Του Γιάννη-Στέργιου Μανδαλίδη*
Η άνοδος του λαϊκισμού, η πολιτική και οικονομική ρευστότητα, σε συνδυασμό με την ανησυχία για την κυριαρχία των τεχνολογικών κολοσσών είναι οι βασικές προκλήσεις με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωπα τα Μέσα Ενημέρωσης, τα οποία προσπαθούν να διαχειριστούν επί περισσότερο από μία δεκαετία τις πιέσεις που δέχονται από τις κατακλυσμιαίες επιπτώσεις της ψηφιακής επανάστασης.
Το βασικό αυτό συμπέρασμα προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το Digital News Report 2019, την ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Reuters σε 38 χώρες, κυρίως στην Ευρώπη (μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα), και στις μεγάλες αγορές της αμερικανικής ηπείρου και της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού.
Στη μελέτη σημειώνεται ότι η πολιτική πόλωση μεταφέρεται στο διαδίκτυο, ενθαρρύνοντας τα fake news, ευρύτερα την παραπληροφόρηση και τα clickbait δημοσιεύματα, γεγονός που συμβάλλει στην περαιτέρω υπονόμευση της εμπιστοσύνης του κοινού στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και κλιμακώνει τον προβληματισμό σχετικά με την ποιότητα της ενημέρωσης στην ψηφιακή εποχή. Την ίδια στιγμή, τα επιχειρηματικά μοντέλα στον χώρο της ενημέρωσης αποδυναμώνονται από τα ολιγοπώλια των τεχνολογικών πλατφορμών και την αδυσώπητη αποτελεσματικότητα των διαφημιστικών τους δραστηριοτήτων.
Εν μέσω φρενήρους αλλαγής στη βιομηχανία ΜΜΕ, αρκετοί αρχίζουν να αμφισβητούν εάν τα Μέσα Ενημέρωσης εξακολουθούν να εκπληρώνουν τη βασική τους αποστολή, που είναι αφενός η άσκηση ελέγχου στην εξουσία και αφετέρου η βοήθεια προς το κοινό να κατα- νοεί τις εξελίξεις. Η αμφισβήτηση αυτή, από σημαντική μερίδα των πολιτών που δηλώνουν απογοητευμένοι από τα Μέσα Ενημέρωσης, θέτει μεταξύ άλλων και το θέμα των ευθυνών από την πλευρά των κυβερνήσεων όσον αφορά την προστασία του αγαθού της ενημέρωσης, εάν δηλαδή πρέπει να εφαρμόσουν μέτρα στήριξης της ποιοτικής δημοσιογραφίας.
Πιο αναλυτικά, τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης του Ινστιτούτου Reuters είναι: Έλλειμμα εμπιστοσύνης: Περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες της έρευνας συμφωνούν ή συμφωνούν έντονα ότι ανησυχούν για το τι είναι πραγματικό και τι παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο σε χώρες όπως η Βραζιλία (85%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (70%), όπου το θέμα του Brexit δίχασε έντονα τους πολίτες, αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες (67%), όπου η πολιτική πόλωση συνδυάζεται επίσης με ευρύτερη χρήση των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αντιθέτως, είναι χαμηλότερο στη Γερμανία (38%) και την Ολλανδία (31%), όπου οι πολιτικές εξελίξεις ήταν πιο ομαλές.
Ειδικά στη Γαλλία, τα επίπεδα εμπιστοσύνης προς τα ΜΜΕ έχουν βυθιστεί στο 24% τον περασμένο χρόνο (-11%) συγκριτικά με τον αμέσως προηγούμενο, καθώς τα Μέσα Ενημέρωσης κατηγορήθηκαν για τον τρόπο κάλυψης του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων». Η εμπιστοσύνη έχει μειωθεί επίσης κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες και στη Βραζιλία, μετά τις πρόσφατες πολυ- συζητημένες εκλογές που ανέδειξαν τον Ζαΐχ Μπολσονάρου. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης εξακολουθούν να απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη του κοινού στη Φινλανδία (59%), την Πορτογαλία (58%) και τη Δανία (57%), ενώ λιγότερο από το ένα τρίτο λέει ότι τα εμπιστεύονται στην Ουγγαρία (28%), την Ελλάδα (27%) και την Κορέα (22%). Σε πολλές από αυτές τις χώρες, τα Μέσα δεν θεωρούνται επαρκώς ανεξάρτητα από τις πολιτικές ή επιχειρηματικές ελίτ, όπως σχολιάζουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Κερδίζουν έδαφος οι ισχυροί τίτλοι: Τα καλά νέα είναι ότι αυξάνεται το ποσοστό του κοινού που απαιτεί αξιόπιστη ενημέρωση και προς τον σκοπό αυτό στρέφεται σε τίτλους εγνωσμένου κύρους. Πάνω από το ένα τέταρτο (26%) των ερωτηθέντων στο σύνολο της έρευνας δήλωσε ότι άρχισε να ενημερώνεται από πιο «αξιόπιστες» πηγές ενημέρωσης. Στις ΗΠΑ το ποσοστό αυτό φθάνει στο 40%. Ένα επιπλέον 24% δήλωσε ότι είχε σταματήσει να χρησιμοποιεί πηγές αμφίβολης αξιοπιστίας. Μόνο το 33% δηλώνει ότι εμπιστεύεται τα νέα που βρίσκει μέσω μηχανών αναζήτησης και λιγότερο από το ένα τέταρτο (23%) δηλώνει ότι εμπιστεύεται τα νέα που βρίσκει στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Οι «εγγράμματοι» προτιμούν τις εφημερίδες, οι λαϊκιστές την ΤV: Τα άτομα με υψηλό επίπεδο γραμματισμού στα Μέσα Ενημέρωσης τείνουν να προτιμούν τις εφημερίδες από την τηλεόραση και χρησιμοποιούν τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης για ενημέρωση με πολύ διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι ο ευρύτερος πληθυσμός. Είναι επίσης πιο επιφυλακτικά όσον αφορά τις παρεμβάσεις των κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης.
Τα άτομα με έφεση στον λαϊκισμό είναι πιο πιθανό να επιλέγουν την τηλεόραση ως την κύρια πηγή ενημέρωσής τους, να βασίζονται στο Facebook για ειδήσεις και είναι λιγότερο πιθανό να εμπιστεύονται τα Μέσα Ενημέρωσης συνολικά. Τα δεδομένο αυτό ενισχύει την άποψη όσων υποστηρίζουν ότι ο ρόλος των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην άνοδο του Ντόναλτ Τραμπ έχει υπερεκτιμηθεί σε σύγκριση με τον ρόλο που διαδραμάτισαν τηλεοπτικά δίκτυα, όπως το Fox News.
Η άνοδος του λαϊκισμού, για παράδειγμα, στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, δεν ασκεί μόνο τεράστιες πιέσεις στα παραδοσιακούς αριστερούς και δεξιούς πολιτικούς χώρους, προβληματίζει και τους δημοσιογράφους όσον αφορά τον βαθμό στον οποίο θα δώσουν βήμα σε πολιτικές απόψεις, προκειμένου να ικανοποιήσουν ένα ακροατήριο που δεν ακολουθεί τις παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές.
Αποφυγή ενημέρωσης: Το 32% αποφεύγει συνειδητά τις ειδήσεις, ποσοστό μεγαλύτερο κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με την αντίστοιχη έρευνα πριν από δύο χρόνια. Ως αιτία αποφυγής της ενημέρωσης, δηλώνουν τον αρνητικό της αντίκτυπο στη διάθεσή τους (58%) ή την αίσθησή τους ότι αδυνατούν να αλλάξουν τα γεγονότα. Σε ορισμένες χώρες, παρατηρείται «κόπωση των συνδρομητών» και το κοινό προτιμά να διαθέσει τον περιορισμένο του προϋπολογισμό στην ψυχαγωγία (Netflix/Spotify) και όχι στις ειδήσεις.
Συνδρομές: Παρά τις προσπάθειες αρκετών ΜΜΕ να «κλειδώσουν» το περιεχόμενό τους, παρατηρείται μικρή αύξηση στον αριθμό των χρηστών που πληρώνουν για τη διαδικτυακή τους ενημέρωση, είτε με τη μορφή συνδρομής είτε με δωρεά. Πολλοί εκδότες ειδήσεων έχουν εγκλωβιστεί σε έναν φαύλο κύκλο μειωμένων εσόδων και περιορισμού του κόστους, ενώ η δύσκολη μετάβαση στο συνδρομητικό περιεχόμενο φαντάζει για αυτούς απίθανη. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, απέχουμε ακόμη από το να βρούμε βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα για τα ψηφιακά Μέσα.
Η αύξηση των νέων συνδρομών παρατηρείται κυρίως σε χώρες όπου υπήρχε ανέκαθεν παράδοση συνδρομών από την εποχή των έντυπων εκδόσεων των εφημερίδων, όπως στις σκανδιναβικές χώρες (Νορβηγία 34%, Σουηδία 27%). Οι χώρες αυτές διαθέτουν μικρό αριθμό εκδοτών, ενώ σε πιο κατακερματισμένες αγορές το συνδρομητικό μοντέλο αδυνατεί να επικρατήσει. Στις ΗΠΑ, ο αριθμός των αναγνωστών που πληρώνει για την ενημέρωσή του παραμένει σταθερός στο 16%, μετά από ένα μεγάλο άλμα το 2017. Ακόμη όμως και σε χώρες όπου τα ποσοστά αυτά είναι μεγάλα, η πλειονότητα πληρώνει για μία μόνο ηλεκτρονική συνδρομή, απουσιάζει δηλαδή η «διπλανάγνωση» και ο «νικητής τα παίρνει όλα».
Η ενημέρωση είναι κινητή: Η χρήση των smartphone συνεχίζει να αυξάνεται όσον αφορά τις ειδήσεις. Τα δύο τρίτα (66%) των ερωτηθέντων χρησιμοποιούν τα κινητά τους προκειμένου να ενημερώνονται για τις εξελίξεις.
Νέα δύναμη στην ενημέρωση το WhatsApp: Σε πολλές χώρες, οι άνθρωποι ξοδεύουν λιγότερο χρόνο με το Facebook και περισσότερο χρόνο με το WhatsApp και το Instagram από ό,τι πέρυσι. Αύξηση της χρήσης του WhatsApp για ειδήσεις παρατηρείται κυρίως σε χώρες εκτός του δυτικού κόσμου ή σε χώρες με αυταρχικά καθεστώτα, όπου οι εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων θεωρούνται πιο ασφαλείς. Για παράδειγμα, το WhatsApp έχει εξελιχθεί σε κυρίαρχο δίκτυο ανταλλαγής ειδήσεων στη Βραζιλία (53%), τη Μαλαισία (50%) και τη Νότιο Αφρική (49%). Το Facebook πάντως παραμένει μακράν το πιο ισχυρό Μέσο διανομής ειδήσεων. Οι δημόσιες και ιδιωτικές ομάδες του Facebook, που ασχολούνται με ειδήσεις και πολιτική, έχουν γίνει δημοφιλείς στην Τουρκία (29%) και τη Βραζιλία (22%), αλλά χρησιμοποιούνται λιγότερο στις δυτικές χώρες, όπως ο Καναδάς (7%) ή η Αυστραλία (7%). Στην κατηγορία των aggregators πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των Upday, Google News και Flipboard από τη μια πλευρά, που δίνουν απ’ ευθείας σύνδεσμο σε ενημερωτικούς δικτυακούς τόπους, και του Apple News με το Yahoo! από την άλλη που αναμεταδίδουν στο δικό τους δικτυακό περιβάλλον τις ειδήσεις, με αντάλλαγμα προς τους εκδότες μερίδιο από τα έσοδα διαφήμισης ή συνδρομής.
Στο ναδίρ η αξιοπιστία των ελληνικών ΜΜΕ
Η εμπιστοσύνη του κοινού στις ειδήσεις στην Ελλάδα παραμένει από τις χαμηλότερες συνολικά, σύμφωνα με το Digital News Report, το οποίο διαπιστώνει ότι η ελληνική αγορά Μέσων Ενημέρωσης χαρακτηρίζεται από τον κατακερματισμό, τη μεταβαλλόμενη και πολωμένη τηλεοπτική αγορά, την κρίση στις έντυπες εκδόσεις και την ευρεία χρήση των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Στην έρευνα του Ινστιτούτου Reuters σημειώνεται ότι το MEGA διέκοψε τη λειτουργία του 29 χρόνια μετά την πρώτη εκπομπή του και λίγα χρόνια μετά την εμφάνιση των οικονομικών προβλημάτων του. Παρατίθεται συνοπτικά το τηλεοπτικό τοπίο της χώρας, με αναφορά στους τρεις επιχειρηματίες που πρωταγωνιστούν: τον Ιβάν Σαββίδη του Open, για τον οποίο σημειώνεται ότι έχει διασυνδέσεις με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, την οικογένεια Βαρδινογιάννη, ιδιοκτήτρια του Star και του 50% του Alpha, και του Ευάγγελου Μαρινάκη που διεκδίκησε για το One TV την έκτη τηλεοπτική άδεια πανελλαδικής εμβέλειας.
«Η πόλωση του πολιτικού κλίματος στην Ελλάδα αντικατοπτρίζεται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης» σημειώνεται στην έρευνα και ως παράδειγμα αναφέρεται το μποϊκοτάζ της Νέας Δημοκρατίας στη δημόσια τηλεόραση και του κυβερνώντος τότε ΣΥΡΙΖΑ στον ΣΚΑΙ.
Οι κυκλοφορίες των έντυπων ΜΜΕ στην Ελλάδα συνεχίζουν να μειώνονται δραματικά, σε μία αγορά όπου η δημοσιογραφική ύλη βρίσκεται εν πολλοίς δωρεάν στο διαδίκτυο. Παρ’ όλα αυτά, εκδίδονται ακόμη περισσότερες από 20 εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας, μεταξύ των οποίων και έξι αθλητικές.
«Η αφθονία των πηγών ειδήσεων στην Ελλάδα μπορεί να εξηγηθεί από τις προσπάθειες ορισμένων επιχειρηματιών να επηρεάσουν την πολιτική ατζέντα ή να εξασφαλίσουν έσοδα από την κρατική διαφήμιση. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε τον Μάιο ότι θα στηρίξει τοπικές και περιφερειακές εφημερίδες με 16 εκατ. ευρώ τα επόμενα τέσσερα χρόνια […], ενώ θα ακολουθήσει παρόμοιο πακέτο στήριξης και για τις εφημερίδες εθνικής κυκλοφορίας», σημειώνεται στην έρευνα.
Αναφορικά με τα διαδικτυακά Μέσα Ενημέρωσης, επισημαίνεται το γεγονός ότι η αγορά είναι εξαιρετικά κατακερματισμένη. «Το Newsbomb.gr διατήρησε την κορυφαία θέση για αρκετά χρόνια με την εντυπωσιακή κάλυψη ειδήσεων (34% της επισκεψιμότητας σε εβδομαδιαία βάση). Μερικοί “παραδοσιακοί” παίκτες όπως ο ΣΚΑΙ (25%) και το Πρώτο Θέμα (18%) έχουν “χτίσει” ένα πιστό κοινό στο Διαδίκτυο, ενώ κάποιοι νέοι τίτλοι είναι προσωπικές πρωτοβουλίες γνωστών δημοσιογράφων ή παρουσιαστών (π.χ. Enikos ή NewsIt)». Ως ενδιαφέρουσα, νέα ψηφιακή πρωτοβουλία αναφέρεται το συνδρομητικό Inside Story.
Οι Έλληνες δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν κατά μέσο όρο περισσότερες από πέντε πηγές διαδικτυακής ενημέρωσης την εβδομάδα, ποσοστό που αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο μεταξύ των 38 χωρών της έρευνας.
«Παρόλο που το εύρημα αυτό αντικατοπτρίζει πλουραλισμό στην επιλογή ειδήσεων», σχολιάζει ο συντάκτης της έκθεσης, «στον κατάλογο των ιστότοπων με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα υπάρχουν πολλοί δικτυακοί τόποι ή ιστολόγια που δημοσιεύουν συστηματικά επικίνδυνες θεωρίες συνωμοσίας».
Ο μεγάλος αριθμός των τίτλων που χρησιμοποιούν οι Έλληνες για την ενημέρωσή τους μπορεί να εξηγηθεί από την πολύ υψηλή διείσδυση των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην Ελλάδα, γεγονός που οδηγεί στην περιστασιακή έκθεση σε πηγές ειδήσεων. Περισσότερα από τα δύο τρίτα (67%) των Ελλήνων χρησιμοποιούν ως πηγή ενημέρωσής τους τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ για το 20% που είναι συνδεδεμένο στο Δια- δίκτυο (και το 32% των ατόμων κάτω των 35 ετών) τα social media αποτελούν την κύρια πηγή ενημέρωσής του. Εκτός από το Facebook (58%) και το YouTube (36%), οι Έλληνες χρησιμοποιούν ευρέως εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων για να μοιραστούν και να συζητήσουν νέα. Το ένα τέταρτο του δείγματος (25%) χρησιμοποιεί το Messenger για ειδήσεις, ενώ το Viber χρησιμοποιείται για ειδήσεις από το 17% των Ελλήνων, το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των 38 χωρών της μελέτης.
*Δημοσιογράφος, με εμπειρία στα Διαδικτυακά Μέσα ως διευθυντής του Newsroom του ΔΟΛ, του parapolitika.gr και του in.gr.