Του Αχιλλέα Κ. Αιμιλιανίδη*
Στις 11 Νοεμβρίου 2002 δόθηκε στη δημοσιότητα η πρώτη εκδοχή του σχεδίου Ανάν. Στις αρχές του 2003 δημοσίευσα μαζί με τους Κέντα, Κοντό, Μαυρομμάτη και Φωκαΐδη το βιβλίο Σχέδιο Ανάν: Πέντε Κείμενα Κριτικής (Αθήνα: Ύψιλον/Αιγαίον). Εξέφραζα εκεί την έντονη ανησυχία μου ότι η αποδοχή του πρώτου τότε σχεδίου Ανάν ως βάσης για τη διαπραγμάτευση του κυπριακού ήταν στρατηγικό σφάλμα, διότι θεωρούσα πως το σχέδιο Ανάν έχει προβλήματα δομικά, τα οποία δεν επιδέχονται βελτιώσεων, αλλά μπορούν να τύχουν μόνο ριζικής και εκ βάθρων αναθεώρησης.
Το πρόβλημα με το σχέδιο Ανάν δεν ήταν κατά την άποψή μου μερικές διατάξεις, αλλά η ίδια η φιλοσοφία του. Μια φιλοσοφία, η οποία δημιουργεί ένα Σύνταγμα, που συνιστά νομιμοποίηση της ένοπλης βίας. Θεωρούσα και εξακολουθώ να θεωρώ ότι μια λύση τύπου Ανάν, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε συγκρούσεις και αδιέξοδα, κατά πολύ περισσότερα από αυτά στα οποία οδήγησε το ζυριχικό Σύνταγμα του 1960. Ακόμα και αν επιδειχθεί η μέγιστη δυνατή αυτοσυγκράτηση και πραγματική θέληση για ενότητα, οι διχοτομικές και διασπαστικές διατάξεις του νέου Συντάγματος θα υπερισχύσουν. Είναι αδύνατο να επιτύχεις τη συναίνεση, όταν το ίδιο το Σύνταγμα επιδιώκει τη σύγκρουση και τη διαίρεση.
Το δημοψήφισμα του 2004 έχει αποτυπωθεί με διάφορους τρόπους στη συλλογική μνήμη, ιδιαίτερα εκτός Κύπρου. Οι περισσότεροι θυμούνται το διάγγελμα του τότε Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου που κάλεσε τον λαό να καταψηφίσει το σχέδιο. Ήμουν από εκείνους που είχαν εκφράσει με έντονο τρόπο τη θέση ότι δεν έπρεπε να γίνει δημοψήφισμα. Η διενέργεια δημοψηφίσματος για ένα σχέδιο που δεν είχε καμιά ελπίδα να υπερψηφιστεί και το οποίο δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια λειτουργική, βιώσιμη, αλλά και κατ’ ελάχιστον δίκαιη λύση του κυπριακού ζητήματος, ήταν λάθος. Δημιούργησε προσδοκίες στη βάση μιας διαδικασίας που δεν μπορούσε να οδηγήσει σε λύση, δίχασε τον λαό σε «απορριπτικούς» και «ενδοτικούς» και έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης εντός και εκτός Κύπρου.
Καταψήφισα το σχέδιο, όπως και η πλειοψηφία του κυπριακού λαού, διότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Διότι το περιεχόμενο του σχεδίου θα καθιστούσε την Κύπρο προτεκτοράτο της Τουρκίας. Όπως και οι περισσότεροι όμως δεν πανηγύρισα το «όχι». Δεν υπήρχε τίποτα το χαρμόσυνο στο ότι ένας Ελληνοκύπριος ήταν υποχρεωμένος να ψηφίσει εναντίον της λύσης του κυπριακού.
Ζήσαμε όλη τη ζωή μας προσδοκώντας μια μέρα τη λύση του κυπριακού. Το να καταψηφίσουμε ένα σχέδιο «λύσης», ακόμα και αν αυτό έπρεπε να απορριφθεί, δεν ήταν ευτυχές γεγονός για κανέναν. «Κι όμως τον καταβάλλει εκείνο τ’ όχι -το σωστό – εις όλην την ζωή του», έλεγε ο Ποιητής. Είναι άκρως υβριστικό το να αποκαλούνται απορριπτικοί ή διχοτομιστές όσοι διαφωνούν με τις επικείμενες λύσεις του κυπριακού. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ύβρις από το να πεις σε κάποιον ότι δεν θέλει να βρεθεί λύση για το πρόβλημα που ταλανίζει τον τόπο του. Οι μισές οικογένειες στην Κύπρο έχουν εκτοπισμένους, αγνοούμενους, κατεχόμενες περιουσίες, νεκρούς, χαμένα κειμήλια. Ζουν καθημερινά βλέποντας απέναντι τους χιλιάδες στρατιώτες και υφίστανται απειλές. Είναι προσβλητικό να προσπαθεί οποιοσδήποτε ευρωπαίος τεχνοκράτης να καθοδηγήσει τους Κύπριους ως προς το τι πρέπει να πράξουν.
Το 2010 εκδώσαμε μαζί με τον Κοντό και τον Κέντα το βιβλίο Σημαδεμένη Τράπουλα (Λευκωσία: Power Publishing), αξιολογώντας την τρέχουσα τότε διαδικασία διαπραγματεύσεων μεταξύ Χριστόφια και Ταλάτ. Αναλύαμε στη βάση εγγράφων που ουδέποτε διαψεύστηκαν, ότι η διαδικασία διαπραγματεύσεων δεν ήταν κυπριακής ιδιοκτησίας. Εξηγούσαμε πως η μονοδιάστατη διαπραγματευτική τακτική της ελληνοκυπριακής πλευράς είχε πλέον φθάσει στα όριά της, κληροδοτώντας σωρεία αδικαιολόγητων διαπραγματευτικών υποχωρήσεων και εσφαλμένων διπλωματικών χειρισμών.
Σημειώναμε ότι οι συνεχιζόμενες υποχωρήσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς θεωρούνται ως κεκτημένο, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε αντίστοιχη υποχώρηση από τουρκοκυπριακής πλευράς. Με μια τέτοια σημαδεμένη τράπουλα, γράφαμε, η Τουρκία παίζει εκ του ασφαλούς. Δεν έχει ανάγκη να κάνει ουσιαστικά βήματα για να συναντήσει τις θέσεις των Ελληνοκυπρίων, από τη στιγμή που όλη η πίεση επικεντρώνεται σε αυτούς.
Θέταμε το ερώτημα: αν ο στόχος είναι η αποφυγή της διχοτόμησης, τότε για ποιο λόγο έχει η ελληνοκυπριακή ηγεσία εγκλωβιστεί σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης που αναπόφευκτα οδηγεί σε λύση διχοτόμησης; Δυστυχώς εδώ και χρόνια η κυπριακή ηγεσία στο σύνολο της αρνείται να χαράξει οποιαδήποτε εναλλακτική στρατηγική, αρνείται να επεξεργαστεί οποιοδήποτε σχέδιο Β΄ ή να λάβει πρωτοβουλίες, περιοριζόμενη στο σύνθημα ότι η διαδικασία των συγκεκριμένων διαπραγματεύσεων είναι η μοναδική επιλογή για τη λύση του κυπριακού, την ίδια στιγμή που αυτή η στρατηγική ακολουθείται εδώ και 40 σχεδόν χρόνια χωρίς επιτυχία και το πλαίσιο διαπραγμάτευσης έχει εξελιχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να οδηγήσει σε βιώσιμο και λειτουργικό πλαίσιο λύσης.
Είναι κάπως παράδοξο ότι η επιμονή για διαπραγμάτευση στη βάση ενός μοντέλου που δεν μπορεί να λειτουργήσει, υποστηρίζεται με το αιτιολογικό ότι προωθεί την λύση ενώ στην πραγματικότητα έχει οδηγήσει στη στασιμότητα και στην αποδοχή των τουρκικών διχοτομικών θέσεων. Σαφώς είναι ορθό ότι η τουρκική αδιαλλαξία να συζητήσει οποιαδήποτε άλλη μορφή λύσης πέραν των εποικοδομητικών ασαφειών καθιστά στην παρούσα φάση εξόχως δυσχερή την επανατοποθέτηση του κυπριακού προβλήματος ή την αναζήτηση λειτουργικής λύσης – τούτο όμως δεν νομιμοποιεί και το ad absurdum επιχείρημα ότι επειδή η Τουρκία δεν δέχεται να συζητήσει σήμερα οτιδήποτε άλλο, αυτό μετατρέπει τις τουρκικές θέσεις σε βιώσιμη ή λειτουργική λύση.
Προσωπικά πιστεύω στην ανάγκη επίλυσης του κυπριακού προβλήματος το συντομότερο. Και για τον λόγο αυτό είμαι αντίθετος σε οποιαδήποτε διαδικασία δεν μπορεί να οδηγήσει σε βιώσιμη λύση του κυπριακού προβλήματος και η οποία οδηγεί σε τελική ανάλυση στην προώθηση του τουρκικού επεκτατισμού, την παγίωση των κατοχικών τετελεσμένων και την ενίσχυση της διχοτόμησης και του φυλετικού ρατσισμού. Εξάλλου δεν μπορώ να συμμεριστώ την αισιοδοξία για μια διαδικασία που εξελίσσεται χωρίς η Τουρκία να έχει μεταβάλει ούτε στο ελάχιστον την πολιτική της για το κυπριακό.
Στο κυπριακό πρόβλημα, το ζήτημα δεν είναι κατά πόσον είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχθούμε τον «ιστορικό συμβιβασμό». Η ύβρις έγκειται στο ότι φθάσαμε στο σημείο να χαρακτηρίζονται ως απορριπτισμός ο μη συμβιβασμός με την αδικία και η διεκδίκηση ενός καλύτερου και βιώσιμου μέλλοντος για την Κύπρο. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ο αγώνας επιβίωσης του κυπριακού λαού για την κατάκτηση της συλλογικής ελευθερίας, δηλαδή του ηθικά νομιμοποιητικού στοιχείου της παγκόσμιας τάξης, χαρακτηρίζεται ως «λάθος». Η διεκδίκηση χαρακτηρίζεται ως «έλλειψη ρεαλισμού». Η μοναδική βιώσιμη επιλογή της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι επομένως η εμμονή στο δίκαιο και τη διατήρηση της κρατικής της κυριαρχίας. Κυρίως, η εμμονή στην αντίληψη ότι ο κυπριακός λαός είναι ο εγγυητής του κράτους και του Συντάγματος και πως καμιά διαπραγμάτευση δεν μπορεί πια να διεξάγεται στην απουσία του λαού. Ο λόγος για τον οποίο καταλήξαμε στο αποτρόπαιο σχέδιο Ανάν ήταν διότι σταματήσαμε να στηρίζουμε τα επιχειρήματά μας στο δίκαιο και στην αξιοπρέπεια.
Η Κύπρος δεν πρέπει να αποτελέσει ξανά πειραματικό θάλαμο, όπως το 1960. Πολύ περισσότερο, δεν πρέπει να αποτελέσει έναν πειραματικό θάλαμο σε ένα εκ προοιμίου αποτυχημένο πείραμα. Η υπογραφή ενός δυσλειτουργικού σχεδίου διασφαλίζει την ένοπλη βία, διότι αδυνατεί να παράσχει λειτουργικές λύσεις. Η αντίθεση στην υπογραφή μιας κακής λύσης στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η επιδίωξη της ειρήνης πρέπει να αποτελεί την ορθή λύση του κυπριακού προβλήματος. Εκείνο που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό είναι η οικοδόμηση ενός κράτους με υλικά καταδικασμένα σε κατάρρευση. Η πραγματική ειρήνη μπορεί να προέλθει στην πράξη μόνο μέσα από το όραμα για ένα καλύτερο αύριο, αν αυτό συνοδεύεται από ορθολογισμό.
Η προσπάθεια οικοδόμησης μέλλοντος χωρίς παρελθόν και ταυτότητας αφυδατωμένης από αισθήματα, οδηγεί εκ των πραγμάτων στην κατάρρευση. Ένας λαός παραμένει ουσιαστικός εγγυητής ενός πολιτεύματος, μόνον εφόσον μπορεί να πιστέψει σε αυτό. Μόνο εφόσον αντιμετωπιστεί ως υποκείμενο και όχι ως αντικείμενο, πραγματικός κυρίαρχος με ελπίδα για την ύπαρξη μέλλοντος, με προσδοκία για την ύπαρξη συνέχειας.
Το δίλημμα δεν βρίσκεται μεταξύ του εφικτού και του ευκταίου, ούτε μεταξύ νεο-ανανικής ομοσπονδίας και διχοτόμησης: Έγκειται στη στάση ζωής που επιθυμεί έκαστος να τηρήσει και στα πρότυπα που επιθυμεί να υιοθετήσει. Ίσως να μην μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας όπως την θέλουμε. Αλλά τουλάχιστον μπορούμε να μην την εξευτελίσουμε. Το να γίνει δημοψήφισμα για ένα νέο σχέδιο που θα καθιστά την Κύπρο τουρκικό προτεκτοράτο θα είναι απλά καταστροφικό για το κράτος.
Άραγε θα είχαμε κερδίσει λιγότερα ως Κυπριακή Δημοκρατία αν αντί για ανούσιες διαπραγματεύσεις που θα οδηγούν σε παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κυπριακού λαού, προχωρούσαμε σε διεκδίκηση όρων λύσης του κυπριακού συμβατών με το διεθνές δίκαιο;
*Ο Αχιλλέας Κ. Αιμιλιανίδης είναι καθηγητής, Πρόεδρος του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστηµίου Λευκωσίας.