Της Ζηνοβίας Σαπουνά
Διανύοντας την 11η ημέρα αποκλεισμού στο σπίτι, στο πλαίσιο των μέτρων περιορισμού λόγω του κορονοϊού, μία ατάκα του 11χρονου γιου μου, την πέμπτη μόλις ημέρα της καραντίνας μας, μου τριβελίζει διαρκώς το μυαλό.
«Μαμά, λες όταν ξαναβγώ από το σπίτι να έχω πια μούσια;», μου είπε το παιδί μου χαμογελώντας κι αθώα-αθώα (ίσως όχι τόσο, όσο νομίζω), με εμένα να γελάω αρχικά και να προβληματίζομαι την αμέσως επόμενη στιγμή, σκεπτόμενη όλα όσα είχαν συμβεί έως εκείνη την ώρα και όλα όσα ήρθαν σαν κύμα καταπάνω μας τις επόμενες ημέρες της νέας κατάστασης.
Η νέα κατάσταση. Η δύσκολη νέα κατάσταση, λοιπόν.
Η εργασία γίνεται πλέον από το σπίτι. Μέσω τηλεδιασκέψεων.
Τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο γίνονται κι αυτά πλέον από το σπίτι. Μέσω τηλεδιασκέψεων.
Οι κοινωνικές σχέσεις γίνονται κι αυτές ηλεκτρονικά.
Η ζωή μας κινείται γύρω από τον υπολογιστή.
Μέσα σε 11 ημέρες η ζωή μας περιορίστηκε σε κάποια τετραγωνικά μέτρα, ενώ οι ανάγκες μας, οι κοινωνικές ανάγκες μας, αυτές που συνθέτουν κοινωνία, που συνθέτουν το «μαζί», που συνθέτουν την «πόλη», αυτές τις οποίες περιέγραψε ο Αριστοτέλης ορίζοντας τον «άνθρωπο» με το «φύσει πολιτικό ον», έγιναν ανύπαρκτες.
Από το homo sapiens περνάμε στο homo computatrum domus.
Από την πόλη και την αγορά, από τον δημόσιο χώρο, περνάμε στην κατ’ ανάγκην ιδιωτεία. Από το συλλογικό σώμα περνάμε στο ατομικό σώμα.
Η «φυσική πραγματικότητα» της πόλης, η μοίρα μας να βρισκόμαστε «εν σχέσει προς το όλον» και τον άλλο, περιορίζεται και καταργείται, με την τραγική και επικίνδυνη δαμόκλειο σπάθη του κορωνοϊού πάνω από τα κεφάλια μας.
Και τώρα τι;
Ποια πραγματικότητα πάει να παγιωθεί και τι είδους μέλλον μας περιμένει;
Τι διάσταση παίρνει το «όταν ξαναβγώ από το σπίτι» και πόση βαρύτητα έχει το «λες να έχω πια μούσια;».
Ποια εσωτερικά έντονη ανάγκη οδηγεί ένα παιδί αυτής της ηλικίας σε αυτόν τον προβληματισμό;
Αλήθεια, αυτός ο προβληματισμός δεν είναι η κυρίαρχη σκέψη, με άλλες λέξεις, και στο μυαλό ενός ενήλικα;
Πότε θα αποκτήσουμε πάλι κοινωνικότητα και πώς θα ορίζεται τότε η κοινή μας ζωή;
Τι ανατροπές γίνονται και θα γίνουν σε αυτά που θεωρούσαμε δεδομένα στις εργασιακές σχέσεις, στην εκπαίδευση, στην υγεία κ.λπ.;
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές καταρρέουν. Εκεί που οι ηγεσίες – τουλάχιστον οι περισσότερες ευρωπαϊκές και σίγουρα η ελληνική που εξελέγη τον Ιούλιο του 2019 – στόχευαν στην πλήρη ιδιωτικοποίηση των πάντων, τώρα ανακρούουν πρύμναν και στηρίζουν τα δημόσια νοσοκομεία και τους γιατρούς που εργάζονται σκληρά σε αυτά.
Τι θα γίνει όμως όταν περάσει ο ιός; Τι θα αφήσει πίσω του;
Ποιες πολιτικές θα ακολουθηθούν;
Άραγε οι κοινωνίες, μετά από το ζοφερό παρόν που βιώνουμε, θα δρομολογήσουμε καλύτερες μέρες ή θα πορευτούμε στο πλαίσιο της «πειθαρχίας» στο οποίο καλούμαστε (και ορθώς, καθώς πρόκειται για τη δημόσια και ατομική υγεία μας) να λειτουργήσουμε σήμερα;
Στο Επιτήρηση και Τιμωρία ο Μισέλ Φουκώ περιγράφει το άτομο ως παράγωγο της «πειθαρχίας» που προκύπτει μέσα από το δίπολο εξουσία και γνώση. Τι θέλω να πω με αυτό;
Αυτές τις μέρες, γίναμε θιασώτες κάποιων, λίγων, συμπολιτών μας οι οποίοι παρά τις συστάσεις για περιορισμό της κυκλοφορίας, βγήκαν στους δρόμους και συνέχιζαν να κάνουν ό,τι έκαναν πριν από την πανδημία, χωρίς μέτρα προφύλαξης και χωρίς σεβασμό στο κοινωνικό σύνολο που παραμένει στα σπίτια του.
Ταυτόχρονα, διαβάσαμε, είδαμε και ακούσαμε μια είδηση που αποδείχθηκε παραπληροφόρηση, η οποία έλεγε ότι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας σχημάτισαν ουρές στα διόδια για να φύγουν από την Αθήνα και να κατευθυνθούν στα χωριά τους, «είδηση» που διαμόρφωσε ένα αρνητικό κλίμα ότι δήθεν οι πολίτες είναι συλλήβδην ανεύθυνοι άρα μοναδικοί υπεύθυνοι για τη διασπορά του ιού, χωρίς ταυτόχρονα να γίνεται καμία αναφορά στις ευθύνες που έχει η οργανωμένη πολιτεία, η κυβέρνηση, έναντι των πολιτών για να τους προστατέψει από τον ιό είτε μέσω του συστήματος υγείας, είτε μέσω των έγκαιρων μέτρων που όφειλε να λάβει. Ούτε λίγο ούτε πολύ δηλαδή, παρουσιάστηκε η εικόνα μιας «ανήλικης» κοινωνίας η οποία χρειάζεται πάντα έναν μπαμπούλα «πατέρα» για να της λέει τι θα κάνει. Οπότε, όταν ομιλεί ο «πατέρας», η «ανήλικη» κοινωνία πρέπει να πειθαρχεί.
Έτσι, όταν ο «πατέρας» αποφάσισε καθολική απαγόρευση της κυκλοφορίας, η «ανήλικη» κοινωνία πειθάρχησε, καθώς κάποιος της έβαλε όρια υπό τη θανάσιμη απειλή του κορονοϊού.
Άραγε, πώς θα χρησιμοποιηθεί ο κορονοϊός όταν πια δεν θα υπάρχει και τι είδους «πειθαρχίες» θα ζητηθούν τότε;
Ας ξαναβγούμε με το καλό από τα σπίτια «χωρίς μούσια» και θα απαντήσουμε…