Του Κωνσταντίνου Αλεξανδρόπουλου*
Τα δραματικά και γεμάτα ένταση γεγονότα που έλαβαν χώρα το φθινόπωρο του 2017 με αφορμή την ανακήρυξη ανεξαρτησίας από την ισπανική περιφέρεια της Καταλονίας αποτέλεσαν το πιο πρόσφατο επεισόδιο σε μια μακρά αλυσίδα παρόμοιων αιτημάτων απόσχισης διαφόρων περιφερειών σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή επικράτεια. Οι ιαχές από τους καταλανικούς δρόμους δεν άργησαν να φτάσουν στους αντίστοιχους των Βρυξελλών, σμίγοντας ενθουσιωδώς με εκείνες του φλαμανδικού κινήματος απόσχισης και θέτοντας εκ νέου το ερώτημα κατά πόσο το αίτημα πολιτικού αυτοπροσδιορισμού της ολλανδόφωνης βελγικής περιφέρειας είναι συμβατό με την ταυτόχρονη αξίωση παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Απαρχή των προβλημάτων
Οι ρίζες της σημερινής πολιτικο-οικονομικής κατάστασης του Βελγίου εντοπίζονται στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, περίοδος η οποία χαρακτηρίζεται αφενός από την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας στο πλαίσιο του Σχεδίου Μάρσαλ, αφετέρου από τη σταδιακή μετατόπιση του κέντρου βάρους της εθνικής οικονομίας από το νότιο γαλλόφωνο κομμάτι στο αντίστοιχο βόρειο και ολλανδόφωνο. Η οικονομική και πολιτιστική κυριαρχία των γαλλόφωνων Βαλλόνων τίθεται υπό αμφισβήτηση για πρώτη φορά από την ίδρυση του βελγικού κράτους και η διεκδίκηση γλωσσικών και οικονομικών προνομίων από τη φλαμανδική κοινότητα θα οδηγήσει σε σειρά διενέξεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων για ζητήματα όπως η απασχόληση και η εκπαίδευση. Η συμμετοχή στο ευρωπαϊκό σχέδιο και το τέλος της αποικιοκρατίας σφραγίζουν ουσιαστικά την αλλαγή φάσης στις σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Ομοσπονδοποίηση
Η απάντηση στα προαναφερθέντα προβλήματα επιχειρήθηκε να δοθεί μέσω της σταδιακής μετατροπής του βελγικού κράτους σε ομοσπονδιακό, όπου κοινότητες και περιφέρειες διαχειρίζονται ολοένα και περισσότερα ζητήματα που αφορούν στην καθημερινή ζωή των πολιτών, αφήνοντας στη δικαιοδοσία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ζητήματα όπως η εξωτερική πολιτική, η άμυνα, η κοινωνική πρόνοια και οι υποδομές. Το αποτέλεσμα ύστερα από έξι διαδοχικές φάσεις ομοσπονδοποίησης είναι ένα κατακερματισμένο πολιτικό και διοικητικό σκηνικό μεταξύ τοπικών και περιφερειακών κοινοτήτων και κυβερνήσεων, στο οποίο οφείλεται μεταξύ άλλων και το πρόσφατο ρεκόρ ακυβερνησίας του Βελγίου (541 ημέρες, 2011), αλλά και το οποίο εξακολουθεί να εξασφαλίζει ταυτόχρονα ένα υψηλό επίπεδο διαβίωσης στους κατοίκους του.
Η Νέα Φλαμανδική Συμμαχία
Αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής και κερδισμένος από τις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων είναι το κόμμα Νέα Φλαμανδική Συμμαχία (N-VA), το οποίο συνεχίζοντας την παράδοση της παλαιότερης Λαϊκής Ένωσης (Volksunie) αποτελεί όχι μόνο τον ισχυρότερο εκφραστή του φλαμανδικού εθνικισμού, αλλά και τη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στη χώρα αυτήν τη στιγμή και βασικό εταίρο της τρέχουσας κυβέρνησης συνασπισμού, όπως αυτή αναδείχθηκε στις εκλογές του 2014. Υπό την ηγεσία του αμφιλεγόμενου δημάρχου της Αμβέρσας Bart De Wever, το N-VA επανέφερε πιο δυναμικά παρά ποτέ το αίτημα της απόσχισης στην ημερήσια διάταξη, εναρμονιζόμενο με τη δυναμική επανεμφάνιση ανάλογων κινημάτων και την αυξανόμενη απήχηση λαϊκιστικών και ακροδεξιών σχηματισμών σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Βασική επιδίωξη του N-VA είναι η απόσχιση της Φλάνδρας από το βελγικό ομοσπονδιακό κράτος και η παραμονή της (ως αυτόνομης πια χώρας) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι θέσεις αυτές αντανακλούν τις επιδιώξεις αντίστοιχων κινημάτων σε Σκωτία και Καταλονία (έναντι Ηνωμένου Βασιλείου και Ισπανίας αντίστοιχα), με τις εξελίξεις στις τελευταίες μάλιστα να έχουν φτάσει σε ακόμη πιο προχωρημένο στάδιο με τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων (αναγνωρισμένων και μη).
Ανάλυση του φλαμανδικού αιτήματος ανεξαρτησίας
Σε ό,τι αφορά τη συμβατότητα ή μη μίας ενδεχόμενες φλαμανδικής απόσχισης με την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί έως τώρα δεν είναι ενθαρρυντικά για τους υποστηρικτές της φλαμανδικής ανεξαρτησίας.
Ξεκινώντας από το ίδιο το αίτημα του αυτοπροσδιορισμού, η αξίωση της Φλάνδρας εμφανίζεται προβληματική τόσο από νομική, όσο και από πολιτική σκοπιά. Η περίπτωση της Φλάνδρας δεν εμπίπτει στην αρχή περί αυτοδιάθεσης των λαών, όπως προβλέπεται στη διεθνή πρακτική, καθώς δεν αφορά λαό που βρίσκεται υπό αποικιακό καθεστώς, δεν εμποδίζεται η συμμετοχή του στη διοίκηση του κράτους, ούτε αποτελεί αντικείμενο ακραίων και αδιάκοπων διώξεων . Κατά συνέπεια η διαχείριση του αιτήματός τους συνιστά αποκλειστικά εσωτερικό ζήτημα του κράτους στο οποίο ανήκουν, στη διακριτική ευχέρεια του οποίου ανήκει η παραχώρηση δυνατότητας διεκδίκησης της ανεξαρτησίας μέσω π.χ. δημοψηφίσματος.
Την ίδια στιγμή, η συμμετοχή ενός ανεξάρτητου κράτους στη διεθνή σκηνή προϋποθέτει την αναγνώρισή του από τη διεθνή κοινότητα. Στην περίπτωση της Φλάνδρας, μία τέτοια αναγνώριση θα ήταν εξαιρετικά αμφίβολη σε περίπτωση που αυτή προέκυπτε από μη συναινετικές διαδικασίες διαπραγματεύσεων με τη βελγική κυβέρνηση, ενώ η συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα ήταν επ’ ουδενί δεδομένη, καθώς εκτός από το προφανές βελγικό βέτο θα είχε να αντιπαρέλθει και εκείνο από χώρες με αντίστοιχα προβλήματα (βλ. Ισπανία).
Οι διαπιστώσεις αυτές οδηγούν στον μοιραία στα οικονομικά κίνητρα των αιτημάτων απόσχισης, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κάμψης. Όπως προαναφέρθηκε, η σταδιακή μετατόπιση του οικονομικού κέντρου βάρους από την Βαλλονία στη Φλάνδρα ως αποτέλεσμα της ταχείας εκβιομηχάνισης και εξωστρέφειας της τελευταίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε συνδυασμό με τα ρεβανσιστικά συναισθήματα της ανερχόμενης ολλανδόφωνης κοινότητας έναντι της άλλοτε κυρίαρχης γαλλόφωνης , είχε ως συνέπεια την ολοένα και μειούμενη διάθεση των «πλούσιων» πλέον Φλαμανδών να σηκώνουν το οικονομικό βάρος στήριξης των «φτωχών» εσχάτως Βαλλόνων και να αποζητούν την αυτόνομη διαχείριση των οικονομικών τους πόρων.
Εξίσου σημαντική επιρροή μπορεί να ισχυρισθεί κανείς πως άσκησε η ατελής διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως αυτή έλαβε χώρα από το 1992 κι έπειτα. Στηριζόμενη κυρίως σε τεχνοκράτες, αλλά και μια καθολική αποδοχή του δόγματος του νεοφιλελευθερισμού οδήγησε στην μεγάλη κρίση της νομισματικής ένωσης γνωστής ως Ευρωζώνη, τις συνέπειες της οποίας πολλές χώρες εξακολουθούν να υφίστανται επτά και πλέον έτη από την κορύφωσή της. Η διαχείριση της κρίσης από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ έφερε στην επιφάνεια τόσο τις αδυναμίες της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, όσο και την αμφισβήτηση για τις επιλογές των εθνικών κυβερνήσεων, ανοίγοντας τον δρόμο για την επάνοδο στο προσκήνιο λαϊκιστικών και εθνικιστικών κινημάτων πρωτοφανούς έντασης για τα δεδομένα της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Η ισχυροποίηση της Νέας Φλαμανδικής Συμμαχίας έρχεται να ενταχθεί στο προαναφερθέν πλαίσιο, συνδυάζοντας την αξίωση περί φλαμανδικής ανεξαρτησίας με την απόρριψη κάθε μη-φλαμανδικού στοιχείου, προερχομένου τόσο εντός, όσο και εκτός του Βελγίου. Η συντηρητική, αντι-μεταναστευτική πλατφόρμα ήταν εκείνη που οδήγησε άλλωστε τον αρχηγό του N-VA πρώτα στη δημαρχία της Αμβέρσας και ύστερα στην κεφαλή του μεγαλύτερου βελγικού κόμματος.
Συμπεράσματα
Η ανάδειξη και ισχυροποίηση του φλαμανδικού κινήματος ανεξαρτησίας την τελευταία δεκαετία εγγράφεται εξ όσων προαναφέρθηκαν τόσο στην πανευρωπαϊκή τάση ισχυροποίησης παρόμοιων αποσχιστικών κινημάτων, όσο και στο πεδίο των επιπτώσεων από τις πρόσφατες οικονομικές αναταράξεις.
Η Νέα Φλαμανδική Συμμαχία κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει τόσο την εντός του Βελγίου δυσαρέσκεια για την κατανομή των βαρών μεταξύ των δύο κυρίαρχων κοινοτήτων, όσο και τις γενικότερες ανησυχίες απέναντι στις διεθνείς απειλές για την οικονομία και την ασφάλεια. Οι δύο αυτοί τομείς αναδείχθηκαν άλλωστε ως προτεραιότητες στο κυβερνητικό πρόγραμμα της τελευταίας βελγικής κυβέρνησης συνασπισμού, θέτοντας το αίτημα της ανεξαρτησίας προσωρινά σε δεύτερο πλάνο.
Η ένταξη του φλαμανδικού κινήματος στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας αποτελεί αναμφισβήτητα επιτυχία της Συμμαχίας και στοιχείο διαφοροποίησης σε σχέση με αντιστοίχων επιδιώξεων κινήματα σε Σκωτία και Ισπανία. Απομένει να φανεί αν η εξέλιξη αυτή αποτελεί έναν τακτικό ελιγμό στο πλαίσιο μίας μακροπρόθεσμης στρατηγικής προς την τελική διεκδίκηση της ανεξαρτησίας ή αν η συμμετοχή στη νομή της εξουσίας και η υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών προτεραιοτήτων αρκούν για να μετατρέψουν το N-VA σε παράγοντα του status quo.