του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη*
Στην αποκορύφωσή της τείνει να φθάσει η μηντιακή διεκπεραίωση της πολιτικής στην ελληνική μας περίπτωση: διδακτορικά θα ‘πρεπε ήδη να γράφονται, συνέδρια και συμπόσια να οργανώνονται από διεθνείς φορείς για την in situ μελέτη και συζήτηση του θέματος! Και μάλιστα με την «πολιτική» να βρίσκεται στην πλέον σοβαρή –σε πολλούς τομείς– συγκυρία δεκαετιών.
Θα αρκούσε, για να στηριχθεί αυτός ο ισχυρισμός, η σταθερή παρακολούθηση του πώς εξελίσσονται τα Ελληνοτουρκικά, με φόντο τις εξελίξεις στην Ανατολική (και, σιγά-σιγά, την Κεντρική) Μεσόγειο. Και πώς πορεύεται η συζήτηση και οι προετοιμασίες κλίματος, στο εσωτερικό/ στα δικά μας, για τη μετάβαση σε εκείνο που κωδικοποιείται ως «Χάγη» – δηλαδή σε προσφυγή σε δικαιοδοτικό ή/και διαιτητικό μηχανισμό του διεθνούς συστήματος. Υπό την πρόδηλη πίεση του συστήματος αυτού: των ΗΠΑ ευθέως με τις τοποθετήσεις Τραμπ (αλλά και τις ισορροπίες των θέσεων Στέητ Ντηπάρτμεντ). της Γερμανίας με τη σταθερή πολιτική μη-ενόχλησης της Άγκυρας (και της αποφυγής να καλείται η Ελλάδα στη Διαδικασία του Βερολίνου για το Λιβυκό ζήτημα) των διεθνών πετρελαϊκών εταιριών με την πολύ-πολύ επιφυλακτική τους στάση στο θέμα των τουρκικών κινήσεων στην Κυπριακή ΑΟΖ (που θα δούμε πώς θα «μεταφραστεί» όταν έρθει η ώρα των ερευνών στη –μη κηρυγμένη, πάντως…– Ελληνική ΑΟΖ). την ΕΕ, που δεν είναι σαφές πώς θα κινηθεί πέραν των φραστικών καταδικαστικών τοποθετήσεων για τις τουρκικές κινήσεις.
Η ανακίνηση της «Χάγης» στην ελληνική δημόσια συζήτηση, κι ακόμη περισσότερο η διευκρίνηση των ουσιαστικών προϋποθέσεων για μια τέτοια διαδικασία, την οποία η Ελλάδα δοκίμασε με αποκαρδιωτικά αποτελέσματα τη δεκαετία του΄70 (επί Κ. Καραμανλή), ύστερα πήγε να τη θεσμοποιήσει τη δεκαετία του΄90 σε συνέχεια του Ελσίνκι (επί Κ. Σημίτη), έγινε αυτήν τη φορά με έντονη ανάμειξη του μηντιακού παράγοντα. Από τη στιγμή της αναφοράς σε «Χάγη» από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό –είχε προηγηθεί η Ντόρα Μπακογιάννη, ευθύτερα/σαφέστερα, ακολούθησε ο αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Θάνος Ντόκος– μέχρι τη σαφή προσγείωση από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο («από τη Χάγη απέχουμε πολύ»), και με μεσολάβηση της επαναδιακήρυξης ότι «μόνη διαφορά που μπορεί να συζητηθεί είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας [και της ΑΟΖ/των θαλάσσιων ζωνών, όπως εξελίσσεται το Δίκαιο της Θαλάσσης]», όλη η διαχείριση έγινε με μηντιακή στόχευση. Ενδεχομένως και μηντιακή πρωτοβουλία, άμα το παρατηρήσει κάποιος προσεκτικά.
Ήδη, το τι είναι/μπορεί να είναι «η Χάγη» έτσι οδηγήθηκε. Το ότι «στη Χάγη» είναι απίθανο να δικαιωθούν οι ευρύτερες ελληνικές θέσεις – π.χ. να λάβει πλήρη επήρεια το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου – έτσι ωριμάζει. Το ότι «μόνη διαφορά η υφαλοκρηπίδα» συμπαρασύρει–αναγκαστικά! γιατί πώς θα χαραχθούν αλλιώς γραμμές βάσης/baselines για την περαιτέρω οριοθέτηση;– τα 6 ή 12 μίλια στο Αιγαίο (μνήμη casus belli;), το ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα έρθουν στη συζήτηση γκρίζες ζώνες πέριξ βραχονησίδων/ακατοίκητων νησιών, παρομοίως. Πάντως, εντελώς μηντιακή η διαχείριση της διάστασης απόψεων υπουργού Αμύνης/υπουργού Εξωτερικών γύρω από τη διέλευση/παραμονή του σκάφους σεισμικών ερευνών Ορούτς Ρέις τις ημέρες/ώρες Υμίων, κορυφαία μηντιακή η αυτόκλητη αφήγηση του «Ψυχραιμία, κύριε Πρωθυπουργέ!»/«Ψυχραιμία, κύριε Υπουργέ!» κατά τη διαχείριση. Όλα αυτά, βεβαίως, με φόντο την πρόδηλα επικοινωνιακή καθοδήγηση των Ελληνοτουρκικών από τον Πρόεδρο Ερντογάν, τον υπουργό Αμύνης Χουλουσί Ακάρ, τον εκπρόσωπο του Προέδρου Ιμπραήμ Καλίν «απέναντι» (ο ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου έμεινε πίσω…).
Πηγαίνοντας λίγο παρακάτω από πλευράς πολιτικής σημασίας (αν και διερωτώμεθα μήπως στην κλίμακα αξιών της Ελλάδας του 2020 τα πράγματα είναι αντεστραμμένα!) συναντούμε το επεισόδιο της μείζονος ποδοσφαιρικής κρίσης. την παρά τρίχα υποβάθμιση κατηγορίας για τον ΠΑΟΚ. την πυροσβεστικής λογικής νομοθέτηση για (εναλλακτική της υποβάθμισης) αφαίρεση βαθμών για πολλαπλή ιδιοκτησία ομάδων. την καταφυγή σε Μνημόνιο –ποτέ δεν θα μας λείψουν τα Μνημόνια!– Συνεννόησης με FIFA/UEFA.
Εδώ, με την πασίδηλη μηντιακή υπόσταση που διαθέτουν οι dramatis personae του ποδοσφαίρου, αλλά και την αγχώδη καθημερινή παρουσία και το «ανέβασμα» του θέματος στα μήντια, δεν χρειάζεται περισσότερη συζήτηση. [Ή μήπως χρειάζεται; Οι αναφορές σε «χώρα που θα κοπεί στα δύο», η προσέγγιση του θέματος σε λογική Βορρά-Νότου αληθινά βαραίνουν περισσότερο κι από την –αλήστου μνήμης, πλέον– υπόθεση του Μακεδονικού].
Οπότε, προς τι να απορήσει κάποιος που η μηντιακήκαθοδήγηση των χειρισμών στο –κορυφαίας σημασίας, βαθύτατα διχαστικής προοπτικής και δηλητηριαστικότητας– Προσφυγικό/Μεταναστευτικό έχει κυριαρχήσει; Οι αληθινά συγκλονιστικές και παγίως επανερχόμενες σκηνές Μόριας, οι φρέσκες εικόνες των vigilantes να ελέγχουν «υπόπτους» μετανάστες ή/και περαστικούς στη Λέσβο, η αυριανή φωτογράφηση του πλωτού φράγματος με τα φωσάκια – ποια αντοχή να έχει η ταλαίπωρη πολιτική μας τάξη; Ποιες πολιτικές και ποιες πρωτοβουλίες και ποιες στάσεις αρχής να επιπλεύσουν;
Και, κατεβαίνοντας ακόμη περισσότερο στην καθημερινότητα των κανονικών ανθρώπων, τι άλλο παρά μηντιακή καθοδήγηση θα μπορούσε να επιφυλαχθεί στη νιοστή μεταρρυθμιστική παρέμβαση του Ασφαλιστικού, όπως τη διαχειρίζεται σε επιλεγμένα πρωϊνάδικα ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, επίτιμος συνομιλητής των Ηρακλέων του αδικημένου συνταξιούχου, Γιάννης Βρούτσης; Και πώς να μην αξιολογήσει κάποιος θετικά (μηντιακά, πάντα!…) την αυτόβουλη επιλογή του υπουργού αντιμετώπισης πολιτικών πυρκαγιών Αδώνιδος Γεωργιάδη, να «τραβήξει επάνω του» την υπόθεση της λήξης ισχύος της προστασίας της πρώτης κατοικίας; Όταν αρχίσουν –αληθινά, όμως!– οι εικόνες, όχι πια από πλειστηριασμούς, αλλά από εξώσεις μετά την εκπλειστηρίαση (θυμηθείτε Ισπανία), τότε η μηντιακή διαχείριση θα κυριαρχήσει τελειωτικά.
* Δικηγόρος με ειδίκευση στα θέματα ΕΕ, δραπέτης από νωρίς στη δημοσιογραφία, σύμβουλος έκδοσης της «δ».