της Χρύσας Δαγουλά
Στα ένατα γενέθλια του Twitter o ιδρυτής του και CEO της εταιρείας, Jack Dorsey, απευθύνθηκε στους δημοσιογράφους λέγοντας «οι δημοσιογράφοι ήταν ένα μεγάλο μέρος του γιατί αναπτυχθήκαμε τόσο γρήγορα, και εξακολουθεί να είναι ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το Twitter: για τις ειδήσεις (…). Δεν θα είμαστε εδώ χωρίς εσάς», αναγνωρίζοντας αυτό που επισημαίνουν και ερευνητές ανά τον κόσμο: το Twitter είναι ένα κοινωνικό δίκτυο με εξαιρετική δημοσιογραφική δυναμική, την οποία λίγο ως πολύ, μέσα και δημοσιογράφοι αξιοποιούν (ή προσπαθούν να αξιοποιήσουν).
Το Twitter είναι ένα κοινωνικό μέσο εξαιρετικά δημοφιλές – στη σύντομη ιστορία του, τα 5000 tweet ανά ημέρα έγιναν περισσότερα από 500 εκατομμύρια το 2019, ενώ ο αριθμός των ενεργών χρηστών ανήλθε από 30 εκατομμύρια το 2010, σε 330 εκατομμύρια το πρώτο εξάμηνο του 2019. Οι αριθμοί είναι σημαντικοί βέβαια για να αντιληφθούμε το εύρος της δημοφιλίας του, ωστόσο, είναι ακόμα σημαντικότερο – τουλάχιστον από δημοσιογραφικής πλευράς – το γεγονός ότι είναι βρίσκεται πολύ ψηλά στις προτιμήσεις των χρηστών που χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα για ενημερωτικούς σκοπούς και που χαρακτηρίζουν εαυτούς ως «news lovers».
Το Twitter είναι ένα ανοιχτό δίκτυο, υπό την έννοια ότι ο καθένας έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που διαμοιράζονται μέσω αυτού και η αρχιτεκτονική του βασίζεται αλλά και καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από τις ειδήσεις. Κι αν στην αρχή θεωρήθηκε ως ένα συνονθύλευμα πρότερων τεχνολογιών «κάτι μεταξύ σύντομου μηνύματος, τηλεφωνήματος, email, και blog: λιγότερο φορτικό από το να διατηρείς ένα blog, λιγότερο αποκλειστικό από το να μιλάς με κάποιον στο τηλέφωνο, λιγότερο επίσημο από ένα email, και λιγότερο πολύπλοκο από τα περισσότερα κοινωνικά δίκτυα» γρήγορα το αφήγημα μεταβλήθηκε: ο Farhi έκανε λόγο για την «έκρηξη του Twitter», ενώ λίγο αργότερα η Bruno αναφέρθηκε στο «Twitter effect» στη δημοσιογραφία (κατά το “The CNN effect”). Ίσως όμως αυτό που κεντρίζει περισσότερο το ενδιαφέρον να είναι η πρόσληψη του ως το «πρώτο προσχέδιο του παρόντος» ή ακόμη κι ως ένα «πρώτο προσχέδιο της δημοσιογραφίας».
Οι θεωρητικές προσεγγίσεις για το μέσο και συγκεκριμένα για αυτή τη δημοσιογραφική δυναμική του διαφέρουν, ωστόσο μέσω ανασκόπησης της σχετικής βιβλιογραφίας προκύπτουν τρεις διακριτές προσλήψεις του Twitter: ως παγκόσμιο χωριό («global village»), ως «ρέον ειδησεογραφικό περιβάλλον» («ambient news environment»), και ως πλατφόρμα («platform»). Κάθε μια από αυτές τις προσλήψεις αναδεικνύει και μία διαφορετική πτυχή του, ενώ συνολικά αναδεικνύουν την πολυπλοκότητα της επίδρασης του μέσου και την σημαντική εξέλιξη του από ένα μέσο «εσωτερικής κατανάλωσης» της εταιρείας Obvious (που άνηκε στους ιδρυτές του) σε ένα μέσο με εκατομμύρια χρήστες παγκοσμίως με εν πολλοίς καταλυτική δράση σε πολιτική και δημοσιογραφία.
Ξεκινώντας με την πρόσληψη του ως «παγκόσμιο χωριό», αυτή συνειρμικά συνδέεται με τη διαλεκτική σχετικά με το διαδίκτυο κατά τα πρώτα χρόνια εμφάνισης του Ιστού αλλά και με τον Marshall McLuhan που εν έτη 1962 έγραφε προφητικά πώς «η διαδικασία της νέας ηλεκτρονικής αλληλεξάρτησης αναδημιουργεί τον κόσμο στην εικόνα ενός παγκόσμιου χωριού». Η σημασία της πρόσληψης αυτής είναι διττή: η αίσθηση του παγκόσμιου χωριού αφορά στην ευρεία συνδεσιμότητα, αλλά αφορά επίσης και στη δημιουργία επίγνωσης της ύπαρξης κι άλλων «κατοίκων» (χρηστών) στο «παγκόσμιο χωριό», υπό την έννοια ότι όλοι οι χρήστες αισθάνονται μέλη ενός ευρύτερου συνόλου. Καλλιεργεί με άλλα λόγια την αίσθηση του ανήκειν – έτσι τα χρονολόγια των χρηστών του Twitter δεν νιώθουν πώς τα μηνύματα τους είναι φωνή βοώντος εν τη ερήμω, αλλά προσθέτουν στον ευρύτερο διάλογο. Φυσικά η έννοια του παγκόσμιου χωριού ενέχει μια ουτοπιστική έκφανση, γεγονός που οδήγησε στην εναλλακτική θεώρηση του ως «παγκόσμια αγορά» – ένας όρος που όχι μόνο αποτυπώνει ότι οι ειδήσεις (ασχέτως μορφής) αποτελούν «προϊόν προς κατανάλωση» αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύει πως τα κοινωνικά δίκτυα τροφοδοτούν την ύπαρξη ενεργού «κοινωνικού κεφαλαίου» (με την έννοια του social capital).
Εκτός από «αγορά», το Twitter προσλαμβάνεται και ως «ρέον ειδησεογραφικό περιβάλλον». Ο παραλληλισμός με το φυσικό περιβάλλον εξηγεί ίσως καλύτερα την θεώρηση αυτή: οι ειδήσεις για το Twitter είναι όπως το οξυγόνο για το φυσικό περιβάλλον. Οι ειδήσεις είναι πανταχού παρούσες στο δίκτυο, χωρίς να απαιτούν τη γνωστική προσοχή των χρηστών – βρίσκονται στην περιφέρεια της προσοχής τους. Ταυτόχρονα, η πληροφορία αποκτά διαφορετική υφή: η συνεχής καταγραφή των εμπειριών και των γνωμών των χρηστών της δίνει μια διαφορετική διάσταση με αποτέλεσμα η πληροφορία να αποτελείται από υλικό που προέρχεται από δημοσιογράφους και χρήστες του μέσου – είναι ένα αμάλγαμα γεγονότων, σχολιασμού, εμπειριών και συναισθημάτων που αντιπαραβάλλεται στην καθιερωμένη δημοσιογραφική πρακτική του διαχωρισμού των γεγονότων από το σχολιασμό. Είναι όμως παράλληλα και μία διαδικασία κατά την οποία τα γεγονότα γίνονται ειδήσεις.
Η τρίτη πρόσληψη αντιμετωπίζει το Twitter ως πλατφόρμα. Σύμφωνα με αυτή, έμφαση δίνεται στην τεχνολογική πλευρά του μέσου και στην αρχιτεκτονική του που ενέχει μια σειρά από προγεγραμμένες νόρμες και αξίες. Με άλλα λόγια, οι πλατφόρμες δεν είναι ουδέτερες – η ουδετερότητα των πλατφόρμων συνίσταται μόνον στο ότι δε σχετίζονται άμεσα με κάποιο συγκεκριμένο ειδησεογραφικό οργανισμό ή μια βιομηχανία, αλλά καθεμία από αυτές έχει τα δικά της εμπορικά συμφέροντα και ενστερνίζεται μια συγκεκριμένη ιδεολογία. Έτσι, με τη χρήση των πλατφόρμων αυτών γινόμαστε πολίτες μιας υπο-διαμόρφωσης «κοινωνία των πλατφόρμων» (platform society), μέρος της οποίας είναι και το Twitter. Μιας κοινωνίας δηλαδή όπου κυριαρχεί όλο και περισσότερο ένα (συντριπτικά εταιρικό) παγκόσμιο διαδικτυακό οικοσύστημα πλατφόρμων (platform ecosystem), το οποίο καθοδηγείται από αλγόριθμους και τροφοδοτείται από δεδομένα. Για τη δημοσιογραφία, δύο τινά έχουν σημασία: το γεγονός ότι οι ίδιες οι πλατφόρμες καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για να καταστούν κεντρικοί κόμβοι στην παραγωγή, κυκλοφορία και εμπορευματοποίηση ειδήσεων αναπτύσσοντας νέες υπηρεσίες δεδομένων αλλά και χαρακτηριστικά που έχουν ειδησεογραφικό αντίκτυπο αλλά και ότι μια μεγάλη ποικιλία διαδικτυακών παραγωγών περιεχομένου χρησιμοποιούν εκτεταμένα τις πλατφόρμες για τη διανομή και την κεφαλαιοποίηση του περιεχομένου τους. Αν προσθέσουμε στο μείγμα και τη φόρα με την οποία τα analytics (οι μετρήσεις) εισήλθαν στις αίθουσες σύνταξης, διαπιστώνουμε την ολοένα και αυξανόμενη σύνδεση μεταξύ εκδοτικών και εμπορικών επιταγών και το πόσο καθοριστική είναι για τις δημοσιογραφικές διαδικασίες.
Μέσα από τις τρείς αυτές προσλήψεις το Twitter αναδεικνύεται ως ένα πολυδιάστατο μέσο. Δημοσιογράφοι και μέσα έσπευσαν να το εντάξουν στην καθημερινότητα τους –ως μέσο άντλησης πληροφοριών, ως μέσο δημοσίευσης των δημοσιογραφικών προϊόντων τους, ως μέσο δικτύωσης με το κοινό και με επίσημους φορείς ή άλλους δημοσιογράφους, και πιο συχνά ως μέσο προβολής, τόσο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, όσο και της περσόνας τους, στην περίπτωση των δημοσιογράφων. Κι ενώ θεωρητικές συζητήσεις συζητούν εντόνως τη συμμετοχή του κοινού στις δημοσιογραφικές διαδικασίες – χαρακτηριστική είναι η φράση περί «γκρεμίσματος» των τειχών των newsrooms, εμπειρικές προσεγγίσεις δείχνουν μια μάλλον λιγότερη κοινωνική χρήση του κοινωνικού μέσου. Έρευνα τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο, όσο και στην Ελλάδα, δείχνει πώς οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί χρησιμοποιούν το Twitter ως ένα καθ’ όλα αυτοματοποιημένο μέσο διαμοίρασης ειδήσεων, υπό τη μορφή ενός εκλεπτυσμένου clickbait. Σε ό,τι αφορά στους δημοσιογράφους, παρότι η χρήση του επίκειται κυρίως στη προσωπικότητα του δημοσιογράφου, τα αποτελέσματα για την Ελλάδα δείχνουν ότι πλειοψηφικά παρατηρείται χαμηλή δραστηριότητα στο μέσο, χαμηλός βαθμός ενσωμάτωσης των μέσων απεύθυνσης και συμπερίληψης (retweets, replies, hashtags), και κατά κόρον χρήση του μέσου για λόγους προώθησης της offline επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Και μπορεί το branding ως έννοια να έχει αποκτήσει αρνητική χροιά ωστόσο η ενσωμάτωση προσωπικών στοιχείων, χιούμορ αλλά και άποψης επί διαφόρων θεμάτων μπορεί να έχει θετικό πρόσημο, ως ένας τρόπος οικοδόμησης μιας σχέσης εμπιστοσύνης, που μπορεί να οδηγήσει στη θετική αξιολόγηση όχι μόνον της προσωπικότητας των δημοσιογράφων αλλά και του έργου τους.
Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ακόμη, πώς η χρήση του Twitter αλλά και κάθε νέας τεχνολογίας οφείλει να συνοδεύεται από το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο αλλά και από παροχή υποστήριξης, για παράδειγμα υπό τη μορφή εκπαίδευσης. Η δημοσιογραφία είναι ένα διαρκώς εξελισσόμενο πεδίο – νέες τεχνολογίες, εργαλεία, πλατφόρμες και νόρμες εμφανίζονται διαρκώς. Θα λέγαμε πώς υπόκειται σε μεγάλο βαθμό στην επιρροή των νέων (ή των κάθε εποχή νεότερων) τεχνολογικών εξελίξεων. Και είναι αυτές οι εξελίξεις που «τροφοδοτούν με νέα άγχη μια ιδιαίτερα αγχωμένη βιομηχανία», όπως υπογραμμίζει ο Bruns. Από τη μια οι πλατφόρμες αυτές πρόσθεσαν νέες εργασιακές πιέσεις ζητώντας από τους δημοσιογράφους να παράγουν περισσότερο περιεχόμενο με λιγότερους πόρους και σε λιγότερο χρόνο και από την άλλη αποτελούν διαρκής υπενθύμιση του δισεπίλυτου ζητήματος της οικονομικής βιωσιμότητας των μιντιακών οργανισμών και προϊόντων στον Ιστό. Το Twitter δεν αποτελεί εξαίρεση, παρόλα αυτά, αν ιδωθεί υπό το πρίσμα της ευκαιρίας, τότε μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο. Στόχος είναι η βιωσιμότητα της και η πρόοδος της δημοσιογραφίας, και είναι δεδομένο πώς εξαρτώνται άμεσα από την προσαρμοστικότητα στις νέες συνθήκες αλλά και από την ικανότητα της να ακολουθήσει το ρυθμό των όποιων αλλαγών, όχι όμως σε βάρος του πυρήνα της και του δημοκρατικού της ρόλου.