ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ Δ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗ*
Το θέμα μπορεί να το δει κανείς από δυο πλευρές. Η μια είναι οι εξελίξεις στα ίδια τα μήντια, ιδιαίτερα στην τηλεόραση: Στην Ελλάδα του 2018, η σαφέστερη παρά ποτέ σφραγίδα του επιχειρηματικού πάνω στο δημοσιογραφικό/στο μηντιακό περιεχόμενο, με την εγκατάσταση Βαγγέλη Μαρινάκη στο κέντρο ενός διευρυνόμενου πόλου επιρροής, αλλά και την οξύτατη αντιπαράθεση με την πολιτική εξουσία, με την εμμονή Ιβάν Σαββίδη για δημιουργία δικού του πόλου, με παράλληλο επεισόδιο επίδειξης – ποδοσφαιρικής και όχι μόνο – ισχύος.
Ήδη η υπερφημολόγηση της αναζήτησης, από πλευράς Αλαφούζου, υποκατάστασης λύσης για τουλάχιστον την Καθημερινή, αλλά και με κινήσεις σε μικρότερα Μέσα τη στιγμή που όλα τους χειμάζονται οικονομικά, έρχεται και συντονίζεται με την εκκίνηση(;) της λειτουργίας του τηλεοπτικού τοπίου – μετά από τρεις 10ετίες χαλαρής λογικής «έτσι μ’ αρέσει/έτσι το κάνω» – σε μια θεσμισμένη πραγματικότητα.
Η άλλη πλευρά είναι η μέρα-με-τη-μέρα επιδείνωση του πολιτικού κλίματος, με τη διεκδίκηση της εξουσίας από την Αντιπολίτευση να γίνεται σε φόντο καταγγελιών για μέχρι-και-εκτροπικό περιβάλλον: χαρακτηριστική η συνέντευξη Βαγγέλη Βενιζέλου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ (στον Μιχάλη Μιχαήλ), όπου το αίτημα για «στρατηγική ήττα όλου του μπλοκ δυνάμεων που κυβερνά» συνδυάστηκε με την εκτίμηση ότι «η πορεία προς τις εκλογές δεν θα είναι παιδική εκδρομή […] το λιγότερο που θα περιέχει είναι καταχρήσεις εξουσίας σχετικές με τη Δικαιοσύνη, τεχνάσματα σε σχέση με το εκλογικό σύστημα και ένα τουλάχιστον δημοψήφισμα σχετικό με το Σύνταγμα, κατά παράβαση όμως του Συντάγματος». Αυτής της έντασης, σχεδόν βιαιότητας, οι εκτιμήσεις από κεντρικούς – όπως και να το κάνουμε! – συντελεστές του πολιτικού συστήματος, εκτιμήσεις που βρίσκουν αντανακλαστικά στον κύριο κορμό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, έρχονται συνειδητά σε μια φάση που προχωράει στην τελική ευθεία η διαπραγμάτευση για έξοδο από τη μνημονιακή εποχή- που το Μακεδονικό ξαναβρίσκεται σε ουσιαστική συζήτηση- που τα ελληνοτουρκικά είναι σε φάση συνεχών αναταράξεων.
Να το πούμε, λοιπόν, αλλιώς: τη στιγμή που στο πεδίο της πολιτικής πραγματικότητας συγκλίνουν παράγοντες αστάθειας και προκλήσεις μέχρι και υπαρξιακού χαρακτήρα (συγνώμη για τη διατύπωση, όμως και η μετά-τα-Μνημόνια πορεία της χώρας και η ισορροπία στην Ανατολική Μεσόγειο ΕΙΝΑΙ πολύ βαριά πράγματα – σίγουρα πάντως δεν είναι απλώς πρώτη ύλη ελληνοελληνικής κόντρας…), τη στιγμή που το πολιτικό προσωπικό βρίσκεται σε υποχώρηση ποιότητας και – κυρίως – προθυμίας ανάληψης ευθύνης (κάθε πολίτης το βλέπει, πώς ακόμη και οι πλέον υψηλού προφίλ πολιτικοί εν πολλοίς λειτουργούν ως σχολιαστές των πραγμάτων), ενώ και τα κόμματα τρίζουν, τη στιγμή ακριβώς αυτή που εξ υπολοίπου η επιρροή των μηντιακών μηχανισμών προσλαμβάνει καίριο ρόλο, η δομή και η λειτουργία των τελευταίων αυτών υπόσχεται/απειλεί να εισαγάγει πρόσθετες στρεβλώσεις.
Πολύπλοκος ο συλλογισμός; Να τον απλουστεύσουμε στα όρια του επιθετικά απλού: όταν κρινόταν η σκοπιμότητα της εξόδου της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ («επειδή ο Καραμανλής δεν άντεξε τη βουή και αντάρα του πεζοδρομίου», όπως θα ’λεγε ένας σωστός δεξιός), στα ηνία της ενημέρωσης βρίσκονταν ο Χρήστος Λαμπράκης, η Ελένη Βλάχου, ο Κίτσος Τεγόπουλος. Νωρίτερα, το «τι Πλαστήρας, τι Παπάγος» (με επιλογές που ταρακούνησαν τη δημοκρατική παράταξη) το είχε διαχειριστεί ο Τύπος με Δημήτριο Λαμπράκη ή Πάνο Κόκκα· την Αποστασία οι Χρήστος Λαμπράκης, Πάνος Κόκκας, Ελένη Βλάχου. Όταν, πάλι, κρινόταν η πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα της ΕΟΚ ή πάλι σε εκείνο της Ευρωζώνης, το μηντιακό θηριοτροφείο είχε ανάλογες φιγούρες – βέβαια στο τελευταίο βήμα είχαμε ήδη την τηλεόραση να διεκδικεί το βασικό μερίδιο στον επηρεασμό της κοινής γνώμης…
Ασφαλώς και δεν θέλουμε να υπονοήσουμε ότι οι πολιτικοί σχηματισμοί και οι υπερήφανες ηγεσίες τους – παρακαλείται ο αναγνώστης να συγκρίνει φιγούρες του τότε με το τώρα, πάντως – ήταν, ή θα μπορούσαν να είναι, έρμαια μηντιακών επιρροών.Ούτε ότι ο δημοσιογραφικός κόσμος που στοιχούνταν τότε στους τίτλους των εφημερίδων, βαθμιαία στους ραδιοθαλάμους ή στα πάνελ της τηλεόρασης, ακολουθούσε πειθήνια τη «γραμμή» των μηντιαρχών. Όμως, να, πώς να το κάνουμε, το κλίμα που αναπτυσσόταν σε κάθε μέσο ενημέρωσης «ξέβαφε» στη δημοσιογραφική λειτουργία των ανθρώπων του Τύπου/των Μέσων.
Τώρα, τώρα που τα πράγματα φθάνουν στα κρίσιμα σταυροδρόμια που αναφέραμε, η διαμόρφωση του μηντιακού χώρου γίνεται γύρω από Μαρινάκη, Σαββίδη, υποχωρούντα Αλαφούζο, Τζίγγερ μαζί με Κοντομηνά, διάδοχη κατάσταση Κυριακού. Να μη χάσουμε από τα μάτια δυο πρόσθετα στοιχεία: Πρώτον, ο δημοσιογραφικός κόσμος έχει φορτωθεί (αθώοι δεν υπάρχουν) τη διαχείριση των ετών μνημονιακής διαχείρισης. Δεύτερον, η εργασιακή ανασφάλεια έχει περισσέψει – αμοιβές; περιβάλλον εργασίας; αλλαγές «γραμμής»; – ενώ εκείνο που κάποτε λεγόταν «κύρος» και κοινωνική αποδοχή έχει πάει κατά διαβόλου.
Προσθέστε, αν αντέχετε, και την επιδερμικότητα συνάμα με τη βιτριολικότητα της ιντερνετικής γραφής, που έχει εκτοπίσει αποφασιστικά τον δημοσιογράφο από τον ρόλο κριτή της ποιότητας εκείνου που θα φιλοξενήσει ως «είδηση» και του έχει θολώσει δυσάρεστα τα όρια της «άποψης» (ελευθερώνοντας προς το κακό τα εκφραστικά μέσα, μέχρις εκείνο που οι παλιότεροι θα αποκαλούσαν γλώσσα καραγωγέως ή εκδοροσφαγέως) και θα χετε το σκηνικό μπροστά στο οποίο θα παιχτούν τα μεγάλα, ενδεχομένως και ιστορικά κρίσιμα της εποχής. Τώρα, αν πιστεύει κανείς ότι η χορήγηση π.χ. των τηλεοπτικών αδειών — χωρίς, επιμελώς, να έχει υπάρξει κριτήριο προγράμματος, ή ύφους/δομής, οτιδήποτε σχετικό — θα λειτουργήσει διορθωτικά, μάλλον ανήκει στους υπεραισιόδοξους.
Σ’ αυτό το φόντο, ας διαβαστεί η ανακοίνωση/ έκκληση της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών για στήριξη/σωστική παρέμβαση του Κράτους υπέρ του Τύπου. Αδιέξοδα μελαγχολικό…
*Δικηγόρος με ειδίκευση στα θέματα Ε.Ε., δραπέτης από νωρίς στη δημοσιογραφία, σύμβουλος έκδοσης της «Δ».