Από τις δυσκολίες των προγραμμάτων αναδοχής ως το κολαστήριο των Λεχαινών, η κατάσταση που αντιμετωπίζουν τα παιδιά που βρίσκονται εκτός οικογένειας αποτελεί ντροπή για ένα σύγχρονο κράτος. Ό,τι θετικό συμβαίνει στον τομέα της παιδικής προστασίας οφείλεται σε έναν κύκλο ειδικών και αξιωματούχων, πλήρως αφοσιωμένων στον σκοπό. Θα μετατραπούν ποτέ οι πρωτοβουλίες των ειδικών σε ένα πλήρες σύστημα;
Από την ομάδα The Manifold
Έξω από το γραφείο κάποιας εισαγγελίας, η γραμματέας με ένα ημερολόγιο στο χέρι βγαίνει κάθε τόσο και φωνάζει το επώνυμο του επόμενου ραντεβού. Καταφτάνουν δυο γυναίκες και τρέχουν να της μιλήσουν πριν προλάβει να ξανακλείσει την πόρτα. Η μία είναι δικηγόρος και η άλλη μητέρα. Κάτι λέει η δικηγόρος στη γραμματέα κι εκείνη ρωτάει το όνομα του παιδιού. Το αναγνωρίζει.
«Θα κάνετε αίτηση;» τις ρωτά. Η μητέρα είναι πρώην χρήστρια. Έχει μόλις ολοκληρώσει με επιτυχία ένα πρόγραμμα απεξάρτησης και προσπαθεί να συμπληρώσει τα έγγραφα που απαιτούνται για να ξαναπάρει την επιμέλεια του παιδιού της. Για την ώρα την έχει ο πατέρας του παιδιού με τον οποίο η επικοινωνία είναι δύσκολη.
«Τη Δευτέρα το πρωί, το πολύ την Τρίτη θα κάνουμε» λέει η δικηγόρος. «Τα έχει σχεδόν όλα. Βρήκε σπίτι και δουλειά, θα σας φέρουμε το χαρτί από τον εργοδότη, το παιδί όμως αυτή τη στιγμή είναι στον δρόμο».
«Μίλησα μαζί του στο τηλέφωνο» επεμβαίνει η μητέρα. «Κοιμάται σε συμμαθητές, σε internet cafe».
«Πήραμε τηλέφωνο στο νοσοκομείο (λέει το όνομα του δημόσιου νοσοκομείου) και το δέχονται» συνεχίζει η δικηγόρος.
«Παρακολουθείται; Έχει θέμα;» ρωτά η γραμματέας.
«Τον βλέπει ο παιδοψυχίατρος (λένε το όνομά του)».
«Και δέχονται να τον φιλοξενήσουν μέχρι να μαζέψετε τα έγγραφα;» συνεχίζει να ρωτά η γραμματέας.
«Δέχονται αλλά χρειάζονται μια δική σας παραγγελία» εκλιπαρεί η μητέρα. «Σας παρακαλώ, είναι στον δρόμο».
Φύλαξη και φιλοξενία
Η σκηνή που μόλις περιγράψαμε διαδραματίστηκε στην ελληνική περιφέρεια. Αλλά και στα δύο μεγαλύτερα παιδιατρικά νοσοκομεία της χώρας, που βρίσκονται στην Αθήνα, το Παίδων «Αγία Σοφία» και το «Αγλαΐα Κυριακού», «φιλοξενούνται» 40 παιδιά στο πρώτο και 20 με 25 στο δεύτερο, όπως πρόσφατα κατήγγειλαν οι ίδιοι οι εργαζόμενοί τους. Ο αριθμός μεταβάλλεται καθώς κάποια από τα παιδιά αυτά είναι ασυνόδευτοι πρόσφυγες. Αυτό συμβαίνει διότι στην Ελλάδα δεν προβλέπονται δομές ενδιάμεσης φιλοξενίας. Όταν ένα παιδί αφαιρείται από τους γονείς του, είτε γιατί είναι κακοποιητικοί, είτε γιατί κρίνονται ανίκανοι για την επιμέλειά του για οποιονδήποτε άλλο λόγο, το παιδί πηγαίνει σε κάποιο παιδιατρικό νοσοκομείο για να υποβληθεί σε εξετάσεις και έπειτα ξεκινάει η αναζήτηση δομής φιλοξενίας από την εισαγγελία.
Αν για κάποιον λόγο δεν βρεθεί άμεσα κατάλληλη δομή, το παιδί μένει στη φασματική αυτή κατάσταση εντός νοσοκομείου, χωρίς να νοσεί. Κανονικά ο νόμος λέει ότι τα ανήλικα πρέπει είτε να τίθενται σε προστατευτική φύλαξη, που σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρχει αστυνομικός εκεί, αν κρίνεται ότι υπάρχει επικινδυνότητα να φύγει ή να το αρπάξουν. Στην πράξη αυτό καταστρατηγείται γιατί δεν υπάρχει διαθέσιμο φυλακτικό προσωπικό και το κενό καλύπτεται από εθελοντές ΜΚΟ και διαφόρων συλλόγων και πάντως σίγουρα όχι καθημερινά, αδιάλειπτα και επί 24ώρου.

«Όταν υπάρχει σοβαρή υπόνοια για παραμέληση ή κακοποίηση και το παιδί απομακρυνθεί, δεν πρέπει να πάει στο νοσοκομείο». | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
«Εμείς θεωρούμε ότι όταν υπάρχει σοβαρή υπόνοια για παραμέληση ή κακοποίηση και το παιδί απομακρυνθεί, δεν πρέπει να πάει στο νοσοκομείο» μας λέει η κ. Αθανασίου από τον ΣΚΛΕ (Σύνδεσμο Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας). «Πρέπει το παιδί αυτό να εξεταστεί, αλλά μπορεί να φιλοξενείται σε μία άλλη οικογένεια. Δεν πρέπει να πάει σε νοσοκομείο να νιώσει ότι είναι άρρωστο το παιδί εκεί. Γιατί στην πραγματικότητα βρίσκεται με τα άλλα παιδιά σε ένα παθολογικό τμήμα, έτσι; Που είναι άρρωστα. Και μένει εκεί πάρα πολύ καιρό μέχρι να ολοκληρωθούν αυτές οι διαδικασίες. Αν λειτουργήσει ο θεσμός των επαγγελματιών αναδόχων, των αναδόχων οικογενειών, δεν θα χρειαζόμαστε καθόλου τα νοσοκομεία. Ή, επίσης, αν υπάρξει αυτός ο θεσμός, δεν θα έχουμε παιδιά που εγκαταλείπονται στα νοσοκομεία. Θα έχουμε οικογένειες που θα παίρνουν τα παιδιά και μόλις τα παιδιά ελευθερωθούν νομικά, θα προχωράει η διαδικασία αναδοχής ή τεκνοθεσίας».
Η Μαριάννα Κολοβού είναι κοινωνική λειτουργός και υπεύθυνη του ξενώνα προσωρινής φιλοξενίας παιδιών και εφήβων σε κίνδυνο της κοινωνικής μη κυβερνητικής οργάνωσης «Άρσις» στη Θεσσαλονίκη. Η οργάνωση δημιουργήθηκε το 1992 και λειτουργεί με κέντρα στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στον Βόλο, στη Λάρισα, στην Καρδίτσα. Ο ξενώνας όπου μας υποδέχεται δημιουργήθηκε το 2007, με σκοπό τη βραχεία φιλοξενία παιδιών και εφήβων θυμάτων παραμέλησης, κακοποίησης, παράνομης εμπορίας και διακίνησης. Δύναται να φιλοξενήσει συνολικά 20 παιδιά, ανάμεσά τους αγόρια από 5 έως 12 ετών και κορίτσια από 5 έως 18 ετών. Ως κατώτατο ηλικιακό όριο ορίζονται τα πέντε χρόνια—ο ξενώνας δεν έχει φτιαχτεί για παιδιά μικρότερης ηλικίας, όπως μας εξηγούν. Ο κανόνας αυτός, ωστόσο, καταστρατηγείται στις περιπτώσεις που υπάρχουν αδέλφια, που δεν θέλουν να τα χωρίσουν, οπότε «αν είναι όντως προσωρινή η φιλοξενία, μπορούμε να πάρουμε και παιδιά μικρότερης ηλικίας» μας εξηγεί η κ. Κολοβού.
Ο ξενώνας βρίσκεται στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα εντός των γεωγραφικών ορίων της πρώην Παιδόπολης Αγίου Δημητρίου, που είχε δημιουργήσει η βασίλισσα Φρειδερίκη, υπό την επίβλεψη του Βασιλικού Ιδρύματος Πρόνοιας, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η είσοδος δεν φυλάσσεται και είναι ανοιχτή.
Η υπεύθυνη του ξενώνα μας περιμένει στο γραφείο της, μέχρι το οποίο μας ακολουθεί ένας μεγαλόσωμος σκύλος. Είναι πρωί Σαββάτου και κάποια από τα παιδιά που φιλοξενούνται ετοιμάζονται να βγουν βόλτα. Απ’ ότι καταλαβαίνουμε από τα συμφραζόμενα, πρέπει να αντιμετώπισαν οικονομική δυσκολία στη δομή, γιατί την ώρα που τα παιδιά επιβιβάζονται σε ένα αυτοκίνητο, η κ. Κολοβού τρέχει στο παράθυρο να τους μεταφέρει ότι το θέμα με το χαρτζιλίκι λύθηκε κι ότι περιμένει χρήματα τη Δευτέρα. Εκείνα της χαμογελούν και φεύγουν. Η κοινωνική ένταξη των παιδιών, όπως μας λένε, είναι στον πυρήνα της οργάνωσης. Μ’ αυτή την έννοια είναι ελεύθερα να βγουν, να συναντήσουν φίλους και συμμαθητές στην πλατεία, να κάνουν βόλτα, όπως κάθε παιδί της ηλικίας τους.
Από την ώρα που θα φτάσει η καταγγελία στα χέρια της εισαγγελίας, μόλις ολοκληρωθεί η λεγόμενη κοινωνική έρευνα και εφόσον ληφθεί η απόφαση για απομάκρυνση του παιδιού από την οικογένειά του, μία από τις δομές οι οποίες θα δεχτούν το τηλεφώνημα του ή της εισαγγελέα είναι και αυτός εδώ ο ξενώνας.
«Αν το φύλο και η ηλικία ταιριάζουν στις προϋποθέσεις μας και υπάρχει κενή θέση, θα έρθουν εδώ» μας λέει η κ. Κολοβού. «Αυτό που ζητάμε από τον εισαγγελέα είναι να μας δώσουν ένα χρονικό διάστημα, το οποίο εμείς ορίζουμε με τα σχολικά έτη, για να μην αλλάζει το παιδί συνέχεια σχολικά περιβάλλοντα. Σ’ αυτό το διάστημα κάνουμε ξανά μια δική μας έρευνα μαζί με την οικογένεια, τους συγγενείς, τους δασκάλους, το περιβάλλον του παιδιού, για να διερευνήσουμε την πιθανότητα να το αναλάβει κάποιος και να μην μείνει το παιδί για πάντα εδώ. Γιατί όσο ωραία και να φτιάξεις έναν ιδρυματικό χώρο, όσο κι αν έχεις δεσμευτεί ηθικά, η ομαδική συμβίωση σε ένα ίδρυμα δημιουργεί τεράστια ελλείμματα στο παιδί».
Τα ελλείμματα αυτά έχουν φανεί και στην προσπάθεια να ξαναβγεί ένα παιδί από το ίδρυμα. Τόσο η κ. Χατζόγλου της Διεύθυνσης Κοινωνικής Μέριμνας της Περιφέρειας Αττικής όσο και η Συνήγορος του Παιδιού κ. Κουφονικολάκου σε διαφορετικές στιγμές επιβεβαιώνουν ότι υπάρχουν αποτυχημένες απόπειρες αναδοχής, όπου τα παιδιά αδυνατούσαν μετά από τη χρόνια διαβίωση στο ίδρυμα να αναπροσαρμοστούν στο οικογενειακό περιβάλλον ή και οι ανάδοχοι γονείς αδυνατούσαν να αποδεχθούν μια πιθανή δύσκολη εφηβεία. Η κ. Χατζόγλου ιδίως, που έχει μεταξύ των αρμοδιοτήτων της και το πρόγραμμα αναδοχής «Με Οικογένεια», τονίζει τη σημασία της αναδοχής, αλλά και όλες τις δυσκολίες που έχει συναντήσει μέχρι τώρα στο θέμα.
Οι ακριβείς συνθήκες της αναδοχής προβλέφθηκαν με προεδρικό διάταγμα του 2009—το οποίο, όμως, όπως αναφέραμε και νωρίτερα, δεν βρήκε εφαρμογή μέχρι το 2016. Έκτοτε, 59 υποψήφιες ανάδοχες οικογένειες έχουν μπει στο πρόγραμμα και η αναδοχή έχει προχωρήσει για 30 παιδιά. Η Περιφέρεια Αττικής υπολογίζει ότι περίπου 849 παιδιά βρίσκονται σε Ιδρύματα της Αττικής, όμως η καταμέτρηση αυτή είναι κάπως αυθαίρετη, καθώς η μέχρι τώρα άρνηση πολλών φορέων να παρέχουν στοιχεία δεν επιτρέπει τον ακριβή υπολογισμό. Η κ. Χατζόγλου φαίνεται να εκφράζει ένα διακριτικό παράπονο για το γεγονός ότι παρά τον κομβικό ρόλο της υπηρεσίας της στη διαδικασία της αναδοχής δεν κλήθηκε να συμμετέχει στο Εθνικό Συμβούλιο του νέου νόμου.
Το αίτημά της έχει υπόσταση: οι Περιφέρειες επιβλέπουν όλες τις αναδοχές που γίνονται από ιδρύματα και μαιευτήρια. Καθώς μέχρι τώρα τα στοιχεία των παιδιών που φιλοξενούνται σ’ αυτές τις δομές είναι άγνωστα εκτός των τειχών του εκάστοτε ιδρύματος, τα παιδιά που έχουν πάει σε ανάδοχες οικογένειες έχουν βρεθεί από εθελοντές που απευθύνθηκαν προσωπικά με δική τους πρωτοβουλία στην Περιφέρεια ζητώντας βοήθεια και όχι μέσα από κάποια επίσημη διαδικασία. Η Περιφέρεια επιχορηγεί ετησίως τα ιδρύματα και έχει και την ευθύνη της εποπτείας τους για την καταλληλότητα των συνθηκών.
Με τον νέο νόμο, οι Διευθύνσεις Κοινωνικής Μέριμνας θα καλούνται πλέον να εποπτεύουν και να συμβουλεύουν τις οικογένειες κατά τη διαδικασία αναδοχής, αλλά και να εξετάζουν τους υποψήφιους αναδόχους για καταλληλότητα. Παράλληλα, θα συνεχίσουν να έχουν την ευθύνη της εποπτείας των ιδρυμάτων. Ο όγκος αυτής της δουλειάς είναι τεράστιος: «Πολλοί ανάδοχοι γονείς χρειάζονται συμβουλές σχεδόν σε καθημερινή βάση» λέει η κ. Χατζόγλου. Το σύνολο αυτών των αρμοδιοτήτων για τη μεγαλύτερη Περιφέρεια της χώρας καλούνται να τον φέρουν εις πέρας υπηρεσίες που σε δύο τουλάχιστον περιφερειακές ενότητες της Αττικής δεν είναι καν στελεχωμένες.
Σε μια ημερίδα για την κακοποίηση των παιδιών στα Ιδρύματα, ο κ. Μενέλαος Τσαούσης, πρώην διευθυντής του Ζαννείου, θα δείξει το το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί αυτή η υποστελέχωση. Στα πέντε χρόνια της θητείας του εκεί, δέχθηκε επισκέψεις κοινωνικού λειτουργού της Περιφέρειας για έλεγχο καταλληλότητας μόλις δύο φορές. Ο δε έλεγχος αφορούσε, σύμφωνα με τον ίδιο, τεχνικά ζητήματα και όχι λειτουργικά.
Όμως είναι τα λειτουργικά ζητήματα που ταλαιπωρούν κυρίως τα ιδρύματα. Η κ. Μαίρη Θεοδωροπούλου, επικεφαλής της ΜΚΟ «Ρίζες», η οποία έχει πραγματοποιήσει μια εκτενέστατη καταγραφή του τοπίου των ιδρυμάτων, είναι σαφής ως προς αυτό: «Δεν είναι κακοποίηση ότι το τάδε ίδρυμα δεν έχει χρήματα να αγοράσει πετρέλαιο θέρμανσης». Κακοποίηση είναι όμως ότι υπάρχουν πάμπολλα ιδρύματα σ’ όλη τη χώρα που λειτουργούν χωρίς εξειδικευμένο προσωπικό, με τεράστιο κόστος στη μέριμνα των παιδιών. Την έρευνα πραγματοποίησαν οι «Ρίζες» ως εθνικός συντονιστής της πανευρωπαϊκής καμπάνιας για την αποϊδρυματοποίηση “Opening Doors”.
Παρότι τάσσεται αναφανδόν υπέρ της αποϊδρυματοποίησης και έχει δουλέψει εντατικά γι’ αυτή, η κ. Θεοδωροπούλου νιώθει μια δυσπιστία απέναντι στα κυβερνητικά σχέδια. Φοβάται την πιθανότητα να είναι απλά μια εναλλαγή, ώστε με την αποχώρηση των νυν τροφίμων, τα ιδρύματα να αρχίσουν να γεμίζουν με ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες. Όσο για την καθυστέρηση στην εφαρμογή του νόμου της αναδοχής, αυτή την ερμηνεύει με οικονομικούς όρους: θεωρεί πιθανότερο να οφείλεται στο οικονομικό σκέλος που αφορά τα επιδόματα των ανάδοχων γονέων. Θεωρεί δηλαδή, ότι η μεγαλύτερη δυσκολία παρουσιάζεται σ’ αυτό που ονομάζεται «επαγγελματική αναδοχή».
Η καθυστέρηση αυτή είναι ίσως και ολέθρια, αν αναλογιστεί κανείς ότι υπάρχουν παιδιά για τα οποία δεν υπάρχει άλλη λύση πέραν της επαγγελματικής αναδοχής. Είναι πιθανό, λόγου χάρη, πέραν της κακοποίησης το παιδί να βαρύνεται και με κάποια διαταραχή, να μην υπάρχει κανένας γονέας ή συγγενής που να μπορεί ή να θέλει να το αναλάβει, και η αναδοχή του να φρενάρει λόγω όρων και προϋποθέσεων που θέτουν οι ανάδοχες οικογένειες ή οι ξενώνες των ΜΚΟ. Ένα τέτοιο παιδί μπορεί να μείνει εφ’ όρου ζωής σε ιδρύματα.
«Στο καταστατικό μας αναγράφεται ρητά ότι πρέπει να υπάρχει απουσία ψυχιατρικού νοσήματος ή σωματικού προβλήματος ή χρονίου προβλήματος υγείας» μας λέει η κ. Κολοβού. «Παρόλα αυτά, και παιδιά με αγωγές και ψυχιατρικά έχουμε πάρει και παιδιά με χρόνια προβλήματα υγείας, με σακχαρώδη διαβήτη, ή τέλος πάντων άλλες χρόνιες παθήσεις, ηπατίτιδες και άλλα. Δεν απορρίπτουμε κανένα παιδί». Αυτή η στάση, ωστόσο, κάθε άλλο παρά κανόνας είναι για τις δομές φιλοξενίας παιδιών των ΜΚΟ.

Να καταλήγει η παιδική προστασία στην ευθύνη σωφρονιστικών υπαλλήλων δεν είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε ένα ίδρυμα στην Ελλάδα. | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Από την άλλη, δεν ξέρει κανείς τι να ευχηθεί. Τα κρατικά ιδρύματα είναι βεβαίως θεωρητικά πιο «ανοικτά», αλλά τα προβλήματα που τα χαρακτηρίζουν είναι πολλαπλάσια. «Ο νομοθέτης» μας λέει εν είδει παραδείγματος η κ. Αθανασίου «θέλει την παιδική προστασία όσον αφορά την ιδρυματική φροντίδα στο υπουργείο Εργασίας. Παραμένουν, όμως, δύο στέγες με παιδιά μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Όπου οι υπάλληλοι—γιατί κι εκεί είναι υποστελεχωμένοι μετά το 2010—πήραν σύνταξη. Δεν προσλήφθηκαν καινούργιοι. Κι έτσι τώρα έχουμε σωφρονιστικούς υπαλλήλους, αποσπασμένους από φυλακές».
Όσο κι αν ακούγεται αδύνατον, όμως, το να καταλήγει η παιδική προστασία στην ευθύνη σωφρονιστικών υπαλλήλων δεν είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε ένα ίδρυμα στην Ελλάδα.
Κόλαση
Στα μέσα του περασμένου καλοκαιριού κάναμε μια από τις πρώτες μας επισκέψεις στη Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Ο Γιώργος Νικολαϊδης είχε μόλις μπει στο γραφείο του και τον πετύχαμε να μεταφέρει βίντεο από το κινητό του στον υπολογιστή. Μας ζητάει λίγο χρόνο για να ολοκληρώσει αυτό που κάνει.
Προσπαθούμε να είμαστε διακριτικοί, αλλά τελικά μας καλεί να δούμε το υλικό του. Το πρώτο βίντεο έχει τραβηχτεί τη στιγμή που ο ξυλουργός του Κέντρου Περίθαλψης Παίδων Λεχαινών διαλύει το ξύλινο κλουβί ενός 20χρονου ανάπηρου ανθρώπου, που έχει παραμείνει έγκλειστος σε αυτό για χρόνια. Η χαρά και η ανακούφιση που δείχνει να νιώθει αποτυπώνεται σε ένα γέλιο σχεδόν εκστατικό. Η κάμερα γυρίζει πάλι στον ξυλουργό και κλείνει.
Στο δεύτερο βίντεο, κάποιος άλλος κρατάει το κινητό του παιδοψυχιάτρου. Η σκηνή διαδραματίζεται μέσα στη θάλασσα. Ο κ. Νικολαϊδης κρατάει ένα «μακαρόνι», όπως λέγεται ο αφρώδης σωλήνας που χρησιμοποιείται κυρίως για την εκμάθηση κολύμβησης πολύ μικρών παιδιών. Το έχει περάσει κάτω από τη μέση ενός άλλου ανθρώπου που ζει στο ίδρυμα, τον έχει ξαπλώσει ανάσκελα και τον τραβάει απαλά δεξιά και αριστερά. Ένα δεύτερο εκστατικό ξέσπασμα χαράς και μάλλον ανακούφισης από την αίσθηση του νερού στο πολύπαθο σώμα.
Το Κέντρο Περίθαλψης Παίδων στα Λεχαινά υπάγεται στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Δυτικής Ελλάδας, το οποίο εποπτεύει η Γενική Γραμματεία Πρόνοιας του Υπουργείου Εργασίας. Φιλοξενεί παιδιά με αναπηρίες, όπως σύνδρομο Down, τετραπληγία, ψυχοπνευματική καθυστέρηση, εγκεφαλική παράλυση. Έγινε γνωστό από διάφορα δημοσιεύματα τα τελευταία χρόνια—και κατέστη παγκοσμίως διαβόητο από δημοσίευμα του BBC, το 2014—ως το μέρος εκείνο στο οποίο ανάπηρα παιδιά βρίσκονται δεμένα σε κρεβάτια ή κλεισμένα μέσα σε κλουβιά για χρόνια, χωρίς ποτέ, ούτε για μία ώρα την ημέρα, να σηκώνονται ή να περπατούν. Το φυλακτικό προσωπικό είναι κατά κανόνα ανειδίκευτο και μη επαρκές—επτά άτομα νοσηλευτικό προσωπικό και 15 βοηθητικό για 45 παιδιά, σήμερα. Ο ξυλουργός που έφτιαχνε τα κλουβιά είναι στο προσωπικό του ιδρύματος.
Πριν από τα δημοσιεύματα, είχε πραγματοποιηθεί δημόσια καταγγελία Ευρωπαίων εθελοντών που βρέθηκαν στα Λεχαινά το 2008 και, σοκαρισμένοι από τον τρόπο με τον οποίο η πολιτεία μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας αντιμετωπίζει ανάπηρα παιδιά, συνέταξαν μια αναφορά, την οποία κοινοποίησαν σε Ευρωπαίους αξιωματούχους και οργανώσεις δικαιωμάτων. Τον Μάρτιο του 2011, ο πρώην Συνήγορος του Παιδιού Γιώργος Μόσχος εξέδωσε καταδικαστικό πόρισμα για τις απάνθρωπες συνθήκες λειτουργίας του κέντρου. Το 2011, η κάμερα της κρατικής τηλεόρασης μπήκε στο ίδρυμα με τον δημοσιογράφο Γιώργο Μαρινόπουλο. Τον Νοέμβριο του 2015 η Κίνηση Χειραφέτησης Αναπήρων «Μηδενική Ανοχή» πραγματοποιεί πολυήμερη κατάληψη στον χώρο και μέλη της πηγαίνουν στην Εισαγγελία Αμαλιάδας να καταγγείλουν την κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ανάπηρων παιδιών και νέων που βρίσκονται στο ίδρυμα.
Τίποτα μέχρι σήμερα από αυτά δεν στάθηκε αρκετό να κινητοποιήσει τη δικαιοσύνη ώστε να αναζητηθούν οι υπόλογοι για το ότι παιδιά και νέοι άνθρωποι επί 21 συναπτά έτη ζουν καθηλωμένοι, δεμένοι, μέσα σε κλουβιά διαστάσεων 2×2×1 χωρίς να βγαίνουν από αυτά ούτε μια ώρα, με φαρμακευτικές αγωγές για ψυχιατρικά και άλλα νοσήματα, παρ’ ότι σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου, από τα 78 άτομα που έχουν περάσει σε όλα αυτά τα χρόνια από τα Λεχαινά, μόνο πέντε είχαν εισαχθεί σε ψυχιατρική κλινική λόγω ψυχιατρικών προβλημάτων. «Στην Ελλάδα κανένα δικαστήριο δεν έχει νομικά αρμοδιότητα να επιβάλλει τέτοιου είδους ποινές σε άνθρωπο. Πώς είναι δυνατόν να γίνεται ανεκτό ένας άνθρωπος να υποβάλλεται σε έναν τέτοιου είδους περιορισμό και αυτό να μην εγείρει ένα ερώτημα, ποιος τον επέβαλε, γιατί τον επέβαλε. Ποιοι υπουργοί, γενικοί γραμματείς, συνάδελφοί μου έδιναν εντολές να καθηλωθούν άνθρωποι; Ποιοι επέβαλαν αυτή τη στέρηση δικαιωμάτων;» αναρωτιέται ο κ. Νικολαϊδης, ο οποίος από τον Ιούλιο του 2016, βρίσκεται στα Λεχαινά ως επιστημονικά υπεύθυνος ενός προγράμματος χρηματοδοτούμενου από τον βρετανικό φιλανθρωπικό οργανισμό Lumos της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ—συγγραφέα της σειράς βιβλίων «Χάρι Πότερ»—ο οποίος πραγματοποιεί δράσεις αποϊδρυματοποίησης των ιδρυμάτων παιδικής προστασίας σε όλον τον κόσμο, μαζί με μια ομάδα τεσσάρων ατόμων από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού.

Το φυλακτικό προσωπικό είναι κατά κανόνα ανειδίκευτο και μη επαρκές—επτά άτομα νοσηλευτικό προσωπικό και 15 βοηθητικό για 45 παιδιά, σήμερα. | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Το αρχικό πρόγραμμα ήταν για έξι μήνες «γιατί είχαμε την υπεραισιόδοξη αντίληψη ότι μέχρι τότε, δεν μπορεί, η κυβέρνηση θα έκανε κάτι για την ριζικότερη αναμόρφωση των υπηρεσιών, την ανάπτυξη νέων δομών και το οριστικό κλείσιμο αυτού του ιδρύματος. Το πρόγραμμα αυτό που ξεκίνησε για 6 μήνες, τώρα κλείνει τα 2,5 χρόνια. Και θέλω να πω με την ευκαιρία, ότι η ιστορική αλήθεια είναι αυτή που σας εξιστόρησα—και υπάρχουνε και όλα τα σχετικά έγγραφα ως απόδειξη τούτου—ότι δηλαδή απλώς δόθηκε μετά από αρκετές πιέσεις μια έγκριση για να υλοποιηθεί αυτό που κάποιοι άνθρωποι και φορείς πρωτοβουλιακά προβάλανε, με χρηματοδότηση άλλων. Αν λοιπόν μπορεί να διατείνεται κάτι η παρούσα πολιτική ηγεσία είναι ότι, με τα πολλά, μας έδωσε ένα “ok” να κάνουμε το πρόγραμμά μας. Ένα πρόγραμμα χωρίς καμία θωράκιση αρμοδιότητας απέναντι στο υφιστάμενο ίδρυμα, το προσωπικό του, τους τρόπους λειτουργίας του. Απλώς μας είπαν “ωραία, μπορείτε να πάτε στο ίδρυμα και να κάνετε ότι νομίζετε”» μας λέει ο κ. Νικολαϊδης.
Το ίδρυμα βρίσκεται στην έξοδο των Λεχαινών προς το χωριό Μυρσίνη, ακριβώς απέναντι από τους πυλώνες του υποσταθμού της ΔΕΗ. Το κτίριο, που ανήκει στη Μητρόπολη, είναι σε σταυροειδές σχήμα, τετραώροφο και στην κορυφή του έχει έναν τρούλο. Η αρχιτεκτονική του δύσκολα θα περιγραφόταν ως ιδανική για τους σκοπούς που χρησιμοποιείται. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος για τον οποίο κρίθηκε τότε ότι το τυφλό κορίτσι που μπήκε στο ίδρυμα στα τρία του χρόνια, έπρεπε να δεθεί στα επτά του. Ένα κινητικό παιδί μεν, τυφλό δε παιδί, με όλη τη ζωντάνια εκείνων των χρόνων, θα χρειαζόταν σε μόνιμη βάση κάποιον να την προσέχει. Το προσωπικό ποτέ δεν επαρκούσε. Για «το καλό της», λοιπόν, κάποιοι αποφάσισαν να την κλειδώσουν σε κλουβί και όταν την βρήκαν στα 16 της από την ομάδα παρέμβασης, δεν μπορούσε πια να αρθρώσει ούτε το όνομά της.
«Όταν πρόσφατα σε κάποια βόλτα με την ομάδα που την είχε, το κορίτσι έπεσε και χρειάστηκε να κάνει δύο ράμματα στο πιγούνι, πέρα από την υπερβολική αντίδραση της ευθυνοφοβίας του προσωπικού, δόθηκε οδηγία απ’ τον γιατρό που της έκανε τα ράμματα να μην βγει από το κλουβί για δέκα μέρες. Για δύο ράμματα στο πιγούνι, δέκα μέρες εγκλεισμός. Κι όταν το επισημαίνεις, η απάντηση είναι: έχω εντολή γιατρού», μεταφέρει με αγανάκτηση η ειδική παιδαγωγός της ομάδας παρέμβασης των Λεχαινών, Πάττυ Σωτηροπούλου. Το καλοκαίρι που την είχαμε πρωτοσυντήσει στα Λεχαινά, μόλις λυνόταν ένα άλλο παιδί, για ο οποίο οι γιατροί είχαν συστήσει 45 μέρες δέσιμο στο κρεβάτι μετά από χειρουργείο στο ένα μάτι. Το άλλο το είχε χάσει νωρίτερα αυτοτραυματιζόμενος. Πάλευαν να πείσουν τότε το προσωπικό, μόλις τελείωνε ο περιορισμός που επέβαλε ο γιατρός, να τον βάλουν σε κρεβάτι. Το προσωπικό φοβόταν ότι θα φάει το στρώμα, γιατί το είχε ξανακάνει πριν… μια δεκαετία.
Το πιο απογοητευτικό σε αυτήν την ιστορία είναι ότι από τον Δεκέμβριο του 2017, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι από το υπερπλεόνασμα θα διαθέσει ένα επαρκές ποσό, στα πλαίσια ενός προγράμματος 15 εκατομμυρίων που θα μοιραζόταν με το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής και το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Δυτικής Ελλάδας, για την αποϊδρυματοποίηση της συγκεκριμένης μονάδας, όπως αναγράφεται στην Kοινή Yπουργική Aπόφαση που υπογράφτηκε στις αρχές του 2018. Στην ΚΥΑ αναγράφεται ότι θα εκδιδόταν άμεσα ένα αναλυτικό σχέδιο για το πως ακριβώς θα ήταν η πορεία μετάβασης, τι δομές θα αναπτύσσονταν, με ποιο χρονοδιάγραμμα, ποτέ και πού.
«Παρεμπιπτόντως να πω ότι ήδη δυο χρόνια πριν, είχαμε φτιάξει ένα τέτοιο αναλυτικό σχέδιο και το είχαμε υποβάλει και στην κυβέρνηση και στο διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Κομισιόν και σε άλλους φορείς εντός και εκτός Ελλάδας. Το είχαμε συζητήσει και με τους μόνιμους εργαζόμενους του ιδρύματος. Δεν υποστηρίζω ότι αυτό ήταν ότι καλύτερο και ότι πρέπει αυτό να είναι το αναλυτικό σχέδιο Λέω ότι αυτήν την δέσμευση που η ίδια η κυβέρνηση εξήγγειλε, ότι θα έβγαζε δηλαδή ένα σχέδιο, πάει κοντά ένας χρόνος τώρα αλλά δεν έχει γίνει από τότε τίποτα απολύτως. Και το πιο αποθαρρυντικό είναι ότι τα λεφτά αυτά υπάρχουν αυτήν την φορά, άρα δεν είναι αυτό το θέμα» υποστηρίζει ο κ. Νικολαϊδης.
Στην πραγματικότητα, ο φόβος που εκφράζει τόσο ο ίδιος και η ομάδα του αλλά και όχι μόνο, είναι ότι με μια γενική ρητορική υπέρ της αποϊδρυματοποίησης χωρίς όμως συγκεκριμένες δεσμεύσεις για χρονοδιάγραμμα, είναι ορατός ο κίνδυνος να φτιαχτούν 2-3 στέγες υποστηριζόμενης διαβίωσης με επικουρικό—δηλαδή συμβασιούχο προσωπικό—και όσοι δεν χωρέσουν εκεί, να αφεθούν πίσω στα Λεχαινά.
«Αυτό για εμάς είναι κόκκινη γραμμή» λέει η Πάττυ Σωτηροπούλου. Θεωρητικά, το πρόγραμμά τους λήγει με το τέλος αυτής της χρονιά και τον Φεβρουάριο του ‘19 θα δώσει τη σκυτάλη στην ομάδα που θα συγκροτηθεί μέσω ΑΣΕΠ. «Το ότι θα φεύγαμε το ξέραμε από την αρχή. Δεν είχαμε σκοπό να μείνουμε εδώ. Πολλοί εξάλλου είμαστε από Αθήνα. Εμείς λοιπόν, έχουμε εκπονήσει ένα σχέδιο σε αυτά τα 2,5 χρόνια, όχι όμως ονομαστικό». Ο λόγος για τον οποίο το έκαναν αυτό ήταν διότι δεν είχαν ποτέ σαφή εντολή ότι οδεύουν προς το οριστικό κλείσιμο του ιδρύματος. «Δεν μπορείς λοιπόν να προετοιμάζεις τους ανθρώπους για κάτι που δεν είσαι σίγουρος αν θα γίνει. Μάλλον περισσότερο θα τους βλάπταμε. Οπότε εστιάσαμε στην άρση των περιορισμών—που δεν ήταν μικρή ιστορία—, τη βελτίωση των γενικότερων συνθηκών, την ανάπτυξη βασικών δεξιοτήτων». Τόσο βασικών όπως το να μην φοβούνται τους ανθρώπους…
Ρωτάμε, αν έστω και την τελευταία στιγμή ζητηθεί η γνωμοδότησή τους για ολοκληρωμένο σχέδιο πώς θα αντιδράσουν. «Αν ο σκοπός είναι να μας ζητήσουν να ονοματίσουμε ποιοι 6 είναι έτοιμοι να φύγουν και βλέπουμε με τους υπόλοιπους, είναι λόγος για να μην συμμετέχουμε σε αυτό. Μπορεί κανείς να μείνει στο λογικό επιχείρημα ότι 6 άνθρωποι θα ζήσουν καλύτερα. Η ευκαιρία να κλείσει το ίδρυμα που θα χαθεί όμως σε μακροεπίπεδο, το ότι θα δικαιολογηθεί για κάποιους η ύπαρξη των Λεχαινών αλλά και η πιθανότητα αυτές οι θέσεις να ξαναγεμίσουν, είναι λόγοι για να μην συνεργαστούμε. Τους αγαπάμε αυτούς τους ανθρώπους, έχουμε ζήσει 2,5 χρόνια μαζί τους, αλλά δεν μπορώ να δείξω 6 αν είναι να μείνουν πίσω 36. Δεν θα στήσουμε τους ανθρώπους στη γραμμή, θα βάλουμε έναν κόφτη και θα πούμε από εδώ και μπρος αξίζετε να ζείτε στους ανθρώπους, αλλά οι υπόλοιποι όχι».
Αντί επιλόγου: το φλιτζάνι και το πιατάκι
Συχνά αυτούς τους μήνες σκεφτήκαμε πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να παραδειγματιστεί από την προσπάθεια της Κύπρου, όπου έστω σε ένα ζήτημα της παιδικής προστασίας, αυτό της σεξουαλικής κακοποίησης, η σημαντική διαφορά των τελευταίων χρόνων είναι ότι τα πρόσωπα τείνουν λίγο λίγο να δώσουν τη θέση τους σε θεσμούς.
Για να το πούμε αλλιώς: δεν έχει υπάρξει ούτε μία συνέντευξη που να κάναμε στην Ελλάδα, στην οποία να μην αναφέρθηκε το όνομα της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Ξένης Δημητρίου, ή όπως την αποκαλούν μεταξύ τους οι επαγγελματίες του χώρου, «κυρία Ξένη». Συνηθέστατα, το όνομά της ακούγεται στη μέση κάποιας αφήγησης όπου το εκάστοτε πρόβλημα που δημιουργούσε το θεσμικό έλλειμμα του ελληνικού κράτους λυνόταν «με παρέμβαση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου». Ήδη από την προηγούμενη φάση της καριέρας της ως εισαγγελέως ανηλίκων, η «κυρία Ξένη» θεωρούνταν κατά γενική ομολογία δραστήρια και υπέρμετρα βοηθητική για παιδιά και επαγγελματίες, ιδιότητες που μόνο αναβαθμίστηκαν με την αναγόρευσή της σε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στον δημόσιο λόγο της, μάλιστα, συντάσσεται ρητά με το σχέδιο της αποϊδρυματοποίησης.
«Ότι φορτώνουμε σ’ αυτή τη γυναίκα ακόμα και το θέμα του φλιτζανιού και αν το φλιτζάνι ταιριάζει στο πιατάκι, είναι ντροπή» σχολιάζει η κ. Θεοδωροπούλου από τη ΜΚΟ «Ρίζες». Η ντροπή φυσικά φαίνεται να βαραίνει το κράτος και όχι τους επαγγελματίες του χώρου, οι περισσότεροι εκ των οποίων επιδεικνύουν υπέρμετρη αφοσίωση στη δουλειά τους. Τόσο μεγάλη που σπάνε ακόμα και τα διεθνή στάνταρ των αντοχών: ενδεικτικά, όπως μας πληροφορεί η κ. Μάνθου από το γραφείο της στο ΕΚΚΑ, όπου έχει περάσει πια ένα σημαντικό κομμάτι του εργασιακού της βίου, στις χώρες με ανεπτυγμένα συστήματα πρόνοιας, όπως η Μ. Βρετανία και οι Σκανδιναβικές χώρες, η πλειοψηφία των κοινωνικών λειτουργών που καταπιάνονται επαγγελματικά με την παιδική προστασία εγκαταλείπουν το πεδίο το πολύ μετά από δύο χρόνια.
Το αντικείμενο είναι εξ ορισμού βαρύ. Είναι ίσως το τελευταίο οικουμενικό ζήτημα. Είναι δε εμφανές, παρακολουθώντας τα ωράρια και την αφοσίωση των ανθρώπων του χώρου στο θέμα, την υψηλού επιπέδου επιστημονική γνώση που έχουν, τη διάθεση να πάρουν πρωτοβουλίες και να διορθώσουν τα κακώς κείμενα, αλλά και να επιτηρούν συνεχώς το τοπίο πανελλαδικά, ότι κάποιο ιδιαίτερο αίσθημα ευθύνης τους εμπνέει. Γι’ αυτό αναστοχάζονται συνεχώς πάνω στο πόσο καλά πράττουν εντός του πεδίου τους. Σε ομιλίες τους που απευθύνονται στους συναδέλφους τους στην παιδική προστασία, η κ. Μάνθου θα καυτηριάσει έναν «υπηρεσιακό σοβινισμό» που φαίνεται να συναντά συχνά και ο κ. Νικολαΐδης θα παραπονεθεί ότι «περνάει τον περισσότερο χρόνο του μεταφράζοντας το ιδίωμα του ενός κλάδου στον άλλον».
Δεν φαίνονται να έχουν σκοπό να προσβάλλουν κανέναν· ούτε το ακροατήριο μοιάζει να υποδέχεται την κριτική έτσι. Άλλωστε, στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες, κανένας επαγγελματίας του χώρου δεν θα εκφέρει αρνητική άποψη για συνάδελφό του. Οι κριτικές είναι περισσότερο σαν ένα διαρκές κάλεσμα σε διαρκή επαγρύπνηση, καθώς δρώντας υπό τη σκέπη ενός ξεχαρβαλωμένου κράτους, οι επαγγελματίες αναγκάζονται να γεμίζουν αυτά τα θεόρατα κενά με την ατομική τους προσπάθεια. Συσσίφειο έργο, παρά τις εντυπωσιακές τους ικανότητες.
Πιθανώς χωρίς να το καταλάβουν, έχουν ήδη στήσει ένα δίκτυο, χάρη στο οποίο συμβαίνει ό,τι θετικό συμβαίνει. «Αν ανακατευτείς στην παιδική προστασία, τα μαθαίνεις όλα» λέει χαρακτηριστικά η κ. Θεοδωροπούλου. Πληροφορίες για περιστατικά, παρατυπίες, ελλείμματα, προβλήματα, ανεπάρκειες κυκλοφορούν ταχύτατα από στόμα σε στόμα. Και φυσικά, οι συνέργειες πληθαίνουν όσο προχωράει ο καιρός. Το ΕΚΚΑ, ο ΣΚΛΕ, το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού και το Lumos υπέγραψαν πρόσφατα μνημόνιο συνεργασίας για την εκπαίδευση του προσωπικού των ΟΠΑ. Η Συνήγορος του Παιδιού περιγράφει μια σειρά συνεργασιών με υπουργεία, ιδρύματα, οργανώσεις, φορείς της δημόσιας διοίκησης, τη δικαστική εξουσία και την αστυνομία. «Πώς οικοδομείται ένα σύστημα παιδικής προστασίας;» αναρωτιέται ρητορικά η κ. Κουφονικολάκου. «Με συνέργειες. Και πώς οικοδομούνται αυτές; Με μία ολιστική κατανόηση των πραγμάτων».
Πράγματι, καμία έκφανση του θέματος δεν μπορεί να περιοριστεί σε μία μόνο αρχή ή μία μόνο πτυχή. «Μια παρέμβαση για την κακοποίηση, δεν θα ήταν παρέμβαση μόνο για την κακοποίηση» συνεχίζει η Συνήγορος. «Το να λειτουργήσει ο θεσμός της αναδοχής ή να στελεχωθούν οι κοινωνικές υπηρεσίες θα έχει μια σειρά ευεργετικές επιπτώσεις σε ζητήματα που σχετίζονται με τα δικαιώματα του παιδιού».
Μέσα σ’ όλη αυτή την θεσμική εγκατάλειψη, με τα περιστατικά δευτερεύουσας κακοποίησης να εντείνουν τα τραύματα των παιδιών, η συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών αποτελεί τη μοναδική θωράκιση στην επιτέλεση του έργου τους.
Όμως το πρόβλημα παραμένει εγγενώς του κράτους, που παρά τις αποσπασματικές απόπειρες, ουδέποτε φαίνεται να έλαβε σοβαρά την προστασία των παιδιών. Διότι, βέβαια, συντεχνιακές αντιστάσεις και ανταγωνισμοί, προσωπικές φιλοδοξίες, στενότητα πόρων, υποστελέχωση, ακατάλληλη επιλογή προσώπων, δομικές αδράνειες, τυχαιότητες—όλα αυτά θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Το ερώτημα είναι πώς το κράτος μπορεί να διευκολύνει τις συνέργειες μεταξύ όσων τα αντιπαλεύουν όλα αυτά, μεταμορφώνοντας σταδιακά τις αξιοθαύμαστες πλην προσωποπαγείς προσπάθειές τους σε κάτι που να αρχίσει να μοιάζει με θεσμική εδραίωση.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Α΄: ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑΝ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Β΄: ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΑΔΑ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Γ΄: Η ΕΞΙΛΕΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
Η ερευνητική ομάδα The Manifold αποτελείται από τους Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, Γιάννη Μπαμπούλια, Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου, Αχιλλέα Ζαβαλλή και Αυγουστίνο Ζενάκο. Επικοινωνήστε με την ομάδα με email, ή βρείτε την στο Facebook και στο Twitter.
H έρευνα αυτή υποστηρίχθηκε οικονομικά από το πρόγραμμα Investigative Journalism for the EU. Επιπλέον πόρους διέθεσαν το Ίδρυμα Fritt Ord και το International Press Institute.