Του Βαγγέλη Πλάκα, δημοσιογράφου
Τελικά πόσος κόσμος έκανε βόλτα στη νέα παραλία της Θεσσαλονίκης; Η αμφισβήτηση από μερίδα πολιτών – η οποία έφθασε ως και στο σημείο αποδόμησης – της ζωντανής εικόνας και του ρεπορτάζ που τεκμηρίωνε την πολυκοσμία εν μέσω περιοριστικών μέτρων αποτελεί άλλη μια αποτύπωση της γενικότερης στάσης ικανού μέρους της κοινωνίας απέναντι στα ΜΜΕ και το δημοσιογραφικό έργο.
Σε περιόδους κρίσης, η ανάγκη της κοινής γνώμης για ενημέρωση αυξάνεται. Κάθε απόγευμα στις έξι το ενδιαφέρον εστιάζεται στη ζωντανή μετάδοση της επίσημης ενημέρωσης για την πορεία εξέλιξης του κορονοϊού, Η πολιτεία εξαρχής επέλεξε στην αντιμετώπιση της κρίσης μια πολιτική ανοικτής ενημέρωσης, όπως άλλωστε ήταν και υποχρέωσή της.
Είναι όμως υποχρέωση και των δημοσιογράφων να αποστρέψουν εαυτούς και κοινό από τις σειρήνες της παραπληροφόρησης, να επιδείξουν υψηλό αίσθημα ευθύνης στην ενημέρωση των πολιτών τόσο μέσα από τις ειδήσεις και τις πηγές που επιλέγουν, όσο όμως και μέσα από την ουσιαστική έρευνα, έχοντας μπροστά τους μια εν δυνάμει ευκαιρία να επανακτήσουν μια σχέση εμπιστοσύνης με το κοινό.
Για έναν έμπειρο δημοσιογράφο, είναι εύκολο μέσα από την προσωποποίηση της κρίσης ή τη δραματοποίηση των γεγονότων να βγάλει τίτλο και να δομήσει μια ιστορία που θα κεντρίσει το ενδιαφέρον, είναι επίσης εύκολο να αξιοποιήσει τον δυναμισμό της εικόνας και άλλων τεχνολογικών εργαλείων για να παρουσιάσει το ρεπορτάζ του.
Δεν είναι όμως αυτό το ζητούμενο, πολύ περισσότερο σε μια περίοδο κρίσης και ανησυχίας όπου ο δημοσιογραφικός ρόλος στην κοινωνία είναι ακόμη πιο σημαντικός και κάθε απόκλιση από τις βασικές δημοσιογραφικές αρχές μπορεί να καταστεί πραγματικά επικίνδυνη.
Το ότι βέβαια η υπευθυνότητα είναι για όλους η απαιτούμενη στάση εν μέσω μιας μεγάλης κρίσης δεν σημαίνει ότι αίρεται η υποχρέωση για έρευνα και κριτική. Είναι εμφανές ότι, αυτήν την περίοδο, η θεσμική πληροφόρηση και εν πολλοίς το κρατικό αφήγημα κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα, με τους πολίτες να επιζητούν την επίσημη πληροφόρηση, με την ευθύνη της θεσμικής θέσης, της «υπογραφής».
Ορθώς ο δημοσιογράφος αναζητεί τις επίσημες και τις θεσμικές πηγές, εντούτοις ο ρόλος του δεν μπορεί να αρκείται απλώς στη μεταφορά τους. Μέσα στις δυσκολίες των περιοριστικών μέτρων, όπου οι συνεντεύξεις Τύπου και οι παρουσιάσεις γίνονται χωρίς τη δημοσιογραφική παρουσία, ενώ οι συσκέψεις των αρμοδίων, οι συνεδριάσεις οργάνων και οι συνεργασίες των φορέων γίνονται με τηλεδιασκέψεις, ο δημοσιογράφος πρέπει να ερευνά, να κρίνει και να συγκρίνει, να ελέγχει.
Δεν έχει να κάνει με έλλειψη εμπιστοσύνης ή αμφισβήτηση, που ίσως εν μέσω διαχείρισης μιας κρίσης δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για ανάδειξή τους, αλλά για βασική ευθύνη απέναντι στην κοινωνία, για θετική λειτουργία και ουσιαστική αρωγή ως προς την επίτευξη του τελικού στόχου.
Το ρεπορτάζ για τα θύματα της κρίσης μπορεί να εστιαστεί στο προφίλ και το περιβάλλον του ανθρώπου που χάθηκε, κάτι που πέρα από τον εντυπωσιασμό και τη συγκίνηση του ακροατηρίου δεν έχει τίποτα να προσφέρει. Μπορεί όμως να αποσυνδεθεί από το πρόσωπο και να εστιάσει στην ουσία, αναδεικνύοντας ενδεχόμενα κενά, παραλείψεις και αστοχίες μέτρων που έχουν ληφθεί και θα πρέπει να καλυφθούν.
Όπως επίσης, η αναφορά στον αυξημένο αριθμό κρουσμάτων σε μια περιοχή μπορεί να πλαισιωθεί με τέτοιο τρόπο που να σκορπίσει πανικό σε μια τοπική κοινωνία. Μπορεί όμως να αξιοποιηθεί ως δεδομένο για την ανάδειξη της ανάγκης στήριξης του δημοσίου συστήματος υγείας της περιοχής.
Στο πλαίσιο αυτό όμως δεν μπορεί, οι θεσμικοί και κρατικοί λειτουργοί όπως και το κυβερνητικό προσωπικό να είναι οι μόνες πηγές των δημοσιογράφων. Ωστόσο, η ευθύνη επιλογής των πηγών πληροφόρησης μεγαλώνει. Η κρισιμότητα της στιγμής απαιτεί υπεύθυνη εκφορά του δημοσίου λόγου και ο δημοσιογράφος είναι ο θεματοφύλακας που θα το διασφαλίσει: πληροφόρηση δηλαδή που να προκύπτει από εξειδικευμένη γνώση, που να στηρίζεται σε εμπειρία, που να εκπορεύεται από συγκεκριμένη ιδιότητα, καθώς διανύουμε μια περίοδο που δεν είναι συμβατή με ανεύθυνες φωνές, εκτιμήσεις και δημοσιολογούντες επί παντός επιστητού.
Για το τέλος, μια σημείωση και για τους δέκτες, όχι μόνο για τους πομπούς. Έχει ευθύνη και ο πολίτης για την επιλογή που θα κάνει στην ενημέρωση. Πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογήσει τη φερεγγυότητα και την αλήθεια των πηγών που διαβάζει, κυρίως στο διαδίκτυο και τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Να παραμερίσει τις μεροληψίες του και την επιλογή με κριτήριο τις «κοντινές» στις πεποιθήσεις του απόψεις, να απομονώσει τα fake news, να αποσπάσει την ουσία, αποκλείοντας τη μετα-αλήθεια.