαρχία του Σινκιάνγκ και στο γειτονικό Χουνάν. Η τελευταία αυτή υπόθεση έχει αποκτήσει τον χαρακτήρα λάιτ-μοτίβ στην κάλυψη των κινεζικών πραγμάτων από τα Δυτικά Μέσα Ενημέρωσης.
Το γεγονός ότι και το δυσάρεστα ανασφαλές καθεστώς του Χονγκ Κονγκ ήταν εδώ και ικανό χρονικό διάστημα γνωστό, κυρίως όμως ότι η στάση του Πεκίνου έναντι των Ουιγούρων πηγαίνει πίσω δεκαετίες, αλλά αμφότερα τα θέματα εγκαταστάθηκαν στο μηντιακό προσκήνιο με τρόπο που θυμίζει για παράδειγμα την καταγραφή του φαινομένου των γκουλάγκ στην εκλιπούσα Σοβιετική Ένωση, παρουσιάζει ενδιαφέρον. Η αίσθηση δημιουργίας «νέου εχθρού» είναι εμφανώς παρούσα, εδώ.
(Βέβαια, επειδή η ιστορία έχει τον δικό της βηματισμό, στην εντελώς τελευταία στροφή των πραγμάτων η αναβίωση της ψυχροπολεμικής λογικής στις σχέσεις ΗΠΑ/ΝΑΤΟ – Ρωσίας έφερε περισπασμό στην εμμονή της Δύσης με την Κίνα…).
Τι σημαίνει το αντικινεζικό μέτωπο για την Ελλάδα;
Μολονότι και σε απόλυτα μεγέθη η παρουσία της Κίνας στην Ελλάδα είναι συγκριτικά περιορισμένη, αλλά και ποσοστιαία οι οικονομικές σχέσεις είναι συγκρατημένες (τα 4,5 δις συνολικού ελληνοκινεζικού εμπορίου, το 2020, δεν ξεπερνούσαν το 5% του συνολικού εμπορίου της Ελλάδας. ούτε σταγόνα στην ωκεανό του κινεζικού…) – παρά και την προσέλευση της Ελλάδας στην Πρωτοβουλία «17+1» και τις κατά καιρούς πολιτικές αναβαθμίσεις προθέσεων, η κατεύθυνση των ελληνοκινεζικών σχέσεων δεν έχει πάψει να δημιουργεί ερωτηματικά. Αν μη τι άλλο, στους Ευρωπαίους εταίρους.
Ασφαλώς αιχμή του δόρατος των διερωτήσεων αποτελεί η παρουσία/beachhead της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά και η ανάπτυξη της παρουσίας αυτής – κι ας μην προχώρησε, όπως είχε διαφανεί, ούτε σε κατεύθυνση σημαντικής ενδιάμεσης μεταποίησης των εδώ εισαγομένων, ούτε σε βαρύτερη διάσταση logistics μέσω σιδηροδρομικής διασύνδεσης με Κεντρική Ευρώπη. Οι προηγηθείσες ούτως ή άλλως ναυπηγήσεις του ελληνικού εφοπλισμού στην Κίνα, περισσότερο επηρέασαν χώρες ναυπήγησης όπως η Νότια Κορέα ή η Ιαπωνία – καθώς ούτε οι όροι χρηματοδότησης από κινεζικές τράπεζες κατόρθωσαν να γείρουν την πλάστιγγα κόστους/ποιότητας κατασκευής στις ναυπηγήσεις. Όσο για τις προσδοκίες παρουσίας κινεζικών κατασκευαστικών ή/και φορέων υποδομών, η συμμετοχή της State Grid (με 24%) στον ΑΔΜΗΕ έμεινε μοναχική περίπτωση (η China State Construction Engineering Co τελικά δεν προσήλθε για το Αεροδρόμιο στο Καστέλι της Κρήτης). Περισσότερο, πέρα από το καθαυτό εμπόριο, έμεινε το – πάντα ιδιαίτερο – τουριστικό προϊόν σε εξέλιξη…
Μολαταύτα, και με κορυφή την περίπτωση Cosco/Πειραιά, διαδοχικές Ελληνικές Κυβερνήσεις βρέθηκαν υπό την πίεση ευρωπαϊκών ιδίως κύκλων, να ελέγξουν την επενδυτική διείσδυση της Κίνας στην Ελλάδα. Όπου το επιχείρημα ότι στο διάστημα 2010-18 (τουλάχιστον) η βίαιη προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας απαιτούσε επενδυτικούς πόρους που – περίπτωση Cosco – η Κίνα προσέφερε, ενώ άλλοι παίκτες ΕΕ όχι (με εξαίρεση της γερμανικής Fraport για τα περιφερειακά αεροδρόμια) ήρκεσε για να σιγασθούν οι αιτιάσεις. Όχι όμως και για να «σβήσουν» εντελώς οι διπλωματικές πιέσεις.
Και μένει ένα τελικό, πάντως ενδιάμεσο ερώτημα: είναι αμυντική ή επιθετική η αντικινεζική στροφή της Δύσης; Θα υποχωρήσει – διπλωματικά – η Κίνα μπροστά στον κλοιό της Δύσης; Και θα ακολουθήσουν οι ευρωπαϊκές ιδίως χώρες στην σύγκρουση, αν οι ΗΠΑ συνεχίσουν την αντιπαράθεση, για ανάσχεση/containment της Κίνας;