Συζητούν οι Δηµήτρης Νόλλας, Αντώνης Δ. Παπαγιαννίδης και Νίκος Γ. Ξυδάκης *
Είναι η κρίση πλέον –σαν φαινόμενο, σαν στοιχείο καθοριστικό της δημόσιας σφαίρας, σαν επεξήγηση της ριζικής αλλαγής που συμβαίνει γύρω μας– εγκατεστημένη στην καθημερινή πραγματικότητα. Επηρεάζει τα πάντα. Επηρεάζει και τον τρόπο με τον οποίο αναπαριστούμε τα πράγματα.
Με αυτήν την παρατήρηση ως σπέρμα προβληματισμού, το Μεταπτυχιακό του ΑΠΚΥ για την Δημοσιογραφία και την Επικοινωνία ζήτησε από δυο ανθρώπους της γραφής –έναν λογοτέχνη κι έναν δημοσιογράφο– να εξομολογηθούν δημόσια πώς η κρίση έχει επηρεάσει την τέχνη τους, την ίδια την έκφρασή τους. Η συζήτηση έγινε στο ξεκίνημα του Μεταπτυχιακού, τον Οκτώβριο του 2011 στην Κύπρο, τότε που ακόμη η κρίση δεν είχε συμπαρασύρει το νησί, αν και είχε σαφώς εισορμήσει την Ελλαδική πραγματικότητα και βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη –πέρα από την χρηματοπιστωτική/οικονομική και σαν κρίση πολιτική, ευρύτερα κοινωνική– σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Φιλοξενούμε στις σελίδες αυτές τις βασικές εισηγήσεις και μερικές πτυχές της συζήτησης.
Μιλώντας εισαγωγικά, η υπεύθυνη του Μεταπτυχιακού Σοφία Ιορδανίδου παρουσίασε το θέμα και τους συντελεστές: «Το αντικείμενο της κουβέντας μας είναι η κρίση και η διπλή γραφή. Πώς δυο άνθρωποι της τέχνης και της δημοσιογραφίας διαβάζουν την κρίση στην Ελλάδα και την Κύπρο σήμερα, με όσα γίνονται και διαμείβονται γύρω μας. Ο Δημήτρης Νόλλας πολυγραφότατος συγγραφέας, φίλος εκλεκτός, θα κάνει μια απόπειρα να μιλήσει δημόσια. Ο Νίκος Ξυδάκης, αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Καθημερινή», πολυγραφότατος κι ο ίδιος, blogger, από τις σύγχρονες πένες της δημοσιογραφίας, θα δώσει τη δική του κατάθεση. Ο Αντώνης Παπαγιαννίδης, δημοσιογράφος, νομικός, εξαίρετος αρθρογράφος για πολλά χρόνια, θα συντονίσει».
Α.Δ. Παπαγιαννίδης: Τα δικά μου εισαγωγικά σχόλια έχουν να κάνουν πρώτα απ όλα με την έννοια της κρίσης. Τι είναι τελικά η κρίση; Η κρίση είναι μια τομή στον χρόνο που, υποτίθεται, φέρνει κάποια ανατροπή των πραγμάτων όπως τα ξέρουμε. Η κρίση έχει μέσα και το στοιχείο του κρίνεσθαι και εκείνο του κρίνειν. Σήμερα, ημέρες Συνόδου της ΕΕ, οι μεγάλοι της Ευρώπης και ενδεχομένως του κόσμου, θα κρίνονται από ποιόν; Αλλά και θα κρίνουν, τι θα κρίνουν; Πάντως θα κριθεί το τι θα γίνει από δω και πέρα…
Είναι όμως η κρίση και πρόκληση, μας λέει το σημερινό θέμα, για τη γραφή· ίσως να το εκλάβουμε ευρύτερα «για την έκφραση», αφού όλος ο πλανήτης σήμερα βλέπει διαδικτυακά Μέσα ή κοιτάζει την τηλεόραση, δηλαδή προσλαμβάνει την εντύπωση –ενώ μόνο σε ένα δεύτερο επίπεδο ασχολείται με την γραφή, με τον γραπτό λόγο.
Όμως όλες αυτές οι μορφές έκφρασης τι επιχειρούν να κάνουν; Να καταλάβουν, να εξηγήσουν, να αναλύσουν και να δείξουν την κρίση. Είναι η γραφή στα χέρια ανθρώπων, καθενός ανθρώπου που εκφράζεται δημόσια: επαγγελματικά μεν (εκεί είναι ο δημοσιογράφος) ή λίγο πιο υπερβατικά (εκεί είναι ο λογοτέχνης).
Τελευταία λέξη του σημερινού μας θέματος, «το κουβάρι». Ίσως είναι η πιο σοφή λέξη, διότι αυτό που ζούμε, αυτό που ζει η υφήλιος είναι κάτι εξαιρετικά πολύπλοκο. Ήδη οι Ελλαδίτες το ζούμε άμεσα στο πετσί μας, οι υπόλοιποι μπορούν να το βλέπουν με μια μεγαλύτερη απόσταση –ελπίζω δε να μη συμπαρασύρει η Ελλάδα την Κύπρο εκεί που αύριο είναι πιθανόν να παρασυρθούν πολλοί περισσότεροι από τα έντεκα εκατομμύρια κατοίκων της Ελλάδας. Όμως και ως Ευρωπαίοι μένουμε απορημένοι μπροστά στο κουβάρι που οδηγεί στη δημόσια αμηχανία και την αναζήτηση τρόπων έκφρασης της κρίσης.
Δημήτρης Νόλλας: Ξεκινώντας να γράψω αυτό το μικρό κείμενο που θα σας διαβάσω, είχα συνεχώς στο νου μου ένα στίχο του Γκάτσου, που λέει «Έτσι είναι η ζωή και πώς να την αλλάξεις με μολύβι και χαρτί». Δε μου είναι εύκολο να διαβάσω την κρίση ή να μιλήσω για αυτήν. Αυτό που ξέρω είναι πως συχνά τον τελευταίο καιρό, αναρωτιέμαι αν η καταστροφή του ελληνικού κράτους θα μπορούσε να αποτελέσει τη σωτηρία των Ελλήνων. Εδώ και δύο αιώνες, είμαστε οι ζωντανές αποδείξεις, τα ζωντανά παραδείγματα ενός λαού που είναι αδύνατον να υπάρχει ως οργανωμένο κοινωνικά σύνολο. Η πιθανότητα να καταποντιστεί το κράτος μέσα στο πέλαγος των ηδονών και των ασφαλίστρων κινδύνου μπορεί και να γοητεύει: τα «ασφάλιστρα» οι άρχοντές μας τα πωλούν και τα αγοράζουν με μεγάλο ζήλο, σπεκουλάρουν οι δυστυχισμένοι πάνω στους ζωντανούς νεκρούς που πλημμυρίζουν ήδη την Ελλάδα, έντρομοι μην τυχόν και αυτούς τους ίδιους τους βρει ο θάνατος χωρίς γεμάτο πορτοφόλι. Για αυτούς όλους και για εμάς τους άλλους είπε ο ποιητής πριν από εκατό χρόνια: «To πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε», υπενθυμίζοντάς μας πως η ζωή μπορεί διαρκώς να συνεχίζεται μέσα κι από άλλα σχήματα.
Ομολογώ πως δεν γνωρίζω τι επιπτώσεις μπορεί να είχε στη ζωή των ανθρώπων μια τέτοια έκβαση. Δεν κατέχω τα οικονομικά και τον τρόπο που στροβιλίζεται το χρήμα. Συνήθως καταποντίζοντας εκείνους που νομίζουν πως μπορούν να το τιθασεύσουν και άρα η άποψή μου μπορεί να είναι καταστροφική. Αυτό όμως που γνωρίζω είναι πως στο κέντρο της ζωής μας έχουμε εγκαταστήσει το χρήμα σαν την υπέρτατη αξία και την απληστία ως πρώτη κυρία επί των τιμών. Μπροστά σε αυτό το πλοίο της ερήμου καταλαβαίνει κανείς πόσο γοητευτική μπορεί να γίνει η θέα του Ζαλόγγου. Σ’ αυτόν λοιπόν τον κήπο των απολαύσεων που δημιουργήσαμε (και φαίνεται πως τώρα πια πιάνει τον αργεντίνικο πάτο του), είναι βέβαιο πως θα ξεχωρίσουν, πως ξεχωρίζουν ήδη σιγά-σιγά, εκείνοι που θα ξαναστήσουν το παιχνίδι. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, το θέλει η οικονομία της φύσεως να ξαναστηθεί σκηνικό. Καλύτερο; Χειρότερο; Κανείς δεν μπορεί να το ξέρει. Αυτό όμως που γνωρίζουμε όλοι είναι πως ο καρκίνος αν δεν πολεμηθεί τα πάντα κατατρώει, όμως δίνει ζωή το να τον μάχεσαι σε μια μάχη ατέλειωτη και αμφίβολη. Το ξέρουμε, το έχει τραγουδήσει ο Παπαδιαμάντης πως «δεν έχουν τελειωμό τα βάσανα κι οι καημοί του κόσμου», όπως κι ο Κώστας Μόντης το ‘χει πει «Κουράγιο κωπηλάτες, υπομονή κωπηλάτες».
Η τέχνη λοιπόν του λόγου, η τέχνη να παίζεις με τις λέξεις και να τις δαμάζεις, ακριβώς όπως ο αγώνας με την πρώτη ύλη κάθε τέχνης, με τα χρώματα, με την πέτρα, με τους ήχους, είναι ένας διαρκής και ατέρμων αγώνας. Η έκφραση του αισθήματος, στην προσπάθεια του να μετουσιωθεί σε κόσμο, βρίσκεται σε διαρκή κρίση από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης του, από την πρώτη λέξη. Δεν υπάρχει ζωή έξω από την κρίση, πολύ λιγότερο έξω απ την τέχνη και θα ‘λεγα πως στην τέχνη η κρίση συνοψίζεται στη διελκυστίνδα ανάμεσα στο ναρκισσιστικό «εγώ» του καλλιτέχνη, του λογοτέχνη εν προκειμένω, από τη μια κι από την άλλη σε έναν κόσμο χάρτινο, ονειρικό, άλλον από αυτόν που μας περιβάλλει και με τον οποίον ο δημιουργός του βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση, πάντα πιστεύοντας και πάντα προσπαθώντας να τον κάνει τελειότερο. Ιδού μια κρίση χωρίς τέλος, γιατί τίποτα δεν είναι τέλειο και τίποτα δεν τελειώνει, γιατί διαρκώς μια λέξη αναζητεί το νόημα της και κάθε νόημα τη λέξη του. Ακριβώς όπως ποτέ δεν τελειώνει η άλλη, η οικονομική, η κοινωνική κρίση, η καθημερινή κρίση, στο μάτι της οποίας είναι εγκατεστημένος, εγκλωβισμένος ο λογοτέχνης. Εκεί που η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια πλήττει όλη την κοινωνία για τον δημιουργό, απ’ τη στιγμή που επέλεξε να χαράζει στο χαρτί, η κρίση έχει γίνει η καθημερινή του συνθήκη κι η σωτηρία του. Γιατί έχει ζητήσει από την τέχνη της ποιήσεως να προσέλθει με τα φάρμακα της που κάνουνε για λίγο να μη νιώθεται η πληγή, όπως λέει ο Καβάφης.
Α.Δ.Παπαγιαννίδης: Δύσκολο να περάσει κανείς από τον λόγο του Νόλλα στον δημοσιογραφικό λόγο. Μολοταύτα, από το κείμενο του, από τον λόγο του, θα μου επιτρέψει να αντλήσω δυο ή τρία στοιχεία, τα οποία, τέτοια ώρα που μιλάμε, ενώ οι μεγάλοι του κόσμου συσκέπτονται κι αποφασίζουν για τις τύχες μας, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Το ένα είναι η αναγωγή από την καταστροφή της χώρας –της Ελλάδας– στη σωτηρία του Έλληνα. Μπορεί να ακούγεται λίγο υπερβολή σαν διατύπωση, αλλά κάπου εκεί, αν τη δούμε τη καταστροφή ως ξεπέρασμα του εαυτού μας και του δεδομένου, ίσως κάπου εκεί να φωλιάζει το αύριο. Επίσης, στον λόγο του Νόλλα θα σημειώσατε πάντως τη γοητεία που μπορεί να ασκεί η καταστροφή. Μεγάλη κουβέντα! Διερωτάται κανείς μήπως οι μεγάλοι του κόσμου τούτου κάτι από τη γοητεία της καταστροφής έχουν ψυχανεμισθεί και παίζουν (όπως ο Dr Strangelove με την ατομική βόμβα) με την οικονομική ατομική βόμβα, την οποία μπορεί αυτή τη στιγμή να αφήνουν επί των κεφαλών μας. Και μια τελευταία έκφραση, η έκφραση «χωρίς τέλος»: το πιο επικίνδυνο από τη σημερινή κορύφωση της κρίσης είναι ότι υπόσχεται, όπως και τις προηγούμενες πολλές φορές, ότι θα υπάρξει μια οριστική λύση: επικίνδυνη προσδοκία…
Νίκος Ξυδάκης: Η συγκυρία το ‘φερε να σηκωθούμε να φύγουμε από την Αθήνα για να έρθουμε στη Λευκωσία τη στιγμή που παίζεται το κεφάλι του ελληνικού κράτους, της ελληνικής δημοκρατίας και κατ’ επέκταση οι ζωές των Ελλαδιτών. Ωστόσο, εγώ από μια άποψη αισθάνομαι μια οικειότητα, ένα φυσικό καταφύγιο, διότι με την Κύπρο με δένουν στενοί, φιλικοί, σχεδόν οικογενειακοί δεσμοί καμιά τριανταριά χρόνια τώρα –οπότε η Κύπρος μού είναι σαν ένα μακρινό σπίτι. Η δική μου η παρέμβαση αφορά δύο τρεις γυμνωμένες σκέψεις για το πώς ένας δημοσιολογών γραφιάς, που είναι υποχρεωμένος να γράφει συνέχεια, σχεδόν κάθε μέρα, σε πολύ στενά χρονικά όρια κι αντλώντας και από αυτό το θεματολόγιο το καθημερινό της κρίσης, αντιμετωπίζει ένα θεματολόγιο το οποίο συχνά πυκνά σε γεμίζει μόνο ερωτηματικά ή μόνο απόγνωση. Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις, κυρίως για το πώς γράφουμε για την κρίση, πώς δηλαδή γράφει ένας δημοσιογράφος.
Το ερώτημα ετέθη βίαια, ενόσω η κρίση ανεδύετο απειλητική και σκοτεινή, σχεδόν ακατανόητη ως προς τι θα μπορούσε να φέρει στις ζωές μας. Πώς γράφουμε για την κρίση; Εφόσον γράφεις δημοσίως, οφείλεις πρώτιστα να αφηγηθείς την κρίση. Πώς επελαύνει και πώς μορφοποιείται σταδιακά, ως μόνιμο χαρακτηριστικό του βίου, πώς αλλάζει ριζικά την πολιτική ατζέντα, πώς αλλάζει τις εννοιολογήσεις, πώς κλονίζει τις βεβαιότητες, πώς πυροδοτεί παθιασμένες ή απελπισμένες συζητήσεις, ακόμη και πώς διαιρεί ψυχικά παρέες και ανθρώπινα σύνολα. «Υπέρ ή εναντίον του Μνημονίου»; Αυτό το διχαστικό ερώτημα ταλανίζει τους Έλληνες εδώ και ενάμιση χρόνο και κυριάρχησε στη δημόσια συζήτηση. Πολλοί στοιχήθηκαν πίσω από το υπέρ, άλλοι τόσοι πίσω από το εναντίον. Άλλοι, εξίσου σαστισμένοι με τους παραπάνω, στάθηκαν παράμερα. Μερικοί προσπάθησαν να δουν πίσω και μετά το Μνημόνιο. Τι κοινωνία θα διαμορφωθεί; Δυστυχώς όλοι πια, ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι, βλέπουν ήδη μπροστά τους φτωχοποίηση, χρεοκοπία, υποτέλεια και ένα είδος ατομικής κι εθνικής ταπείνωσης.
Πώς μιλάς, λοιπόν, δημοσίως για τους φόβους και τα βάσανα του λαού σου, ενώπιον μεγάλου ακροατηρίου, εν δυνάμει εθνικού; Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης θέτει έκτακτα καθήκοντα, πολύ βαριά. Ασφαλώς, οφείλεις να είσαι ειλικρινής, όπως πάντα άλλωστε, να αφουγκράζεσαι το κοινό αίσθημα κι όχι να μεταφέρεις άκριτα πληροφορίες, οι οποίες πληροφορίες εκτός συμφραζομένων, χωρίς εξήγηση, μπορεί να δρουν και τρομοκρατικά. Οφείλεις να ζυγίζεις διπλά και τριπλά τις λέξεις, γιατί ο κόσμος περιμένει να ακούσει κάτι για να μορφώσει γνώμη και να ρυθμίσει στάση βίου. και πάλι βαρεία η ευθύνη. Εδώ αναρωτιέσαι για τα όρια της παρρησίας: τα λες όλα; Στη δημοσιογραφική πρακτική πολύ συχνά γνωρίζεις πληροφορίες από πηγές μη δημοσίως κατονομαζόμενες, που βοηθούν τον δημοσιογράφο να συνθέσει μιαν ευρύτερη εικόνα, να ερμηνεύσει κινήσεις, να αξιολογήσει προθέσεις. Όμως αυτές τις πληροφορίες και αυτές τις πηγές δεν μπορεί να τις επικαλεστείς. Άρα, το κείμενο σου, η αφήγηση σου πρέπει να προκύπτει σα συλλογισμός, με λογικά επιχειρήματα και συμπεράσματα κι όχι σαν απόρροια αυτών των κρυφών πληροφοριών.
Αυτή είναι η τέχνη της δημόσιας γραφής: να είσαι πειστικός να είσαι ειλικρινής, να είσαι χρήσιμος, χωρίς όμως να σπείρεις τον πανικό. Και δεν είναι εύκολη υπόθεση να εντοπίζεις τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την ευθύνη από την αποσιώπηση, ανάμεσα στην ελεύθερη διακίνηση ειδήσεων και απόψεων και την αυτολογοκρισία. Ιδού άλλη μια τέχνη του δημοσιολογούντος, η αυτολογοκρισία. Σε καιρό κρίσης, με τον καιρό πυκνό, τα ερωτήματα πέφτουν βροχή ζητώντας άμεσες, ασπρόμαυρες απαντήσεις, ναι, όχι, σωστό, λάθος και εξηγήσεις αναλόγως μονόπαντες και ισοπεδωτικές «Φταίμε όλοι! Μαζί τα φάγαμε!». Αφού φταίνε όλοι, δε φταίει κανείς! Η ενοχοποίηση των πάντων ήταν ένας πρώτος μηχανισμός που αποπροσανατόλισε πολύ κόσμο και τον καθυστέρησε από το να σκεφτεί καθαρά και να δράσει.
Πολύς χρόνος σπαταλήθηκε στον διχασμό, κι ο διχασμός κρατάει γερά ακόμη. Κατόπιν, ήρθε η ρητορική του «όποιος και να ήταν τα ίδια θα έκανε», εδώ υποκρύπτεται το θατσερικής καταγωγής ΤNA, there is no alternative. Δεν υπάρχει καμία εναλλακτική, αυτό το σύνδρομο είναι που σηματοδοτεί την αβουλία και την αλαλία, την έκλειψη της πολιτικής βούλησης και πράξης ενώπιον της αδήριτης πραγματικότητας των αγορών. Τρίτο σκαλί και τελευταίο στην κυρίαρχη ρητορική. Φταίνε οι άλλοι, φταίνε οι ξένοι, δηλαδή πάλι δεν φταίει κανένας. Και περαιτέρω, η κρίση είναι ένα φυσικό φαινόμενο που έρχεται σαν το σεισμό και κανείς δεν μπορεί να ψέξει κανέναν. Τι λες για όλα αυτά; Βρισκόμαστε ήδη στο πεδίο της ηθικής και στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας.
Για να αφηγηθείς την κρίση, πρέπει λοιπόν να πάρεις θέση. Θέση παρατηρητή, όχι αναγκαστικά θέση μαχητή. Αλλά ακόμη και η θέση παρατήρησης που θα επιλέξεις επηρεάζει και εσένα τον παρατηρητή κι επηρεάζει και τον παρατηρούμενο. Η γωνία θέασης διαμορφώνει τη θέαση και τη φόρμα της αφήγησης σου. Πάνω στην κόψη του καιρού πρέπει διαρκώς να αποφασίζεις, τι θα γράψεις, από ποια σκοπιά, με ποια φόρμα. Θα εναντιωθείς στην κυρίαρχη ρητορική, εφόσον ξέρεις ότι ψεύδεται ή είναι κατάφωρα προπαγάνδα; Θα πάρεις τη μεριά του αδύναμου; Θα μείνεις μόνο σε ψυχρά, ρεαλιστικά επιχειρήματα ή θα προσφύγεις και στην ενσυναίσθηση, στη συμμετοχή, στον πόνο του άλλου; Θα αφεθείς σε ένα ορισμένο συναισθηματικό τρόπο παλμογραφώντας τον αναγνώστη, τον διαρκή συνομιλητή, αντηχώντας το κοινό αίσθημα; Θα αφήσεις να φανούν η δική σου απαισιοδοξία, ο πεσιμισμός, η μελαγχολία, αυτά που θα μαυρίσουν τον ήδη σκοτεινό αναγνώστη; Ή θα του ανοίξεις μια χαραμάδα αισιοδοξίας, αυτοπεποίθησης, περηφάνιας, έναν τρόπο να σταθεί όρθιος; Δεν ξέρω. Η κρίση δοκιμάζει τους γραφιάδες, τους φέρνει στα όρια τους διανοητικά, ηθικά, ψυχικά. Όλους μας δοκιμάζει –και η ιστορία θα κρίνει τις αφηγήσεις μας.
Α.Δ.Παπαγιαννίδης: Ο Νίκος Ξυδάκης έκανε κάτι που θα το χαρακτήριζα ζαβολιά: μιλώντας σαν δημοσιογράφος που είναι, σαν γραφιάς όπως θέλησε ο ίδιος να πει, για την κρίση και τη στάση του δημοσιογράφου προς αυτήν, έδωσε μια προσέγγιση σπάνιας ποιότητας –αλλά πάρα πολλές φορές ενθέτοντας στο λόγο του ερωτηματικό. Ερωτηματικό εκεί που υπήρχε ερωτηματικό αλλά και ερωτηματικό και εκεί που υπήρχε εσωτερική απορία ως προς τον ρόλο του: ένα πράγμα το οποίο στη δημοσιογραφική γραφή (κι όχι μόνο την ελληνική) λείπει γενικώς.
Η δημοσιογραφία δυστυχώς είναι μια άσκηση αυτοπεποίθησης και ασφάλειας, που όμως τις μέρες της κρίσης, της μεγάλης και βαθειάς αμφιβολίας, ίσως και άγνοιας των αποφασιζόντων, καθιστά την έλλειψη αμφιβολίας μέγιστη προδοσία. Κι όταν ο δημοσιογράφος τοποθετείται απέναντι στο φαινόμενο της κρίσης, η απορία, η επιφυλακτικότητα, η αμφιβολία (και η ομολογία προς τον αναγνώστη, τον τηλεθεατή, τον ακροατή αυτής της απορίας και της αμφιβολίας) είναι το πρώτιστο ηθικό πλεονέκτημα το οποίο χρειάζεται να έχει. Το οποίο, ακριβώς, συνήθως λείπει.
Επίσης, θα είδατε πόσο έντονο είναι στον δημοσιογράφο, σ’ εκείνον που γράφει δημόσια, σχεδόν καθημερινά, υπό την πίεση του deadline του, του χρόνου, σε σχέση με την πιο απόμακρη αλλά και πιο έντονη προσέγγιση του λογοτέχνη: πόσο παίζει ρόλο ότι «ο κόσμος κάτι περιμένει», ότι υπάρχει μια προσδοκία κατανόησης από τον δημόσιο λόγο μπροστά στις ημέρες της κρίσης. Όχι μόνο αυτό αλλά και σε μια εποχή όπου η έννοια there is no alternative, η έννοια της μονόδρομης σκέψης, ότι μία μόνο είναι η απάντηση στα προβλήματα, η απάντηση αυτή περιέχει όση πολιτική βία χρειαστεί. Τέλος, δυο ακόμη λέξεις, δύσκολα συμβατές αλλά πολύτιμες για τον δημόσια εκφραζόμενο. Η μία είναι η λέξη ευθύνη, μια λέξη που εύκολα λέγεται αλλά δύσκολα τηρείται ως υπόσχεση. Η δεύτερη είναι η λέξη παρασιώπηση. Ο δημοσιογράφος, ο δημόσια εκφραζόμενος, οφείλει την αλήθεια. Όμως αν πει όλη την αλήθεια, πρώτον καίει τις πηγές του, άρα έχει τελειώσει. Δεύτερον, δημιουργεί τρόμο και φρίκη. Συνήθως αυτό κάνει ο δημοσιογράφος! Όμως αυτό που θέλει είναι να οδηγήσει το κοινό στην κατανόηση –κι αυτή είναι η μεγαλύτερη ευθύνη.
Βρισκόμαστε πάντως σε μιαν εκδήλωση την οποία οργανώνει το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Πρόγραμμα Επικοινωνίας και Δημοσιογραφίας. Οπότε θα στραφώ στην Σοφία Ιορδανίδου, που είναι η υπεύθυνη αυτού του προγράμματος, και θα ρωτήσω: όταν κανείς προσπαθεί να διδάξει σε μεταπτυχιακό επιπεδο αυτό που λέγεται «δημοσιογραφία» κι εκείνο που είναι «τέχνη και τεχνική της επικοινωνίας» και βρίσκεται μπροστά στην κρίση, έχοντας τα όπλα αυτά του λόγου, αισθάνεται ένα είδος τρακ; Κι αν ναι, πώς το υπερβαίνει;
Σοφία Ιορδανίδου: Από την πρώτη μέρα έκανα σαφές στους φοιτητές ότι δεν είμαστε εδώ για να τους μάθουμε κάποιες σελίδες από διάφορα βιβλία, δεν είμαστε εδώ για να απαιτήσουμε να μάθουν την ιστορία της δημοσιογραφίας ή της επικοινωνίας, ή έστω τον τρόπο άσκησης αυτών των επαγγελμάτων. Ο στόχος μας είναι να βοηθήσουμε, να καθοδηγήσουμε, να ανοίξουμε δρόμους, ώστε ο καθένας από εμάς να μάθει να σκέφτεται για τον εαυτό του, να διαμορφώσει προσωπική άποψη. Είναι ένα ταξίδι στην αυτογνωσία πρώτα απ’ όλα. Η βαριά λέξη η οποία επικρέμεται σήμερα στην αίθουσα είναι η κατανόηση. Αυτό το «κατανοώ» έχει εξαιρετικά μεγάλες απαιτήσεις. Όποιος κατανοεί, είναι σε θέση να κρίνει αλλιώς, να δει τα πράγματα με ένα πιο ψύχραιμο και σκεπτόμενο τρόπο – αυτό είναι το ήμισυ του παντός. Από κει και πέρα τα πράγματα είναι πιο εύκολα.
Στόχος μας είναι λοιπόν να βοηθήσουμε όσο περνάει από το χέρι μας, να κάνουμε τους φοιτητές να βοηθήσουν τον εαυτό τους, να διαμορφώσουν κρίση. Αυτό είναι ήδη ένα πολύ μεγάλο όπλο: από κει και πέρα μπορούν να βγουν και να αντιμετωπίσουν ό,τι πρόκειται να έρθει. Όταν κατανοήσει ο άνθρωπος σε ποιο περιβάλλον κινείται και έχει τα απαραίτητα εργαλεία για να μπορέσει να γράψει, να συμβουλέψει, να βοηθήσει κάποιον στον χώρο του –είτε αυτός είναι ο χώρος της επικοινωνίας είτε της δημοσιογραφίας, θα έχει ήδη αποκτήσει σημαντικά εφόδια. Γι’ αυτό και επικεντρωνόμαστε τον πρώτο χρόνο του Μεταπτυχιακού στις Επιστήμες του Ανθρώπου και στην Κοινωνία (και τη σχέση τους με την επικοινωνία και δημοσιογραφία), ώστε να θεμελιωθεί επιστημονικό υπόβαθρο, να κατανοούμε δηλαδή σε ποιες συνθήκες κινείται και ζει ένας δημοσιογράφος ή σύμβουλος επικοινωνίας. Τη δεύτερη χρονιά την αφιερώνουμε εξ ολοκλήρου στην τέχνη και τεχνική του κάθε πεδίου ξεχωριστά. Την πρώτη χρονιά λοιπόν, δυναμώνουμε επιστημονικά και τη δεύτερη πρακτικά, ώστε να μπορούμε να εκπαιδευτούμε στη γλώσσα της δημοσιογραφίας και της επικοινωνίας.
Με πάρα πολύ μεγάλη επιφύλαξη, το θέμα της κρίσης το κουβεντιάζουμε και στην πλατφόρμα του Μεταπτυχιακού με τους φοιτητές. Θέτω λοιπόν το ερώτημα: πόσο ελεύθερος νιώθει ένας άνθρωπος που γράφει σήμερα να εκφραστεί; Κι αν όχι, ποιες θα ήταν οι συνθήκες που θα σας έκαναν να νιώσετε ελευθερία –όπου ελευθερία = δημιουργία, απελευθέρωση, όπου γράφω = απελευθερώνομαι, δημιουργώ;
Νίκος Ξυδάκης: Ελευθερία έχεις, μπορείς να γράψεις ό,τι θέλεις. Όλες τις προηγούμενες δεκαετίες έτσι ζούσαμε και τώρα έτσι ζούμε. Το θέμα είναι: τι λες; Όσα γνωρίζαμε, σε μεγάλο βαθμό έχουν γκρεμιστεί. Κάποια άλλα, τα οποία τα είχαμε υποτιμήσει, ή και περιφρονήσει, φαίνεται πως έχουν μια αξία την οποία πρέπει να την καταλάβουμε, αλλά δεν την έχουμε καταλάβει. Νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει τώρα είναι μια αλλαγή ακόμα και στο υπόδειγμα της ελευθερίας. Η ελευθερία για μερικά χρόνια ήταν ποιο να διαλέξουμε: το τελευταίο μοντέλο Nokia ή i-Phone; Την έχουμε ακόμη αυτήν την ελευθερία, αλλά μας χρειάζεται;
Δημήτρης Νόλλας: Για μένα οι συνθήκες μέσα στις οποίες γράφω δεν μπορεί να είναι διαφορετικές. Εγώ θεωρώ πως είμαι ελεύθερος επειδή είμαι δούλος, δηλαδή υποδουλώνομαι στην ανάγκη του να εκφράσω κάτι.
Α.Δ.Παπαγιαννίδης: Να το πάρουμε από μια άλλη άκρη: ο λογοτέχνης, ο άνθρωπος της τέχνης, του έντεχνου λόγου, συσχετίζεται στο μυαλό του αναγνώστη με την έννοια του «υψηλού». Αντίθετα ο δημοσιογράφος, ο γράφων αγοραία, έχει να κάνει καθημερινά με τα τεχνικά ζητήματα, όπως η οικονομική κρίση. Δεν κινείται στο υψηλό της έκφρασης, αλλά στο αγχωμένο, ίσως και στο ταπεινό.
Δημήτρης Νόλλας: Το θέμα της ελευθερίας είναι για ένα δημοσιογράφο πολύ πιο δύσκολο να το χειριστεί σε σχέση με κάποιον που, με τη δική του προσωπική ευχαρίστηση, ξεκινά να χτίσει έναν χάρτινο κόσμο. Υπό αυτή την έννοια είπα πριν πως αισθάνομαι περισσότερο δούλος παρά ελεύθερος.
Α.Δ.Παπαγιαννίδης: Ο δημοσιογράφος, όταν έχει να κάνει με το τόσο τεχνικό αντικείμενο της κρίσης, τελικά τι κάνει; Προσπαθεί να το κατανοήσει ή να περάσει την προκατάληψη του; Γιατί ο καθένας από μας έχει ένα δεδομένο εννοιολογικό σύστημα στο μυαλό του…
Νίκος Ξυδάκης: Η κρίση μάς έμαθε τουλάχιστον να αμφισβητούμε τις δικές μας ευκολίες. Οι δημοσιογράφοι έχουν την ευκολία να εξηγούν στα γρήγορα και συχνά επιπόλαια ή να κάνουν γρήγορες περιγραφές. Από το 2008, ήρθαμε αντιμέτωποι με κάποια πράγματα για τα οποία στην αρχή νομίζαμε ότι αρκούσε η τεχνική γνώση, άρα θα προσφεύγαμε στους οικονομολόγους, τους ειδικούς των χρηματοπιστωτικών, σ’ αυτούς που γνωρίζουν την τεχνική του χρήματος και στους ειδικούς των μακροοικονομικών. Σταδιακά, όμως, βλέπαμε ότι η οικονομία ήταν περισσότερο πολιτική και λιγότερο οικονομία. Κι όλα αυτά τα χρόνια που περνούν και βλέπουμε την κρίση να μεγαλώνει σα χιονοστιβάδα, μάθαμε ότι η κρίση, υπό μία έννοια, είναι η εκδίκηση της πολιτικής. Ανάγκη να γυρίσουμε στην πολιτική.
Ένα νόμισμα είναι κατεξοχήν πολιτικό εργαλείο κι όχι τεχνικό. Ελάχιστα σε αυτό συμμετείχαν οι λαοί με τη σκέψη τους, δηλαδή ελάχιστα κατάλαβαν τι είναι. Το καταλάβαμε πικρά δέκα χρόνια αργότερα. Αυτά είναι τα μαθήματα που μας δίνει η κρίση και είναι μαθήματα τα οποία πληρώνουμε πάρα πολύ ακριβά. Μαθήματα από τα οποία την προκύπτουσα γνώση, δεν ξέρω σε ποια πραγματικότητα, σε ποιο περιβάλλον μπορούμε να την εφαρμόσουμε.
Δημήτρης Νόλλας: Να προσθέσω ότι ένας δημοσιογράφος εντέλει μπορεί να γράφει όπως περιμένουν οι αναγνώστες του. Το ανάλογο στη λογοτεχνία, είναι το φαινόμενο του bestsellerισμού. Ο δημοσιογράφος στο άρθρο του θέλει να αναπτύξει την αλήθεια του εαυτού του μέσα στο πλαίσιο της ανάλυσης που κάνει μέσα στα πράγματα κι όχι επειδή θέλει να χαϊδέψει αυτιά. Στο φαινόμενο του bestsellerισμού συμβαίνει κάτι ανάλογο με το χάιδεμα των αυτιών, ο συγγραφέας γράφει αυτά που θέλουν να διαβάσουν οι άνθρωποι
Κορίνα Πατέλη: Διαπιστώνω ένα συναίσθημα ότι κινούμαστε άποροι μέσα σε αυτή την κρίση, λες και το κίνημα εναντίον της παγκοσμιοποίησης που πριν από δέκα χρόνια έλεγε ακριβώς αυτά τα πράγματα δεν υπήρξε, λες και η Naomi Klein δεν έγραψε το No Logo, λες και η γενιά της (αν όχι η γενιά μου) δεν προσπαθούσε να βρει διαφορετικό τρόπο να γράψει και να συγκροτήσει την ταυτότητα της μέσα σε αυτό το υπόδειγμα καταναλωτισμού και λογοκρισίας της αγοράς που τόσο καλά περιγράφετε. Εγώ νομίζω πως έχει γίνει αρκετή δουλειά τα τελευταία δέκα χρόνια, τουλάχιστον στη θεωρία αλλά και στην πρακτική της γραφής, ώστε να υπερβούμε αυτό το συναίσθημα της απορίας και της αδυναμίας μπροστά στην κρίση. Και νομίζω πολλοί από μας (και εσείς νομίζω) βλέπαμε το νόμισμα ως πολιτικό στοιχείο κι επίσης πάρα πολλοί κι από την ακροδεξιά έβλεπαν το νόμισμα ως πολιτικό –εξου και δεν θέλανε να μπούμε στην ΟΝΕ.
Νίκος Ξυδάκης: Είναι πράγματι κάποιοι συγγραφείς και κάποιοι πανεπιστημιακοί στον χώρο τον ακαδημαϊκό που έχουν κάνει οξυδερκείς, έγκαιρες, διεξοδικές κριτικές στον καταναλωτισμό, στην αλλοτρίωση και στην υποδούλωση των ανθρώπων. Μόνο που τα μηνύματα αυτά έφτασαν μόνο στους διπλανούς τους, αντιστοίχως, διανοούμενους και ακαδημαϊκούς και θεωρητικούς. Η κρίση όμως δεν πλήττει τη θεωρία, πλήττει όλες τις κοινωνίες. Πλήττει τις γραμματείς που ο μισθός τους ήταν επτακόσια ευρώ και το i-Phone έκανε επτακόσια, αλλά το είχαν από την πρώτη στιγμή! Αυτή η κοπέλα δεν έχει διαβάσει ποτέ Naomi Klein το No Logo και δεν πρόκειται ποτέ να το διαβάσει –κι ούτε πρόκειται να καταλάβει αν το διάβαζε. Οι άνθρωποι σήμερα απορούν και είναι κατάπληκτοι, σοκαρισμένοι. Το ότι κάποιοι θεωρητικοί (ή οι πατέρες της Εκκλησίας, που έχουν αναφερθεί στην εγκράτεια, τον ολιγαρκή βίο) έχουν μιλήσει, αυτό δεν κάνει λιγότερο τον πόνο, την έκπληξη και τα συντρίμμια της ζωής. Άλλο να χτίζεις αργά-αργά μια απορητική συνείδηση για το τι συμβαίνει, για το τι σημαίνει παγκοσμιοποίηση πριν από δέκα χρόνια, όταν κανείς δεν ήξερε τι ήταν, κι άλλο είναι να ξυπνάς την επόμενη μέρα και να σου έχουν κόψει τον μισό μισθό ή, ακόμη περισσότερο, να μην έχεις καθόλου μισθό. Εκεί δεν χτίζεται μια αργή επίπονη συνείδηση. Εκεί αλλάζει η ζωή σου. Αυτό είναι που ζούμε τώρα.
Α.Δ.Παπαγιαννίδης: Δείτε πως προκύπτει ο ρόλος των Μέσων, των μη ουδέτερων μέσων! Πως μπορεί αυτή την αμφισβητιακή ανάγνωση να θεωρήσει κάποιος ότι την μεγεθύνουν τα Μέσα, πώς της έδωσαν πολύ μεγάλη πλατφόρμα έκτασης, συζήτησης. Αυτό τι ήταν; Ήταν πολιτική συνειδητοποίηση.
Xάρης Πλατανάκης: Ενώ στις δύο εισηγήσεις μου φάνηκε ότι ο δημοσιογράφος και ο λογοτέχνης έτειναν να συγκλίνουν, στο πρώτο μέρος της συζήτησης αναδείξατε περισσότερο τις αποκλίσεις. Θα ήθελα όμως να τονίσω τη σύγκλιση. Είπε ο Δημ. Νόλλας, ότι η κρίση έχει να κάνει με το τέλος ως τελείωμα αλλά και το τέλος ως τελείωση. Τελείωση σε τι; Ένα υπαρξιακό ερώτημα. Αλλά κι ο Ν. Ξυδάκης παραδέχθηκε ότι η αλήθεια είναι η δύναμη, όμως κατέληξε να αναρωτιέται για ποια αλήθεια παλεύει ο δημοσιογράφος. Υπάρχει δηλαδή μια άγνοια όσον αφορά το περιεχόμενο της αληθείας. Άρα και ο δημοσιογράφος και ο λογοτέχνης, σε αυτή την ανασυγκρότηση των δυο εισηγήσεων, μου φάνηκε ότι κατέληξαν με ένα: «Τι»; «Που πάει»; Παραδέχτηκαν με ταπεινοφροσύνη ότι «δεν ξέρω να σας το προσφέρω αυτό που έχω να προσφέρω ως δημοσιογράφος, ως λογοτέχνης». Έτσι και το Μεταπτυχιακό, που προετοιμάζει δημοσιογράφους, δεν προσπαθεί να δώσει απαντήσεις ή δόγματα, προσπαθεί να μεταδώσει και να αναπτύξει μια ικανότητα. Ίσως το στοιχείο σύγκλισης των δυο προτάσεων είναι τελικά ότι η λύση στην κρίση είναι η διάκριση και η ικανότητα να βρούμε αυτή τη διάκριση.
Δημήτρης Νόλλας: Θεωρώ ότι το συμπέρασμά σας είναι κοντά στο δικό μου. Τώρα δεν ξέρω αν αυτό είναι αισιόδοξο. Πάντως είναι σίγουρο ότι το να έχεις την ικανότητα να ψηλαφίζεις το φαινόμενο της κρίσης είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Τουλάχιστον είσαι στην αρχή του δρόμου. Όσον αφορά το τέλειο και το τέλος, αυτό που ήθελα εγώ να πω είναι ότι δεν μπορούμε στον κόσμο αυτό να εφαρμόσουμε πότε και με τίποτα τον Παράδεισο, όση θέληση να βάλουμε κι όσο κι αν επιθυμούμε. Μ’ αυτήν την έννοια, ο αγώνας του ανθρώπου είναι μια ανηφόρα, ένα πράγμα το οποίο συνεχώς παλεύεται. Αυτό ισχύει και για το κείμενο.