Του Μάνου Τάκα, Κοινωνικού Ψυχολόγου
Στις 22 Μαρτίου 2020, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοινώνει στον ελληνικό λαό την καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας, ένα αίτημα το οποίο οι περισσότεροι θεώρησαν «αναμενόμενο», καθώς τα θανατηφόρα κρούσματα ανά την υφήλιο αυξάνονται ακόμα και σήμερα κατακόρυφα. Η καθημερινή πρακτική μάς επιτάσσει ότι οποιαδήποτε μετακίνηση θα πρέπει να «δηλώνεται» με κάποιον τρόπο, να ελέγχεται και να γίνεται αποδεκτή, με τον φόβο ενός «προστίμου». Προφανώς για προφύλαξη από μια γενικευμένη διάδοση του ιού.
Όμως το βασικότερο «πρόστιμο» είναι ο ίδιος ο κοινωνικός διχασμός. Στην αρχή ήταν «οι γιαγιάδες που πάνε στην εκκλησία», στη συνέχεια «όλοι που τρέχουν στις παραλίες», μετά «αυτοί που πάνε στα βουνά», μετά «όλοι που κυκλοφορούν άσκοπα (;) στον δρόμο».
Ο κοινωνικός αυτός διχασμός δεν μας είναι άγνωστος στην Ελλάδα. Πριν από λίγα χρόνια, τη «σκοτεινή μας οκταετία», την εποχή των Μνημονίων που τόσο γρήγορα ξεχάσαμε, στην αρχή έφταιγαν «οι δημόσιοι υπάλληλοι», μετά «οι συνταξιούχοι», μετά «οι ελεύθεροι επαγγελματίες που δεν έκοβαν απόδειξη» και στο τέλος «εμείς ως ανεπρόκοπος, απείθαρχος λαός». Και σήμερα, οι «φρόνιμοι» κάθονται σπίτι, οι «απείθαρχοι» είναι στους δρόμους. Κοινός παρονομαστής αυτών: ο φόβος, ο φόβος του θανάτου.
Στην πρώτη συνθήκη, ο φόβος του οικονομικού στραγγαλισμού, ο φόβος της πείνας, της ανέχειας ανασύρονταν διαρκώς από το συλλογικό θυμικό.
Στη σημερινή συνθήκη, κυριαρχεί ο υπαρξιακός φόβος. Ο φόβος του πραγματικού θανάτου, συνήθως όχι του «δικού μας», αλλά «των δικών μας». Η συνοχή της οικογένειας, που έσωσε τη συνοχή την εποχή των Μνημονίων, δοκιμάζεται σήμερα με το «μένουμε σπίτι για τους ηλικιωμένους, για τις ευπαθείς ομάδες».
Και έτσι δεχτήκαμε να μείνουμε σπίτι μας, με τον εαυτό μας, με τους δαίμονές μας, βομβαρδιζόμενοι από φοβικά μηνύματα καταστροφής, κυρίως στο εξωτερικό. Ποια είναι όμως η ψυχολογική διαδικασία που επιτρέπει την χωρίς αντιδράσεις υιοθέτηση μιας εντολής, όπως αυτή που επιτάσσει τον εγκλεισμό καθενός στο σπίτι του; Προφανώς η απάντηση είναι «η επιδημία», είναι η απειλή, είναι η ανάγκη να περιορίσουμε τα κρούσματα, να νοιώσουμε πάλι ασφαλείς. Ποιος όμως είναι ο μηχανισμός, σύμφωνα με τον οποίο ελεύθερα και αυτοβούλως ενδίδουμε και πώς θα μπορούσε αυτός ο μηχανισμός να εμπεδωθεί στο συλλογικό θυμικό, ώστε να λειτουργήσει ως αντανακλαστικό στο μέλλον;
Πώς φτάσαμε εδώ;
Το 2016, στο βιβλίο τους Περί χειραγώγησης, οι Joule & Beauvois διατυπώνουν τη θεωρία της «ελεύθερα αποδεχόμενης υποταγής». Τι χρειάζεται ώστε τα άτομα πειθήνια να υποταχθούν ελεύθερα στη βούληση ενός «κεντρικού» μηνύματος; Η έρευνά τους βασίστηκε στις δυτικές, νεοφιλελεύθερες κοινωνίες και κατέληξαν ότι η ελεύθερα αποδεχόμενη υποταγή είναι αποτέλεσμα μιας ψυχολογικής δέσμευσης που αποσπούν από την κοινωνία οι ισχυροί του κόσμου.
Η ψυχολογική δέσμευση, έννοια γνωστή στην Κοινωνική Ψυχολογία, και η κλιμάκωσή της αφορά κυρίως μια μορφή προσκόλλησης των ατόμων στις αποφάσεις τους. Εάν το άτομο δεχθεί μια μικρή, στην αρχή, δέσμευση, είναι πιο εύκολο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να βρεθεί παγιδευμένο στην αρχική του απόφαση. Έτσι, η μετάβαση από την ελεγχόμενη κυκλοφορία στην καθολική απαγόρευση ήταν για τους περισσότερους ένα πολύ μικρότερο βήμα, απ’ ό,τι στην πραγματικότητα.
Με την εμμονή στην αρχική απόφαση ασχολήθηκαν ο Cialdini και οι συνεργάτες του σε πειραματικό σχεδιασμό τους το 1978, ο οποίος εμπεριείχε δύο συνθήκες, μια συνθήκη ελεύθερης απόφασης και μια συνθήκη αναγκαστικής απόφασης. Η συνθήκη στην οποία τα υποκείμενα σε πρώτη φάση αφήνονται ελεύθερα να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο τεστ αυτό που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν (συνθήκη ελεύθερης απόφασης) καταλήγει σε πολύ ισχυρά αποτελέσματα εμμονής, σε αντίθεση με τη συνθήκη στην οποία τα υποκείμενα παρακινούνται, υπό την πίεση του πειραματιστή, να επιλέξουν ένα από τα δύο τεστ (συνθήκη αναγκαστικής απόφασης). Έτσι, το αποτέλεσμα της εμμονής εξαρτάται από τη δέσμευση του ατόμου στην αρχική του απόφαση, δηλαδή από την «αίσθηση ελευθερίας» που έχει. Τι χρειάζεται όμως ώστε να λάβουμε «ελεύθερα» αυτή την πρώτη δέσμευση και τι χρειάζεται ώστε από μια απλή «σύσταση» να αποδεχθούμε την απαγόρευση;
Οι θεωρίες είναι πολλές και η Κοινωνική Ψυχολογία παρέχει πληθώρα εργαλείων πειθούς και συμμόρφωσης. Η πρώτη τεχνική ονομάζεται, ευφάνταστα, «το-πόδι-στο-άνοιγμα-της-πόρτας» και διερευνήθηκε από τους Freedman και Fraser το 1966. Αποτελείται από σειρά περιπτώσεων όπου η παρατηρούμενη συμπεριφορά, δηλαδή η εντέλει πλήρης υποταγή, έχει προετοιμαστεί από μια σειρά προκαταρτικών συμπεριφορών, οι οποίες στην αρχή φαίνονται ανώδυνες, ανοίγουν όμως τον δρόμο για τη «δέσμευση» του ατόμου στην επιθυμητή συμπεριφορά. Η αρχή αυτή είναι γνωστή και στην καθημερινή πρακτική «ζήτα λίγα στην αρχή και μετά όλο και περισσότερα». Από τον αρχικό πειραματισμό των Freedman & Fraser, αναδείχθηκαν πειραματικά κι άλλες τεχνικές ως συνέχεια της αρχικής, όπως η τεχνική «ένα-γερό-πόδι-στο-άνοιγμα-της-πόρτας», «το πόδι-στο-στόμα», «το πόδι-στη-μνήμη» και πληθώρα παρόμοιων τεχνικών, αναδεικνύοντας όχι μόνο την αποτελεσματικότητά τους, αλλά και την υστέρηση στη φαντασία κατά την ονοματοδοσία τους…
Ενώ όμως στις ανωτέρω τεχνικές συνήθως η λεκτική επικοινωνία εστιάζεται πρωταρχικά στο όφελος του δέκτη και υπόρρητα στο κόστος του (χάνοντας δηλαδή το όφελος), η σημερινή ρητορική πρακτική φαίνεται να ακολουθεί μια άλλη, επίσης γνωστή πρακτική: τον φόβο. Η επίκληση στον υπαρξιακό φόβο, τον φόβο της ζωής και κυρίως τον φόβο του θανάτου, δεν έρχεται με «απλά» μηνύματα. Ανασύρεται από το συλλογικό θυμικό σε συνδυασμό με την έννοια του «πολέμου».
Ο «πόλεμος» ως μεταφορά
Στις 17 Μαρτίου, ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης αναγγέλλει ότι «βρισκόμαστε σε πόλεμο με έναν αόρατο εχθρό». Τι σημαίνει όμως αυτό; Εκτός της προφανούς επίκλησης στον φόβο, ο «πόλεμος» κρύβει συμπαραδηλώσεις, δηλαδή όροι και παραδοχές οι οποίες είναι νοηματικά προσκολλημένες στην αρχική έννοια .
Στον πόλεμο υπάρχουν δίκαια και άδικα θύματα («δίκαια» τα θύματα που συνωστίζονταν, «άδικα» τα θύματα των ευπαθών ομάδων που κόλλησαν από τα απερίσκεπτα και «δίκαια» θύματα).
Στον πόλεμο υπάρχουν εχθροί (εδώ ο εχθρός είναι αόρατος, αυξάνοντας στα ύψη τον φόβο και την επίκληση στο άγνωστο που κινητοποιεί αρχέγονες φοβίες).
Υπάρχουν όμως και οι στρατηγοί της μάχης, οι κεντρικοί ήρωες, οι ειδικοί, που γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα τι πρέπει να κάνουμε εμείς, ο «άμαχος πληθυσμός» του πολέμου ή οι στρατιώτες, οι οποίοι αναμφίβολα πρέπει να ακολουθήσουμε τις εντολές.
Η γνωσιακή μεταφορά του πολέμου δεν ανασύρει μόνο εικόνες τρόμου και καταστροφής, αλλά παράλληλα συσπειρώνει. Συσπειρώνει γύρω από τους «σημαντικούς στρατηγούς», γύρω από τους ειδικούς, όπου στη σημερινή συνθήκη φαίνεται η ενδεδειγμένη λύση σε έναν «αόρατο» μεν, απτό ως τα αποτελέσματα δε «εχθρό», σε μελλοντική συνθήκη όμως η σημερινή συνθήκη θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αντανακλαστικά, ως μια «ερμηνευτική άγκυρα». Ο φόβος μάς ωθεί να παραδίδουμε κάθε ίχνος ελευθερίας για να κερδίσουμε κάποιο ίχνος ασφάλειας. Η χομπσιανή αυτή παραδοχή βασίζεται στη βραχεία μας μνήμη. Κλεισμένοι σε τέσσερις τοίχους και βομβαρδιζόμενοι από μηνύματα με οσμή θανάτου του «αόρατου εχθρού», αδυνατούμε να αναλογιστούμε ότι η ίδια κοσμοθεωρία που επικαλείται σήμερα το δημόσιο σύστημα υγείας, ελάχιστο καιρό πριν, σταδιακά το αποδομούσε. Ότι η επίκληση στη «συλλογική ευθύνη» αφορά τους πολίτες και όχι την Αρχή. Ότι η Ευρώπη για άλλη μια φορά φάνηκε ράθυμη, απρόθυμη και απροετοίμαστη να λειτουργήσει ως «Ένωση» και λειτούργησε ως άθροισμα ξεχωριστών οντοτήτων. Στα δύσκολα ο καθένας μόνος του. Η «πόρτα» άνοιξε με το αίτημα (το πόδι) της ατομικής υγιεινής και συνεχίζεται με το αίτημα της απομόνωσης.
Το ζητούμενο δεν είναι εάν θα ακολουθήσουμε τις οδηγίες, οι οποίες, όπως ήδη τονίστηκε, προφανώς μας προφυλάσσουν από μια γενικευμένη διάδοση του ιού, αλλά το «μετά». Είναι η αίσθηση ότι ο ίδιος ο εγκλεισμός αποτελεί ένα «άνοιγμα» για μελλοντικά αιτήματα συμμόρφωσης και ενδοτικότητας, ως εμπεδωμένο αντανακλαστικό.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δεν μας ζητείται ελεύθερα να αποδεχθούμε τον εγκλεισμό. Το σημαντικότερο είναι ότι μας ζητείται ελεύθερα να αποδεχθούμε τη σιωπή…