του Λεωνίδα Βατικιώτη
Δύσκολη εποχή για τους τεχνολογικούς γίγαντες που βλέπουν τις τιμές των μετοχών τους, και κατ’ επέκταση την κεφαλαιοποίηση των εταιρειών και την προσωπική περιουσία ιδρυτών και εξεχόντων στελεχών τους, να συρρικνώνονται ραγδαία. Οι τιμές των μετοχών των Apple, Microsoft, Amazon και Alphabet (Google), αφού έφθασαν στο υψηλότερο σημείο της τελευταίας πενταετίας μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου του 2018, στα τέλη Νοεμβρίου διέγραψαν έντονη καθοδική πορεία που ξεκίνησε το Σεπτέμβριο, επιστρέφοντας στα επίπεδα της άνοιξης του ίδιου χρόνου. Πολύ χειρότερα ήταν τα πράγματα για το Facebook,με την πτώση να είναι τόσο μεγάλη που η τιμή της μετοχής του δημοφιλέστερου Μέσου Κοινωνικής Δικτύωσης κινείται πλέον στα επίπεδα του Μαρτίου του 2017. Μάλιστα, αν για τις τέσσερις πρώτες εταιρείες μπορούμε να υποθέσουμε ότι η πορεία της μετοχής ακολουθεί τη συνολική καθοδική πορεία των μετοχών των αμερικανικών χρηματιστηρίων, είναι δηλαδή μια κυκλική πορεία στενά συνδεδεμένη με το κλείσιμο του σχεδόν δεκαετούς κύκλου χρηματιστηριακής ανόδου που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2009, για το Facebook δεν είναι έτσι. Η εταιρεία του Μαρκ Ζάκερμπεργκ έχει κατά κοινή ομολογία μπει σε μια πορεία παρακμής μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου με την Cambridge Analytica,που δεν μπορεί παρά να αντανακλάται και στην πορεία της μετοχής της. Ήρθε για να μείνει επομένως η πτώση της τιμής της μετοχής του Facebook, που έστω και καθυστερημένα επιβεβαιώνει κριτικές που έχουν διατυπωθεί εδώ και πολλά χρόνια και οι οποίες καταλήγουν ότι πρόκειται για μια τεραστίων διαστάσεων φούσκα.[i]
Το Facebook ωστόσο δεν είναι η εξαίρεση. Ακόμη κι αν επιβεβαιωθούν οι πιο ήπιες ερμηνείες για την πορεία των μετοχών του περίφημου «ολιγοπωλίου του διαδικτύου»[ii]που αποδίδουν την πτώση σε κυκλικές αιτίες, το 2018 θα αποτελέσει σημείο τομής στην εξέλιξή του,με έναν κύκλο πλανητικής εξάπλωσης και οικονομικής μεγέθυνσης να κλείνει οριστικά. Τους τίτλους τέλους βάζουν τέσσερις ήσσονος σημασίας λόγοι και ένας πολύ σοβαρός.
Ξεκινώντας από τις λιγότερο σημαντικές αιτίες που υπονομεύουν την ευρωστία των «εταιρειών σούπερ-σταρ», όπως τις αποκαλεί ο καθηγητής του ΜΙΤ David Autor, ξεχωρίζουν εμπόδια που θέτουν οι ίδιοι οι χρήστες στην εμπορευματοποίηση του διαδικτύου και τα οποία περιορίζουν θεαματικά τα έσοδα ιστοσελίδων και Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, όπως οι ad blockers που απαγορεύουν την εμφάνιση διαφημίσεων. Η απόρριψη των διαφημίσεων από ένα κοινό μάλιστα που δεν απορρίπτει για ιδεολογικούς λόγους την εμπορευματοποίηση, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κι ως η «αφύπνιση των χρηστών» ή η «ανάκτηση του χαμένου χώρου στην οθόνη». Με βάση στοιχεία από την πλατφόρμα OnAudience.com, που υποστηρίζει ότι το 20% των συνδεδεμένων ενήλικων χρηστών χρησιμοποιεί τέτοιας μορφής απαγορευτικό, το κόστος που προκάλεσαν οι ad blockers το 2016 ανήλθε σε 15,8 δισεκ. δολάρια, ενώ μια χρονιά πριν, 11 δισεκ. δολάρια. Το γεγονός μάλιστα ότι οι χρήστες ηλικίας 18-24 ετών είναι 109% πιο πιθανό να χρησιμοποιούν ad blockerσε σχέση με τους μεγαλύτερους σε ηλικία, προσθέτει παραπάνω πονοκεφάλους σε όσους πόνταραν στα διαφημιστικά έσοδα, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα κοινό ευεπίφορο στην κατανάλωση. Το τείχος απέναντι στην επέλαση των διαφημιστών προσθέτει επιπλέον βαθμούς δυσκολίας στις μη επιλύσιμες ως προς το παρών εξισώσεις όσων αναζητούν ένα επιχειρηματικό μοντέλο για τα Μέσα την εποχή του Snapchat που να είναι βιώσιμο· έστω και βραχυπρόθεσμα, όπως το ελληνικό δημόσιο χρέος.
Εκ των έσω προέρχεται και η δεύτερη πηγή συρρίκνωσης των κερδών για τους μεγάλους του διαδικτύου. Συγκεκριμένα, αυτούς που χτίζουν όλη μέρα κι όλη νύχτα τη «Θήβα την επτάπυλη»· τους εργαζόμενους. Στις 6 Νοεμβρίου 2018 έγραφαν με έκδηλη έκπληξη οι New York Times: «Η πιο αξιοσημείωτη πλευρά της απεργίας την προηγούμενη εβδομάδα μπορεί να μην ήταν η εκτιμώμενη συμμετοχή 20.000 ανθρώπων ή η παγκόσμια απήχησή της ή ότι επιτεύχθηκε σε λιγότερο από μια εβδομάδα. Ήταν ο τρόπος που οι διοργανωτές ταύτισαν τη δράση τους με έναν ευρύτερο εργατικό αγώνα, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα σχεδόν ανήκουστη μεταξύ εύπορων εργαζομένων στην τεχνολογία. «Είναι μέρος ενός αναπτυσσόμενου κινήματος», έγραψαν οι διοργανωτές σε ένα δελτίο Τύπου,«όχι μόνο στην τεχνολογία, αλλά σε όλη τη χώρα, περιλαμβάνοντας δασκάλους, εργαζόμενους στα φαστ φουντ και άλλους που χρησιμοποιούν τη δύναμή τους για να επιφέρουν πραγματική αλλαγή». Και συνέχιζε η Νεοϋορκέζικη εφημερίδα: «Για δεκαετίες η Κοιλάδα του Πυριτίου ήταν το σημείο εκκίνησης για μια αόριστα ουτοπική μορφή ατομικισμού – την ιδέα ότι ένας μηχανικός, μοναχός του με ένα φορητό υπολογιστή και μια σύνδεση ίντερνετ,μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο. Η ταξική συνείδηση ήταν passé. Τα συνδικάτα ήταν εχθρός της καινοτομίας, μια άγκυρα που καθηλώνει στο σήμερα»[iii]. Όλα αυτά προφανώς ανασκευάζονται, όταν οι πρωταγωνιστές του παραπάνω ρεπορτάζ, που κατά την αμερικανική εφημερίδα θυμίζουν τους πιο μαχητικούς οργανωτές των εργατών του 20ού αιώνα, είναι το προσωπικό της…Google! Βγήκαν δε στο δρόμο για να διαμαρτυρηθούν ενάντια, πρώτο στη συνεργασία της εταιρείας με το αμερικανικό Πεντάγωνο σε προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης (ας μην αναρωτηθούμε καλύτερα τι είδαν οι άνθρωποι και εξεγέρθηκαν…), δεύτερο στη συνεργασία της εταιρείας με τις κινεζικές αρχές για την κατασκευή μιας αυτο-λογοκρινόμενης μηχανής αναζήτησης και, τρίτο, λόγω της ανοχής που επέδειξε η διοίκηση απέναντι σε θέματα σεξουαλικής παρενόχλησης εργαζομένων και διακρίσεων από προϊσταμένους. Επομένως, ο έλεγχος που ζητούν να έχουν οι εργαζόμενοι στα συμβόλαια και το φρένο που βάζουν σε έργα, τα οποία καταπατούν πολιτικές ελευθερίες, περιορίζουν την κερδοφορία των τεχνολογικών γιγάντων. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μεγαλύτερη ευκαιρία που δίνεται πλέον στους χρήστες να καταργήσουν εφαρμογές,οι οποίες καταγράφουν προτιμήσεις κι επιλογές προς διευκόλυνση των διαφημιστών.
Τροχοπέδη για τα κέρδη αποτελούν και οι αυξήσεις στο ωρομίσθιο που ανακοίνωσε η Amazon. Η απόφαση του Τζεφ Μπέζος δεν ήταν αποτέλεσμα φιλευσπλαχνίας ούτε δημοκρατικού πλουραλισμού, όπως αυτόν που επιδεικνύει η εφημερίδα Washington Post, την οποία αγόρασε ο Μπέζος το 2013, μετατρέποντάς την σε προμαχώνα της μάχης εναντίον του Τραμπ. Μάρτυρας τα όσα ανατριχιαστικά περιέγραφε ο βρετανικός Guardian για την πρόσληψη από μια θυγατρική της Amazon ειδικών μάνατζερ με προϋπηρεσία στη διάλυση συνδικάτων κι εργατικών αγώνων, μόνο και μόνο για να αποτρέψουν την ίδρυση σωματείου και τη διεκδίκηση αυξήσεων.[iv] Ο Τζεφ Μπέζος ανακοίνωσε αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 15 δολάρια στις ΗΠΑ (από 11 δολάρια) και 10,5 λίρες για τους εργαζόμενους στο Λονδίνο και 9,5 για όσους μένουν εκτός Λονδίνου (από 8 λίρες) στην Αγγλία. Αυτό συνέβη,πρώτον, επειδή ο ριζοσπάστης γερουσιαστής του Βερμόντ, Μπέρνι Σάντερς, ετοιμαζόταν να καταθέσει πρόταση νόμου στις ΗΠΑ για την αύξηση του ωρομισθίου των εργαζομένων στην Amazon, δεύτερον, επειδή ο Μπέζος δεν έβρισκε πλέον προσωπικό να εργαστεί στις επιχειρήσεις του και, τρίτον, επειδή, ειδικά μετά τις απεργίες που έγιναν τους προηγούμενους μήνες, η φήμη της Amazonέχει πληγεί και θεωρείται ταυτόσημη της πιο βάρβαρης εκμετάλλευσης. Οι εργαζόμενοι, που ουρούν σε μπουκάλια για να μη χάσουν το πριμ παραγωγικότητας, και τα ασθενοφόρα, που είναι εγκατεστημένα έξω από τις εγκαταστάσεις της Amazon στην Πενσυλβάνια, επειδή στοιχίζουν φθηνότερα από τα κλιματιστικά, μετατρέπουν σε θέμα αρχής για κάθε ευσυνείδητο αναγνώστη να στραφεί σε ανταγωνιστές της Amazonγια την ηλεκτρονική αγορά βιβλίων.
Ο τρίτος λόγος για τον οποίο οι μεγάλοι του διαδικτύου πρέπει να αποχαιρετήσουν την εποχή των παχιών αγελάδων σχετίζεται με τις ζυμώσεις που είναι σε εξέλιξη για μια αποτελεσματική φορολόγησή τους. Είναι ήδη γνωστή η ασύλληπτη καινοτομία που έχουν επιδείξει εταιρείες, όπως η Apple και η Google, στην αξιοποίηση ευνοϊκών φορολογικών καθεστώτων στην Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο, ενώ η Amazon,για να επιλέξει πού θα χτίσει τις εγκαταστάσεις της,ζητάει ως όρο φοροαπαλλαγές. Αυτό το κλίμα ωστόσο αλλάζει. Στην Αγγλία, ο υπουργός Οικονομικών Φιλ Χάμοντ, που έχει τέτοια μανία με τις λεπτομέρειες ώστε τον αποκαλούν (σε ελεύθερη απόδοση) «εξελόφυλο Φιλ», ζήτησε με την κατάθεση του προϋπολογισμού στις αρχές Νοεμβρίου, οι μεγάλοι του διαδικτύου με κερδοφόρα δράση στη χώρα του να πληρώσουν επιτέλους φόρο ψηφιακών υπηρεσιών (digital services tax) το 2020. Το μέτρο, που θα εφαρμοστεί μόνο σε κερδοφόρες εταιρείες με ετήσια έσοδα από συγκεκριμένες υπηρεσίες άνω των 500 εκατ. Λιρών, στοχεύει ευθέως σε Amazon, eBay, Facebookκαι Google. Με βάση ρεπορτάζ των Financial Times,«στοχεύει να προστατεύσει μικρότερες εταιρείες, που έχουν την έδρα τους στην Αγγλία και είναι ανήμπορες να μεταφέρουν τα έσοδα τους σε φιλικότερα φορολογικά καθεστώτα και να ικανοποιήσει μια αυξανόμενη λαϊκή άποψη ότι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες πληρώνουν λιγότερους φόρους απ’ ό,τι θα έπρεπε στην Αγγλία».[v]
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται κι ο Γάλλος πρόεδρος, Μανουέλ Μακρόν, που έχει κατ’ επανάληψη υποστηρίξει δημόσια ότι δεν αποκλείεται να ακολουθήσει την Αγγλία και να επιβάλει φόρο ύψους 2% στα έσοδα των μεγάλων (φοροφυγάδων) του διαδικτύου. Η πρόταση του Μακρόν διατυπώνεται σαν απειλή λόγω της απροθυμίας της ΕΕ να κινηθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά στην κατεύθυνση επιβολής ενός φόρου στα έσοδα των GAFA (Google, Apple, Facebook, Amazon) ύψους 3%, όπως έχουν ήδη συζητήσει οι υπουργοί Οικονομικών των 28 – χωρίς όμως να καταλήξουν. Πεισματικά αντίθετη στέκεται η Γερμανία, που φοβάται ότι τυχόν φορολόγηση των συγκεκριμένων αμερικανικών εταιρειών θα προκαλέσει τη μήνι της Ουάσινγκτον και μια τιμωρητικήφορολόγηση της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, όπως κατ’ επανάληψη έχει απειλήσει ο Τραμπ. Επιπλέον, «επιχειρήσεις σε κλάδους, όπως η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, είναι αντίθετες σε έναν ευρωπαϊκό φόρο που θα στοχεύει εταιρείες, οι οποίες εμπλέκονται στην πώληση δεδομένων. Οι εταιρείες αυτοκινήτων φοβούνται πως τέτοιοι φόροι θα μπορούσαν να επιβάλουν κυρώσεις στις ίδιες για τις τεχνολογίες έξυπνων αυτοκινήτων που συγκεντρώνουν προσωπικά στοιχεία από οδηγούς».[vi] Πρακτικά, για χάρη της κρατικοδίαιτης γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας,που έχει εξελιχθεί σε ελέφαντα στο ευρωπαϊκό δωμάτιο,δεν πρόκειται η ΕΕ να επιβάλει φόρο ψηφιακών υπηρεσιών, ανοίγοντας έτσι όμως τον δρόμο για να επιβληθεί αυτός ο φόρος από μεμονωμένα κράτη-μέλη. Μένει να δούμε ποια θα το επιχειρήσουν…
Ο τέταρτος λόγος για τον οποίο οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας εισέρχονται σε μια νέα εποχή υψηλότερου κόστους σχετίζεται με τον υπό εξέλιξη εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Εταιρείες-κατασκευαστές,όπως η Apple, που δεν εξαντλούν τη δραστηριότητά τους στην παραγωγή λογισμικού, θα επωμιστούν μέρος των δασμών ύψους 25% στα βιομηχανικά προϊόντα αξίας 50 δισεκ. δολαρίων, που επέβαλε ήδη η Ουάσιγκτον. Η διάχυση του κόστους των νέων δασμών γίνεται εμφανής, αν λάβουμε υπόψη ότι, με βάση στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, το 32,2% των κινέζικων εξαγωγών τηλεπικοινωνιακών υλικών και εξοπλισμού γραφείου κατευθύνεται στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Καμιά άλλη χώρα δεν συμμετέχει τόσο ενεργά στο αναπτυσσόμενο ενδο-εταιρικό εμπόριο! Για παράδειγμα, στον ίδιο κλάδο, η συμμετοχή των ευρωπαϊκών εξαγωγών στις αλυσίδες αξίας είναι 19,5%, των ΗΠΑ 7,9%, της Νότιας Κορέας 7,4%, κ.λπ.
Τέλος, το μεσουράνημα των μεγάλων του διαδικτύου συμπίπτει και με το τέλος του διαδικτύου, όπως το ξέραμε. Εκ μέρους των ΗΠΑ, ο κίνδυνος εμφανίζεται υπό την μορφή μιας απειλής που αντιπροσωπεύουν Κίνα, Ρωσία κι άλλες χώρες απέναντι σε ένα ελεύθερο και ανεπίδεκτο λογοκρισίας ίντερνετ. Ο πρώην σύμβουλος καινοτομίας του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών και στενός συνεργάτης της Χίλαρι Κλίντον, Άλεκ Ρος, μεταφέρει ωστόσο μια διαφορετική ερμηνεία για το ίντερνετ εκ μέρους των ανταγωνιστών των ΗΠΑ: «Ένας Κινέζος διευθύνων σύμβουλος μου είπε ότι πιστεύει πως ο πλούτος και η ισχύς που αποκόμισε η Αμερική ως κέντρο της εμπορευματοποίησης του διαδικτύου παρέτεινε κατά δέκα χρόνια την κυριαρχία της ως υπερδύναμης».[vii]Η ερμηνεία του Κινέζου επιχειρηματία επιβεβαιώνεται από τον μεγαλύτερο ήρωα της σύγχρονης εποχής, τον Έντουαρντ Σνόουντεν, πληροφορικάριο της αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας NSA, που αποκάλυψε ότι οι αμερικανικές υπηρεσίες παρακολουθούσαν μέχρι και πότε πήγαινε στην τουαλέτα η Μέρκελ. «Στην αντιδικία για το ποιος ελέγχει το διαδίκτυο, οι άνθρωποι της NSAέδιναν μια δυσοίωνη απάντηση: “Εμείς”», αναφέρεται χαρακτηριστικά.[viii] Απέναντι σε αυτήν την ωμή πραγματικότητα ενός ίντερνετ που παλινδρομεί μεταξύ άκρατης εμπορευματοποίησης και οργουελικής παρακολούθησης, οι ανταγωνιστές των ΗΠΑ θέτουν απερίφραστα πλέον το αίτημα της «κυβερνο-κυριαρχίας» (cyber-sovereignty, ανεξαρτησία του κυβερνοχώρου θα το αποδίδαμε 2-3 δεκαετίες παλιότερα). «Η Κίνα έχει προβάλει την “κυβερνο-κυριαρχία” ως μια οργανωτική αρχή της διακυβέρνησης του διαδικτύου, σε ευθεία αντίθεση προς την αμερικανική υποστήριξη ενός παγκόσμιου κι ανοικτού διαδικτύου. Με τα λόγια του Κινέζου προέδρου Ξι, η κυβερνο-κυριαρχία αντιπροσωπεύει “το δικαίωμα των μεμονωμένων κρατών να επιλέγουν ανεξάρτητα τον δικό τους δρόμο για την κυβερνο-ανάπτυξη, το μοντέλο της κυβερνο-ρύθμισης και δημόσιες πολιτικές για το διαδίκτυο και να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση του κυβερνοχώρου σε ισότιμη βάση”».[ix]
Το αίτημα της «online κυριαρχίας» απέναντι στις ΗΠΑ τίθεται ακόμη κι από τη γερμανική Δεξιά. Σε μελέτη του γερμανικού ιδρύματος Κόνραντ Αντενάουερ, αναφέρεται: «η πολιτιστική διαμάχη για online κυριαρχία μεταξύ της αμερικανικής εταιρείας ίντερνετ (Facebook) και της γερμανικής κυβέρνησης έγινε υπερβολικά εμφανής. Οι όροι εξυπηρέτησης του ίντερνετ προέρχονται από ένα σύστημα αμερικανικών νόμων και αξιών. Το δείχνει η διαχείριση της φωτογραφίας με το κοριτσάκι που κάηκε από τη βόμβα ναπάλμ. Το γυμνό είναι περισσότερο ταμπού εκεί απ’ ό,τι στην Ευρώπη. Τα ναζιστικά σύμβολα, από την άλλη πλευρά, δεν είναι πρόβλημα. Πώς λοιπόν η Γερμανία θα διασφαλίσει ότι οι γερμανικοί νόμοι γίνονται σεβαστοί στο Facebook, μια αμερικανική πλατφόρμα, κι ότι δεν μας επιβάλλονται οι αμερικανικές αξίες;».[x]
Εν κατακλείδι οι αντιθέσεις που γεννάει το διαδίκτυο, όπως λειτουργεί σήμερα, είναι υπερβολικά μεγάλες για να συνεχίσει να υπάρχει με τη σημερινή του μορφή: γεωπολιτικές συγκρούσεις, οικονομικοί ανταγωνισμοί, ζητήματα εθνικής ασφάλειας, ακόμη και πολιτιστικές-πολιτικές αιτίες ωθούν στον κατακερματισμό του διαδικτύου. Οι πρώτοι που θα νιώσουν τη συρρίκνωση του διαδικτύου θα είναι οι «μεγάλοι», που με προνομιακούς όρους το εκμεταλλεύονταν από τη γέννησή του μέχρι σήμερα κι ευθύνονται για τη σημερινή του παρακμή.
[i] Ehrenberg N. (2011), “Signs of a bubble in social sites – Facebook value estimate falls short of oft-cited figures”, Science & Society, 19 Νοεμβρίου, www.sciencenews.org
[ii]ΣμυρναίοςΝ. (2018),Το ολιγοπώλιο του διαδικτύου – Πώς οι Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft πήραν τον έλεγχο της ψηφιακής μας ζωής, Μεταμεσονύκτιεςεκδόσεις – Advanced Media Institute.
[iii]Scheiber, N. (2018),«In Google Walkout, Workers Reject Silicon Valley Individualism», The New York Times, 6Νοεμβρίου.
[iv]Sainato M. (2018), “They want us to be robots: Whole Foods workers fear Amazon’s changes”, The Guardian, 1 Οκτωβρίου.
[v] Hill, A. in London, Khan M. in Brussels and Waters R. in San Francisco (2018), “The Global Hunt to tax Big Tech”, Financial Times, 2Νοεμβρίου.
[vi]Όπ.π.
[vii]Ρος Ά. (2017),Οι βιομηχανίες του μέλλοντος, εκδ. Ίκαρος, σελ. 117.
[viii]Χάρντινγκ Λ. (2014), Φάκελος Σνόουντεν – Η ιστορία του Νο 1 καταζητούμενου στον κόσμο, εκδ. Καστανιώτη, σελ 187.
[ix]Segal, Ad. (2018), “When China Rules the Web”, Foreign Affairs, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος, σελ. 10-18.
[x] Torben, St. (2018,) “Of Facebook Revolutions and Twitter Presidents”, Konrad Adenauer Stiftung, International reports, Issue 1, 16 Απριλίου.
*Απόφοιτος Τμήματος Στατιστικής Πανεπιστημίου Πειραιά και διδάκτορας Πάντειου Πανεπιστημίου. Αρθρογραφεί στον Τύπο για θέματα Οικονομίας και Διεθνών, έχει την επιστημονική επιμέλεια ντοκιμαντέρ, έχει μεταφράσει βιβλία, κ.α.