Σχεδόν έξι εκατομμύρια. Τόσοι περίπου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τους φίλους, τους συγγενείς, τα σπίτια και την πατρίδα τους: τη Συρία. Να εγκαταλείψουν τη ζωή τους με μόνο στόχο να τη σώσουν. Τώρα, πλανήτες και «γυμνοί». Homo sacer, δίχως εστία, δίχως δικαιώματα, δίχως αξιοπρέπεια. Αριθμοί, σώματα, σκιές.
Το βιβλίο της Τζανίν Ντι Τζιοβάνι Το πρωί που ήρθαν να μας πάρουν, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Δώμα», είναι η ιστορία τους. Είναι η μαρτυρία και το μαρτύριό τους.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΜΟΥΡΔΟΥΚΟΥΤΑ*
Απομαγνητοφώνηση: Άννα Γιαννιού, Μετάφραση: Χριστίνα Λιναρδάκη
Αν τα εξαιρετικά βιβλία χωρίζονται σε εκείνα που τα διαβάζεις χωρίς ανάσα και σε εκείνα που σου κόβουν την ανάσα, Το πρωί που ήρθαν να μας πάρουν είναι και τα δύο, ταυτόχρονα. Θέλεις να το διαβάσεις απνευστί, αλλά η ανάσα σου κόβεται.
Μιλήσαμε με την Τζανίν Ντι Τζιοβάνι στο Skype. Εκείνη στο σπίτι της στη Νέα Υόρκη. Κι εγώ στο δικό μου, στην Αθήνα. Ανάμεσα μας έξι εκατομμύρια περιπλανώμενες σκιές.
Β.Μ.: Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
J. di G.: Όταν το ξεκίνησα, εργαζόμουν στη Συρία. Παρακολουθούσα τις εξελίξεις. Έβλεπα αυτό που ξεκινούσε να συμβαίνει. Προαισθανόμουν τα όσα θα ακολουθούσαν. Σε αντίθεση με ένα ή πολλά άρθρα, το βιβλίο σού επιτρέπει να κατανοήσεις μία κατάσταση. Σε βοηθά να μπεις βαθιά μέσα στη ζωή των χαρακτήρων σου. Ένιωσα τότε, εκεί, ότι αυτός ήταν ο καταλληλότερος τρόπος. Ήταν ο πλέον πρόσφορος τρόπος να αφηγηθώ την ιστορία του απίστευτου πόνου στη Συρία.
Β.Μ.: Γιατί αυτός ο τίτλος;
J. di G.: Οι περισσότεροι απ’ όσους συνάντησα, που είχαν μπει στη φυλακή, συνήθως έρχονταν και τους έπαιρναν το πρωί. Πολύ πρωί. Στον ύπνο. Είναι μια τακτική σκόπιμη. Είναι ένας τρόπος να τους αποπροσανατολίσουν. Μου το ανέφεραν οι ίδιοι κάθε φορά που ξεκινούσαμε να μιλάμε για όσα τους συνέβησαν. Μου έλεγαν: «το πρωί που ήρθαν για μένα…». Κι ήταν τόσοι πολλοί. Αυτό το πρωί ήταν για όλους τους ένα τραγικό όριο. Ήταν λες και υπήρχαν δυο ζωές: η πρώτη, πριν από εκείνο το πρωινό και η δεύτερη, μετά.
Β.Μ.: Θα καταφέρουν ποτέ να επιστρέψουν στην πρώτη εκείνη ζωή που έχασαν;
J. di G.: Όταν η ζωή σου έχει γίνει χιλιάδες κομμάτια, μοιάζει ακατόρθωτο. Όταν σε έχουν βασανίσει ή βιάσει ή φυλακίσει για χρόνια, ενώ είσαι αθώος, πώς μπορείς πια να εμπιστευθείς τους άλλους ανθρώπους; Είναι οι συνάνθρωποί σου που σου το έκαναν αυτό. Και στην περίπτωση της Συρίας, της Βοσνίας, ή όποιας άλλης εμπόλεμης περιοχής όπου εργάστηκα, είναι ο γείτονάς σου.
Β.Μ: Έχετε ζήσει πολεμικές συρράξεις, μπορεί κάποιος να βρει ανθρωπιά σε τόσο βάναυσες και δύσκολες και βάρβαρες καταστάσεις;
J. di G.: Υπάρχουν πάντα άνθρωποι που σε εκπλήσσουν. Απίστευτοι άνθρωποι. Ηρωικοί. Σε συναρπάζει το πώς καταφέρνουν να υψωθούν πάνω από την κτηνωδία. Το πώς κατορθώνουν να γίνουν οι καλύτεροί τους εαυτοί. Και δεν εννοώ μόνο εκείνους που είναι η αποστολή τους να σώζουν τους αμάχους. Εννοώ τους απλούς ανθρώπους, τις μητέρες που πασχίζουν να κρατήσουν τις οικογένειες τους ενωμένες ή εκείνους που απλά καταφέρνουν με κάποιον τρόπο να μην χάσουν τα λογικά τους, να μην παραδοθούν στην παράνοια που τους πολιορκεί.
Β.Μ.: Μήπως η αραβική άνοιξη ήταν τελικά ο πρόλογος σε έναν μακρύ και φρικτό χειμώνα;
J. di G.: Δεν το πιστεύω αυτό. Δεν πιστεύω ότι η αραβική άνοιξη ήταν αποτυχία. Πιστεύω ειλικρινά ότι, πρώτα απ’ όλα, ήταν εξαιρετικό που είδαμε ανθρώπους, κυρίως νέους, να ξεσηκώνονται και να διαδηλώνουν ενάντια στις κυβερνήσεις τους. Και μάλιστα κυβερνήσεις δικτατορικές, βάναυσες. Και είδαμε έναν-έναν, τον Μπεν Άλι στην Τυνησία, τον Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, τον Καντάφι στη Λιβύη, να «πέφτουν» από ανθρώπους που συναθροίζονταν διαδικτυακά, που οργάνωναν τη δράση τους αξιοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είδαμε δηλαδή, τρανούς και φοβερούς δικτάτορες να «πέφτουν» με μηνύματα στο Facebook. Είναι εκπληκτικά.
Β.Μ.: Θα κατορθώσουν να αποκτήσουν και τη Δημοκρατία;
J. di G.: Φοβάμαι ότι, εάν αυτό που επιθυμούν είναι μία δημοκρατία όπως αυτή που έχουν οι Αμερικανοί, θα είναι δύσκολο. Δεν μπορεί κάθε πολιτισμός να προσαρμοστεί στο είδος του συστήματος που έχουν κάποιοι άλλοι. Να εξηγηθώ. Στην Αμερική, ακόμη και σήμερα, μπορώ να γράψω στη New York Times ή την Washington Post και να πω ότι δεν μας αρέσει ο Πρόεδρός μας. Μπορώ να το κάνω και δεν πρόκειται να με βάλουν στη φυλακή γι’ αυτό. Στη Συρία ή στην Αίγυπτο, αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει σταθερούς και ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς. Χώρες όπως η Λιβύη ή η Συρία δεν διαθέτουν αυτούς τους θεσμούς. Δεν λέω λοιπόν ότι αυτό που είναι σωστό για τη Δύση είναι σωστό για όλους. Λέω απλώς ότι θα χρειαστεί χρόνος για να ανεγερθεί το καινούργιο, οι όποιοι δημοκρατικοί θεσμοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αραβική άνοιξη ήταν αποτυχία.
Β.Μ.: Συχνά περιγράφετε τη δουλειά σας όχι τόσο ως δημοσιογράφου όσο ως υποστηρικτή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γιατί;
J. di G.: Ίσως επειδή προτιμώ να πω την ιστορία κάποιων ανθρώπων, μια ιστορία συνήθως τρομακτική, βάναυση και οδυνηρή, επειδή εκείνοι δεν μπορούν να την πουν. Αυτή είναι για μένα η αξία σε ό,τι κάνω. Γι’ αυτό λοιπόν περιγράφω με αυτόν τον τρόπο τη δουλειά μου.
Β.Μ.: Υπάρχει πολύς πόνος στο βιβλίο σας. Πόνος που τον είδατε, τον αισθανθήκατε, τον ζήσατε από κοντά. Πώς αντέχετε όλον αυτό τον πόνο;
J. di G.: Είναι πραγματικά δύσκολο να βλέπεις ένα άλλο ανθρώπινο ον να υποφέρει, ιδίως όταν πρόκειται για παιδί. Τα παιδιά, ακόμη και στις εμπόλεμες ζώνες, έχουν ένα είδος αθωότητας που σου ραγίζει την καρδιά. Θυμάμαι ακόμη εκείνο το παιδί στο Χαλέπι. Το θυμάμαι μέσα στο κρύο να φοράει σανδάλια και κάλτσες στα χέρια, επειδή δεν είχε γάντια, ή ανθρώπους που δεν τους έφτανε το φαγητό. Δεν νομίζω ότι υπερβαίνω ή βάζω στην άκρη τον πόνο. Ο πόνος είναι εκεί και εγώ είμαι μια συγγραφέας. Και είμαι πολύ τυχερή που μπορώ να γράψω για όλο αυτό, γιατί είναι κάπως σαν ηρεμιστικό. Γράφοντας, ίσως καταφέρω αυτός ο πόνος που βλέπω να περιοριστεί.
Η αλήθεια είναι ότι έχω υποφέρει πολύ. Υπήρξαν περίοδοι που είχα βαθιά κατάθλιψη, όπως όλοι, νομίζω. Πιστεύω όμως ότι διαθέτω αντοχή. Έχω τη δυνατότητα να μαζεύω τα κομμάτια μου και να προχωράω. Είναι δώρο. Δώρο θεού.
Β.Μ.: Πάντα θα υπάρχουν πόλεμοι. Υπάρχει τρόπος να γίνουν λιγότερο βίαιοι και βάναυσοι ή λιγότερο βάρβαροι;
J. di G.: Όσο υπάρχει η απληστία, και η διαφθορά και το χρήμα στη ρίζα των κυβερνήσεων και των ατόμων, θα υπάρχουν πόλεμοι. Οι άνθρωποι πάντοτε θα έχουν ατελείωτες φιλονικίες για τα όρια, τα εδάφη, τα σύνορα. Θα υπάρχουν πάντα προδοσίες και τρόποι οι μεν να κατηγορήσουν τους δε.
Το γεγονός όμως είναι ότι εντέλει ο πόλεμος συνιστά επιλογή. Το αν, στο τέλος της ημέρας, θα πάρεις ένα όπλο και θα πολεμήσεις, αυτό είναι επιλογή. Μπορεί να πολεμάς για την πατρίδα σου, μπορεί να πολεμάς για να προστατεύσεις την οικογένειά σου, για ό,τι κι αν πολεμάς, έχεις επιλέξει να το κάνεις.
Έως λοιπόν τη στιγμή που θα αποκτήσουμε λιγότερα όπλα και έως την ώρα που θα μειωθούν εκείνοι που προσφέρουν τα όπλα ή τα χρήματα γι’ αυτά, θα συνεχίσουμε να έχουμε πολέμους. Αυτή είναι η φρικτή, κυνική απάντηση.
*Ο Βασίλης Περικλής Μουρδουκούτας είναι διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας (PhD ΕΚΠΑ, ΜΑ University of York), διδάσκει στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και είναι σύμβουλος επικοινωνίας στην V+Ο Greece.