Της Ελένης Μαυρούλη*
«Το διαδίκτυο είναι δικό μας και πρέπει να το πάρουμε πίσω». Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε ο Dan Gillmor, ο οποίος διδάσκει δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, στο πρώτο Συνέδριο για την Ψηφιακή Δημοσιογραφία που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον περασμένο Σεπτέμβριο. Την αξία του μέσου την αναγνώρισαν όλοι. Άλλωστε, πλέον, είναι «μετρήσιμη» και από πλευράς κοινού. Με βάση το πιο πρόσφατο Digital News Report του Reuters Institute, το 53% σε παγκόσμιο επίπεδο δηλώνει ότι ενημερώνεται ψηφιακά, όπως επισήμαναν πολλοί συμμετέχοντες στο συνέδριο.
Θέτοντας τη θεματική του συνεδρίου, ο Νίκος Σμυρναίος, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Université de Toulouse, επισήμανε ότι το σημαντικότερο χαρακτηριστικό τα τελευταία χρόνια δυστυχώς είναι η απόλυτη υποταγή της πλειοψηφίας των παραδοσιακών ΜΜΕ στον νόμο του χρήματος, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τη βασική αποστολή τους, που είναι η υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος. Η υποταγή παίρνει τη μορφή της εμπορευματοποίησης ή – χειρότερα – της συνειδητής χειραγώγησης της κοινής γνώμης προς όφελος του αφεντικού και των συμμάχων του.
Κατά την Ελίνα Μακρή, δημοσιογράφο, συνιδρύτρια του oikomedia.com, η κρίση ήταν η θρυαλλίδα που διόγκωσε την αναξιοπιστία των μεγάλων ΜΜΕ στα μάτια των πολιτών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς απέτυχαν να υπηρετήσουν τη δημοκρατία. Η ομιλήτρια συμφώνησε ότι το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, φέρνοντας ως παράδειγμα τη δημοσιογραφική κάλυψη του Brexit, κατά την οποία δεν καταγράφηκε ποτέ κανένας πραγματικός διάλογος μεταξύ απλών πολιτών.
Τα ψέματα, ο κανόνας
«Τα ψέματα είναι ο κανόνας στη δημόσια σφαίρα εδώ και χρόνια», θύμισε ο Nicolas Kayser – Bril προγραμματιστής, δημοσιογράφος στο Journalism++, ο οποίος έφερε ως παράδειγμα τα μεγάλα ψέματα που ειπώθηκαν κατά την εκστρατεία για το Brexit, αλλά και παλιότερα, κατά την «οικοδόμηση» της επιχειρηματολογίας υπέρ της στρατιωτικής επέμβασης στο Ιράκ. Τα παραδοσιακά, μεγάλα ΜΜΕ δεν αναζητούν την αλήθεια. Συνήθως δουλεύουν «είτε για έναν ολιγάρχη, ο οποίος θέλει απλώς να μεγιστοποιήσει την επιρροή του και όχι να βρει την αλήθεια, είτε για διαφημιστές τους οποίους επίσης δεν ενδιαφέρει η αλήθεια αλλά η προώθηση των προϊόντων τους».
Απόλυτη συνείδηση της χειροτέρευσης της θέσης, αλλά και του ρόλου τους, φαίνεται ότι έχουν και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι, που, προς το παρόν, μοιάζουν να παρασύρονται από τη δίνη χωρίς να αντιδρούν. Την απαισιόδοξη αυτή εικόνα κατέγραψε η μελέτη Words of Journalism, ένα ακαδημαϊκό πρόγραμμα στο οποίο συμμετείχαν 66 χώρες μεταξύ 2012 και 2015, το οποίο διερεύνησε τη στάση των ίδιων των δημοσιογράφων απέναντι στο επάγγελμά τους.[vi] Συμπεράσματα του συγκεκριμένου προγράμματος παρουσίασε η Δήμητρα Δημητρακοπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια στο ΑΠΘ.
Για τους δημοσιογράφους, η ανάπτυξη των social media και η οικονομική κρίση έχουν εντείνει τον ανταγωνισμό και την πίεση για παραγωγή κέρδους και έχουν επιφέρει δυναμικές αλλαγές στο επάγγελμά τους, με αύξηση των ωρών εργασίας, μείωση των αποδοχών ή του χρόνου για έρευνα και ρεπορτάζ και επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών. «Αυτό που έχει ενδιαφέρον», τόνισε η ομιλήτρια, «είναι ότι οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι, κατά πλειοψηφία, παραδέχονται ότι η δημοσιογραφία, όπως γίνεται σήμερα, δεν προσφέρει σπουδαίο έργο στην κοινωνία, ότι έχουν ελάχιστα περιθώρια ελευθερίας και ότι έχει σημαντικά μειωθεί η αξιοπιστία του επαγγέλματός τους».
Το πρόβλημα είναι διεθνές, αν και στην Ελλάδα η εκδήλωσή του είναι πιο έντονη. Η φτωχοποίηση των δημοσιογράφων, η χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας και η εξέλιξη πολλών ΜΜΕ σε μηχανισμούς προπαγάνδας επήλθαν τόσο γρήγορα στη χώρα, γιατί οι θεσμοθετημένες αντιστάσεις είτε δεν υπήρχαν είτε, αν υπήρχαν, είχαν καταρρεύσει από καιρό, επισήμανε ο Ν. Σμυρναίος.
Στην Ελλάδα η βαθιά κρίση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος είναι απότοκη της οικονομικής κρίσης, των εσωτερικών αντινομιών που χαρακτηρίζουν το μοντέλο πολιτικής οικονομίας των ΜΜΕ στη χώρα, αλλά και των αναδιαρθρώσεων που επιβάλλει η τεχνολογική εξέλιξη στο πεδίο, ανέφερε εισαγωγικά η Σοφία Ιορδανίδου, εκδότρια της Δημοσιογραφίας και ακαδημαϊκή υπεύθυνη του ΜΠΣ «Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία» του ΑΠΚΥ.
«Οι Έλληνες ενημερώνονται πλέον σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα social media», τόνισε στην ομιλία της η Βάλια Καϊμάκη, η οποία διδάσκει Μέσα κοινωνικής δικτύωσης και Δημοσιογραφία στο ΑΠΚΥ. «Σε μια χώρα όπου ο κόσμος εμπιστεύεται περισσότερο τον στρατό από τα ΜΜΕ, υπάρχει πρόβλημα», είπε χαρακτηριστικά συνδέοντας την εξαιρετικά υψηλή απήχηση των ηλεκτρονικών Μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα με την καταβαράθρωση της αξιοπιστίας των παραδοσιακών ΜΜΕ.
Υπέρ και κατά
Τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης μαθαίνουν στους δημοσιογράφους την τέχνη ν’ ακούν, να ανταποκρίνονται περισσότερο στις ανάγκες των ενεργών κοινοτήτων, να διεκδικούν τον ρόλο τους ως καταλύτες αλλαγής και καινοτομίας, προσεγγίζοντας τη δημοσιογραφία όχι ως προϊόν αλλά ως υπηρεσία, σημείωσε η Λήδα Τσενέ, Διδάκτωρ Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού και συνεργάτιδα της Δημοσιογραφίας. Όπως εκτίμησε, «το κλειδί είναι οι δημοσιογράφοι να βρουν νέους τρόπους να υπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον, καθώς τα παραδοσιακά ΜΜΕ δεν το κάνουν αυτό, και να χτίσουν διαύλους επικοινωνίας με τις φωνές εκείνες που δεν ακούγονται»
Το διαδίκτυο δημιούργησε και νέες απαιτήσεις. O δημοσιογράφος καλείται να γίνει πιο δημιουργικός. Να σκέφτεται όχι μόνο την είδηση αλλά και τον τρόπο παρουσίασής της, είπε ο Charlie Beckett, Καθηγητής του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του LSE και ενεργός μπλόγκερ. «Τα νέα έρχονται γρηγορότερα αλλά και πιο αργά, καθώς η πρώτη είδηση φτάνει παντού αμέσως, αλλά το κοινό περιμένει περισσότερες λεπτομέρειες. Μια είδηση μπορεί να πάρει μεγάλες διαστάσεις μέσα από το διαδίκτυο και κάποια άλλη, που παλιά θεωρούνταν μικρή, να απευθυνθεί σε εξειδικευμένο κοινό, διατεθειμένο ακόμη και να πληρώσει γι’ αυτήν», σημείωσε.
Τίποτε όμως δεν έχει μόνο μία πλευρά και το διαδίκτυο δεν θα αποτελούσε εξαίρεση. Το διαδίκτυο «έχει κληρονομήσει αυτούσια τα αρνητικά των παραδοσιακών ΜΜΕ και ορισμένα σε χειρότερη μορφή, όπως είναι η επικράτηση του λαϊκισμού, η αναζήτηση των “κλικ” πάση θυσία, η αντιγραφή (το γνωστό copy-paste), η κυριαρχία σύντομων, εύκολων κειμένων και εύπεπτων θεματικών, η ανυπαρξία ερευνητικής δημοσιογραφίας».
Και την εικόνα συμπληρώνουν τα καθαυτό μειονεκτήματα της ψηφιακής δημοσιογραφίας: δυσκολία διασταύρωσης ειδήσεων, διάδοση ανυπόστατων φημών, αβέβαιη αναζήτηση στιβαρών οικονομικών μοντέλων στη βάση της υγιούς νέας δημοσιογραφίας. Και πιθανώς το σημαντικότερο: η γενικότερη εξέλιξη του διαδικτύου προς μια ολιγοπωλιακή διάρθρωση, μέσα στην οποία τα κανάλια διάδοσης της ψηφιακής πληροφορίας βρίσκονται υπό τον έλεγχο τεράστιων εταιρειών που δρουν ως μεσάζοντες ανάμεσα στον δημοσιογράφο, τα ΜΜΕ και το κοινό, όπως οι Google, Apple, Facebook, Amazon. «Η διάρθρωση αυτή», τόνισε ο Ν. Σμυρναίος, «εντείνει την εξάρτηση δημοσιογράφων, εκδοτών και κοινού από αυτούς τους ενδιάμεσους και αντικατοπτρίζει νέους τρόπους ελέγχου που αποδεικνύονται ισχυρότεροι των παραδοσιακών».
Ποιος ελέγχει το διαδίκτυο;
Στο ποιος ελέγχει το διαδίκτυο επέστησε την προσοχή του και ο Dan Gillmor: «Το διαδίκτυο», σημείωσε, «ξεκίνησε ως κάτι πολύ θετικό, όμως ο έλεγχος της λειτουργίας του από κυβερνήσεις και εταιρείες (παροχής υπηρεσιών διαδικτύου αλλά και τηλεπικοινωνιακές) είναι γεγονός». Το διαδίκτυο δεν είναι ουδέτερο: ποιος κρίνει ποια στοιχεία και με ποια προτεραιότητα φθάνουν πλέον στους χρήστες; Πώς μπορεί κάποιος να βρει μια πληροφορία ή μια σελίδα, αν, για παράδειγμα, η Google μπορεί να τις «εξαφανίσει» και μόνο εξαιτίας μιας απλής αλλαγής λογισμικού ή από «λάθος», όπως συνέβη με το Facebook, το οποίο μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις να «κατεβάζει» ειδήσεις ή φωτογραφίες, όπως έγινε πρόσφατα με την πολύ γνωστή φωτογραφία από τον πόλεμο του Βιετνάμ;
Μα είναι δωρεάν, θα αντέτεινε κανείς. Ουσιαστικά δεν υπάρχει τίποτε δωρεάν, τόνισε ο D. Gillmor, καθώς οι εταιρείες παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών αξιοποιούν τους ίδιους τους χρήστες και τα προσωπικά τους δεδομένα ως προϊόντα προς πώληση κατ’ αρχήν σε διαφημιστικές. Σημείωσε μάλιστα πως ό,τι ξεκινά δωρεάν σήμερα, όπως η ανάρτηση ενός βίντεο ή ενός ρεπορτάζ στο Facebook, μπορεί εύκολα να γίνει υπηρεσία επί πληρωμή αύριο. Και επισήμανε ως ανησυχητικό και συνάμα ενδεικτικό στοιχείο του ελέγχου που ασκείται στο διαδίκτυο το ότι μπορεί να εμποδιστεί ακόμη και η πληρωμή μίας υπηρεσίας παροχής πληροφοριών, όπως έγινε για παράδειγμα πριν μερικά χρόνια με το wikileaks, όταν ουσιαστικά οι υπηρεσίες μπλόκαραν κάθε δυνατότητα χρηματικής συνεισφοράς μέσω κάρτας ή διατραπεζικής συναλλαγής.
Οι πολίτες εκτός
Επιπλέον, οι αισιόδοξες προβλέψεις ότι η ανάπτυξη του διαδικτύου θα ενισχύσει τη συμμετοχή των πολιτών στη δημόσια σφαίρα δεν επιβεβαιώθηκαν, σημείωσε από την πλευρά του ο David Domingo, Καθηγητής στο Université Libre de Bruxelles. Κάνοντας μια αναδρομή στο τι έχει διαδραματιστεί την τελευταία δεκαετία διαμέσου ερευνητικών στοιχείων, σημείωσε ότι από τη μία οι δημοσιογράφοι ενεπλάκησαν με τις διαδραστικές τεχνολογίες υπό την πίεση των διευθύνσεων των ΜΜΕ για οικονομικούς λόγους, χωρίς να το πιστεύουν, από την άλλη τα ίδια τα ΜΜΕ είτε διαχώρισαν τους χώρους διαδραστικότητας από τα newsrooms είτε προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες μόνο για να αυξήσουν τις πωλήσεις τους, αλλά όχι για να ακούσουν πραγματικά τους πολίτες.
Και ούτε το κοινό ανταποκρίθηκε όπως αναμενόταν, καθώς, όπως προκύπτει από έρευνες, «σε μεγάλο βαθμό ο “μέσος πολίτης” δεν θέλει να συμμετάσχει σε τέτοιες συζητήσεις, δεν έχει τα προσόντα ούτε τον χρόνο». Ο D. Domingo υποστήριξε ότι η διεύρυνση της συμμετοχής των πολιτών που όντως ενδιαφέρονται θα μπορούσε να επιτευχθεί διά της ενεργότερης αλληλεπίδρασης των δημοσιογράφων με το κοινό. Παραδέχθηκε, όμως, ότι αυτό σημαίνει περισσότερες ώρες δουλειάς με διαρκώς μειούμενες αποδοχές.
Στον πυρήνα του προβλήματος
Η Σοφία Ιορδανίδου συνόψισε σε δύο φράσεις την αντίφαση και τον πυρήνα του προβλήματος: Από τη μια, δυνατότητες για μια καλύτερη δημοσιογραφία. «Δυνατότητες για καινοτομία που πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο». Από την άλλη, η ακραία ανταγωνιστική λειτουργία της αγοράς. Οι δημοσιογράφοι καλούνται να αποκτήσουν πολλαπλές δεξιότητες για να παραμείνουν στο παιχνίδι, καθώς «όποιος δεν προσαρμόζεται, εξαφανίζεται».
Έχουμε δείγματα μιας σοβαρής ερευνητικής δημοσιογραφίας. Το διαδίκτυο μας έδωσε τη δυνατότητα για βαθύτερες συνδέσεις, πειραματισμό, δυνατότητα συλλογής πολύ περισσότερων πληροφοριών από ό,τι παλιότερα, διαμέσου των ίδιων των πολιτών ή με μεγάλες έρευνες όπως αυτή των Panama Papers.
«Αυτή τη δύσκολη περίοδο, έχω δει την καλύτερη αλλά και τη χειρότερη δημοσιογραφία», σημείωσε ο Gillmor, επισημαίνοντας ότι αυτό που σίγουρα δεν πρέπει να αλλάξει είναι οι δημοσιογραφικές αρχές της ακρίβειας, της δικαιοσύνης, της ανεξαρτησίας, της διαφάνειας. Προφανώς «δεν αλλάζουν οι δημοσιογράφοι τον κόσμο, τον αλλάζει η πολιτική, η εξουσία, το χρήμα, όμως μπορεί η δημοσιογραφία να συμβάλλει στο πρώτο βήμα της συνειδητοποίησης της ανάγκης αλλαγής», τόνισε από την πλευρά του ο Ch. Beckett.
Ένα ερώτημα, όμως, παραμένει αναπάντητο. Παρά την ανάγκη που υπάρχει για περισσότερα διαδικτυακά ανεξάρτητα ΜΜΕ, για περισσότερη διάδραση, για περισσότερη εμπλοκή με τον πολίτη, για περισσότερη αξιοποίηση των τεχνολογικών επιτευγμάτων και καινοτομιών, «πώς θα ζήσουν και πού θα δουλέψουν οι δημοσιογράφοι;»
Αν και είναι ελπιδοφόρα τα επιχειρηματικά εγχειρήματα κοινωνικού χαρακτήρα, δεν υπάρχει ακόμη κάποιο ξεκάθαρα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο, σημείωσε ο D. Domingo. Ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο παραμένει το ζητούμενο συμφώνησε και η Δ. Δημητρακοπούλου.
Το επείγον του συγκεκριμένου ερωτήματος, που ακόμη δεν έχει απάντηση, αναγνώρισε και ο D. Gillmor, προσθέτοντας ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν πως ακόμη και τα μη κερδοσκοπικά ΜΜΕ πρέπει να λειτουργούν ως επιχειρήσεις.
*Η Ελένη Μαυρούλη είναι διδάκτορας του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Εργάζεται ως ανταποκρίτρια στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων.
#RetreatConference2016
Το 1ο Διεθνές Συνέδριο «Ψηφιακή Δημοσιογραφία: μια απάντηση στην κρίση των Μέσων ενημέρωσης;». διοργανώθηκε από το «Advanced Media Institute, Εφαρμοσμένη Έρευνα στην Επικοινωνία και τη Δημοσιογραφία» για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία» του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου με την υποστήριξη της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης & Επικοινωνίας, από τις 23 έως τις 25 Σεπτεμβρίου 2016 στην Αθήνα. Έλαβαν χώρα, μεταξύ άλλων, δύο σημαντικά για τα ελληνικά δεδομένα εργαστήρια: το «Δημοσιογραφία Δεδομένων» με εισηγητή τον Nicolas Kayser-Brill, και το «Εγγραματισμός στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης» με τον Dan Gillmor, κεντρικό ομιλητή του συνεδρίου, καθώς και μία ημερίδα που επιχείρησε να απαντήσει στο εάν τελικά η Δημοσιογραφία είναι Επιστήμη, Τέχνη ή Τεχνική.
- Συνόψεις των ομιλιών και άλλες χρήσιμες πληροφορίες για το συνέδριο θα βρείτε στην ιστοσελίδα http://retreatconference2016.gr/