Του Αντώνη Δ. Παπαγιανίδη *
Δυο βασικές αρχές της διεξαγωγής της πολιτικής αντιπαράθεσης βρίσκονται σε εφαρμογή σ’ αυτήν τη φάση της πορείας της Ελλάδας, άσχετα αν δεν το συνειδητοποιούμε. Πρώτη, η αρχή που αντιπροσώπευσε όσο λίγοι ο Ανδρέας Παπανδρέου: «για να βγεις από μια μεγάλη κρίση, δέξου μιαν άλλη μεγαλύτερη – εν ανάγκη δημιούργησέ την!». Δεύτερη η αρχή της διλημματικότητας: «θέσε στους ανθρώπους διλήμματα – όταν πάνε στην κάλπη, μ’ αυτήν τη βάση θα λειτουργήσουν».
Την πρώτη αρχή τη βλέπουμε εν εξελίξει, ούτως ή άλλως. Την παραδοσιακή διλημματικότητα, όμως, θαρρούμε ότι η σημερινή διαχείριση (η Κυβέρνηση) πάει να την αναδιατυπώσει – και ίσως το αντιληφθεί αυτό και η Αξιωματική Αντιπολίτευση – με ενδιαφέροντα τρόπο. Δείτε:
Άδειες
Ξεκινάμε με τη διαβόητη υπόθεση – παιγμένη μέχρις εξαντλήσεως, αλλά δεν έχει «φύγει» ολότελα ακόμη – του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες. Εδώ είχαν τεθεί μια σειρά από διλήμματα, άλλα πιο γνήσια, άλλα λιγότερο: Δωρεάν/αρρύθμιστη λειτουργία ή έναντι τιμήματος/μέσα από αδειοδότηση; Αρμοδιότητα στο ΕΣΡ ή «πυροσβεστικά» στον υπουργό; Numerus clausus των «4» ή ό,τι σηκώνει η τεχνολογία; Στο βάθος όμως υπήρχε το άλλο διλημματικό στοιχείο: ποιος έχει «το πάνω χέρι»; η μηντιακή εξουσία ή η πολιτική;
Η αγαρμποσύνη του διαγωνισμού από πλευράς Κυβέρνησης και η 14:11 απόφαση του ΣτΕ (όχι! δεν εννοούμε ότι μια απόφαση «χρωματίζεται» από την πλειοψηφία της, όμως η μονόδρομη σκέψη αποδεικνύεται ότι δεν ισχύει…) έδωσε απάντηση στην προσπάθεια να θεωρηθεί η ιστορία αυτή bras-de-fer. Την εικόνα κυριαρχίας, η Κυβέρνηση την έχασε. Την εικόνα «μέριμνα για τους μη έχοντες», μέσα από τη διάθεση των εκατομμυρίων των υπερθεματιστών, αμφίβολο αν την κέρδισε ποτέ.
Το ΕΣΡ, που είδαμε σ’ αυτήν την περίοδο να υμνείται σαν η προηγούμενη ιστορία του να μην υπήρξε μνημείο μετριότητας και αχρωμίας, καλείται τώρα να «τρέξει» τον διαγωνισμό. Και να δώσει άδειες. Τέμνοντας παράλληλα όλα τα εκκρεμή ζητήματα: αριθμός αδειών. τίμημα. προϋποθέσεις αδειοδότησης. κριτήρια. Α, ναι, και… τη διεξαγωγή του διαγωνισμού.
Εκεί κάπου, για μας, κρύβεται και η τρίτη εκδοχή που παραμερίζει τη διλημματικότητα. Αν ούτε η μια προσέγγιση (ας πούμε της ισχύος), ούτε η άλλη (να την πούμε του business as usual;) τα βγάζουν πέρα, τότε τι μένει; Μα… η ευθύνη για το νομοθετημένο και το συνταγματικά αδιέξοδο πλαίσιο. Θαρρούμε ότι αυτά θα πρέπει να κριθούν στις εκλογές.
Διαπραγματεύσεις
Πάμε τώρα στη διλημματικότητα των διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση του Μνημονίου-3, μαζί και με την έναρξη της συζήτησης για διευθέτηση ή αναδιάταξη (και όχι απομείωση, πάντως ούτε κατ’ ιδέαν για διαγραφή) του ελληνικού χρέους.
Εδώ, οι παλιές γραφικές διλημματικότητες με απεύθυνση τους οπαδούς των εκάστοτε κομμάτων στο στιλ Μνημόνιο-ΑντιΜνημόνιο ή σκληρή διαπραγμάτευση-εφεκτικότητα ως προς τις υπαγορεύσεις των «εταίρων» έχουν προ πολλού απαξιωθεί. Η επιμονή, δε, του πολιτικού προσωπικού να μετέρχεται αυτού του είδους τα πολεμοφόδια (μαζί και τις καημένες εκείνες τις «κόκκινες γραμμές») απλώς διαβρώνει ταχύτατα την εικόνα που οι πολίτες διατηρούν – ακόμη – για τους εκπροσώπους τους.
Όμως, με βάση τη βιαιότητα της επιβολής του δίκιου (και όχι του δικαίου!) του ισχυροτέρου, όπως συμβολοποιείται από την περίπτωση Βόλφγκανγκ Σώυμπλε στην ελληνική λαϊκή κουλτούρα, αρχίζει και εδώ να προκύπτει κατά τη γνώμη μας η τρίτη εκδοχή: όσο μετά το Brexit και μετά την εκλογή Τραμπ και μετά το αμφιλεγόμενο ιταλικό δημοψήφισμα και μετά το «στρώσιμο» του εδάφους για τις γαλλικές Προεδρικές του 2017 θα αναδιατυπώνεται το σκηνικό «Ευρώπη», τόσο οι ελληνικές εκλογές θα φεύγουν από τον «αστερισμό» του ασπρόμαυρου.
Αν η Ελλάδα δεν τα καταφέρει να γίνει θύμα ενός – σχεδιασμένου; και… από ποιους; – ατυχήματος, και δεν αναφερόμαστε μόνον στα δικά μας εσωτερικά παίγνια: ένας ελληνικός εκτροχιασμός πόσο θα «βόλευε» ως εξωγενής κρίση στη μακρά γερμανική προεκλογική διαδρομή(;), τότε η κατάληξη της περιπέτειάς της μπορεί να προκύψει μέσα από τη συνολική ευρωπαϊκή εκ νέου ευθυγράμμιση. (Όχι όπως το φαντασιωνόταν ο ΣΥΡΙΖΑ το 2013-15, αλλά με ενδιαφέρουσες διεθνοπολιτικές διαστάσεις. «Ξαναδιαβάστε» τον Barack Obama στην Αθήνα).
Ένα οδυνηρά καινούργιο σκηνικό
Δεν είναι εύκολο να κάνουμε το επόμενο βήμα, εκείνο δηλαδή της υπέρβασης των διχοτομιών στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής που, για σκοτεινούς λόγους, συνεχίζουμε ακόμη στην Ελλάδα να υπάγουμε στη διατύπωση «εθνικά θέματα». (Πολύ κοντά, κάτω από την επιφάνεια, κρύβεται η φρικαλέα λέξη «αντεθνική» στάση, θέση ή οτιδήποτε άλλο).
Με την απογείωση του αναθεωρητισμού από πλευράς του – κυρίαρχου, μετά το πραξικόπημα του καλοκαιριού και τη διεξοδική καταστολή στην Τουρκία, που ήδη «ενσωματώνει» και αρκετήν από την αντιπολίτευση: σημειώστε το! – Ρετζέπ Ταγγίπ Ερντογάν, ο οποίος κλιμακωτά επιχειρεί να ξηλώσει τη Συνθήκη της Λωζάννης, παράλληλα με την αποτελεσματική τροχιοδρόμηση των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό προς νέα αδιέξοδα και με κορύφωση την αμφισβήτηση της ίδιας της σημαίας της Κυπριακής Δημοκρατίας (όπου ο Ερντογάν έχει δίκιο, αλλιώς: η σημαία με το νησί και τον κλάδο ελιάς μετά το 1975 θα ’πρεπε να έχει σχεδιασμένο αγκαθωτό σύρμα στη μέση, υπόμνηση στο διεθνές σύστημα της πραγματικότητας της εισβολής/κατοχής), έχουμε ένα οδυνηρά καινούργιο σκηνικό. Στο οποίο το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό μπορεί, κάθε στιγμή, να παίξει τον ρόλο καταστροφικού επιταχυντή.
Εδώ, η «τρίτη εκδοχή» είναι, ατυχώς, ιδιαίτερα δυσάρεστη: έγκειται στο να παραδεχθούμε ότι δεν είναι πλέον η χώρα – η Ελλάδα αλλιώς, η Κύπρος αλλιώς – υποκείμενο της Ιστορίας, αλλά αντικείμενό της σ’ αυτήν τη φάση. Και να προσπαθήσουμε τουλάχιστον, οι ηγεσίες όχι να φυλάξουν τα νώτα τους (επιφυλάσσοντας στον εαυτό τους τον ρόλο του «καλού»), αλλά να δείχνουν στον κόσμο το πού πάει το πράγμα, με τι κόστος και γιατί. Δεν θα ‘ταν ίσως ένδοξο. Θα ‘ταν όμως έντιμο.