Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα του εβδομαδιαίου ενημερωτικού δελτίου Tow Center.
Σε μία από τις πιο ταραχώδεις περιόδους στην εγχώρια πολιτική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί βρίσκονται αντιμέτωποι με καίρια ζητήματα τόσο αναφορικά με τις εσωτερικές πρακτικές που ακολουθούν, όσο και για τον ρόλο τους σε έναν ολοένα μεταβαλλόμενο κόσμο. Στις 3 Ιουνίου, ο Τζέιμς Μπένετ, επικεφαλής αρχισυντάκτης των σελίδων αρθρογραφίας των New York Times, παραιτήθηκε εξαιτίας ενός εμπρηστικού άρθρου (op-ed) του ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Τομ Κότον υπό τον αρχικό τίτλο «Στείλτε τον στρατό». Αρχικά, ο Μπένετ υπερασπίστηκε τη στήλη, το περιεχόμενο της οποίας, αργότερα, παραδέχτηκε πως δεν είχε διαβάσει. Ωστόσο, η δήλωση των Times πως το εν λόγω δημοσίευμα δεν ανταποκρίνεται στα εκδοτικά του στάνταρ, καθώς και η πρόδηλη στροφή 180 μοιρών, εις επίρρωση, από τον εκδότη, Άρθουρ Γκρεγκ Σουλτσμπέργκερ, οδήγησε στη μοιραία αποχώρηση του Μπένετ.
Με παρόμοια αφορμή, στις 6 Ιουνίου ο Σταν Βισνόφσκι, αρχισυντάκτης της εφημερίδας The Philadelphia Inquirer, δηλώνει την παραίτησή του έπειτα από τη δημοσίευση άρθρου με τίτλο «Buildings Matter, Too» («τα κτήρια έχουν κι αυτά σημασία»), το οποίο οδήγησε αρκετούς από τους εργαζόμενους σε συμβολική αποχώρηση από το χώρο εργασίας, καθώς διατύπωνε μια προσβλητική ισοδυναμία μεταξύ των υλικών ζημιών που προκλήθηκαν στα κτήρια από την κοινωνική αναταραχή και των θανάτων Αφρικανοαμερικανών πολιτών από το χέρι βάναυσων αστυνομικών.
Ο αρθρογράφος των New York Times, Μπεν Σμιθ, συγκέντρωσε τα σχετικά ζητήματα στην εφημερίδα του, μαζί με εκείνα διαφόρων άλλων συντακτικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένης της Washington Post (WP), υποδεικνύοντας τις δημογραφικές αλλαγές που με αργούς ρυθμούς λαμβάνουν χώρα στις αίθουσες σύνταξης ως βασική αιτία της αυξανόμενης εσωτερικής πίεσης για μεταρρυθμίσεις στους κανόνες και τα πρότυπα της δημοσιογραφικής λειτουργίας. Ο Σμιθ αναφέρθηκε σε ένα εσωτερικό έγγραφο της WP, το οποίο ανασκοπούσε τις πρακτικές για τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης στην εφημερίδα. Υπό τον ελαφρώς πεζό τίτλο «Υποδείξεις για χρήση των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην κάλυψη ειδήσεων εθνικής εμβέλειας», το έγγραφο παραθέτει μια σειρά από ζητήματα, γνωστά στην πλειοψηφία τους στις αίθουσες σύνταξης. Αρχισυντάκτες, εθισμένους στο να παραγγέλνουν κείμενα και να αντιδρούν στο Twitter προτού ρωτήσουν την άποψη του επιτελείου τους, ένα διττό σύστημα ελέγχου του λόγου στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης (άλλοι κανόνες ισχύουν για το παλαιό προσωπικό των λευκών ανδρών, κι άλλοι για το προσωπικό των νεαρότερων γυναικών και των λοιπών εθνικοτήτων), και μια ευρύτερη σύγχυση για το πώς και το γιατί κατ’ αρχάς, η Post χρησιμοποιεί τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στο εκτενές και αναλυτικότατο κείμενο, αποτέλεσμα συνεντεύξεων με δημοσιογράφους και αρχισυντάκτες του εσωτερικού ρεπορτάζ, υπάρχουν συστάσεις για πιο λεπτομερείς και σύγχρονους τρόπους διαχείρισης των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίοι θα περιλαμβάνουν τις προσωπικές θέσεις και οπτικές των εργαζομένων, οι οποίοι έχουν μεγαλύτερη εμπειρία στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Το έγγραφο της Post περιλαμβάνει πλήθος προτάσεων σχετικά με το πώς δημοσιογράφοι και αρχισυντάκτες οφείλουν να χρησιμοποιούν πλατφόρμες όπως το Twitter. Προσεγγίζει, όμως, πολύ συνοπτικά τον τρόπο με τον οποίο η παρουσία των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης θα πρέπει να αναμορφώσει τα παραγόμενα από την ίδια της Post:
- Χρειάζεται να αστυνομεύεται το αδιάλλακτο περιεχόμενο όχι μόνον στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στην αρθρογραφία. Αναλογιστείτε τις συνέπειες που μπορεί να έχει η προβολή στην κεντρική σελίδα αναλύσεων με απόλυτες απόψεις.
Μολονότι το Twitter διαθέτει μικρή βάση χρηστών συγκριτικά με άλλες πλατφόρμες —μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια όλο κι όλο, εν αντιθέσει με τους πάνω από δύο δισεκατομμύρια χρήστες του Facebook—παραμένει κεντρικό μέσο μετάδοσης για πολιτικούς, δημοσιογράφους και άλλες επίσημες πηγές, και επομένως ασκεί δυσανάλογη επιρροή και στο ενδιαφέρον των συντακτικών ομάδων, αλλά και στο τι καλύπτεται. Πρόκειται για μια πλατφόρμα η οποία ενσωματώνεται εύκολα και συχνά σε κάθε εκδοχή των ειδησεογραφικών Μέσων, συνεπώς η απήχησή του υπερβαίνει μακράν τον άμεσο αριθμό χρηστών του. Η χρήση του Twitter από τον πολυγραφότατο Πρόεδρο Τραμπ ανέδειξε απλώς την επιρροή της πλατφόρμας στις αμερικανικές αίθουσες Τύπου. Η επιθυμία πολλών δημοσιογράφων να σπαταλούν λιγότερο χρόνο στο Twitter ήρθε αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα πως η απουσία από την πλατφόρμα ενδέχεται να βλάπτει την επαγγελματική τους σταδιοδρομία.
Η σχέση ανάμεσα στη δημοσιογραφία και τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης χρήζει πλήρους αναθεώρησης, εκατέρωθεν. Μολονότι το προσωπικό των New York Times εξέφρασε την οργή και την απογοήτευση του για το γεγονός πως η εφημερίδα παρείχε ψηφιακή πλατφόρμα για εμπρηστικές απόψεις όπως του Κότον, σημασία έχει γιατί, εφόσον υπάρχουν τόσες άλλες διαθέσιμες πλατφόρμες, τα ειδησεογραφικά Μέσα υποχρεώνονται να παρέχουν το βήμα σε εν ενεργεία πολιτικούς χωρίς διαμεσολάβηση.
Όσοι εργάστηκαν στον χώρο της ενημέρωσης τις δεκαετίες 1990 και 2000, είναι εξοικειωμένοι με την επιχειρηματολογία πως η ευρύτητα των απόψεων στα άρθρα γνώμης που δημοσιεύονται επιδεικνύει την πλουραλιστική αντιμετώπιση πραγμάτων που ενισχύουν την ελευθερία του λόγου, και πως αυτές οι αρχές δεν πρέπει να αμβλύνονται από τις εξωγενείς πιέσεις μιας θορυβώδους πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, η άνοδος του Facebook, του Twitter, του YouTube και άλλων πλατφορμών, οι οποίες επιτρέπουν στους πολιτικούς να επικοινωνούν απευθείας με το ευρύ κοινό, καταστούν αναγκαία την αλλαγή του ρόλου της συντακτικής ομάδας. Κάποτε, οι New York Times θεωρούσαν αποδεκτή τη μετάδοση αποσπασμάτων από το βιβλίο Ο Αγών μου, προκειμένου να αναδείξουν τις προπαγανδιστικές μεθόδους του Αδόλφου Χίτλερ. Σε παρόμοια βάση, το 2004 η βρετανική εφημερίδα Guardian δημοσίευσε άρθρο του Οσάμα μπιν Λάντεν που καλούσε σε Τζιχάντ. Η έλλειψη εναλλακτικών διαύλων προς το κοινό επέτρεπε στους ειδησεογραφικούς οργανισμούς να δικαιολογήσουν την δημοσίευση κάθε αδιαμεσολάβητης ατζέντας, χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν την ευρύτερη επιρροή των άρθρων αλλά και την υποδηλούμενη επιδοκιμασία των εν λόγω απόψεων.
Εάν υπάρχει κάποιο όφελος για τη δημοσιογραφία από τη μετατόπιση του μηντιακού ελέγχου από τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς στις πλατφόρμες σε ρόλο «επόπτη» (gatekeeper), είναι πως οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί μπορούν με τον τρόπο αυτό να εκμεταλλευτούν τους πόρους τους με περισσότερη περίσκεψη. Οι επικλήσεις για τον περιορισμό των βίαιων ή προσβλητικών απόψεων στις σελίδες των άρθρων γνώμης απηχούν τις πρόσφατες συζητήσεις σχετικά με τις πολιτικές εποπτείας περιεχομένου στις εταιρείες Μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η εσωτερική πίεση στον ιδρυτή και ιδιοκτήτη του Facebook, Μαρκ Ζούκερμπεργκ όταν η πλατφόρμα δεν “κατέβασε” δήλωση του Προέδρου Τραμπ που υποκινούσε σε βία εναντίον των διαδηλωτών (ακόμη και μετά την παρέμβαση άλλων πλατφορμών, συμπεριλαμβανομένου και του Twitter, που τοποθέτησαν προειδοποίηση για το περιεχόμενο των δημοσιεύσεων) επιδεικνύει πως τα θολά και ασαφή όρια διαχείρισης της ελεύθερης έκφρασης είναι τόσο εκνευριστικά για τους νέους φύλακες των μίντια, όσο υπήρξαν και για τους παλαιότερους.
Οι κανόνες εποπτείας των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στον βαθμό που αυτοί υφίστανται, τείνουν να υποθέτουν την ύπαρξη μιας ξεκάθαρης φωτεινής γραμμής ανάμεσα στο περιεχόμενο που αναρτάται στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το περιεχόμενο που δημοσιεύεται στο κύριο Μέσο μαζικής ενημέρωσης. Επομένως, οι κατευθυντήριες γραμμές επικεντρώνονται ακόμα πρωτίστως στη συμπεριφορά και τη γλώσσα των δημοσιογράφων στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης και δευτερευόντως στην αλληλεπίδραση ανάμεσα στο «βασικό» δημοσιογραφικό προϊόν και τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, μεγάλο μέρος όσων διαδραματίζονται στις αίθουσες σύνταξης σε σχέση με τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης να επαφίεται σε προσωπικές παρορμήσεις και χωρίς κάποια καθοδηγητική οδηγία από το μέσο. Τα κουμπιά «κοινοποίησης» χρησιμοποιούνται γενικευμένα χωρίς ιδιαίτερη σκέψη για ενδεχόμενες συνέπειες. Τα σημεία στίξης, προσεκτικά επιμελημένα από τους διορθωτές κειμένων, συχνά αφαιρούνται και χάνονται στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης με τρόπο που διαστρέφει ριζικά το ύφος και την ουσία ενός δημοσιεύματος. Εάν ο οδηγός ύφους μιας συντακτικής ομάδας εμπεριείχε την υπόδειξη «Μη βάζετε τίτλους σε δημοσιεύματα που δεν θα αναρτούσατε οι ίδιοι σε κάποιο tweet», τότε και το δημοσίευμα του Κότον αλλά και το άρθρο της Philadelphia Inquirer θα είχαν παρουσιαστεί διαφορετικά, ασχέτως αν οι βασικές τους αδυναμίες εξακολουθούσαν αμετάβλητες.
Οι πολιτικές για τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι δυσεύρετες σε πολλές εκδοτικές πλατφόρμες, κι όπου ακόμα έχουν θεσπιστεί με σχετική λεπτομέρεια, όπως στο BBC ή τους New York Times, είναι πλέον ξεπερασμένες και ανεπαρκείς. Όπως κατέδειξε το έγγραφο της Post, οι δημοσιογράφοι αν μη τι άλλο επιθυμούν περισσότερη καθοδήγηση στον τρόπο που χειρίζονται τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Ως μια πρώιμη, ενδεχομένως, ένδειξη πως οι εποχές αλλάζουν, το BBC επαναφέρει τον πρώην διευθυντή ειδήσεων Ρίτσαρντ Σάμπρουκ προκειμένου να επανεκτιμήσει τους κανονισμούς του οργανισμού αλλά και τη χρήση των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην αίθουσα σύνταξης. Το ερώτημα που θα πρέπει, ίσως, να μας προβληματίσει περισσότερο αφορά στην πραγματική σχέση ανάμεσα στις «πλατφορμικές» πλευρές των μιντιακών εκδόσεων και τις εκδοτικές διαστάσεις των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης, και πώς σύγχρονα και παλαιά Μέσα ενημέρωσης θα μπορέσουν να συνεργαστούν για τη διαφύλαξη της δημοκρατίας και την ενίσχυση της ακεραιότητας των δημοσιογράφων.
Η Έμιλυ Μπελ είναι διευθύντρια του κέντρου ψηφιακής δημοσιογραφίας, Tow Center, στη Σχολή δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Columbia.
Μτφρ. Θάλεια Παύλου