Δεν είναι ασυνήθιστο να γίνονται γνωστές κάποιες υποθέσεις παιδικής κακοποίησης· αυτό που είναι ασυνήθιστο είναι να έρχονται στην επιφάνεια οι τρόποι που τις χειρίστηκαν οι αρχές. Οι λεπτομέρειες, όμως, που χάνονται από τις εντυποσιωθηρικές πρεμιέρες των ειδήσεων, κρύβουν το μείζον, υποκείμενο πρόβλημα.
Από την ομάδα The Manifold
Όταν ένα παιδί κακοποιείται, τις περισσότερες φορές ο δράστης δεν είναι ο άγνωστος που παραμονεύει στη γωνιά του δρόμου ή έξω από το σχολείο, ο παιδόφιλος απαγωγέας με το γλειφιτζούρι, ο παροιμιώδης «δράκος» των ταινιών και των αποτροπαϊκών αφηγήσεων. Είναι συνηθέστερα ο μπαμπάς κι η μαμά, ο συγγενής, ο δάσκαλος, ο γυμναστής, ο ιερέας, ο γείτονας, ο φίλος της οικογένειας, ο κοντινός τους άνθρωπος. Είναι κάποιος στον οποίο το παιδί έχει εμπιστοσύνη· και πολύ συχνά ο τελευταίος άνθρωπος στον οποίο θα έχει εμπιστοσύνη ξανά.
Εδώ κι έναν αιώνα περίπου, έχει αποφασιστεί σιωπηλά—ή ενίοτε και λιγότερο σιωπηλά—ότι το κράτος οφείλει να προστατεύσει τους αδύναμους. Αυτό που λέμε «πρόνοια» σημαίνει ακριβώς: το κράτος, ως έκφραση της συλλογικότητάς μας, αναλαμβάνει να στηρίξει όσους έχουν χάσει τα στηρίγματά τους. Τι πιο αδύναμο από ένα παιδί που οι πιο κοντινοί του άνθρωποι του καταστρέφουν την ίδια του τη δυνατότητα να νιώσει εμπιστοσύνη και να σχετιστεί με άλλους;
Κι όμως, στην Ελλάδα και την Κύπρο, τη στιγμή ακριβώς που το κράτος θα έπρεπε να απλώσει ένα δίχτυ που να συγκρατεί την πτώση, συμβαίνει επί χρόνια ακριβώς το αντίθετο: μετά την παραβίασή τους από τους κοντινούς τους, τα παιδιά συνεχίζουν να παραβιάζονται, αυτή τη φορά απ’ αυτούς που οφείλουν να τα προστατεύσουν. Εγκαταλειμένα από την πολιτική και απόβλητα του νόμου, το κράτος πρόνοιας τα αφήνει αβοήθητα και το κράτος δικαίου αδικαίωτα.
Το παγόβουνο
Επισκεφτήκαμε διάφορα μέρη στην Ελλάδα και την Κύπρο επί αρκετούς μήνες, προσπαθώντας να κάνουμε μια ανατομία των περιστατικών όπου το σύστημα παιδικής προστασίας φάνηκε να αποτυγχάνει παταγωδώς, και καταγράψαμε πολύωρες συνεντεύξεις με ανθρώπους όλων των ειδικοτήτων, προκειμένου να ιχνογραφήσουμε τους λόγους της αποτυχίας.
Μία από αυτούς τους ανθρώπους είναι η Όλγα Θεμελή, την οποία συναντήσαμε στο γραφείο της, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Αναπληρώτρια καθηγήτρια εγκληματολογικής ψυχολογίας, η κ. Θεμελή είναι κυρίως γνωστή για το ερευνητικό της έργο σε θέματα όπως οι αυτοκτονίες στα σωφρονιστικά ιδρύματα, οι επιπτώσεις της φυλάκισης στους ανήλικους παραβάτες, και η δικανική εξέταση των παιδιών-μαρτύρων σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης. Με ύφος ανεπιτήδευτο, μιλάει γρήγορα και ζωηρά. «Αν το δείτε λίγο σχηματικά» μας λέει «είναι ένα παγόβουνο: μένουν στην κορυφή του τα περιστατικά που τυχαία, μετά από μία καταγγελία, ήρθαν στο φως. Από κάτω υπάρχει ένας τεράστιος όγκος: είναι τα περιστατικά για τα οποία κάποιοι ξέρουν, αλλά δεν μιλούν. Και παρακάτω είναι πολύ περισσότερα: τα περιστατικά για τα οποία γνωρίζει μόνο ο θύτης και το θύμα. Για τα τελευταία είμαστε πάρα πολύ απαισιόδοξοι. Όμως, αυτό που πολεμάμε είναι το τεράστιο κομμάτι του παγόβουνου, αυτό για το οποίο κάποιος κάτι ξέρει».

«Αυτό που πολεμάμε είναι το τεράστιο κομμάτι του παγόβουνου, αυτό για το οποίο κάποιος κάτι ξέρει». | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Σίγουρα η παιδική κακοποίηση είναι δύσκολο να αποκαλυφθεί. Την ίδια στιγμή, όμως, το ελληνικό κράτος και οι υπηρεσίες του δεν έχουν μεριμνήσει επαρκώς για τη μελέτη του προβλήματος. Σύμφωνα με τις επισημάνσεις της μόνης, σχετικά πρόσφατης, έρευνας για το ζήτημα, η οποία διεξήχθη το 2009 και για σαράντα μήνες από τη Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, στο πλαίσιο του προγράμματος BECAN (Balkan Epidemiological Study on Child Abuse and Neglect), «στην Ελλάδα δεν διεξάγεται επίσημη και συστηματική συλλογή δεδομένων σε εθνικό επίπεδο καθώς δεν είναι υποχρεωτική η αναφορά και/ή η καταγραφή περιστατικών κακοποίησης και παραμέλησης παιδιών. […] Η έλλειψη συστηματικής καταγραφής δεδομένων και επιδημιολογικών μελετών προκαλούν πολλαπλές δυσκολίες αναφορικά με το σχεδιασμό κοινωνικών πολιτικών και υπηρεσιών καθώς και με τη λήψη αποφάσεων για στοχευμένες παρεμβάσεις».
Και, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και η κορυφή του παγόβουνου που περιγράφει η κ. Θεμελή είναι αποθαρρυντική. Τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας δίνουν μεγάλους αριθμούς σε εγκλήματα με ανήλικα θύματα. Ανάμεσά τους ηγεμονεύουν αριθμητικά τα θύματα της σωματικής βλάβης από αμέλεια, της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας και της αποπλάνησης παιδιών: 225, 78 και 99 παιδιά αντίστοιχα για το 2016· 168, 71 και 66 για το 2017.
Φυσικά, τα νούμερα αυτά ωχριούν μπροστά στις εκτιμήσεις για το τι υπάρχει στη βάση του παγόβουνου. Η έρευνα BECAN είχε προκαλέσει σειρά συζητήσεων με την έκδοσή της το 2013, όταν αποκάλυψε ότι στην Ελλάδα, 8 στα 10 παιδιά έχουν υποστεί σωματική και ψυχολογική βία σε κάποια στιγμή της ζωής τους, ενώ 1 στα 5 σεξουαλική βία. Τα ευρήματα αυτά ακούγονται μέχρι σήμερα, κάθε φορά που χτυπάει ο κώδωνας του κινδύνου απ’ τους ειδικούς για τη συστηματική αποτυχία του κράτους να προλάβει ή και να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα κακοποίησης των παιδιών.
Το παράδοξο μιας έρευνας
Η Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού στεγάζεται σε μια πολυκατοικία σ’ έναν στενό δρόμο των Αμπελοκήπων. Ανεβαίνουμε με το παλιό ασανσέρ, συνηθισμένο στις αθηναϊκές πολυκατοικίες και μπαίνουμε σ’ έναν χώρο που εξακολουθεί να μοιάζει με διαμέρισμα, μόνο που έχει μέσα λίγα τραπέζια και έναν τεράστιο αριθμό φακέλων. Ο Διευθυντής, ψυχίατρος Γιώργος Νικολαΐδης, έχει ένα μικρό, ιδιαίτερο γραφείο, δίπλα στην μάλλον μεγάλη κουζίνα. Μας υποδέχεται, όπως όλες τις φορές που χρειάστηκε να τον συναντήσουμε, πολύ φιλόξενα, και κάθεται κάνοντας πίσω την καρέκλα του με το ύφος του ανθρώπου που έχει πια αποδεχτεί τη μοίρα του να εξηγεί ξανά και ξανά μια σειρά ζητημάτων που μόνο απλά δεν είναι.

«Δεν ξέραμε γιατί συνέβαινε αυτό και πιθανολογούσαμε ότι είχε γίνει κάποιο τεχνικό λάθος». | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ερευνητικός φορέας του υπουργείου Υγείας. Το ίδρυσε ο παιδίατρος και μετέπειτα πολιτικός Σπύρος Δοξιάδης το 1965 ως ιδιωτικό φορέα. Η χούντα το έκλεισε και ξανάνοιξε το 1979 ως δημόσιο. Η Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου έχει ως αποστολή την παροχή εξειδικευμένων κλινικών υπηρεσιών σε περιστατικά κακοποίησης ή θυματοποίησης παιδιών, τη διεξαγωγή ερευνητικών προγραμμάτων, την εκπαίδευση επαγγελματιών, την αγωγή υγείας στο γενικό κοινό και τη συμβολή στον κοινωνικό σχεδιασμό για το σύστημα παιδικής προστασίας στην χώρα. Μετά την οικονομική κρίση, έχει τέσσερα άτομα μόνιμο προσωπικό, συμπεριλαμβανομένου του Διευθυντή, ενώ υπηρετούν και 17 συμβασιούχοι σε διάφορα προγράμματα. Τα προγράμματα αυτά στο μεγαλύτερό τους μέρος χρηματοδοτούνται με τη συμμετοχή σε προκηρύξεις στο εξωτερικό, ενώ η αναλογία κρατικής επιχορήγησης και εξωτερικής χρηματοδότησης που βρίσκει μόνη της η ίδια η Διεύθυνση είναι ένα προς τέσσερα. Ένα τέτοιο πρόγραμμα ήταν και το BECAN.
«Στο πλαίσιο της έρευνας BECAN», μας λέει ο κ. Νικολαΐδης, «ανάμεσα στις περιοχές της Ελλάδας στις οποίες κάναμε τυχαία δειγματοληψία σε 15.000 παιδιά, ήταν και η Κρήτη. Όπως κάναμε την επεξεργασία των πρώτων αποτελεσμάτων, το καλοκαίρι του 2011, είδαμε ότι στον νομό Ρεθύμνης είχαμε κάτι παράδοξο, είχαμε πολύ υψηλό βαθμό αυτοαναφερόμενης σεξουαλικής θυματοποίησης των αγοριών και σχεδόν πλήρη αντιστροφή, σε σχέση με ό,τι περιμέναμε, της αναλογίας θυμάτων, αγοριών προς κορίτσια. Δεν ξέραμε γιατί συνέβαινε αυτό και πιθανολογούσαμε ότι είχε γίνει κάποιο τεχνικό λάθος».
Δεν ήταν τεχνικό λάθος. Την 1η Δεκεμβρίου του 2011, η αστυνομία συνέλαβε έναν σχολικό γυμναστή και προπονητή της τοπικής ομάδας μπάσκετ νέων του Ρεθύμνου, για ασέλγεια σε δεκάδες παιδιά. Ήταν η συστηματική δράση αυτού του ανθρώπου που προκαλούσε το «παράδοξο» στα ευρήματα της έρευνας.
Μια μεθοδική αστυνομική επιχείρηση
Με τη σύλληψη του προπονητή, η αστυνομία του Ρεθύμνου είχε βγάλει μια θριαμβευτική ανακοίνωση, η οποία τόνιζε αρκετά περισσότερο από το σύνηθες πως διεξήχθη μια «συστηματική και μεθοδική αστυνομική επιχείρηση», που «έγινε στο συντομότερο δυνατό χρόνο». Επισκεπτόμενοι το Ρέθυμνο, ανακαλύψαμε ότι τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι.
Ο βροχερός καιρός ήταν ασυνήθιστη εμπειρία για μας που είχαμε επισκεφτεί την Κρήτη μόνο το καλοκαίρι. Τα βρεγμένα βενετσιάνικα κτίρια του παλιού κέντρου, το φρούριο, ο φάρος, τα μικρά στενά κρυμμένα από την ομίχλη, η μελαγχολική ατμόσφαιρα, συνέθεταν μια εικόνα στην οποία μόνο οι ντόπιοι αναγνωρίζουν το νησί τους. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για την ιστορία του προπονητή. Διότι πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί ότι σε μια μικρή πόλη—μόλις 30.000 κατοίκων, περίπου—ένας άνθρωπος θα μπορούσε να κακοποιεί σεξουαλικά δεκάδες παιδιά που είχε στην ευθύνη του επί χρόνια, δίχως κανένας να αντιληφθεί το παραμικρό;
Ακόμη, όμως και αν αγνοήσει κανείς ότι κανένας, ούτε γονέας, ούτε δάσκαλος, ούτε κοινωνικός λειτουργός, ούτε αστυνομικός, ούτε πολιτικός παράγοντας παρατήρησε ποτέ κάτι αξιοπρόσεχτο στη σχέση αυτού του προπονητή με τα παιδιά, το γεγονός παραμένει: το διάστημα από την πρώτη καταγγελία, που έκανε μια οικογένεια μεταναστών, ως τη σύλληψή του έφτασε τον έναν χρόνο. Η αστυνομία επέλεξε να αφήσει αυτόν τον άνθρωπο να ασελγεί πάνω στα παιδιά προκειμένου, όπως υποστήριξε, να επιτύχει την «πλήρη στοιχειοθέτηση της υπόθεσης με αδιάσειστο αποδεικτικό υλικό», ενώ την ίδια στιγμή κανένας αρμόδιος για την παιδική προστασία δεν επενέβη για να διασφαλίσει το συμφέρον των θυμάτων.
Αρκετές εβδομάδες αργότερα, σε επίσκεψή μας στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής, θα μαθαίναμε ότι η περίπτωση να είναι ο δράστης μιας κακοποίησης παιδιού προπονητής είναι ως προς το επιχειρησιακό της σκέλος «από τις πιο εύκολες». Σύμφωνα με αξιωματικούς του Τμήματος Προστασίας Ανηλίκων, «αν είναι ο προπονητής, υπάρχουν κι άλλα θύματα». Ωστόσο, όταν συγκεκριμενοποιούμε την αναφορά μας στην υπόθεση του Ρεθύμνου, οι αξιωματικοί του Τμήματος μας ενημερώνουν—κάπως εύλογα—ότι δεν διεξήγαγαν εκείνοι την επιχείρηση, ώστε να μπορούν να απαντήσουν σε λεπτομέρειες.
Η θέση του προπονητή στην τοπική κοινωνία ήταν κατά γενική ομολογία σημαίνουσα. Ήταν ένας από τους βασικούς διοργανωτές στο περιβόητο «Κυνήγι του Θησαυρού», ένα από τα δημοφιλέστερα ετήσια γεγονότα στο Ρέθυμνο. Είχε την πλήρη αποδοχή της «παλιάς πόλης» του Ρεθύμνου, δηλαδή των αρχοντικών οικογενειών του. Οι επαφές του έφταναν μέχρι τα κλιμάκια της Εθνικής Ελλάδος στο μπάσκετ, αλλά και στο αμερικανικό ΝΒΑ. Χαρακτηριστικά, οι μαρτυρίες λένε ότι τα παιδιά τον αντιλαμβάνονταν ως μέντορα. Μιλάνε για έναν ικανό ρήτορα, στις προπονήσεις του οποίου δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος.
Κάτω απ’ αυτή την πειθαρχία, ο προπονητής είχε συστήσει ένα είδος «σέχτας» και προσέγγιζε τους μαθητές με την υπόσχεση της εισαγωγής τους σε έναν ενδότερο κύκλο, στον οποίο άνηκαν μόνο λίγοι και εκλεκτοί. Υποσχόταν ότι έτσι θα δένονταν περισσότερο με τους συμπαίκτες τους και θα γινόταν καλύτεροι αθλητές, χρησιμοποιώντας ψευδοϊστορικές αναφορές για τον τρόπο εκπαίδευσης στρατιωτικών μονάδων στην αρχαία Ελλάδα. Μέσα από μια σειρά «δοκιμασιών» που σκοπό είχαν τη μύηση και τελικά την απόσπαση ενός είδους «συγκατάθεσης» των παιδιών, μια διαδικασία γνωστή ως “grooming”, ο προπονητής προέτρεπε αρχικά τα παιδιά να συνευρεθούν ερωτικά το ένα με το άλλο και αργότερα ασελγούσε πάνω τους ο ίδιος. Τόσο έντονη ήταν η επιρροή του πάνω τους, ώστε ορισμένα έφτασαν στο σημείο να τον υπερασπιστούν.

O προπονητής κατηγορήθηκε αρχικά για 53 περιπτώσεις ασέλγειας σε παιδιά και καταδικάστηκε τελικά για 36. | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
«Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς ο δράστης επιλέγει τα παιδιά, πώς γίνεται το grooming» μας λέει η Όλγα Θεμελή. «Ο δράστης επιλέγει. Ποια παιδιά επιλέγει; Τα πιο ευάλωτα, τα παιδιά που βλέπει ότι δεν έχουν ισχυρούς γονεϊκούς δεσμούς. Τα παιδιά με κάποια ελλείμματα, τα αλλοδαπά παιδιά, τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, τα παιδιά που είναι παραμελημένα συναισθηματικά. Βρίσκει ρωγμές. Έρχεται ως μέντορας. Ως προστάτης. Μετά περνάμε στο δεύτερο βήμα: εμπιστοσύνη. Προνόμια. Και μετά σε ένα στάδιο υποταγής. Αυτό διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Εκεί τα παιδιά αντιλαμβάνονται σιγά σιγά τι γίνεται. Μετά υπάρχει ένα στάδιο μετακύλισης ευθύνης: όποιος δεν θέλει, να σηκωθεί να φύγει τώρα. Υπάρχει μετακύλιση: εσύ το θέλεις αυτό. Κι όταν μάλιστα υπάρχει μια συλλογική κατάσταση, ένα μοίρασμα μέσα στην ομάδα, είναι πολύ πιο δύσκολο να σπάσει κανείς αυτή την αλυσίδα. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται ότι είναι παγιδευμένα. Μένουν σ’ αυτό το στάδιο της παγίδευσης για πολλά χρόνια. Αυτό συμβαίνει σε οποιαδήποτε κακοποιητική σχέση. Το ονομάζουμε ‘μαθημένη αβοηθησία’. Τα πιο πολλά δεν θα μιλήσουν ποτέ. Κάποια θα μιλήσουν γιατί δεν αντέχουν άλλο. Ή γιατί βλέπουν τα μικρότερά τους αδέλφια ή αγαπημένα τους πρόσωπα να θυματοποιούνται. Ή θα υπάρξει μια συγκυρία, μια τυχαιότητα. Και τότε, αφού έχει περάσει μεγάλο διάστημα, θα μιλήσουν. Κάποιοι, μετά την ενηλικίωση».
O προπονητής κατηγορήθηκε αρχικά για 53 περιπτώσεις ασέλγειας σε παιδιά και καταδικάστηκε τελικά για 36. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν 400 χρόνια κάθειρξης, η οποία δεν μειώθηκε στη δίκη του σε δεύτερο βαθμό που έγινε το 2016. Στην πραγματικότητα, μας λένε άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα, ο αριθμός των θυμάτων για τα οποία δεν ασκήθηκαν διώξεις πρέπει να ήταν μεγαλύτερος και ίσως να φτάνει και τα 100 παιδιά, ενώ η δράση του προπονητή ενδέχεται να διαρκούσε ως και οκτώ χρόνια πριν την πρώτη καταγγελία.
Στο κέντρο της παλιάς πόλης, απέναντι από το περίφημο συντριβάνι Ριμόντι, συναντήσαμε τη Χαρά Βηλαρά, δημοσιογράφο με μεγάλη εμπειρία στα τοπικά ΜΜΕ, η οποία είχε παρακολουθήσει στενά την υπόθεση. «Ήταν μια χρόνια κατάσταση» μας λέει. «Δεν γινόταν για ένα-δυο χρόνια, προφανώς πήγαινε σε βάθος χρόνου. Κάποια από τα παιδιά είχαν μεγαλώσει όταν πια βγήκε αυτό στη δημοσιότητα. Υπήρχαν πολλά παιδιά που ξέρανε, που δεν συμμετείχαν αλλά γνωρίζανε και δεν μιλάγανε. Όχι μόνο άμεσα αλλά και έμμεσα αφορά πάρα πολλές οικογένειες».
Ελληνικές παραδόσεις
Η Σύμβαση Λανζαρότε του 2007, «για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική εκμετάλλευση και κακοποίηση» έχει πλέον υπογραφεί και από τις 47 χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης και έχει κυρωθεί από τις 44.
Εκτός από Διευθυντής Ψυχικής Υγείας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, ο Γιώργος Νικολαΐδης έχει διατελέσει εκπρόσωπος της χώρας στην Επιτροπή Λανζαρότε, η οποία εποπτεύει την εφαρμογή της Σύμβασης στα κράτη-μέλη, από την αρχή της δημιουργίας της. Εδώ και έναν χρόνο έχει εκλεγεί Πρόεδρος.
«Η Ελλάδα» μας λέει «είναι η πρώτη χώρα του Συμβουλίου της Ευρώπης που κύρωσε τη Σύμβαση Λανζαρότε. Μόνο που αυτό ήρθε σε μια μακρά παράδοση της ελληνικής πολιτείας, από την εποχή που κύρωνε, από τις πρώτες πάλι χώρες, τη σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού το 1992, η οποία είναι να ψηφίζουμε νομοθετήματα χωρίς να έχουμε καμία πρόνοια στο πώς θα εφαρμοστούν και αν θα εφαρμοστούν».
Στα μέσα Δεκεμβρίου 2011 έγινε στο Ηράκλειο της Κρήτης μια ημερίδα για την παιδική προστασία, στο πλαίσιο της εκστρατείας της Επιτροπής Λανζαρότε και του Συμβουλίου της Ευρώπης, με τίτλο «Ένα στα πέντε». Η εκστρατεία, σύμφωνα με την οποία ένα στα πέντε παιδιά στην Ευρώπη πέφτει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, ξεκίνησε το 2010 και διακλαδώθηκε σε εθνικές εκστρατείες που ανέλαβαν τα κράτη-μέλη.
Η ημερίδα στο Ηράκλειο είχε προγραμματιστεί προτού ξεσπάσει ο σάλος για τα γεγονότα του Ρεθύμνου, αλλά φυσικά, όπως μας αφηγείται ο κ. Νικολαΐδης, όταν ο ίδιος έφτασε στην Κρήτη το θέμα μονοπωλούσε όλες τις συζητήσεις. Του ζητήθηκε τότε, σε σύσκεψη στον Δήμο Ρεθύμνου, να συντάξει μια έκθεση/πρόταση. Βάσει αυτής της έκθεσης, μετά από διυπουργική σύσκεψη, ανατέθηκε στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού να υλοποιήσει τη σειρά δράσεων που πρότεινε.
Ωστόσο, οι οικονομικοί πόροι που ούτως ή άλλως ήταν πενιχροί στον τομέα της της παιδικής προστασίας, ήταν ακόμη πιο δυσεύρετοι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Η παρέμβαση εντάχθηκε σε ΕΣΠΑ. Παρά την απόφαση της πολιτικής ηγεσίας, όμως, η καθυστέρηση ήταν τέτοια που το πρόγραμμα ξεκίνησε έναν χρόνο αργότερα. Τελικά, η μονάδα του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού στο Ρέθυμνο είδε περίπου 450 παιδιά, όχι όλα θύματα, καθότι κάλυπτε και άλλες ανάγκες υπηρεσίας ψυχικής υγείας—παρά την ύπαρξη αυτού που ο κ. Νικολαΐδης ονομάζει «εγγενείς αντιστάσεις».
«Νομίζω» μας λέει «ότι ένα κομμάτι τουλάχιστον των παραγόντων εκεί, των τοπικών και της κοινωνίας—μιλώντας για αντιστάσεις—προτιμούσε να ξεχάσει ότι συνέβη ποτέ αυτό το συμβάν παρά να δουλέψει για να μπορέσει να το ξεπεράσει η τοπική κοινωνία. Η τακτική του να το βάλουμε κάτω από το χαλί ήταν αρκετά έντονη».
Η Χαρά Βηλαρά μοιράστηκε μαζί μας μια παρόμοια οπτική: «Αφού αποκαλύφθηκαν τα γεγονότα, πολλοί γονείς τιμωρούσαν τα παιδιά τους, τα δέρνανε, γιατί θεωρούσαν ότι αυτά φταίνε. Κι υπάρχουν και οικογένειες που δεν ασχολήθηκαν ποτέ. Σαν να μην συνέβη. Ασχολήθηκαν βέβαια και κάποιες να βοηθήσουν το παιδί τους, αλλά αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν πως όταν έφερε η αστυνομία τον προπονητή στο δικαστήριο εδώ, δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να πάει απ’ έξω, να διαμαρτυρηθεί, να τον βρίσει, να βγάλει το άχτι του τέλος πάντων. Αν ήταν άλλος, θα είχε μαζευτεί κόσμος, θα φώναζαν, θα γινόταν χαμός. Είναι ενδεικτικό, διότι πολλά από τα παιδιά ήταν από την ελίτ της τοπικής κοινωνίας. Αυτός ο κόσμος θέλει να καλύψει ό,τι έγινε».
Μολονότι η μονάδα του Ρεθύμνου κατόρθωσε να διατηρήσει για 22 μήνες—κάνοντας εξοικονόμηση στους πόρους και με την σύμφωνη γνώμη των διαχειριστικών αρχών—ένα πρόγραμμα που είχε χρηματοδότηση για μόλις 12, το φθινόπωρο του 2014 οι πόροι εξαντλήθηκαν. Το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού και άλλοι φορείς διατύπωσαν αιτήματα να συνεχιστεί το πρόγραμμα, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν δομές για παιδιά και εφήβους στην περιοχή. Και πράγματι τότε, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, βρισκόταν σε διαβούλευση το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Παιδί του υπουργείου Δικαιοσύνης, με υπουργό τότε τον Χαράλαμπο Αθανασίου, το οποίο μεταξύ άλλων περιλάμβανε και τη συνέχιση με εκ νέου χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ 2014-2020 του προγράμματος ψυχοκοινωνικής παρέμβασης στο Ρέθυμνο. Ξαφνικά, ωστόσο, στο τέλος Σεπτεμβρίου, η πολιτική ηγεσία αποφάσισε να μην αναζητηθεί άλλη χρηματοδότηση και το πρόγραμμα να διακοπεί.
«Ήταν μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες της δικής μου παρουσίας στον χώρο της παιδικής προστασίας» μας λέει ο κ. Νικολαΐδης. «Διότι υπήρχαν πάρα πολλά παιδιά και οικογένειες, τις οποίες είχαμε πια σε συστηματική θεραπεία, που πρακτικά δεν είχαν καμία επιλογή, δεν μπορούσαν να πάνε πουθενά. Αναγκαστήκαμε να τους ανακοινώσουμε ότι θα κλείναμε και κλαίγανε οι άνθρωποι».
Μαζί με το πρόγραμμα ψυχοκοινωνικής παρέμβασης, ξεχάστηκε και η υπόθεση του προπονητή. «Είναι τρία-τέσσερα χρόνια τώρα που δεν ακούς τίποτα γι’ αυτό» λέει κάτοικος της περιοχής. «Σαν ένα παλιό ανέκδοτο που κανείς δεν αναφέρει». Το μόνο που έχει μείνει, είναι ένας στιγματισμός μέσω υπαινιγμών για όλους τους κατοίκους της πόλης—κάποιοι ενήλικοι πλέον—που είχαν την ατυχία να είναι παίκτες στην ομάδα μπάσκετ του ΑΓΟΡ.
Εμβόλιμο και ουρανοκατέβατο
Στον λόφο που δεσπόζει πάνω από το λιμάνι του Ρεθύμνου, βρίσκεται ένα χαρακτηριστικά «σκληρό» τσιμεντένιο κτίριο, σαν αυτά που χτίστηκαν σωρηδόν για να στεγάσουν σχολεία και άλλες υπηρεσίες. Εκεί στεγάζεται προσωρινά το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Ρεθύμνου, αφού του έγινε έξωση από την προηγούμενη στέγη του στο νέο τμήμα της πόλης, και εκεί μας υποδέχεται ο ψυχίατρος, ψυχοδραματιστής, ηθοποιός και Διευθυντής του, Αντώνης Λιοδάκης.
Ο κ. Λιοδάκης έχει την άποψη για το πρόγραμμα του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού στο Ρέθυμνο πως ήταν «εμβόλιμο» και «ουρανοκατέβατο». «Με την έννοια» εξηγεί «ότι οι επαγγελματίες ήταν στην Αθήνα κι έρχονταν εδώ, έβλεπαν παιδιά, γονείς, έβλεπαν κι άλλα περιστατικά, λειτούργησε δηλαδή σαν ένα ιατροπαιδαγωγικό κέντρο».
Την ίδια στιγμή, η Χαρά Βηλαρά, που παρακολούθησε το θέμα δημοσιογραφικά, μας υπενθυμίζει την πίεση που ένιωσαν πολλά παιδιά τότε: «Ζορίστηκαν πολύ στο σχολείο, διότι τα υπόλοιπα παιδιά ήξεραν και τα κοροϊδεύανε. Υπήρξε μια πολύ άσχημη κατάσταση. Και γι’ αυτό πηγαίνανε σε ψυχολόγους στα Χανιά και στο Ηράκλειο, ιδιώτες ψυχολόγους, διότι φοβόντουσαν το στίγμα σε μια μικρή κοινωνία».
Σχετικά κοντινή είναι και η άποψη που έχει σχηματίσει ο κ. Νικολαΐδης από την επαγγελματική του εμπειρία: «Δεχτήκαμε κριτική από κάποιους τοπικούς παράγοντες ότι το προσωπικό μας δεν ήταν από την τοπική κοινωνία, δεν ήταν Ρεθυμνιώτες. Εγώ πιστεύω ότι αυτό ήταν μια παρά πολύ ευφυής επιλογή, αν κανείς ανακαλέσει το κλίμα τότε, όπου οτιδήποτε θα μπορούσε να αναγνωριστεί ως οικείο κινητοποιούσε αντανακλαστικά εσωστρέφειας. Δηλαδή, σε κάθε καινούργιο περιστατικό που βλέπανε οι ψυχολόγοι, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι παιδοψυχολόγοι που δουλέψανε μαζι μας, η πρώτη ερώτηση των προσερχόμενων ήταν: ‘Είσαι από δω;’ Και με το που παίρνανε την απάντηση ότι ‘όχι, είμαι από αλλού’, υπήρχε ένα τεράστιο κύμα ανακούφισης και άρχιζε ο άλλος να εκμυστηρεύεται τον πόνο του, κάτι που μάλλον δεν θα έκανε με την ίδια ευκολία αν το προσωπικό ήταν ντόπιο». Και ο κ. Νικολαΐδης καταλήγει: «Το γεγονός ότι υπήρχε μια, ας πούμε, δυσφορία για το ότι δεν τονώσαμε την τοπική απασχόληση, αλλά προτιμήσαμε να κάνουμε την επικοινωνία των επωφελούμενων πιο εύκολη και πιο ουσιαστική, μπορεί να έπαιξε όντως έναν ρόλο στο κλείσιμο της δομής».
Ο κ. Λιοδάκης πάντως επιμένει: «Τα μεγάλα ζητήματα εμείς σαν Κέντρο Ψυχικής Υγείας τα εντοπίσαμε εξαρχής. Και από το 2008 διεκδικούσαμε πάντα, με οποιαδήποτε αφορμή, τη δημιουργία ενός ιατροπαιδαγωγικού κέντρου, το οποίο δεν γινόταν. Μόλις τώρα, δέκα χρόνια αργότερα, θεσμοθετήθηκε ένα κέντρο, με άλλο πια όνομα, λέγεται Κέντρο Κοινότητας για Παιδιά και Εφήβους, και αναμένεται να γίνει το επόμενο διάστημα».
Όταν, στο τέλος του Σεπτεμβρίου του 2014, η τότε υφυπουργός Υγείας με τη Νέα Δημοκρατία και νυν υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, Κατερίνα Παπακώστα, ανακοίνωσε το οριστικό κλείσιμο της δομής, πολλοί εξεπλάγησαν, ακριβώς διότι η συνέχισή της περιλαμβανόταν στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Παιδί του υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο βέβαια σύντομα θα καθίστατο κενό γράμμα, λόγω των εκλογών του Ιανουαρίου 2015.
«Υπήρχε ένα κλίμα» λέει ο κ. Νικολαΐδης «ότι η πολιτεία θα συνέχιζε αυτήν την δράση, γιατί προφανώς οι επιπτώσεις μιας τόσο μαζικής υπόθεσης παιδοφιλίας σε ένα τόσο μικρό μέρος έχουν ένα διαρκές, δυσμενές αποτέλεσμα στην ψυχοκοινωνική ζωή των οικογενειών των παιδιών. Δεν αντιμετωπίζεται με έναν, ενάμιση χρόνο αυτό, έτσι; Τι συνέβη μέσα σε μια νύχτα και άλλαξε η απόφαση δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Ξέρω, ωστόσο, ότι οι όποιες προσπάθειες έγιναν το αμέσως επόμενο διάστημα έπεσαν στο κενό. Σας θυμίζω ότι ήταν η περίοδος όπου το νυν κυβερνών κόμμα ήταν αξιωματική αντιπολίτευση. Αλλά οι προσπάθειες να κατατεθούν κάποιες σχετικές ερωτήσεις στη Βουλή από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν τελεσφόρησαν. Σας θυμίζω επίσης ότι συντονιστής υγείας της αξιωματικής αντιπολίτευσης τότε ήταν ο σημερινός υπουργός Υγείας και βουλευτής Ρεθύμνης του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Ξανθός».
Στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πήρε άλλα δύο χρόνια να συντάξει το δικό της Εθνικό Σχέδιο Δράσης. Δεν υπάρχει, ασφαλώς, καμία μέριμνα για την επαναλειτουργία της δομής στο Ρέθυμνο. Ωστόσο, η ίδρυση του κέντρου που ζητούσε ο κ. Λιοδάκης δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Θα απασχολεί 13 ειδικούς, όπως δήλωσε ο υπουργός Υγείας και βουλευτής Ρεθύμνης του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Ξανθός.
Το νοσοκομείο και το τέρας
Μια Τρίτη στα τέλη του περασμένου Μαΐου, ο Παναγιώτης Αβρίθης, δικηγόρος το επάγγελμα και δραστήριο μέλος της κοινωνίας της Κω, δέχθηκε μία απρόσμενη επίσκεψη ενός πελάτη του από τη γειτονική Λέρο. Ο ηλικιωμένος εμφανίστηκε χωρίς προγραμματισμένο ραντεβού ή κάποια νομική υποχρέωση στο γραφείο του δικηγόρου και της συζύγου του. Σκοπός της επίσκεψής του, όπως δήλωσε ο ίδιος σε κατάσταση ανησυχίας, ήταν να «αποχαιρετίσει» τους παλιούς του φίλους. Η στάση του άφησε τους οικοδεσπότες του απορημένους, ακόμα και μετά την αποχώρησή του από το γραφείο.
Σχεδόν μια εβδομάδα αργότερα, τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, όχι μόνο ο κ. Αβρίθης και η σύζυγός του θα ανακάλυπταν τον λόγο της ανησυχίας του ηλικιωμένου πελάτη, αλλά μαζί τους και όλη η Ελλάδα. Το βράδυ της Κυριακής, ο γιος του και η σύζυγος του γιου του είχαν συλληφθεί, έχοντας ομολογήσει σειρά πράξεων σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών τους. Ο κ. Αβρίθης άλλαξε ευθύς αμέσως ιδιότητα και από οικογενειακός φίλος μετατράπηκε σε δικηγόρο της πολιτικής αγωγής, ιδιότητα που φέρει μέχρι σήμερα, με την εκδίκαση της υπόθεσης να εκκρεμεί.

Τα δημοσιεύματα ενημερώνονταν συνεχώς με «νέες αποκαλύψεις», «ανατροπές» και απόψεις απ’ όποιον ήταν πρόθυμος να σχολιάσει οτιδήποτε για το περιστατικό. | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Η είδηση απασχόλησε μια σειρά μεσημεριανών εκπομπών και οδήγησε σε απανωτές ενημερώσεις των ειδησεογραφικών ιστοσελίδων. Τα τηλέφωνα της Αστυνομίας, της Εισαγγελίας, του Δήμου, του Νοσοκομείου, του Κέντρου Κοινότητας και όλων όσων μπορούσαν να παρέχουν πληροφορίες για την υπόθεση πήραν φωτιά το επόμενο πρωί. Ο ίδιος ο δικηγόρος απαντούσε «σε έναν στους είκοσι, όποιος ήταν ο τυχερός». Τίτλοι όπως «Φρίκη χωρίς τέλος στη Λέρο», «Λέρος: αποκαλύψεις για γονείς τέρατα», «Φρικιαστικές λεπτομέρειες για τους γονείς-τέρατα της Λέρου», έφτιαξαν το λεξιλόγιο της αφήγησης της υπόθεσης για το ευρύ κοινό. Τα δημοσιεύματα ενημερώνονταν συνεχώς με «νέες αποκαλύψεις», «ανατροπές» και απόψεις απ’ όποιον ήταν πρόθυμος να σχολιάσει οτιδήποτε για το περιστατικό.
Τη λέξη «τέρας» τη χρησιμοποίησε και ο κ. Αβρίθης σε συνέντευξή του. Όμως δεν ήταν δικός του όρος. Σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν ο χαρακτηρισμός με τον οποίον ο παππούς των παιδιών, περιέγραψε τον γιο του σε τηλεφωνική συνομιλία με τον δικηγόρο, μετά την αποκάλυψη του περιστατικού. Η δικογραφία ακόμα εμπλουτίζεται στο γραφείο της ανακρίτριας τη στιγμή που μιλάμε μαζί του, αλλά οι μαρτυρίες που έχουν φτάσει τόσο στον ίδιο όσο και σε άλλους επαγγελματίες διαφόρων κλάδων που καταπιάστηκαν με την υπόθεση αναφέρουν ότι ο φερόμενος ως δράστης ασελγούσε κατ’ εξακολούθηση στα παιδιά του, τα ξυλοκοπούσε, ενώ τα εξανάγκαζε και σε αγροτικές εργασίες σε δύσκολες συνθήκες και ακατάλληλα ωράρια. Ως εκ τούτου, ο κ. Αβρίθης φαίνεται να βρίσκει δίκαιο τον χαρακτηρισμό.
Ο γιός του ηλικιωμένου πελάτη του κ. Αβρίθη έχει τέσσερα παιδιά. Το μεγαλύτερο εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία με την ενηλικίωσή του. Σύμφωνα με ύστερες μαρτυρίες του, είχε υποστεί κι αυτός συστηματικό ξυλοδαρμό. Υπάρχουν τρία μικρότερα αδέλφια: δύο αγόρια—σήμερα 21 και 8 χρονών—και ένα κορίτσι 13 ετών. Στις ομολογίες των γονέων, τα «μεσαία» παιδιά, 21 και 13, ήταν που υπέστησαν την κακοποίηση. Το μικρό παιδί φαίνεται να απέφυγε την ασέλγεια—«ακόμα», προσθέτει ο κ. Αβρίθης.
Η Πόπη Εμμανουήλ είναι κοινωνική λειτουργός στο Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου. Αυτοπροσώπως αποτελεί τη μοναδική Κοινωνική Υπηρεσία που έχει το νησί, είναι δηλαδή το μόνο πρόσωπο που μπορεί να παραλάβει εντολή εισαγγελίας, να διεξαγάγει κοινωνική έρευνα και να συντάξει έκθεση. Συχνά, καλείται να κάνει το ίδιο για τα παρακείμενα νησιά. Το να επιτελέσει αυτό το καθήκον έχει δυσκολίες και όχι μόνο φόρτου εργασίας. Στην ακριτική Λέρο, ακόμα και κάτι τόσο απλό όσο το να βρεθούν οι δαπάνες για να μεταφερθούν παιδιά στο νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία» στην Αθήνα για γνωμάτευση, κάθε άλλο παρά αυτονόητο είναι. Η κ. Εμμανουήλ μάς αφηγείται ότι υπήρξε περιστατικό όπου βρέθηκε αντιμέτωπη διαδοχικά με τις αρνήσεις του Δήμου (καθώς δεν υπάγεται στη δική του κοινωνική υπηρεσία, η οποία άλλωστε δεν υφίσταται), του Νοσοκομείου Λέρου (καθώς η συνοδεία των παιδιών είναι κανονικά αρμοδιότητα του Δήμου), αλλά και της εταιρίας Blue Star (η οποία αρνήθηκε τη δωρεάν μεταφορά των παιδιών). Τη λύση έδωσε τελικά η Μητρόπολη Λέρου, χρηματοδοτώντας το ταξίδι—όχι λόγω επίσημου ρόλου, αλλά καλής θέλησης.
Είναι μια πρόσχαρη γυναίκα με οξυμένη αίσθηση καθήκοντος. Εξηγώντας τα όρια που θέτει ανάμεσα στην εργασία και την προσωπική της ζωή, διαφαίνεται μια ευαισθησία που αν δεν αυτοπεριοριζόταν θα οδηγούσε σε έντονη συναισθηματική εμπλοκή με τα παιδιά που συναντάει επαγγελματικά. Στη συζήτησή μας, κάνει πολλές φορές αναφορές ειρήσθω εν παρόδω στους τρόπους με τους οποίους προστατεύει συναισθηματικά—και όχι μόνο—τα δικά της παιδιά.
Πριν φτάσουμε στη Λέρο, η Επιμελήτρια Ανηλίκων της Κω, κ. Άντα Καφασάρη, μας έχει ήδη αφηγηθεί μια προσωπική της εμπειρία με την κ. Εμμανουήλ που υποδηλώνει ξεκάθαρα τους συναισθηματικούς κινδύνους της δουλειάς τους: συνοδεύοντας μαζί τέσσερα παιδιά προς το «Αγία Σοφία», τα οποία είχαν απομακρυνθεί από γονείς με βαριά ψυχικά προβλήματα, κατέληξαν να περνούν κάποιες μέρες μαζί τους στο νοσοκομείο. Την τελευταία μέρα, το μικρότερο απ’ αυτά, μωρό ακόμη, μίλησε για πρώτη φορά. Είπε την κ. Εμμανουήλ «μαμά»· και από την επόμενη μέρα που η κ. Εμμανουήλ επέστρεψε στο νησί και τα παιδιά μεταφέρθηκαν σε δομές φιλοξενίας, δεν θα ξαναβλέπονταν ποτέ.

Η Πόπη Εμμανουήλ αυτοπροσώπως αποτελεί τη μοναδική Κοινωνική Υπηρεσία που έχει το νησί. | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Η κ. Εμμανουήλ μας ξεκαθαρίζει εξαρχής ότι δεν μπορεί να μας σχολιάσει οποιαδήποτε συγκεκριμένη υπόθεση. Παίρνει σοβαρά τη δέσμευσή της για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των παιδιών, με τρόπο ασυνήθιστο για τέτοια περιστατικά, όπου το γυαλί της τηλεόρασης και το ατομικό status των προσώπων συνήθως αλληλοτροφοδοτούνται.
Τόσο για την κ. Εμμανουήλ, όσο και για τους υπόλοιπους ανθρώπους που φαίνεται να ενεπλάκησαν με κάποιο τρόπο στο γεγονός, οι υπηρεσίες απλώνουν ένα πέπλο σιωπής. Το Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου παρακάμπτει για πάνω από δύο μήνες τα διαδοχικά αιτήματά μας να μιλήσουμε με την κ. Εμμανουήλ—μπορούμε να συζητήσουμε μαζί της με δική της πρωτοβουλία και μόνο για ζητήματα που αφορούν το επάγγελμά της. Οι προσπάθειές μας να πάρουμε άδεια να μιλήσουμε με τον αστυνομικό που, όπως θα μάθουμε αργότερα, χειρίστηκε την υπόθεση ακολουθώντας όλες τις προβλέψιμες διαδικασίες κατά γράμμα, θα αποβούν άκαρπες. Σύμφωνα, δε, με τον ισχυρισμό της διευθύντριας του τοπικού Γυμνασίου, η ΕΛΜΕ Δωδεκανήσου έχει απαγορεύσει κάθε συζήτηση με δημοσιογράφους για το περιστατικό.
Ίσως να φταίει το σοκαριστικό αποτύπωμα που άφησε η φρενιτική καταδίωξη της «ανατροπής» και της «αποκάλυψης» από τα ΜΜΕ που καταπιάστηκαν με το θέμα. Ίσως να φταίει και το στίγμα της υπόθεσης στην κοινωνία της Λέρου, ήδη επιβαρυμένης από τις φρικιαστικές εντυπώσεις που άφησε διεθνώς τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 το άνοιγμα των πυλών του διαβόητου ασύλου.
Τόσο στη Λέρο, όμως, όσο και μετά στην Αθήνα, ανακαλύπτουμε ότι υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι να μιλήσουν για την υπόθεση ανώνυμα. Η ιστορία ξεκινάει—και κανονικά θα έπρεπε να τελειώνει—το καλοκαίρι του 2017, όταν με εισαγγελική εντολή το κορίτσι, τότε 11 ετών, μεταφέρεται συνοδεία των γονέων στην Αθήνα για παιδοψυχιατρική γνωμάτευση στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία». Μαζί, ακολουθεί και για μια προληπτική γνωμάτευση, το 6χρονο αγόρι της οικογένειας. Από εκεί, το μικρότερο αγόρι επιστρέφει με τους γονείς του στη Λέρο, ενώ το κορίτσι γίνεται ένα από τα πολλά παιδιά που νοσηλεύονται για παρατεταμένα διαστήματα στο Παίδων χωρίς να συντρέχει ειδικός λόγος νοσηλείας. Μετά από δίμηνη παραμονή στο νοσοκομείο, οι εισαγγελικές αρχές αποφασίζουν την αναδοχή του παιδιού από εκκλησιαστικό ίδρυμα.
Λίγους μήνες αργότερα, το φθινόπωρο του 2017, το κορίτσι επανεμφανίζεται στη Λέρο. Στο ερώτημα για την απόφαση που παίρνουν οι εισαγγελικές αρχές να διαχωρίσουν το κορίτσι από το αγόρι, κρίνοντας τους γονείς κατάλληλους για τη φροντίδα του ενός παιδιού, αλλά όχι του άλλου, προστίθεται και η παράδοξη απόφαση να επιστρέψει στο νησί, με μοναδική δέσμευση ότι θα παρακολουθείται από την ψυχολόγο, όχι του νοσοκομείου, αλλά του Κέντρου Κοινότητας που υπάγεται στον δήμο. Η εισαγγελία της Κω δεν διατάσσει καμία κοινωνική έρευνα στο οικογενειακό περιβάλλον.
Τον Μάιο του 2018, οι γονείς προσέρχονται στο Κέντρο Κοινότητας με το παιδί να βρίσκεται στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου σε ημιλιπόθυμη κατάσταση. Η κ. Βάσω Ευαγγέλου, κοινωνική λειτουργός στο Κέντρο, αποδίδει την κατάστασή της σε αγχώδεις εκδηλώσεις που έχει εμφανίσει ξανά στο παρελθόν. Αφού συνέρχεται με τη βοήθεια της κ. Ευαγγέλου, επιστρέφει σπίτι. Η αρχική ερμηνεία είναι ότι οι αγχώδεις εκδηλώσεις οφείλονται στην πίεση που νιώθει για τις σχολικές της επιδόσεις. Την επόμενη μέρα, ξαναφτάνει υποσιτισμένη, με πλήρη άρνηση να φάει ή να πιει και την ημιλιπόθυμη κατάσταση ακόμα πιο έντονη. Εκεί είναι η ώρα πια να πάει στο νοσοκομείο.
Είναι Παρασκευή και το παιδί βρίσκεται στο Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου. Πρόσωπα του συγγενικού περιβάλλοντος αρχίζουν να δείχνουν μια διάθεση να μιλήσουν. Η θεία των παιδιών προσέρχεται τελικά στο Αστυνομικό Τμήμα της Λέρου και καταθέτει επίσημα. Είναι η ίδια που αργότερα, τον Σεπτέμβριο, θα ζητήσει ανεπιτυχώς την επιμέλεια των παιδιών. Την κατάθεσή της εμπλουτίζουν τα λεγόμενα του κοριτσιού. Όπως θα μάθουμε αργότερα, μάρτυρες στην κατάθεση είναι η κ. Εμμανουήλ και η ψυχολόγος του νοσοκομείου. Η υπόθεση επισφραγίζεται με την ομολογία των γονέων. Οι γονείς οδηγούνται στη φυλακή, τα παιδιά μεταφέρονται με εισαγγελική εντολή σ’ ένα ξενοδοχείο στην Καρδάμαινα της Κω για τρεις μέρες και από εκεί σε μία δομή φιλοξενίας όπου ζουν μέχρι σήμερα. Ο λόγος που η ενδεχόμενη κακοποίησή τους παρατάθηκε για σχεδόν έναν χρόνο από τη διάγνωση του Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία» φαίνεται απίθανο να απαντηθεί επαρκώς μέχρι την ολοκλήρωση της δίκης.

Ο δήμος εξακολουθεί να μην έχει κοινωνική υπηρεσία, πολλώ δε μάλλον με εξειδίκευση στην αντιμετώπιση περιστατικών παιδικής κακοποίησης. | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Ομόφωνα, οι κάτοικοι της Λέρου που σχολιάζουν το περιστατικό κρίνουν ότι τα παιδιά «σώθηκαν». Το δικό τους μέλλον φαίνεται καλύτερο, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι αυτό ισχύει και για τα υπόλοιπα παιδιά του νησιού. Ο τοπικός δημοσιογράφος Νίκος Ιγνατίδης αναρωτιέται τι έμεινε απ’ την υπόθεση. Ο δήμος εξακολουθεί να μην έχει κοινωνική υπηρεσία, πολλώ δε μάλλον με εξειδίκευση στην αντιμετώπιση περιστατικών παιδικής κακοποίησης. Το νησί εξακολουθεί να μην έχει παιδοψυχίατρο ή παιδοψυχολόγο. Τα σχολεία ακόμα υπολείπονται ειδικού προσωπικού που θα μπορούσε να βοηθήσει στον έγκαιρο εντοπισμό αυτών των υποθέσεων.
Ακόμα και το ίδιο το—άδειο, πλέον—σπίτι, όπου ζούσε η οικογένεια, ελάχιστα έχει αλλάξει στην όψη του. Παραμένει το κλειδαμπαρωμένο φρούριο στην κορυφή ενός ορεινού χωριού, σχεδόν πανομοιότυπο με τις παρακείμενες κατοικίες. Δύο ηλικιωμένες κυρίες σ’ ένα μπαλκόνι πάνω από το μοναδικό κατάστημα του χωριού, ένα κουρείο, είναι συνολικά η δημόσια ζωή του. Ούτε πλατείες, ούτε καφενεία. Όλοι οι υπόλοιποι, παρά την καλοκαιρία, βρίσκονται εντός τειχών και περιφράξεων. Αυτοκίνητα και καρότσες είναι παρκαρισμένα έξω από τα σπίτια, αλλά κανένα παραθυρόφυλλο δεν είναι ανοιχτό. Ξαφνικά, ο ισχυρισμός ότι αν συνέβαινε κάτι, η κοινωνία της Λέρου δεν μπορούσε να το ξέρει, γίνεται κάπως πειστικός. Πιθανώς να μην ξέρει ούτε στο μέλλον.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Β΄ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ «ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΑΔΑ»
Η ερευνητική ομάδα The Manifold αποτελείται από τους Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, Γιάννη Μπαμπούλια, Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου, Αχιλλέα Ζαβαλλή και Αυγουστίνο Ζενάκο. Επικοινωνήστε με την ομάδα με email, ή βρείτε την στο Facebook και στο Twitter.
H έρευνα αυτή υποστηρίχθηκε οικονομικά από το πρόγραμμα Investigative Journalism for the EU. Επιπλέον πόρους διέθεσαν το Ίδρυμα Fritt Ord και το International Press Institute.