Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στον «Πολίτη της Κυριακής», στις 7 Ιουνίου. Την ίδια ημέρα, ο Τζέιμς Μπένετ έδινε την παραίτησή του. Ο εκδότης των «New York Times», A. Γκ. Σούλτσμπεργκερ, ανακοίνωνε πώς συμφώνησαν από κοινού πώς παρ’ όλο που ο Μπένετ είναι ένας «δημοσιογράφος με τεράστιο ταλέντο και ακεραιότητα» ο οποίος ηγήθηκε «μιας σημαντικής μεταμόρφωσης» του τμήματος άρθρων γνώμης της εφημερίδας. δεν θα «μπορούσε να ηγηθεί της ομάδας στην επόμενη περίοδο απαραίτητων αλλαγών».
Της Βάλιας Καϊμάκη
Ο Τόμας Μπράιαντ Κότον είναι δικηγόρος, βετεράνος του στρατού και από το 2015 είναι Γερουσιαστής του Άρκανσο, εκλεγμένος με τους Ρεπουμπλικανούς. Από το 2013 ως το 2015 ήταν μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Το στρατιωτικό του παρελθόν, κατά το οποίο έφτασε μέχρι το βαθμό του λοχαγού, περιλαμβάνει υπηρεσία στο Αφγανιστάν και το Ιράν. Το πολιτικό του παρόν περιλαμβάνει ένα άρθρο γνώμης, που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη 3 Ιουνίου στους «New York Times», με τίτλο «Στείλτε το Στρατό» και υπότιτλο «Το έθνος πρέπει να αποκαταστήσει την τάξη. Ο στρατός είναι έτοιμος». Σε αυτό το άρθρο ο Κότον υπερασπίζεται την ενεργοποίηση του νόμου για την Εξέγερση από τον Πρόεδρο, υποστηρίζοντας ότι οι «ταραξίες έχουν βυθίσει πολλές αμερικανικές πόλεις στην αναρχία» κάνοντας πλιάτσικο που δεν έχει καμία σχέση με τον θάνατο του Φλόιντ και ότι «η επίδειξη στιβαρής δύναμης» είναι απαραίτητη για να «αποκαταστήσει την τάξη στους δρόμους μας». Και καταλήγει: «Οι Αμερικανοί δεν είναι τυφλοί στις αδικίες της κοινωνίας μας αλλά γνωρίζουν ότι η βασικότερη ευθύνη της κυβέρνησης είναι να διατηρεί την δημόσια τάξη. Σε φυσιολογικές περιόδους οι τοπικές αρχές της αστυνομίας μπορούν να το κάνουν. Αλλά σε σπάνιες περιπτώσεις, όπως σήμερα, χρειάζονται περισσότερα ακόμα κι αν πολλοί πολιτικοί προτιμούν να παρακολουθούν αμήχανοι ενώ η χώρα καίγεται».
Νόμος για την Εξέγερση
Ο νόμος για την Εξέγερση (Insurrection Act) είναι ένας ομοσπονδιακός νόμος που δίνει την εξουσία στον πρόεδρο να χρησιμοποιήσει τον στρατό και την εθνοφρουρά σε αμερικανικό έδαφος σε ιδιαίτερες περιστάσεις όπως για να καταπνίξει μια εξέγερση ή μια επανάσταση και την περασμένη Δευτέρα, ο πρόεδρος Τραμπ απείλησε ότι θα τον χρησιμοποιήσει. Από τότε έχει ξεσπάσει σάλος με μια δεύτερη σφοδρή σύγκρουση να ξετυλίγεται στον δημόσιο διάλογο.
Το άρθρο του Κότον ενόχλησε πολλούς και πρώτα απ’ όλους τους δημοσιογράφους της ίδιας της εφημερίδας. Δεκάδες από αυτούς (ας θυμηθούμε ότι ο συνολικός τους αριθμός φτάνει τους 1.700, αριθμός ρεκόρ ακόμα και για τις ΗΠΑ όπου ο συνολικός αριθμός των δημοσιογράφων δεν ξεπερνά τους 38.000) αντέδρασαν μέσω Twitter και πολλοί χρησιμοποίησαν και το ίδιο μήνυμα «Running this puts Black @nytimes staffers in danger» (η δημοσίευση του άρθρου βάζει τους Μαύρους υπαλλήλους μας σε κίνδυνο) μαζί με την φωτογραφία του τίτλου.
Η Νικόλ Χάνα-Τζόουνς, που έφερε ένα ακόμα βραβείο Πούλιτζερ στην εφημερίδα μόλις πριν από λίγες εβδομάδες έγραψε χαρακτηριστικά: «Πιθανόν να βρω το μπελά μου γι’ αυτό αλλά το να μην πω κάτι θα ήταν ανήθικο. Ως μαύρη γυναίκα, ως δημοσιογράφος, ως Αμερικανίδα, ντρέπομαι βαθιά που δημοσιεύσαμε το άρθρο». Άλλοι πάλι θύμωσαν με τα κατάφωρα ψέματα του άρθρου και υπενθύμισαν ότι η διαβεβαίωση του Κότον ότι «στελέχη ακροαριστερών οργανώσεων όπως η antifa εισχωρούν στις διαδηλώσεις» έχει ήδη διαψευστεί από τους δημοσιογράφους της εφημερίδας ως fake news.
Η άλλη άποψη
Αργά την Τετάρτη το βράδυ ο επικεφαλής των σελίδων αρθρογραφίας, Τζέιμς Μπένετ εξήγησε πώς η απόφαση να δημοσιευθεί το άρθρο ήταν μέρος της υποχρέωσης «προς τους αναγνώστες να παρουσιάσουμε και την αντίθετη άποψη, ιδιαίτερα εκείνων που παράγουν πολιτική». «Κατανοούμε ότι αρκετοί αναγνώστες θεωρούν ότι η άποψή του Γερουσιαστή Κότον είναι έως και επικίνδυνη. Πιστεύουμε ότι αυτός είναι ένας λόγος που χαίρει δημόσιας εξέτασης και συζήτησης», πρόσθεσε. Οι εργαζόμενοι σκοπεύουν να στείλουν επιστολή διαμαρτυρίας στην διεύθυνση. Το τμήμα της αρθρογραφίας γνώμης είναι ανεξάρτητο από τα υπόλοιπα όμως οι δημοσιογράφοι ανησυχούν ότι το άρθρο του Κότον θα έχει επιπτώσεις στην φήμη της εφημερίδας. Τρεις μάλιστα κατήγγειλαν ότι κάποιες πηγές τους σταμάτησαν να τους δίνουν πληροφορίες εξαιτίας του άρθρου.
Το πρόβλημα είναι όμως βαθύτερο. Όχι μόνο δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μπένετ εξοργίζει τους υπόλοιπους με ανάλογες επιλογές αλλά φοβούνται ότι είναι υποψήφιος για την θέση του Γενικού Διευθυντή μετά την συνταξιοδότησή του Ντιν Μπάκετ που έχει σήμερα τα ηνία της αίθουσας σύνταξης. Σ’ ένα άρθρο εντός της εφημερίδας, οι δημοσιογράφοι εξηγούν τη θέση τους και τονίζουν ότι πολλές φορές οι αναγνώστες δεν κατανοούν την διαφορά ανάμεσα σ’ ένα δημοσιογραφικό κείμενο κι ένα άρθρο γνώμης από αυτά που δημοσιεύονται τακτικά, παρ’ όλο που έχουν πάντα την ένδειξη «Opinion». Έτσι το πρόβλημα αφορά κυρίως την εικόνα της εφημερίδας.
Παρά τις εσωτερικές διαμάχες, το κείμενο έκανε αλγεινή εντύπωση σε όλον τον δημοσιογραφικό κόσμο. Δημοσιογράφοι από όλα τα μέσα άρχισαν να αναπαράγουν στο Twitter το ίδιο μήνυμα σε ένδειξη συμπαράστασης. Μάλιστα το σωματείο NewsGuild εξέδωσε δήλωση στην οποία σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο άρθρο «προκαλεί μίσος». «Βρισκόμαστε σε μια ιδιαίτερα ευάλωτη στιγμή της αμερικανικής ιστορίας. Το άρθρο του Κότον ρίχνει βενζίνη στη φωτιά. Τα μέσα ενημέρωσης έχουν την ευθύνη να ελέγχουν την εξουσία όχι να μεγεθύνουν φωνές εξουσίας χωρίς περιεχόμενο».
Την Πέμπτη το πρωί, ένας χαμογελαστός Κότον δήλωσε στο Fox News: «Για μια ακόμη φορά φαίνεται η υποκρισία των όψιμων προοδευτικών που λένε ότι υποστηρίζουν φιλελεύθερες αξίες αλλά μόλις τους δώσεις μια άποψη με την οποία διαφωνούν, διαλύονται». Την Πέμπτη το βράδυ, επισήμως η διεύθυνση της εφημερίδας σε ανακοίνωση τύπου παραδέχτηκε ότι η δημοσίευση του άρθρου ήταν αποτέλεσμα μιας «βιαστικής διαδικασίας» και ότι το ίδιο άρθρο δεν ήταν στο «επίπεδο της εφημερίδας». Στο μπρα-ντε-φερ ανάμεσα στους δημοσιογράφους και τον Κότον, κέρδισαν οι δημοσιογράφοι. Γιατί η χώρα καίγεται. Για πόσο η κατάσταση θα συνεχίσει να είναι ακόμη έκρυθμη κανείς δεν γνωρίζει. Κανείς επίσης δεν την φαντάζεται να καλυτερεύει με το στρατό στους δρόμους.