Πόσο ο τουρισμός έχει αφήσει το αποτύπωμά του στην οικονομική ανάπτυξη της Μεσογείου από τις ηράκλειες στήλες έως το νησί της Αφροδίτης;
Της Γεωργίας Τσατσάνη
Μεσόγειος και έμφυλες ταυτότητες στον τουρισμό
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι άνδρες από τη δυτική και την ανατολική Μεσόγειο μεταναστεύουν εντός και εκτός Ευρώπης, ενώ ελάχιστες γυναίκες ακολουθούν τους συζύγους τους, όπως επισημαίνει η Sally Cole στο βιβλίο της για τον τουρισμό και τη γυναικεία εμφυλοποίηση Women of the Praia από το Princeton University Press, κι ακόμα λιγότερες μεταναστεύουν μόνες ως το δυσχερές αποτέλεσμα της ανίσχυρης ανάπτυξης στην οικονομία. Οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 φέρουν αλλαγές στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στην Ευρώπη, καθώς μια μεγάλη μερίδα των κατοίκων καταφεύγει στον αναπτυγμένο και τώρα αναπτυσσόμενο ευρωπαϊκό βορρά και στις ΗΠΑ για την εύρεση εργασίας. Αυτή η χωροταξική αναδιάρθρωση του δυναμικού επί της βιομηχανικής πίτας επιφέρει έμφυλες αλλαγές στην οικονομία της εργασίας στη Μεσόγειο. Για παράδειγμα, δυτικά στην Πορτογαλία, η οικονομία αλλάζει από τον πρωτογενή γεωργικό ή αλιευτικό στον μειωμένο δευτερογενή τομέα με επίδραση στον έμφυλο καταμερισμό της εργασίας κι αργότερα στον τριτογενή τομέα, τον τουρισμό.
Στην πρωτογενή αγροτική οικονομία οι γυναίκες γαλουχούνται στον πειθαρχημένο πρότυπο της εργαζόμενης γυναίκας (trabalhadeiras) μαζί με τον άνδρα αφέντη, αλλά με έντονη την ενδογαμία, ένα κλειστό πλέγμα συνάφειας στον κοινωνικό συσχετισμό. Η γεωργία εκλαμβανόταν αρχικά ως ανώτερη της αλιείας βάσει της πατριαρχίας και της αριστοκρατικής φεουδαρχίας, ενώ οι αλιείς αποτελούσαν ομάδα στιγματισμένη κοινωνικά για την εθνική οικονομία, επειδή στα «θαλάσσια νοικοκυριά» ισχύει η εξισωτική ισορροπία των φύλων. Όταν από το 1960 και μετά, η βορειοδυτική Πορτογαλία εκβιομηχανίζεται γρήγορα, οι νεαρές γυναίκες και οι κόρες τους θα μεταπηδήσουν στη μισθωτή εργασία επιφέροντας τον έμφυλο καταμερισμό της εργασίας. Από εκείνες οι περισσότερες θα ασχοληθούν με τον τουρισμό αργότερα.
Στα ανατολικά της Μεσογείου, ανάλογο είναι το παράδειγμα της Κύπρου, καθώς ο εισβολέας «αξιοποίησε» όλο τον υπάρχοντα τουριστικό βορρά που έως την τουρκική κατοχή άκμαζε εντυπωσιακότατα. Ο αναπτυγμένος τουριστικός βορράς περνά μετά τον πόλεμο σε Τουρκοκυπρίους (;) και ειδικότερα η ακμάζουσα Κυρήνεια αλλάζει ιδιοκτησία. Από το 1974 οι Ελληνοκύπριοι συσπειρώνονται στον τότε υποανάπτυκτο νότο και επιτυγχάνουν έως τα τέλη της επόμενης δεκαετίας να δέχονται 1 εκατομμύριο τουρίστες ετησίως. Οι βόρειοι κάτοικοι αντιμετωπίζουν αρχικά τον αποκλεισμό της παγκόσμιας κοινής γνώμης, όμως αυτά σταδιακά αλλάζουν με τουριστικά γραφεία σε όλο τον δυτικό κόσμο και η διχοτόμηση παγιώνεται. Οι ξενοδοχειακές μονάδες του βόρειου τμήματος σήμερα ανήκουν είτε στο ψευδοκράτος, είτε σε συλλόγους και φυσικά σε ιδιώτες. Αντίστοιχα, η γυναικεία εργασία και επιχειρηματικότητα στον τουρισμό καταρρίπτει πολλές από τις πατριαρχικές θέσεις του Ισλάμ, καθώς η οικονομική μεταστροφή δεν αλλοιώνει, αλλά μέσα από την ανάλογη εκπαίδευση των γυναικών σε επαγγέλματα αιχμής, το ψευδοκράτος ενσωματώνει την έμφυλη ισότητα με την επαγγελματική ανέλιξη των γυναικών στον τουρισμό.
Ο τουρισμός στην κατεχόμενη Κύπρο αποτελεί μηχανισμό εκσυγχρονισμού στην οικονομία, με παράλληλη αντικατάσταση της παραδοσιακής εξάρτησης από την γεωργία, καθώς ο τουρισμός γίνεται «εθνική υπόθεση» αναγνώρισης και ένταξης του τόπου στο παγκόσμιο mainstreaming.
Η επαγγελματοποίηση στον ελληνικό τουρισμό
Η Ελλάδα μαζικοποιεί τον εισερχόμενο τουρισμό, όπως ακριβώς η Πορτογαλία κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ο οικονομικός μετασχηματισμός από την πρωτογενή γεωργία απευθείας ωστόσο στον τριτογενή τομέα της παροχής υπηρεσιών φιλοξενίας, μάλιστα με απαιτήσεις υψηλών προδιαγραφών, μας βρήκε εθνικά απροετοίμαστους, όσο απαίδευτους, με υπερεκτίμηση συχνά των δυνατοτήτων μας. Κακές υποδομές, ελάχιστες παρεχόμενες υπηρεσίες, έλλειψη πλαισίου και έμφαση στη διαφήμισή μας ως ένα ειδυλλιακό locus amoenus: η Ελλάδα έκτοτε είναι η χώρα που ακολουθεί μια άλλη πολυνησιακή πορεία, μακριά από το δυτικό τρόπο ζωής (!), μια ευτοπία αιγαιοπελαγίτικης αύρας και μπλε κυματισμών. Ο χρόνος εδώ παρουσιάζεται να έχει σταματήσει στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη (αμφιβάλλω πόσοι νεοέλληνες ξέρουν να διαβάζουν από το πρωτότυπο ή πόσοι τουλάχιστον πιστεύουν ότι αυτό χρειάζεται όταν παράλληλα κερδοσκοπούν εις βάρος των αρχαίων φιλοσόφων και εν γένει των προγόνων).
Σήμερα η μαύρη πενταετία της ύφεσης για την οικονομία στην Ελλάδα έχει δώσει τη σκυτάλη σε νέες δομές φιλοξενίας και υποδοχής τουριστών, άρα σε νέα επαγγέλματα όπως προκύπτει από τα προγράμματα σπουδών των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ). Στα ΙΕΚ είτε ιδιωτικά είτε δημόσια σε όλα πια βρίσκουμε τα ίδια curricula, μετά την πρόσφατη ανασύστασή τους (Ν. 4186/2013), με επαγγέλματα όπως συνοδός βουνού και υπάλληλος σε εφοδιαστική αλυσίδα (logistics), παράλληλα με όλα τα παραδοσιακά επαγγέλματα ενός τουριστικού γραφείου, όπως στέλεχος στον τουρισμό στον επαγγελματικό κύκλο διοίκησης και οικονομίας. Η εξειδίκευση υπάρχει επίσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε πολυάριθμα προπτυχιακά προγράμματα ανώτατης εκπαίδευσης για τον τουρισμό είτε δια ζώσης, είτε εξ αποστάσεως, αλλά και με ανάλογα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου (Χίος).
Ωστόσο, οι περισσότεροι απασχολούνται στον τουρισμό είτε εκ περιτροπής ως αναγκαία συνθήκη είτε χωρίς την απαιτούμενη εκπαίδευση, πράγμα που συμβαίνει γιατί θεωρείται εποχιακή απασχόληση και γι’ αυτό ευκαιριακή, ακόμα μέχρι σήμερα που ο συνεδριακός τουρισμός ως εναλλακτική μορφή έχει διευρύνει την τουριστική περίοδο από λίγους μήνες σε όλο το χρόνο. Την παράμετρο αυτή τόνισε στη Διεθνή Ημερίδα ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ κ. Ιωάννης Ρέτσος ο οποίος στην εναρκτήρια ομιλία στο ετήσιο Συνέδριο του Συνδέσμου για το 2019 έθεσε την παράμετρο της εποχικότητας για την απασχόληση στον τουρισμό. Το ευκαιριακό της επιλογής είναι μια κύρια δυσάρεστη αλήθεια, καθώς η εργασιακή μονιμότητα δεν εξασφαλίζεται, κυρίως στις μικρές τουριστικές επιχειρήσεις. Ως αποτέλεσμα οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες σ’ αυτές ή οι μικροϊδιοκτήτες τους, συχνά δεν είναι απολύτως επαγγελματίες, ούτε πλήρως εξειδικευμένοι σε υπηρεσίες υψηλής ανταγωνιστικότητας, ηλεκτρονικής διαφήμισης και ψηφιακής συνθήκης, παγιδεύοντας έτσι το βιώσιμο μέλλον των επιχειρήσεων αυτών.
Νέες υποδομές
Παραμένουνε πολλά να βελτιωθούνε και κυρίως να γίνει μία μεγαλύτερη επικαιροποίηση των υποδομών φιλοξενίας και πολιτισμού σε όλα τα επίπεδα. Αυτό σε πρακτικό επίπεδο μεταφράζεται στην αναπαλαίωση κτιρίων και παραδοσιακών οικισμών, όπως έγινε στις Αρχάνες, έναν παλαιό οικισμό της μινωικής περιόδου νότια της πόλης του Ηρακλείου, και αντίστοιχα με τη δημιουργία στην Κρήτη ενός ολόκληρου κρητικού χωριού τον Αρόλιθο, που λειτουργεί ταυτόχρονα ως μουσείο και ως ξενοδοχείο. Η επικαιροποίηση συνίσταται στην εκ νέου διαμόρφωση των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων τους, όπως έγινε πρόσφατα στην αρχαία Μεσσήνη αλλά και με το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου και στην Αθήνα με το Νέο Μουσείο Ακροπόλεως και με το Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών στη Φωκίδα.
Η μαζική εισροή τουριστών μεσαίας και κυρίως υψηλής κοινωνικής τάξης, όπως οι μελετητές του αρχαίου μας πολιτισμού, δηλαδή οι αμερικανοί και οι βρετανοί κλασικιστές μαζί με τους μαθητές τους αποτελούνε μία σταθερά στην τουριστική βιομηχανία της Ελλάδας και της Κύπρου, μια εκπαιδευτική τάση που μένει ν’ αξιοποιηθεί περισσότερο στο μέλλον. Σήμερα τρέχουνε αρκετά Summer Schools σε κύρια μέρη ύψιστης ιστορικής και αρχαιολογικής σημασίας, όπως στους Δελφούς από το Εθνικό Θέατρο και το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, στην αρχαία Ολυμπία από το Harvard University και επίσης στο Ναύπλιο στο ελληνικό παράρτημα του αμερικανικού Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του ηγετικού ιδρύματος, αλλά και στην Επίδαυρο από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, μια διεθνής συνάντηση αρχαίου δράματος ανάμεσα σε θεατρολόγους και φιλολόγους από όλο τον αγγλόφωνο κόσμο.
Από τις αρχές του 21ου αιώνα η υψηλή αθλητική επίδοση της Ελλάδας, όπως οι άρτιοι Ολυμπιακοί Αγώνες και το απρόσμενο Euro μόνο το 2004, ίσως να ήτανε αρκετή να γίνει η χώρα ένας γνωστός τουριστικός προορισμός. Σήμερα όμως εκείνο που σε κάθε περίπτωση μετράει είναι η εμβέλεια της ρεκλάμας και η ανταλλαγή με την ευκταία επισκεψιμότητα για το αμέσως επόμενο καλοκαίρι. Εκτός της διαφήμισης, άμεσης ή έμμεσης, ο πολιτισμός σταδιακά πρέπει να αλλάζει τον προσανατολισμό μας στον τουρισμό σε εθνικό επίπεδο. Τα εξώφυλλα για την ελληνική αναγέννηση όπως και η ελληνική εμφάνιση στο ιστορικό, διεθνώς αναγνωστέο έντυπο National Geographic History, σε όλα σχεδόν τα τεύχη των ετών 2015 έως 2020, άρα η πλάγια διαφήμιση είναι απαραίτητη για την εισροή επιστημονικού δυναμικού για επιμόρφωση και ακαδημαϊκή δικτύωση.
Επίσης, η αναδημιουργία περιοχών με κακή φήμη, λόγου χάρη στου Ψυρρή στην Αθήνα και τα Λαδάδικα στη Θεσσαλονίκη, μάλιστα στο τουριστικό κέντρο των δύο πόλεων, αμφότερες αναδομούν την νυχτερινή διασκέδαση (παράλληλα με την «καθαγίαση» των ονομάτων στις αντίστοιχες περιοχές). Τέλος, έχουμε πολλά φυσικά πάρκα και η γενικότερη αρχιτεκτονική ενός τόπου οφείλει να αναπροσαρμόζεται σε σύγχρονα οικολογικά πλαίσια, κυρίως με την αξιοποίηση νέων μορφών ενέργειας και φυσικών πόρων σε ύδατα και αέρα. Μάλιστα, εδώ χαρακτηριστικότερο όλων είναι το παράδειγμα της Τήλου με την υβριδική ηλεκτροδότηση.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, επομένως αυξάνεται η απασχόληση έως 20% σε τουριστικές ζώνες όπου πιο νέοι άνθρωποι με εξειδικευμένες γνώσεις σε γεωεπιστήμες και θαλάσσια επαγγέλματα μπορούν να ζήσουν με καλύτερους όρους ερχόμενοι σε επαφή με διαφορετικούς πολιτισμούς. Ωστόσο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μάλλον δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύουν στην εγχώρια παραγωγή ενέργειας. Το εμπόριο και η γεωργία, η μεταποίηση και ο δημόσιος τομέας δεν καλύπτουν το ΑΕΠ, ενώ ο τουριστικός τομέας είναι τρίτος σε ποσοστό στην απασχόληση και προσφέρει από 40% έως 50% στην ελληνική οικονομία σταθερά.
Προοπτικές για το μέλλον
Αυτή η ραγδαία ανάπτυξη της μαζικής τουριστικής βιομηχανίας, επί της ουσίας φέρει στην επιφάνεια τα δύο πρόσωπα του Ιανού για την ελληνική οικονομία. Από τη μία πλευρά βρίσκεται η οικονομική διαχείριση σε επίπεδο εσωτερικής και εξωτερικής ελληνικής πολιτικής και από την άλλη πλευρά η τουριστική βιομηχανία ως στυλοβάτης του ελληνικού κράτους.
Άραγε μιλάμε για μία υγιή μορφή τουριστικής οικονομίας; Η κίνηση στα νησιά, στην Πελοπόννησο και στην Αττική, όπου η μεγαλύτερη μερίδα του λέοντος, συνεπάγεται αύξηση της επιχειρηματικότητας, άρα πολλαπλασιασμό των θέσεων εργασίας, ιδίως στα νησιά, όπως προκύπτει από τα 7.297 νέα επενδυτικά σχέδια που κατατέθηκαν για τη χρηματοδότηση των μεσαίων νέων τουριστικών επιχειρήσεων μέσω ΕΣΠΑ (2018). Με την αύξηση της απασχόλησης στον τουρισμό, η δημιουργία μιας χώρας σερβιτόρων και διοικητικών υπαλλήλων αναδρά στο επιστημονικό μας πλεόνασμα. Η τουριστική βιομηχανία πλάθει ένα εκπαιδευτικό σύστημα με κύριο επαγγελματικό προσανατολισμό τον επισιτισμό και με εξειδικευμένη ορολογία, όχι απαραιτήτως πολυγλωσσία και σίγουρα όχι γλωσσομάθεια. Ως εκ τούτου, προκύπτει μια κοινωνία εξαρτημένη από το συγκυριακό που χρειάζεται συνεχή ανάδραση και κρατική παρέμβαση εντός και εκτός συνόρων.
Ο κρατικός προϋπολογισμός διχάζεται ανάμεσα στις ανάγκες του εγχώριου πληθυσμού και ανάμεσα στις απαιτήσεις του τουρισμού ως οικονομία με ανυπολόγιστα αποτελέσματα για το περιβάλλον, όπως η μεταβολή στη βιοποικιλότητα, η διάβρωση στο υδρογραφικό καθεστώς, τα υγρά απόβλητα σε παράκτιες ζώνες και οι συγκοινωνιακές υποδομές. Η πρόσφατη καταστροφή στην Αττική αποδεικνύει την απουσία του κράτους και την ιδιωτική αλαζονεία με όχημα το κέρδος. Όλοι έχουμε ακούσει για τις εκδρομές στην περιοχή της ανατολικής Αττικής. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1960, κάθε Κυριακή, τα διάφορα γραφεία διοργάνωναν εκδρομές με ναυλωμένα λεωφορεία στις εν λόγω περιοχές για επίδειξη των παραθαλάσσιων οικοπέδων προς πώληση. Τα συνήθως εξ αδιαιρέτου αγροτεμάχια απευθυνόταν στο μέσο Έλληνα και στον κάθε εργάτη για τα αδιαμφισβήτητα μπάνια του λαού. Πρόκειται για μία πρώτη μορφή εντόπιου παραθεριστικού τουρισμού σε γη ιδιοκτησίας, τεμάχια που κόστιζαν από 10 δραχμές την εβδομάδα, τα γνωστά «οικόπεδα με δόσεις» για όλα τα βαλάντια και κυρίως για τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και κυρίως όσους είχανε πάει στην Αθήνα από την επαρχία ως υπάλληλοι ή απλοί εργάτες.
Ο τουρισμός μπορεί εν μέρει να μειώνει τους δείκτες ανεργίας, τουλάχιστον επισήμως, αλλά δεν εξασφαλίζει το μόνιμο ή το ασφαλές στην απασχόληση. Η ανάπτυξη δεν είναι άλλωστε βιώσιμη, οι εξαγωγές ελάχιστες, καθώς ο τουρισμός αφορά κυρίως σε καταναλωτικά στερεότυπα με ξέφρενο γλέντι και με γνώμονα το motto «όλα για το κέρδος», όπως γίνεται στο βόρειο τμήμα ενός κοσμοπολίτικου μεγάλου νησιού, όπου ανθεί μία τοπική βιομηχανία παραγωγής βότκας με σωρεία νοθευμένων οινοπνευματωδών ποτών σε rounds με ένα ευρώ (1€ ανά ποτό).
Mare nostrum και έμφυλες αξίες
Η πορτογαλική vergonha (η τοπική έννοια της γυναικείας συστολής και φήμης) από την δυτική άκρη της Μεσογείου είναι ένα έτερο αντίβαρο της μεσογειακής τιμής και της ντροπής. Αυτό ανατολικά ερμηνεύεται μέσα από ένα κώδικα εργασίας-και-ντροπής, όταν στην τουρκοκρατούμενη Κύπρο, το μοντέλο αυτό αποδίδεται στη γυναίκα που μεταναστεύει εσωτερικά προς τη βόρεια Κύπρο ως μετανάστρια για τον τουρισμό. Η εργασία στην οικονομική παραγωγή ως πρωταρχική πηγή ταυτότητας ανετράπη από την εκβιομηχάνιση μέσα στα πλαίσια της έμφυλης τοπικής ταυτότητας. Δεν πρόκειται παρά για έναν κλασικό μετασχηματισμό ανάπτυξης. Η ανθρωπολογία στην ανατολική Μεσόγειο ενέχει τη γυναίκα ως το κατεξοχήν σεξουαλικό φαντασιακό που οφείλει να υποτάσσεται στην ανδρική επιθυμία. Ο τουρισμός μας αφορά όταν λειτουργεί ως ένα βαθμό υπέρ της χειραφέτησης των έμμισθων γυναικών συσχετίζοντας τη γυναικεία εργασία και την κατασκευή των έμφυλων ταυτοτήτων.
Στην Ελλάδα οι έμφυλοι συσχετισμοί στην εργασία έδωσαν αλλαγή κοινωνικού status για τις γυναίκες, με ταυτόχρονη κοινωνική ανέλιξη και καλύτερη ποιότητα ζωής. Για τον κοινωνιολόγο John Urry, ένας τόπος μετατρέπεται σε «τουριστικό τόπο», μέσω ενός συστήματος συμβολικών και δομικών διαδικασιών που ακολουθούν την κατεύθυνση που χαράσσει ένας ηγεμονικός τουριστικός λόγος και για να θεωρούνται τα τοπία κατάλληλα για αισθητή αξιοποίηση, ο τουριστικός λόγος αφηγείται ότι είναι μοναδικά, γνήσια και αυθεντικά. Ωστόσο, η διάδραση με τους ξένους επιφέρει γρήγορη αλλοτρίωση, εύκολο κέρδος, παράνομες δραστηριότητες, αλλά και εκφυλισμό εν τω γίγνεσθαι: τα χρήματα ρέουν ευκολότερα για το αγορασμένο σώμα, τις παράνομες ουσίες, την εκτός ορίων συνθήκη, το εκτός της καθημερινότητας. Η απώλεια του αυθεντικού ή ό, τι κατασκευάζεται ως τέτοιο στις έμφυλες σχέσεις έχει γίνει είδος προς «αξιοποίηση», με χαρακτηριστικότερο όλων εντός χώρας, το παράδειγμα των Κυκλάδων και ειδικότερα της καλοκαιρινής Μυκόνου.
Πλέον, όλοι ζούμε την βιομηχανία του τουρισμού στην Ελλάδα τουλάχιστον να αποκτά νέα ταυτότητα, αλλά και να είναι ένας τομέας ανταγωνίσιμος της οικονομίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Την ώρα που η ιδιωτική πρωτοβουλία ρέπει προς το μαζικό, απομακρύνει κάθε σταθερά προσπάθεια σε μακροχρόνια ανάπτυξη χωρίς έφεση στον πολιτισμό, στο ασφαλές ή κάτι το γνήσιο. Οι όντως θετικές επιρροές του τουρισμού στην οικονομία δυστυχώς υποσκελίζονται από σοβαρές αλλαγές στις κοινωνικές συμπεριφορές και συνάμα στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον.
Αλλάζει επομένως η φυσιογνωμία του αποκλειστικά ελληνικού στοιχείου από τη διάδραση με το αλλότριο ως ένα μη γηγενές, που πλέον ενσωματώνεται σε αυτό που θεωρείται υπερεθνικό ή έστω ευρωπαϊκών προδιαγραφών, αλλά ενδεχομένως για τον ελληνικό τουρισμό να παραμένει ένα κίβδηλο αποτέλεσμα μιας ανώτερης, αλλά επίπλαστα ισορροπημένης, πολιτισμικής συνταύτισης.