Του Chris Ip*
Μετάφραση: Θάλεια Παύλου | Επιμέλεια: Παναγιώτης Φραντζής
Oυρά σχημάτιζαν τον περασμένο Μάιο στελέχη της διαφήμισης και των μίντια στην 22η Οδό στη Νέα Υόρκη περιμένοντας ν’ ακούσουν την ανακοίνωση που είχε να κάνει ο Shane Smith, ο 45χρονος συνιδρυτής του Vice με τα μούσια και τη βαριά κοψιά, από το βήμα του Digital Content NewFronts. Η εκδήλωση ήταν άλλη μια ευκαιρία για επίδειξη του διευθύνοντα συμβούλου που θα ανακοίνωνε το νέο ψηφιακό πρόγραμμα της εταιρείας στα στελέχη της διαφημιστικής αγοράς. Ενώ οι άλλοι CEO έρχονταν με τα πουκάμισα και τα μπλέιζερ, ο Σμιθ είχε βάλει ένα μαύρο τισέρτ και ένα τατού πρόβαλλε κάτω απ’ το μανίκι.
Σε μια θορυβώδη παρουσίαση συνοδευόμενη με αισχρολογίες, με πρωταγωνιστή τον βραβευμένο κινηματογραφιστή και δημιουργικό διευθυντή του Vice Spike Jonze, ο Smith αποκάλυψε μια σειρά από νέες εκπομπές lifestyle με περσόνες που μιλάνε απευθείας στο νεανικό κοινό. Ο Marc Maron, ο κωμικός ηθοποιός που διαχειρίζεται ένα δημοφιλές podcast με συνεντεύξεις διασημοτήτων, θα έχει μια εκπομπή συνεντεύξεων. Η Ellen Page, η καναδή ηθοποιός από τις ταινίες Inception και Juno, η οποία δήλωσε ανοιχτά πέρυσι ότι είναι ομοφυλόφιλη, θα είναι η παρουσιάστρια του “Gaycation”, μιας ταξιδιωτικής εκπομπής με ΛΟΑΤ προσανατολισμό.
Αλλά, σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος των ειδήσεων και του online προγράμματος του Vice, οι εκπομπές αναμένεται να βγουν στον αέρα στο νέο καλωδιακό κανάλι του Vice στην A&E Networks, η οποία κατέβαλε στρογγυλά 250 εκατομμύρια δολάρια για το 10% των μετοχών του Vice τον περασμένο χρόνο. Στην πιο σημαντική εκδήλωση της ψηφιακής βιομηχανίας των Μέσων ενημέρωσης, το μεγάλο νέο του Vice έμοιαζε σχεδόν αναχρονιστικό: τα τολμηρά, ανορθόδοξα ιντερνετικά βίντεο μεταφέρονταν στην καλωδιακή.
Δεν είναι μόνον οι πολιτιστικές εκπομπές που μεταφέρονται στην τηλεόραση. Το Vice επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στη βαριά ειδησεογραφία και στα τέλη Μαρτίου ανακοίνωσε συμφωνία με το κανάλι HBO με την οποία επεκτείνεται η σειρά ντοκιμαντέρ που έχει πάρει επαινετικές κριτικές και δίνεται στο Vice ένα ημίωρο δελτίο ειδήσεων το Σαββατοκύριακο.
Το Vice μαζεύει χρήμα από τις συμφωνίες και αποκτά κύρος αφήνοντας το στίγμα του σε ένα παραδοσιακό μέσο. Η A&E και το HBO βελτιώνουν το προφίλ τους στο πολυπόθητο νεανικό κοινό του Vice. Άλλωστε, δεν είναι η χειρότερη στιγμή να διεκδικήσει κανείς το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων. Ο πάλαι ποτέ ισχυρός παίκτης του NBC Brian Williams τέθηκε πρόσφατα σε διαθεσιμότητα, η αίθουσα σύνταξης του Al Jazeera America φαίνεται να είναι σε αναβρασμό και το CNN κάνει το ένα λάθος πίσω απ’ το άλλο.
Η πτώση τους συμπίπτει με την άνοδο του Vice. Ο Smith έχει από καιρό δηλώσει πως επιθυμεί το Vice να γίνει «το επόμενο MTV, ESPN και CNN συγχρόνως» και το 2015 αυτό άρχισε να πραγματοποιείται. Το Vice δεν είναι πλέον το εριστικό ψηφιακό αουτσάιντερ, αλλά μία έξυπνη παγκόσμια αυτοκρατορία που τροφοδοτείται με εκατομμύρια δολάρια από επενδύσεις και διαφημίσεις που, σε συνδυασμό με μια αυθάδεια που επιδεικνύει, κάνουν την εταιρεία μία αχτίδα φωτός ανάμεσα στους ναούς της παραδοσιακής δημοσιογραφίας που παρακμάζουν.
Αληθινό και ωμό
Η έλξη που ασκεί στο πολύτιμο κοινό της γενιάς των Millennials βασίζεται στην αντίληψη πως είναι αληθινό και ωμό, όχι ψεύτικο και προσυσκευασμένο όπως ο υπόλοιπος κόσμος των μέινστριμ μίντια. Ωστόσο, ίσως θα ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα να πούμε ότι το Vice πλασάρεται πιο επιδέξια από σχεδόν κάθε άλλη μεγάλη εταιρεία Μέσων ενημέρωσης.
«Οι άνθρωποι του Vice έδρασαν πολύ έξυπνα και τοποθετήθηκαν στρατηγικά στον χώρο των Μέσων ενημέρωσης», λέει η Eunice Shin, διευθύντρια της Manatt Digital Media, μιας εταιρείας συμβουλευτικών και χρηματοδοτικών υπηρεσιών για Μέσα ενημέρωσης. «Και όλο αυτό είναι στοχευμένο».
Το Vice έχει τελειοποιήσει τη μαζική παραγωγή αυθεντικότητας με σκοπό το κέρδος. Οι δημοσιογραφικές απαιτήσεις όμως αλλάζουν όταν ο στόχος σου δεν είναι να γίνεις μια ψυχαγωγική εταιρεία, αλλά μία αξιόπιστη πηγή ειδήσεων.
Το Vice πιστεύει ότι θα αντεπεξέλθει στις νέες προκλήσεις. Ο Alex Miller, διευθυντής περιεχομένου για όλο τον κόσμο, λέει ότι η εταιρεία έχει ωριμάσει. «Η επέκταση συνοδεύεται από αίσθημα ευθύνης», μου είπε πρόσφατα σε μία από τις γυάλινες αίθουσες συσκέψεων του Vice. «Όσο περνά ο καιρός, δεν νομίζω ότι είναι πλέον κουλ η χαζομάρα και η ανοησία. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στον πλανήτη, στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα, απαιτείται προσοχή. Απαιτείται αυστηρός έλεγχος. Και αυτό απαιτεί ένα ορισμένο επίπεδο σοβαρότητας».
Μήπως η συχνά επαναλαμβανόμενη αρχή του Vice να παρουσιάζεται «το έξυπνο με χαζό τρόπο και το χαζό με έξυπνο τρόπο» εξακολουθεί να ισχύει; «Νομίζω ότι απλώς παρουσιάζουμε τα πάντα με έξυπνο τρόπο, ευελπιστούμε», ήταν η απάντηση του Miller.
«Είναι σαν θρησκεία»
Η ΕΔΡΑ ΤΟΥ VICE βρίσκεται σε μία έκταση 2.787 τετραγωνικών μέτρων, ένα συγκρότημα αποθηκών που έχουν μετατραπεί σε γραφεία στο Williamsburg του Brooklyn – την πρωτεύουσα των χίπστερ. Ο Smith, ο οποίος δεν ήταν διαθέσιμος για συνέντευξη στο CJR παρά τα επανειλημμένα αιτήματα, έχει αποκαλέσει το γραφείο των 425 εργαζομένων του «εργασιακό κάτεργο για φραγκάτους χίπηδες» και έχει παρομοιάσει την κουλτούρα που επικρατεί με «αιμομικτική οικογένεια».
Το εσωτερικό ταιριάζει με το ύφος του Vice: αψύ αλλά εξευγενισμένο. Στην αίθουσα συσκέψεων δεσπόζει ένα λούτρινο αρκουδάκι, ενθύμιο από ένα γύρισμα. Κατά την επίσκεψή μου τον Απρίλιο, το φημισμένο μπαρ του γραφείου έλειπε προσωρινά ενόψει της επικείμενης μετακόμισης του Vice σε ένα χώρο διπλάσιας έκτασης.
Δαχτυλίδια με το λογότυπο του Vice φοριούνται στο γραφείο. Οι νεοπροσλαμβανόμενοι υπογράφουν μία μη παραδοσιακή σύμβαση εργασίας, αποδεχόμενοι μεταξύ άλλων ότι «σεξουαλικά προκλητικές και άλλες ακατάλληλες εικόνες, βίντεο και ηχογραφήσεις παρουσιάζονται πολύ συχνά στα γραφεία του Vice». Και η εταιρεία διοργανώνει εκδηλώσεις όπως το φιλανθρωπικό αγώνα πινγκ πονγκ τον Μάρτιο μεταξύ του αρχισυντάκτη Benjamin Shapiro και του Gus Wenner του περιοδικού Rolling Stone και τον περασμένο Δεκέμβριο, το πάρτι για την 20ή επέτειο, όπου εμφανίστηκε ο ράπερ Lil’ Wayne. Πριν από την εκδήλωση αυτή, ο Smith είχε μοιράσει φακέλους με 1.500 δολάρια στους εργαζομένους κατά τη διάρκεια της χριστουγεννιάτικης γιορτής του προσωπικού.
Για τους νέους δημοσιογράφους, η ένταξή τους στο δυναμικό του Vice σημαίνει μάλλον μια έντονη αίσθηση της ζωής και της αξίας της εργασίας. Ενώ στις περισσότερες δουλειές στα νέα Μέσα τούς περιμένει αγγαρεία και φτηνή ηθικολογία, τα στελέχη του Vice – με μέσο όρο ηλικίας 26 με 27 ετών – κάνουν ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, γυρίζουν τον πλανήτη, και σε μεγάλο βαθμό αποφεύγουν τα χωράφια των εύκολων κλικ. Την ώρα που τα παλιά Μέσα παλεύουν να προσαρμοστούν στην ψηφιακή τεχνολογία, το Vice πειραματίζεται με το Google Glass, εισάγει δελτίο ειδήσεων εικονικής πραγματικότητας στο Sundance και στήνει νέες σελίδες, όπως το Broadly, απευθυνόμενο για πρώτη φορά αποκλειστικά σε γυναίκες. Ο Smith έδωσε στους δημοσιογράφους αισιοδοξία, σπάνιο επίτευγμα στον σημερινό ζοφερό κόσμο των Μέσων ενημέρωσης.
«Ως νέος, έχεις την ευκαιρία να ανέβεις λίγο ψηλότερα και να κάνεις πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις περιμένοντας στην ουρά σε έναν χώρο με μεγαλύτερους, πιο έμπειρους δημοσιογράφους» μου ανέφερε ένας πρώην εργαζόμενος.
Με κρατικά φορολογικά κίνητρα ύψους 6,5 εκατ. δολαρίων για τη δημιουργία 525 θέσεων εργασίας, η μηχανή του Vice επεκτείνεται επίσης. Το Vice περιγράφει τους μισθούς του ως «ανταγωνιστικούς σε σχέση με συγκρίσιμες ανερχόμενες επιχειρήσεις Μέσων ενημέρωσης», αλλά πολλοί εργαζόμενοι φαίνεται να είναι εκεί για τη δουλειά που γίνεται και την κουλτούρα, όχι για τα χρήματα.
«Έχεις την αίσθηση ότι είσαι τυχερός που βρίσκεσαι εδώ», δήλωσε ένας πρώην εργαζόμενος. «Αυτό που δεν το πληρώνεσαι σε μετρητά αναπληρώνεται με τον παράγοντα χαλαρότητα, και ίσως εμπεδώνεται με τα πάρτι τους».
«Είναι σαν θρησκεία», είπε ένας ακόμα πρώην εργαζόμενος.
Μπορεί το Vice να μην έχει το μεγαλύτερο κοινό στον κόσμο των Μέσων ενημέρωσης (τα στοιχεία του comScore δείχνουν 32,4 εκατ. μοναδικούς αμερικανούς επισκέπτες τον Μάιο, σε σύγκριση με τα 74,7 εκατ. του BuzzFeed, αν και αυτό δεν περιλαμβάνει την απήχηση στο YouTube, την τηλεόραση, καθώς και τα κανάλια των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης), έχει όμως αναμφισβήτητα τον μεγαλύτερο ντόρο, και πολλά χρήματα. Η εταιρεία αποτιμάται τουλάχιστον στα 4 δισ. δολάρια, σύμφωνα με δήλωση του Smith στους New York Times. Η εφημερίδα ανέφερε επίσης, βασισμένη σε ένα εσωτερικό έγγραφο, ότι το Vice αναμένει έσοδα ύψους 915 εκατ. δολαρίων το 2015.
Τα παλιά Μέσα το λαμβάνουν υπόψη. «Θέλουμε να μάθουμε από αυτούς», δήλωσε η Nancy Dubuc, πρόεδρος και CEO της A&E Networks, στις αρχές της χρονιάς στο Paley Center for Media της Νέας Υόρκης. «Μιλάνε σε μια γενιά με την οποία πασχίζουμε να συνδεθούμε».
Το Vice προβάλλει την εικόνα ενός ώριμου, ανοιχτά επιχειρηματικού οργανισμού που διατηρεί την έπαρση της νιότης του. Η πρόκληση είναι πώς να αποστασιοποιηθεί από το αμαρτωλό παρελθόν του, διατηρώντας ωστόσο τη φήμη του με στόχο να κατοχυρώσει και να αναπτύξει το κύρος του στο βασικό του κοινό.
Είναι ένας γρίφος που απασχολεί πολλά διευθυντικά στελέχη. Η Ellis Jones, η πρώτη γυναίκα αρχισυντάκτρια του περιοδικού Vice, αναφέρει ότι αποστολή της είναι να «βρεθούν τρόποι να φτάσουμε σε ένα ευρύτερο κοινό που θα μπορεί να μας δει σαν αυτό που ήμασταν 10 ή 15 χρόνια πριν». Το περιοδικό παρέμενε το τελευταίο προπύργιο της ακαλαισθησίας του Vice μολονότι η εταιρεία μετακινήθηκε στη ζώνη της ενημέρωσης – η στήλη μόδας “Last Words” η οποία απεικόνιζε γυναίκες συγγραφείς που αυτοκτόνησαν το 2013, αποσύρθηκε αργότερα – πάντως δύο πρόσφατα τεύχη ήταν αφιερωμένα στη μυθιστορηματική γραφή και στην κλιματική αλλαγή.
Το Vice βρίσκεται σε μια άβολη θέση: μπορεί να έχει μικρή ομοιότητα με την ταυτότητά του όπως διαμορφώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, όμως την ίδια στιγμή ενδιαφέρεται να δείξει ότι δεν έχει αλλάξει στ’ αλήθεια τόσο πολύ.
*
ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΤΙΛΗΦΘΕΙΤΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΠΟΥ ΣΥΝΤΕΛΕΙΤΑΙ στο Vice, φανταστείτε το Jackass του MTV να γυρίζει αποκλειστικά ντοκιμαντέρ για το ISIS στη Συρία και στο Ιράκ. Το vice.com εξακολουθεί να ασχολείται δυσανάλογα με την πορνεία – για παράδειγμα «Είκοσι ώρες σε στριπτιτζάδικο της Νέας Υόρκης» – όμως το πιο χοντροκομμένο υλικό έχει σταδιακά περιοριστεί.
Το Vice έφτασε στη σημερινή του μορφή λοξοδρομώντας. Πρωτοεμφανίζεται το 1994 ως Voice of Montreal, ένα περιοδικό της αντικουλτούρας χρηματοδοτούμενο από πόρους της καναδικής κοινωνικής πρόνοιας, και κάνει μεγάλο ντόρο. Δημοσιεύει θέματα όπως το “Gays or Girls?” όπου δύο άνδρες με δεμένα μάτια απολαμβάνουν στοματικό σεξ, ο ένας από άντρα και ο άλλος από γυναίκα, και πρέπει να μαντέψουν το φύλο, ή το “Gross Jar”, στο οποίο συστατικά όπως προϊόντα καθαρισμού για το πρόσωπο και ένα νεκρό περιστέρι αναμειγνύονται, μένουν έτσι για εβδομάδες και καταγράφονται. Όταν το περιοδικό κατηγορήθηκε ότι αδιαφορεί για τη διαφορετικότητα, ο συνιδρυτής Gavin McInnes – ο οποίος διαφοροποιήθηκε από τους Smith και Suroosh Alvi το 2008 λόγω «δημιουργικών διαφορών» – δήλωσε στον Καναδό κριτικό Jesse Brown ότι αρθρογραφούσε χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα μαύρων ή γυναικών. Ήταν καυστικός, προσβλητικός, χωρίς καμιά διάθεση απολογίας και, για το κοινό του, κουλ.
Το 2006, το Vice παρουσιάζει το The Vice Guide to Travel και στρέφει την προσοχή του προς το online βίντεο. Η εταιρεία ενισχύεται με ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια το 2009 και έκτοτε αποκτά επαγγελματικά χαρακτηριστικά. Ο πρώην επικεφαλής της Viacom, Tom Freston, αναλαμβάνει τη θέση του συμβούλου και το Vice προσλαμβάνει τον φημισμένο ατζέντη του Χόλιγουντ Ari Emanuel για να εκπροσωπεί την εταιρεία. Ο παρουσιαστής του τηλεοπτικού δικτύου CNN Fareed Zakaria και ο παρουσιαστής Bill Maher συμμετέχουν ως παραγωγοί στη σειρά ντοκιμαντέρ του HBO, μαζί με τον BJ Levin, γνωστό από την παραγωγή τηλεοπτικών ριάλιτι όπως το Project Runway, το οποίο έβαλε το Vice στον πολιτιστικό χάρτη.
Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου του Vice κατεβαίνει από 10 σελίδες ή “vertical”, που περιλαμβάνουν τα πάντα: από το Fightland, για τις μικτές πολεμικές τέχνες, μέχρι το Thump, για την ηλεκτρονική χορευτική μουσική. Ενώ το Vice έκανε τα πρώτα του βήματα ως χιπ περιοδικό, σήμερα είναι κατά βάθος ένα εγχείρημα βασισμένο στο βίντεο, και το καλύτερο περιεχόμενό του, σε όλα τα vertical, είναι μίνι ντοκιμαντέρ τα οποία φιλοξενούνται και στο YouTube. Η ναυαρχίδα του, ωστόσο, δεν είναι ιστότοπος, αλλά η ημίωρης διάρκειας σειρά ντοκιμαντέρ στο κανάλι HBO με τον αρχικό τίτλο “60 Minutes meets Jackass”.
Το Vice News, άλλο ένα vertical που ξεκίνησε τον περασμένο Μάρτιο, σάρωσε τα βραβεία Webbys, Peabodys, καθώς και το National Magazine Award, ενώ πέτυχε συνεντεύξεις με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, τον Αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν, και τον Τζέιμς Μίτσελ, τον αποκαλούμενο «αρχιτέκτονα» του συστήματος ανάκρισης της CIA. Με το δελτίο ειδήσεων του HBO, η βαριά ειδησεογραφία σύντομα θα απορροφά ακόμα μεγαλύτερο μέρος από τους πόρους της εταιρείας.
Καθώς όμως το Vice έχει αυξήσει την παραγωγή του στη σοβαρή δημοσιογραφία, αυξήθηκαν και οι μπελάδες. Το τείχος ανάμεσα στη δημοσιογραφία και τη διαφήμιση, από όπου το Vice αντλεί μεγάλο μέρος των εσόδων του, μπορεί να είναι διάτρητο. Τον περασμένο χρόνο, ο τότε συντάκτης του Vice Charles Davis δημοσίευσε στο Twitter ένα email από συνάδελφό του που ανέφερε ότι κάθε θέμα που αφορά εταιρική επωνυμία θα πρέπει να ανεβαίνει «για δοκιμή» μέχρι τον γενικό διευθυντή Hosi Simon, ακόμα και αν η εταιρεία δεν είχε εμπορική σχέση με το Vice. Έλαβε το email αφού ενέκρινε το θέμα ενός εξωτερικού ρεπόρτερ που προέτρεπε σε μποϊκοτάζ του NFL [σ.σ. της αμερικανικής ποδοσφαιρικής διοργάνωσης]. Ενώ ο συντάκτης του email έλεγε ότι από την εμπειρία του ο Simon «απλώς λέει ΟΚ σχεδόν σε όλα», ο Davis έγραψε στο Twitter: «Από την εμπειρία μου, κάθε φορά – μα κάθε φορά – που έστειλα θέμα “να ανέβει για δοκιμή” είχε άδοξο τέλος». Ο Davis ανέφερε ότι τέσσερα θέματα που πρότεινε στο Vice τα σκοτώσαν, συμπεριλαμβανομένου ενός κομματιού περί παραβιάσεων της εργατικής νομοθεσίας στη διοργάνωση South by Southwest, το οποίο ανέβηκε τελικά στο Salon.com.
Εκείνη την περίοδο το Vice παραδέχτηκε ότι έθαψε τις ιστορίες του Davis, ωστόσο αρνήθηκε ότι αυτό είχε να κάνει με συγκρούσεις ανάμεσα στην ενημερωτική και την εμπορική πλευρά της εταιρείας. «Τα email φαίνονται επιβαρυντικά, αλλά το επιβαρυντικό στην υπόθεση είναι ότι δεν υπάρχει κεντρική πολιτική [για τις αναφορές σε επιχειρήσεις]», είπε ένας πρώην εργαζόμενος του Vice. «Καθένας προσπαθεί να καλύψει τον κώλο του και εύχεται να μην βρεθεί αντιμέτωπος με τους λάθους ανθρώπους».
Το Vice έχει επίσης δεχτεί πυρά για το γεγονός ότι απέκρυψε από συμμετέχοντες σε ντοκιμαντέρ ότι στο περιεχόμενο θα υπήρχε χορηγός. Ένα ειρωνικό παράδειγμα, βίντεο του 2012 για ακτιβιστές στο Σικάγο που σταματούν μάχες συμμοριών είχε χορηγό βιντεοπαιχνίδι με σλόγκαν «Η εκδίκηση λύνει τα πάντα». Μετά την αποκάλυψη του θέματος από τον ρεπόρτερ Jason Prechtel, το Vice κατέβασε το βίντεο από τη σελίδα του.
Το Vice βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στην ψυχαγωγία και τη δημοσιογραφία· κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του έχει επιδοθεί στο πρώτο, και τώρα επιθυμεί να γίνει γνωστό και για το δεύτερο. Η ψυχαγωγία συνδέεται άρρηκτα με τη δημοσιογραφία σήμερα, διευκολύνοντας την κατανάλωση πληροφορίας. Κατά καιρούς, η εκπομπή του HBO θύμιζε περιθωριακό τουρισμό με μεθυσμένους χίπστερ να ξεσαλώνουν στον Τρίτο Κόσμο – αυτό ακριβώς που εξόργισε τον εκλιπόντα έμπειρο κριτικό David Carr ο οποίος επέκρινε έντονα τον Smith και τους συνεργάτες του στο ντοκιμαντέρ Page One που έκανε το 2011. (Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Carr αναθεώρησε, γράφοντας μετά το επιτυχημένο ντοκιμαντέρ για το ISIS: «τα πρόσφατα γεγονότα υποδεικνύουν ότι το Vice σοβαρολογεί όταν λέει ότι θα ασχοληθεί με τις πραγματικές ειδήσεις που ο κόσμος, ναι, ακόμα και οι νέοι, πραγματικά θα παρακολουθήσουν»). Όμως, το Vice προσφέρει ψυχαγωγία με έναν τρόπο που θέλει τους ανταποκριτές σταρ, πράγμα που τους κάνει συμπαθείς, αλλά δημιουργεί τάσεις αυτοπροβολής.
Για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ το 2011, ο Shane Smith ταξιδεύει στη Λιβύη, συναντά τους αντάρτες που τότε μάχονταν κατά των δυνάμεων του Καντάφι και καταλήγει στην πόλη Μισράτα, απέχοντας πάνω από 20 χιλιόμετρα από το πεδίο της μάχης. Προς το τέλος του ντοκιμαντέρ, δίνεται η εντύπωση με την κατάλληλη επεξεργασία του υλικού ότι ο Smith είναι σε ένα αυτοκίνητο που κινείται προς αυτό που ο ίδιος περιγράφει ως πρώτη γραμμή, αν και, σύμφωνα με μία πηγή με άμεση γνώση της παραγωγής, ο Smith δεν μετακινήθηκε καθόλου. Σύμφωνα με την πηγή, μόνο ένας εικονολήπτης πήγε να συναντήσει τους αντάρτες της πρώτης γραμμής, έστω κι αν ο Smith περιγράφει στο σπικάζ ότι «φτάσαμε τελικά στο μέτωπο του πολέμου» και «ενώ ήμασταν εκεί πληροφορήθηκαν ότι αναμενόταν να ξεκινήσει μία μεγάλη επίθεση». «Πρόκειται για μοντάζ και το μοντάζ στο Vice έχει να κάνει πάντα με την ψυχαγωγία», ανέφερε η πηγή. «Όσον αφορά το συγκεκριμένο, δεν υπάρχει κανένα μυστήριο: [ο Smith] δεν είναι δημοσιογράφος αλλά σόουμαν». Το Vice δεν απάντησε στα πολλαπλά αιτήματα για σχολιασμό.
Σε άλλο περιστατικό, μια συντάκτρια που δεν εργάζεται πια για το Vice μιλά για την κάλυψη ενός θέματος που αφορούσε εργάτριες του σεξ σε μία αναπτυσσόμενη χώρα, όπου την έστειλαν σε ένα στριπτιτζάδικο. Της ζητήθηκε να πάει μυστική, ως ιερόδουλη, κι αυτή αρνήθηκε. «Ήθελαν να προκαλέσουν αίσθηση και να εκμεταλλευτούν αυτές τις γυναίκες με τέτοιο τρόπο ώστε μου ήταν αδύνατον να συμμετάσχω», είπε. Σε κάποιο άλλο γύρισμα, αναφέρει, ένας παραγωγός της ζήτησε να βρίζει περισσότερο στην κάμερα.
Το συγκεκριμένο περιστατικό εστιάζεται σε μία καταγγελία που διατυπώθηκε από ορισμένους νυν και πρώην εργαζόμενους του Vice: ότι, δηλαδή, παραμένει ένα αγορίστικο κλαμπ. Το 2014 σε στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το ίδιο εμφάνιζε ένα κοινό σχεδόν κατά τα δύο τρίτα ανδρικό, και στην πρώτη σεζόν στο HBO δεν υπήρχε ούτε μία ανταποκρίτρια – τρεις στους δέκα ανταποκριτές στον πρόσφατο τρίτο κύκλο, είναι γυναίκες.
Τη δυσαρέσκειά τους εξέφρασαν εργαζόμενοι για την παρουσία στο Vice του φωτογράφου Terry Richardson ο οποίος είχε κατηγορηθεί από αρκετά μοντέλα για σεξουαλικές επιθέσεις. Η εταιρεία διέκοψε τη συνεργασία της με τον Richardson, σύμφωνα με εκπρόσωπό της. Το 2014 ένας παρουσιαστής του Vice, ο David Choe, περιέγραφε σε ένα podcast πώς ανάγκασε μία μασέζ να του κάνει στοματικό σεξ παρά τις αντιρρήσεις της. Ο παρουσιαστής αργότερα έγραψε ότι έβγαλε την ιστορία από το μυαλό του και ότι ήταν «μια αποτυχημένη λογοτεχνική απόπειρα». Από το Vice δηλώνουν ότι δεν συνεργάζονται πια μαζί του.
Η Nancy Ashbrooke, διευθύντρια προσωπικού του Vice, αναφέρει σε μέιλ που έστειλε στο CJR ότι πάνω από ένα χρόνο που είναι στην εταιρεία δεν έχει υπάρξει κανένα κρούσμα σεξουαλικής παρενόχλησης. «Ειλικρινά, δεν ήξερα τι θα συναντήσω όταν πρωτοήρθα στο VICE, αλλά ο επαγγελματισμός, ο σεβασμός και η αφοσίωση που είδα είναι εκπληκτικά, αντίστοιχα και ακόμα πιο μπροστά σε σχέση με άλλες εταιρείες του χώρου» γράφει.
Παρ’ όλα αυτά, η εταιρεία προσέχει πολύ τη δημόσια εικόνα της. Μίλησα με περισσότερους από 20 τωρινούς και πρώην συντάκτες του Vice και εξωτερικούς συνεργάτες. Πολλοί δίσταζαν να μιλήσουν και ορισμένοι είχαν υπογράψει ρήτρα εμπιστευτικότητας. Σύμφωνα με το Capital New York, το εγχειρίδιο του Vice αναφέρει ότι οι εργαζόμενοι απαγορεύεται να μιλούν στα Μέσα χωρίς εξουσιοδότηση και οφείλουν «να ενημερώνουν αμέσως τον Διευθυντή Επικοινωνίας ή κάποιο Ανώτερο Στέλεχος σε περίπτωση που ερωτηθούν για υποθέσεις της εταιρείας πριν δώσουν οποιαδήποτε απάντηση». Ο Jake Goldman, υπεύθυνος επικοινωνίας του Vice, κανόνισε, και είχε την εποπτεία τριών συνεντεύξεων που ζητήθηκαν για τις ανάγκες αυτής της έρευνας. Παρά τους ισχυρισμούς περί αυθεντικότητας του Vice, φαίνεται πως η εταιρεία θέλει την προσοχή που έχει προσεκτικά επιλέξει.
*
Η πρωτοτυπία του Vice στην παραγωγή βίντεο θεμελιώνεται στο ύφος που η εταιρεία αποκαλεί “immersionism” – μια φαινομενικά ωμή αισθητική που έχει απήχηση σε ένα απαθές κοινό, δύσπιστο απέναντι στα τυπικά φροντισμένα προγράμματα. Μέχρι στιγμής, σε ό,τι εφαρμόζει το Vice τη συνταγή του βγαίνει ανεπιτήδευτο. Αλλά οι ειδήσεις στην τηλεόραση είναι το απόλυτο προϊόν επιτήδευσης, ένας κόσμος δραματοποιημένων εφέ, παρουσιαστών παστωμένων στο μακιγιάζ. Δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από το σόκιν παρελθόν του Vice.
Αυτή τη στιγμή το Vice News μεταδίδεται μόνο μέσω διαδικτύου και οι συντάκτες προτιμούν διεθνή θέματα που ενδιαφέρουν το νεανικό κοινό, όπως η αστυνομική βία, η κλιματική αλλαγή και οι φοιτητικές διαδηλώσεις. Η καθημερινή «κάψουλα», μία ανασκόπηση των ειδήσεων ανά τον κόσμο σε δυόμισι λεπτά, είναι πιο πιθανό να αναφερθεί στο ψάρεμα σολομού στη Χιλή παρά στις διαμάχες στο Κογκρέσο.
Τα περισσότερα ειδησεογραφικά βίντεο είναι σύντομες ανταποκρίσεις από ξένες χώρες ή 20λεπτα έως 30λεπτα ντοκιμαντέρ γύρω από προσωπικότητες με αφηγητή έναν εικοσιπεντάχρονο παρουσιαστή που σχολιάζει με δυσπιστία τα όσα βλέπει. Όπως απέδειξε η ραγδαία επιτυχία του podcast αληθινών εγκλημάτων Serial, η αίσθηση ειλικρίνειας στην παρουσίαση είναι ισχυρή. Στις συνεντεύξεις του Vice ο φακός εστιάζει συχνά τόσο στον ρεπόρτερ όσο και στον καλεσμένο.
Εντωμεταξύ, η εντύπωση ότι όλα έχουν στηθεί αυθόρμητα δίνει την αίσθηση της εμπιστευτικής είδησης που μαθαίνει κανείς από ένα φίλο, ακόμα και αν η ιστορία είναι ήδη γνωστή. Το βίντεο είναι καλά μονταρισμένο και γυρισμένο με υψηλή ευκρίνεια, όπως στα παραδοσιακά μέσα, αλλά εμφανίζεται ανεπίσημο όπως στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στα τέλη Απριλίου στο επίκεντρο βρισκόταν η προεκλογική περίοδος στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι συνέπειες του σεισμού μεγέθους 7,8 ρίχτερ στο Νεπάλ, και οι δρόμοι της Βαλτιμόρης.
Στις 25 Απριλίου, μετά τον ύποπτο θάνατο του Freddie Gray στα χέρια αστυνομικών, ξέσπασαν βίαιες διαδηλώσεις με ορισμένους διαδηλωτές να σπάνε παρμπρίζ αυτοκινήτων και να πετούν πέτρες σε αστυνομικούς. Τρεις μέρες αργότερα, η ανταποκρίτρια του Vice Monica Villamizar άρχισε να καλύπτει τις διαδηλώσεις μέσω livestream.
Δεν υπάρχει κανένας παρουσιαστής να της δώσει πάσα, ούτε προσεκτική σύνθεση των πλάνων, μόνο δύο ώρες που ο θεατής ακολουθεί τη ρεπόρτερ και τον εικονολήπτη. Συζητούν για το πού θα πάνε και ποια πλάνα θα τραβήξουν. Η κάμερα είναι κουνημένη, μερικές φορές δεν εστιάζει πουθενά, και ο φωτισμός του δρόμου συχνά δεν επιτρέπει να φανούν τα πρόσωπα των συνεντευξιαζόμενων. Αλλά βλέπεις την ομάδα του Vice να πιάνει κουβέντα με τους ντόπιους, να παρακολουθεί τη λεηλασία ενός καταστήματος και να συζητά για το τι πλάνα θα τραβήξουν στη συνέχεια. Δημιουργείται μία αίσθηση προχειρότητας αλλά και ειλικρίνειας: μία κλεφτή ματιά στα παρασκήνια της δημοσιογραφίας, αλλά και μία εικόνα για το τι συμβαίνει στους δρόμους.
Σε αυτό, όπως και σε άλλα τέσσερα βίντεο – κάποια δεκάλεπτα και δεκαπεντάλεπτα – δεν πληροφορούμαστε τίποτα καινούργιο σχετικά με τις φυλετικές διακρίσεις ή τις συνέπειες των διαδηλώσεων (αν και ορισμένες γραπτές ανταποκρίσεις πραγματεύονται τέτοιου είδους θέματα), αλλά παίρνουμε πράγματι μια δυνατή αίσθηση αυτού που συμβαίνει εκεί. Παρακολουθούμε τον όγκο των διαδηλωτών έξω στο δρόμο και τις προκλητικές χειρονομίες στους αστυνομικούς, το πρόσωπο ενός κατοίκου της Βαλτιμόρης μούσκεμα από τον ιδρώτα ενώ προσπαθεί να διώξει τα Μέσα ενημέρωσης, και την αθόρυβη εκφοβιστική παράταξη των μονάδων καταστολής.
Το δελτίο του HBO θα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση όσον αφορά την ικανότητα του Vice στην παρουσίαση ειδήσεων μέχρι στιγμής. Το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων είναι ένα τελείως διαφορετικό «θηρίο» από το γύρισμα ντοκιμαντέρ και online βίντεο για τα οποία είναι εκπαιδευμένο το προσωπικό του Vice. Είναι μια αυστηρή φόρμα υπό αδιανόητα πιεστικούς χρόνους και θα αποτελεί την πιο παραδοσιακή παραγωγή που έχει κάνει ποτέ το Vice. Η ευελιξία του διαδικτύου να παρακάμπτει τη σειρά των ειδήσεων και να βγάζει θέματα οποιουδήποτε μήκους και διάρκειας, εδώ θα χαθεί. Θα πρέπει να αποκτηθεί η τεχνογνωσία που απαιτείται να παράγει κανείς καθημερινά τηλεοπτικά δελτία. Και το Vice News θα πρέπει να αυξήσει την παραγωγή σε όλο τον κόσμο. Το καλύτερο θέμα του Vice ως τώρα ήταν Το Ισλαμικό Κράτος, για το οποίο ο ρεπόρτερ Medyan Dairieh κατάφερε το πρωτοφανές, να ενσωματωθεί για τρεις εβδομάδες στο ISIS, ωστόσο είναι πιο κοντά στη φόρμα του ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους παρά σε μετάδοση για το δελτίο.
«Νομίζω ότι μπορείτε να διατηρήσετε την προσέγγιση και το στιλ του Vice News και να τα προσαρμόσετε στη φόρμα του καθημερινού δελτίου, και πιστεύω ότι αυτό ακριβώς ζητά το HBO», εκτιμά ο Kevin Sutcliffe, επικεφαλής του Vice News για τις χώρες της ΕΕ. «Είναι σαφές ότι ο κύκλος των ειδήσεων, η ειδησεογραφική ατζέντα, θα αποτελέσουν ένα πολύ σημαντικό μέρος του προγράμματος. Πώς θα το διαχειριστούμε, τι είδους προσέγγιση θα έχει το Vice News, νομίζω, είναι το βασικό ζήτημα που μας απασχολεί».
Το Vice μπορεί να είναι γνωστό για το νεύρο του, αλλά υπάρχει κάτι στη μετάδοση των ειδήσεων που είναι εγγενώς προσεκτικό και σοβαρό. «Ως κουλτούρα έρχεται σε αντίθεση με όσα έχει κάνει το Vice τα τελευταία 20 χρόνια», δηλώνει μέλος της συντακτικής ομάδας του Vice. «Δε θα έλεγα ότι το ειδησεογραφικό είναι το αποπαίδι της οικογένειας, υπάρχει όμως σαφής διαφορά ανάμεσα στον τομέα των ειδήσεων και το υπόλοιπο κτίριο».
Ο Danny Gold, γνωστός ρεπόρτερ του Vice News, απεσταλμένος σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, αναφέρει την πρώτη συζήτηση που είχε με τον αρχισυντάκτη του: «Θυμάμαι τον ρώτησα “Θέλεις να κάνουμε κάτι που θα μπορούν να παρακολουθούν άνθρωποι σαν τον πατέρα μου;”. Και η απάντηση ήταν “Ναι”. Αυτό με κέρδισε».
Ο Sutcliffe ήταν φειδωλός σχετικά με το πώς σχεδιάζει το Vice να προσαρμόσει τη διαδικτυακή γλώσσα στο τηλεοπτικό δελτίο, απλώς έδωσε μια ιδέα λέγοντας ότι δεν είναι απαραίτητο να ακολουθηθεί η πεπατημένη ενός ημιώρου που τα πιάνει όλα. «Ασφαλώς υπάρχει ένα κοινό που περιμένει να ενημερωθεί τη συγκεκριμένη ώρα, αλλά όλο και περισσότερο οι άνθρωποι ενημερώνονται πλήρως καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας» τονίζει. Από το HBO είπαν πως ο πρόεδρος του προγράμματος Michael Lombardo δεν είχε χρόνο να μιλήσει στο CJR.
Οι ειδήσεις είναι ένα σημαντικό εργαλείο για το χτίσιμο μιας μάρκας, ειδικά για ένα μέσο που θέλει ν’ αποβάλει την εικόνα του κακού παιδιού. Αλλά είναι επίσης ένα εμπόρευμα. Ο Sutcliffe παραδέχεται ότι το Vice News μπήκε στην αγορά «εξοπλισμένο» με το νεανικό κοινό που έχει κατακτήσει από τα άλλα κανάλια της εταιρείας. «Ήμασταν απόλυτα βέβαιοι πως υπάρχει ένα μεγάλο κοινό που διψάει να μάθει τι συμβαίνει στον κόσμο» λέει. «Απλώς δεν τους μιλούσε κανείς στη γλώσσα που καταλαβαίνουν».
Δεν μαθαίνουμε από τον Sutcliffe πώς το Vice News βγάζει χρήματα ή αν είναι κερδοφόρο, ενώ υπάρχουν κάποιες διαφημίσεις που τρέχουν και χορηγίες εκπομπών. «Ο πρώτος χρόνος είναι για να αυξήσουμε το κοινό» λέει.
Αν κάποιος μπορεί να κάνει τη νέα γενιά να δει ειδήσεις στην τηλεόραση, είναι το Vice. Όχι όμως επειδή η προσέγγισή του στην ενημέρωση διαφέρει τόσο πολύ. Ορισμένες παραγωγές έχουν πιο πολλά κοινά με παραδοσιακά Μέσα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, συμπεριλαμβανομένης της κατηγορίας των αποστειρωμένων συνεντεύξεων – με τον πρόεδρο της Παγκόσμιας Τράπεζας Jim Yong Kim ή τον ηγέτη του καναδικού Φιλελεύθερου Κόμματος Justin Trudeau – που θα μπορούσαν να μεταδοθούν σε οποιοδήποτε κανάλι. Εντούτοις, το Vice ξέρει να μιλά τη γλώσσα που συγκινεί το κοινό του. «Πρέπει απλώς να ξέρεις να λες ιστορίες με μια φωνή που μπορούν ν’ ακούσουν οι νεότεροι», λέει η Shin της Manatt Digital Media.
*
ΙΣΩΣ Η ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ αλλαγή του Vice ήταν ότι έπαψε να προσπαθεί να δείχνει τρέντι – «η Βίβλος του χίπστερ», έλεγαν την εποχή του εντύπου – αλλά προσπαθεί να φαίνεται αυθεντικό. Το κοινό μπορεί να μην εμπιστεύεται τα Μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά σε μια εποχή που βομβαρδίζεται με πληροφορίες χρειάζεται κάποιον να επιμελείται υπεύθυνα την ειδησεογραφία. Ένα βίντεο που φαίνεται αληθινό αγγίζει το θεατή, διαπερνά το θόρυβο του διαδικτύου, και κυκλοφορεί πολύ στα σόσιαλ μίντια.
Οι διαφημιστές, επίσης, εκλιπαρούν για αυθεντικότητα, και η διαφήμιση ήταν ανέκαθεν στον πυρήνα του Vice. Μπορεί να έχει τη μορφή video ad, που σύμφωνα με τα στοιχεία πλέον καλύπτουν το 27% της διαφημιστικής δαπανής, ή χορηγίας ολόκληρων εκπομπών ή σελίδων. Η εταιρεία στρωμάτων Casper, για παράδειγμα, είναι χορηγός podcast στο Motherboard, τον τεχνολογικό ιστότοπο του Vice, ενώ η Intel του The Creator’s Project, ενός vertical για το μέλλον της τέχνης.
Η ειδησεογραφική ζώνη του Vice έχει ως επί το πλείστον αποφύγει τη χορηγία εκπομπών, εκτός από το The Business of Life, εκπομπή προσωπικής οικονομικής διαχείρισης από την Bank of America, και το On the Line, στην οποία το Skype πληρώνει το Vice για να χρησιμοποιεί την τεχνολογία του. Το On the Line, μία εβδομαδιαία ζωντανή εκπομπή στο YouTube όπου ο κόσμος χρησιμοποιεί το Skype για να συνομιλήσει με τους δημοσιογράφους του Vice σχετικά με πρόσφατα δημοσιεύματά τους, ενισχύει την αξιοπιστία του μέσου και το γόητρο των δημοσιογράφων. Ωστόσο, η μοναδική αναφορά στον χορηγό γίνεται με ένα μόνο μήνυμα, «Με την υποστήριξη του Skype», στη συνοπτική επισκόπηση του On the Line στον ενημερωτικό ιστότοπο του Vice. Τα τρέιλερ της εκπομπής, οι περιγραφές του YouTube και, κυρίως, η ίδια η ζωντανή εκπομπή, δεν κάνουν καμία αναφορά στον χορηγό, παρόλο που το λογότυπό του υπάρχει στην επάνω αριστερή γωνία της οθόνης κάθε φορά που κάποιος πραγματοποιεί μία βιντεοκλήση. Το Vice δεν ανταποκρίθηκε στα επανειλημμένα αιτήματα για σχολιασμό.
Στο σημερινό περιβάλλον χορηγούμενου περιεχομένου, δεν λείπουν τα μπερδέματα ανάμεσα στο διαφημιστικό και το δημοσιογραφικό επιτελείο. Το BuzzFeed μπήκε σε μπελάδες τον Απρίλιο, όταν λογόκρινε δύο θέματα που επέκριναν τη διαφημιστική καμπάνια του Dove, ενώ η Unilever, στην οποία ανήκει το Dove, ήταν χορηγός περιεχομένου της σελίδας. Η αντίδρασή του όμως ήταν πολύ διαφορετική. Στον απόηχο του σκανδάλου, ο συντάκτης Ben Smith έστειλε ένα υπηρεσιακό σημείωμα το οποίο ανάρτησε και στο Twitter. «Τα έκανα θάλασσα», έγραψε, και επανέφερε τις αναρτήσεις. Αυτός και ο ιδιοκτήτης του BuzzFeed Jonah Peretti κάθισαν κι έδωσαν συνέντευξη 8.000 λέξεων στον J.K. Trotter του ιστοτόπου Gawker.
Αντιθέτως, όταν μίλησα με τον Charles Davis, τον πρώην συντάκτη του Vice που διαχειρίστηκε το δημοσίευμα για το NFL, μου είπε ότι ακόμα δεν γνωρίζει γιατί θάφτηκαν τα θέματά του. Ομοίως, ο Jason Prechtel του διαδικτυακού περιοδικού Gaper’s Block στο Σικάγο ανέφερε ότι το Vice δεν απάντησε ποτέ πλήρως στα ερωτήματά του σχετικά με το ντοκιμαντέρ κατά των συμμοριών που χρηματοδοτήθηκε από το “Dishonored”, το βιντεοπαιχνίδι που ζητά εκδίκηση. Εκείνες τις μέρες, το Vice δεν απάντησε δημόσια στους ισχυρισμούς της ομάδας Cure Violence ότι δεν είχαν ενημερωθεί πως το ντοκιμαντέρ θα χρησιμοποιούνταν για την προώθηση ενός βιντεοπαιχνιδιού. «Η χρήση από το Vice ενός “συνεργάτη επικοινωνίας” και εκπροσώπου Τύπου αντί να με αφήσουν να μιλήσω με τους κινηματογραφιστές του Eye For an Eye, είναι ακριβώς η κίνηση που θα περίμενε κανείς από μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων και όχι από ένα ειδησεογραφικό μέσο που πιστεύει στη διαφάνεια και τη λογοδοσία», έγραψε ο Prechtel σε μέιλ προς το CJR.
Για το Vice, οτιδήποτε αμαυρώνει την αυθεντικότητά του δεν είναι απλώς ένα κακό δημοσίευμα, αλλά ένα πλήγμα στα θεμέλια της αξιοπιστίας του ως εταιρείας. Αυτή τη στιγμή, η εταιρεία ανθεί: μία επιχείρηση πολλών εκατομμυρίων δολαρίων που συνεχίζει να χαρακτηρίζεται «φωνακλάδικη» και «εριστική». Αυτή είναι η ειρωνεία και η αντίφαση του Vice. Για να διατηρήσει την παρουσία του ως αυθεντικό προϊόν – σε εργαζόμενους, θεατές, επενδυτές και Μέσα ενημέρωσης – χρειάζεται να είναι επαναστατικό αλλά συνάμα άξιο εμπιστοσύνης, να έχει την αξιοπιστία των New York Times με τη στάση ενός τύπου στο μπαρ. Το Vice θα πρέπει να ισορροπήσει αυτές τις συχνά αντιφατικές ιδιότητες, καθώς η εταιρεία έχει ανοίξει το βήμα της προς το μέλλον ως ένας αξιόπιστος μιντιακός κολοσσός.