ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ*
Νεοφιλελευθερισμός, μια κουλτούρα θανάτου. Η εποχή μας συγκεντρώνει μέχρι παροξυσμού όλα τα χαρακτηριστικά του παραλόγου και αυτό στο μέτρο που στερείται κάθε προοπτικής. Δεν είναι διατηρήσιμη, δεν είναι βιώσιμη. Εκτίθεται σε όλους τους κινδύνους που εγκυμονούν οι αντιφάσεις της, στο απόλυτο έλλειμμα κάθε ορατότητας σε βάθος χρόνου.
Η πραγματικότητα του νεοφιλελευθερισμού
Ενόσω η πραγματικότητα δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες του νεοφιλελευθερισμού, που εγκαταστάθηκε ως κυβερνώσα φιλοσοφία από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, χρησιμοποιήθηκε η ορολογία της «εικονικής» πραγματικότητας, προκειμένου να καλύπτεται η αδυναμία αντιστοίχησης των πραγμάτων με τις ιδέες. Αφού η πραγματικότητα δεν ανταποκρίνεται άμεσα στη νεοφιλελεύθερη κατανόηση του κόσμου, εφευρέθηκε μια δεύτερη «πραγματικότητα». Η πραγματικότητα αυτή επιπόλαια ονομάστηκε «εικονική» πραγματικότητα, δηλαδή αυτή προς την οποία η πραγματική προορίζεται δήθεν να συμμορφωθεί σε βάθος χρόνου.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η μοναδική αντίληψη στην ιστορία που δεν αποδέχεται να κρίνεται από τα αποτελέσματά του, επικαλούμενος ότι απαιτείται βάθος χρόνου για να κριθεί. Ωστόσο, μετά τη μεγάλη κρίση και κατάρρευση των πληροφορικών αξιών του 1999-2000, τα αποτελέσματα δεν τείνουν διόλου να συμμορφώνονται με τις επαγγελίες της εικονικής πραγματικότητας, αλλά αντίθετα αποκλίνουν από αυτήν, τη διαψεύδουν όλο και περισσότερο. Χρειάστηκε η στρατιωτική επιλογή του προέδρου Μπους για να κρατηθεί η οικονομία μετά τη χρηματιστηριακή κρίση του τέλους του 20ού αιώνα.
Ωστόσο, και αυτό το κράτημα αποδείχθηκε προσωρινό, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την επταετία. Η ακόμα μεγαλύτερη κρίση που καταγράφεται από το 2007-2008 και συνεχίζεται παραμένει αξεπέραστη μέχρι σήμερα. Η διαβεβαιούμενη «εικονική» πραγματικότητα που βρισκόταν στο στόμα όλων κατά τα τέλη του προηγούμενου αιώνα έχει σήμερα εξαφανιστεί ακόμα και από τα πιο προπαγανδιστικά ιδεολογικά ραντάρ της εποχής μας.
Ο θάνατός σου… η ζωή μου;
Στη θέση της, προβάλλεται πλέον το υποθετικό και ιστορικά ατεκμηρίωτο δόγμα ότι «η ευημερία των πολλών προϋποθέτει την ευημερία των ολίγων». Φυσικά, και αυτό περιορίζεται σε απλές διαβεβαιώσεις σχετικά με το απώτερο μέλλον, χωρίς να αποδέχεται καμία αξιολόγηση με βάση τα αποτελέσματά του στο παρόν.
Όμως, με αυτό το δόγμα αντιστρέφεται ολόκληρη η προηγούμενη θεωρητική και πρακτική εμπειρία της ανθρωπότητας. Δεν υπάρχει Σχολή της Οικονομικής Θεωρίας που προτάσσει την ευημερία ορισμένων ατόμων, των επιχειρηματιών, ως προϋπόθεση εκείνης των υπολοίπων πολιτών.
Ακόμα και ο Ανταμ Σμιθ, ιδρυτής της Πολιτικής Οικονομίας, όπως βέβαια και οι Δαβίδ Ρικάρντο και Τζων Στιούαρτ Μιλ, είχε ξεκαθαρίσει ότι η ευημερία των επιχειρηματιών δεν προηγείται της κοινωνικής ευημερίας. Αμφότερες συμβαδίζουν και μάλιστα κατά κανόνα η ζήτηση προηγείται της προσφοράς, αφού η προσφορά αναπτύσσεται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι προϋπάρχει η ζήτηση.
Στην οικονομική ιστορία, οι επιχειρήσεις ιδρύονται με στόχο την κατάκτηση αγορών που ήδη προϋπάρχουν, δεν συνηθίζουν να ιδρύονται με στόχο την κατάκτηση των αγορών που δεν προϋπάρχουν. Επιχειρηματίες που ξεκινούν την επιχείρησή τους βασιζόμενοι στη ζήτηση που θα δημιουργήσουν εκ των υστέρων οι ίδιοι δεν υπάρχουν παρά μόνο στη φαντασία.
Εξάλλου, από τη ζήτηση που κάθε επιχείρηση δημιουργεί μέσω της διανομής μισθών και εισοδημάτων στους εργαζομένους της, δεν επωφελείται ποτέ κατ’ αποκλειστικότητα η ίδια, αλλά κυρίως οι άλλες επιχειρήσεις. Δεν είναι δυνατόν μια επιχείρηση να βασίζεται στην ιδέα ότι οι εργαζόμενοί της θα δαπανούν τους μισθούς τους αγοράζοντας προϊόντα της επιχείρησης στην οποία εργάζονται.
Το μείζον πρόβλημα της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας
Υπάρχει κάτι το τελείως παράλογο και αντιιστορικό στις επαγγελίες της νεοφιλελεύθερης εποχής μας. Το μέγα πρόβλημα της εποχής μας είναι η επιθετική συσσώρευση εισοδήματος και πλούτου που δεν προέρχεται από την αύξηση της παραγωγής, αλλά από την αρπαγή και τη μεταφορά του πλούτου εις βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών και προς όφελος της μικρής μερίδας των κύκλων του μεγάλου χρήματος.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο αντιληπτό όταν συνειδητοποιηθεί ότι η αρπαγή και οι συστηματικές μεταβιβάσεις πλούτου λαμβάνουν χώρα σε συρρικνούμενο μακροοικονομικό πλαίσιο. Όπως σημειώνει ο νομπελίστας Τζόζεφ Στίγκλιτς, η παγκόσμια οικονομία άγεται σήμερα με επιτάχυνση σε συνθήκες κατάρρευσης. Άμεση αιτία για αυτό είναι η ραγδαία πτώση και εξάντληση της παγκόσμιας ζήτησης, η οποία αποθαρρύνει κάθε νέα επένδυση και κάθε αύξηση της παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα.
Όμως, ο ίδιος διευκρινίζει επίσης ότι η κάμψη της παγκόσμιας ζήτησης δεν αποτελεί πρωτογενές φαινόμενο, αλλά προκύπτει από την όξυνση της ανισοκατανομής των εισοδημάτων. Όσο οι ανισότητες οξύνονται, όσο διογκώνεται ο συσσωρευόμενος πλούτος στην κορυφή της παγκόσμιας ιεραρχίας, τόσο περισσότερο κάμπτεται η ροπή προς κατανάλωση στις οικονομίες και επαυξάνεται αντίστοιχα η ροπή προς αποταμίευση. Με την επιδείνωση της ανισοκατανομής, η συνολική ζήτηση δεν αυξάνεται, αλλά μειώνεται. Από την εποχή του Κέυνς είναι γνωστό ότι τα υψηλά εισοδήματα καταναλώνουν αναλογικά μικρότερο μέρος τους από ό,τι τα μεσαία και χαμηλά.
Παρόλα αυτά, η σύγχρονη πόλωση στην κατανομή των εισοδημάτων και του πλούτου δεν αποτελεί πρωτογενές φαινόμενο. Η πόλωση προκύπτει ως αποτέλεσμα από τις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις του μεγάλου χρήματος εις βάρος του κράτους γενικά και των κοινωνικών δαπανών ειδικότερα. Στην εποχή μας, βάλλονται και υπονομεύονται όλες οι προϋποθέσεις που εστήριξαν τη μεταπολεμική κοινωνική και οικονομική ευημερία.
Από την οικονομική στην κοινωνική κρίση
Με απροκάλυπτο άγριο ιδεολογικό πρόσωπο, η επέλαση του μεγάλου χρήματος καταλύει την κοινωνική συνοχή. Αποδομεί τις κοινωνίες, όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο, αλλά επίσης στο πολιτιστικό, επικαλούμενη το εκτός κάθε ελέγχου μοτίβο σύμφωνα με το οποίο η ευημερία των ολίγων συνιστά απαρακάμπτη προϋπόθεση για την ευημερία των πολλών. Το αξίωμα αυτό βρίσκεται στους αντίποδες κάθε οικονομικής θεωρίας, ακόμα και της φιλελεύθερης – όπως αυτή διατυπώθηκε από τους ιδρυτές της, αλλά και σε αντίφαση με κάθε ιστορική εμπειρία από το παρελθόν.
Ουδείς επιχειρηματίας, όσο παράτολμος και αν είναι, δεν αναλαμβάνει επενδυτικό κίνδυνο σε συρρικνούμενο οικονομικό πλαίσιο. Και εάν κάποιος από αυτούς είναι πρωτοπόρος, σύμφωνα με τον Τζόζεφ Σουμπέτερ, βασίζεται σε καινοτομίες, που του εξασφαλίζουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών του. Οι καινοτομίες εκτοπίζουν τους ανταγωνιστές, αλλά πάντως σε καμία περίπτωση δεν αυξάνουν τη συνολική ζήτηση και ευημερία της κοινωνίας.
Επίσης, η εποχή μας δεν αποτελεί την αρχή μετάβασης σε κάποιο νέο πλαίσιο, αφού κάθε πλαίσιο διαβάλλεται, εκ των άνω αποσταθεροποιείται και εκρήγνυται στα εξ ων συνετέθη. Σε τελευταία ανάλυση, η εποχή μας δεν αποτελεί παρά τον αντίποδα, τον αντίλογο σε ό,τι προυπήρξε, χωρίς αυτό να οδηγεί σε κάποιο νέο πλαίσιο, σε κάποια νέα σταθερότητα. Όσοι σήμερα υστερικά εγκωμιάζουν το εγχείρημά της δεν προωθούν έτσι τη μετάβαση σε κάποια νέα εποχή. Απλώς εκδικούνται με χρονική υστέρηση την προηγούμενη. Δεν συμβάλλουν στην αναγκαία νέα εκκίνηση της κοινωνίας προς κάποια νέα σταθερότητα, αλλά οπωσδήποτε συμβάλλουν στην ιστορική αναστροφή του σήμερα έναντι του χθες.
Τέλος, η σκοτεινή η εποχή μας, χωρίς προοπτική για το αύριο και αυτό καταγράφεται σε όλα τα πεδία, όχι μόνο στο οικονομικό, αλλά και ακόμα περισσότερο στο πολιτιστικό. Όποιος σήμερα αναδεικνύει τον αδιέξοδο και πεισιθάνατο χαρακτήρα της, σε όλα τα πεδία, συμβάλλει στη συνειδητοποίηση της παρούσας ιστορικής στιγμής και συνεπώς στην υπέρβασή της.