«Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι’ έρμο»[1]
Συνέντευξη στον Βασίλη – Περικλή Μουρδουκούτα*
Ο Χρήστος Μποκόρος γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1956. Σπούδασε νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (1975-1979) και ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1983-1989). Έχει εκπροσωπήσει επανειλημμένως την Ελλάδα και έχει διακριθεί σε διεθνείς διοργανώσεις.
Το 1992 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο του 24ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ζωγραφικής στην Cagnes-sur-Mer στη Γαλλία και ένα χρόνο αργότερα τιμήθηκε με το Βραβείο της Πόλης Saint-Paul de Vence στο πλαίσιο της 13ης Μπιενάλε Μεσογείου στη Νίκαια. Στις 13 Δεκεμβρίου 2016, αναγορεύτηκε επίτιμο μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας Τεχνών, μια σπουδαία τιμή για τον καλλιτέχνη αλλά και για την Ελλάδα.
Έχει εκθέσει σε πολλές χώρες του κόσμου. Έργα του βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός της Ελλάδας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Κυριακή μεσημέρι. Η Καστέλλα λουσμένη στο φως. Είχα λίγο χρόνο ακόμη. Προτίμησα να περπατήσω. Με «μάγευε» τούτος ο λόφος από μικρό. Αφέθηκα στη μνήμη και στις εικόνες. Ο Τρελαντώνης και οι σκανδαλιές του (ποιος να φανταζόταν ότι θα «συναντιόταν» κι εδώ με τον ζωγράφο), οι Ενετοί και ο Σύλλας, αλλά και οι επαναστάτες: ο ανυπότακτος – διάβολος κι άγγελος μαζί – Καραϊσκάκης και ο αρχαίος παππούς του ο Θρασύβουλος, κι ακόμη πιο παλιά ο μυθικός Μούνιχος απ’ τη Θράκη, και η θεά της πλάσης η Άρτεμη. Βάδιζα μέσα στους αιώνες, νοερά, δίχως μέτρο. Στο πλάι μου ή λίγα μέτρα πιο πίσω, τα ερωτήματα, τα θεμελιώδη. Η ζωή, η μνήμη, ο νόστος, τα άδηλα, τα στοιχειώδη, εκείνα που ορίζουν το γίγνεσθαι. Γι’ αυτά θα μιλούσα μαζί του. Με έναν από τους κορυφαίους εν ζωή Έλληνες ζωγράφους. Δύσκολο, απαιτητικό. Αλλά ταυτόχρονα χάρισμα και ευ-τυχία. Είχα φθάσει. Κοντοστάθηκα. Πήρα μία ανάσα. Κοίταξα πίσω, το θάμβος του ορίζοντα. Διαύγεια, σθένος, όνειρο κι απαντοχή. Χτύπησα το κουδούνι.
Πότε ξεκινά η ζωγραφική για τον Χρήστο Μποκόρο;
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τη ζωγραφική από τη ζωή. Ζωγραφίζω από μικρό παιδί. Από τότε, παιδί, πριν πάω σχολείο, ζωγράφιζα προσηλωμένος. Βλέπω τα δικά μου παιδιά, σήμερα, τώρα, πόσο προσηλωμένα είναι όταν ζωγραφίζουν, πολλές φορές τα ζηλεύω. Εγώ τώρα πια ξεφεύγω και κάποιες στιγμές.
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τη ζωγραφική από τη ζωή. Εξάλλου, λόγω έλλειψης καλλιτεχνικής παιδείας, έχοντας μεγαλώσει στην επαρχία, δεν έχω καταλάβει και τι ακριβώς είναι η τέχνη. Και ζώντας, προσπαθώ να καταλάβω: τι μπορεί μέσα από τη ζωή να αναδειχθεί ως τέχνη;
Το άλλο είναι χάρισμα. Δωρεά. «Δωρεάν ἐλάβετε, δωρεάν δότε».[2] Τι ακριβώς λάβατε; Ούτε το ξέρεις. Η πράξη θα το δείξει. Το αποτέλεσμα. Στο μέτρο που το αποτέλεσμα κοινωνεί μέσα σε ένα κοινό. Γιατί η ζωγραφική είναι μοναχική διαδικασία. Αλλά το ζητούμενο είναι απευθυντέο: απευθύνεται σε μία κοινότητα. Αλλιώς, τι νόημα έχει η τέχνη;
Πως επιλέγει ο ΧΜ τα ουσιώδη, τα κεντρικά αντικείμενα της ζωγραφικής και της τέχνης του;
Το αυτεξούσιον του ανθρώπου. Μεγάλο μέρος της ζωής μου, πίστευα ότι επιλέγω. Έλεγε η γιαγιά μου και η μάνα μου: «δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω μόνο». Άρα, θα έπρεπε να βάλω τα δυνατά μου, να διευρύνω τους ορίζοντες των δυνατοτήτων μου. Τα τελευταία χρόνια δεν το πολυπιστεύω. Θυμάμαι κι έναν στίχο που μου απήγγειλε ο πατέρας μου. Τον λέω συνήθως στις ξεναγήσεις.
Μὴ θαρρεῖς τὸ πανί σου μπορεῖς νὰ βαστάξεις,
ὅπου θέλει τὸ κῦμα μαζί του θ᾿ ἀράξεις.
Τί γυρεύεις, τί θέλεις μὴ κι ἐσὺ τὸ γνωρίζεις;
Ἔχεις πιάσει ποτέ σου τὸ τί κυνηγᾷς;
Μή ῾που σπέρνεις καλὸ τὸ κακὸ δὲ θερίζεις;
Δὲ σκοντάβεις σὲ ρώτημα σ᾿ ὅτι ρωτᾷς;
Ὅτι σ᾿ ἔχει μαγέψει κι ὅτι σοῦ ῾χει γελάσει,
τό ῾χεις μόνος κερδίσει, μοναχὸς ἑτοιμάσει;[3]
Άρα; Τι επιλογές να κάνω; Η ζωή είναι χάρισμα. Μας έχει επιλέξει. Μας έχει επιλέξει να είμαστε εδώ.
Είναι και χρέος η ζωή;
Εάν δεν είναι χρέος το χάρισμα, τότε τι είναι χρέος; Το χάρισμα είναι κάτι που σου χαρίστηκε. Όταν κάτι σου χαρίζεται, κάτι πρέπει να αντιπροσφέρεις σε αυτό. Να δείξεις ότι το καλοδέχεσαι, το απο-λαμβάνεις. Εκεί είναι η δυσκολία. Τι θα αντιδωρίσουμε στο χρέος;
Τη ζωγραφική την απο-λαμβάνει ο ΧΜ; Τη δική του ζωγραφική.
Κοίτα. Δεν είναι εύκολο να αντιχαρίσεις κάτι. Θέλει κόπο, πειθαρχία. Υπομονή. Ψάξιμο: να βρεις τον στόχο. Προσήλωση. Συγκέντρωση και καλή τύχη. Πώς αλλιώς μπορεί να πει κανείς ότι απο-λαμβάνει τη ζωή; Αράζοντας κάπου; Χαζεύοντας τον κόσμο; Πόσο μπορείς να την απο-λαμβάνεις έτσι;
Εξάλλου, σκέφτομαι, κάποιες φορές, και λέω: απολαμβάνω μία μπουκιά ψωμί. Πότε; Όταν είμαι πολύ κουρασμένος κι όταν έχω φτάσει να πεινάω. Αλλιώς δεν θα απολαύσω τίποτε. Είναι αλληλένδετος ο κόπος και ο μόχθος με την απόλαψη. Είναι αλληλένδετος ο πόνος με την ευχαρίστηση. Είναι αλληλένδετο το σκοτάδι με το φως και η νύχτα με την ημέρα. Κι όπως έλεγε ο παππούς ο Ηράκλειτος: «Ἥλιος ἅπτεται καὶ σβέννυται μέτρα».[4]
Το κοινό: όλοι όσοι κοινωνούν με τη ζωγραφική του ΧΜ, τι απο-λαμβάνουν από αυτή τη ζωγραφική; Τι απο-λαμβάνουν με αυτή τη ζωγραφική ή σε αυτή τη ζωγραφική;
Δύσκολα τα ρωτάς. Πού να ξέρω τι μπορεί να απολαμβάνουν. Δεν είναι αυτό που με απασχολεί. Ξέρω ότι η ζωγραφική είναι απευθυντέα. Καταλαβαίνω τον κόσμο που έρχεται στις εκθέσεις και στις ξεναγήσεις. Έχει μία έντονη και σεβαστική περιέργεια. Μέχρις εκεί.
Δεν πιστεύω ότι επικοινωνούμε με τα έργα. Ούτε αναζητώ να με καταλάβουν οι θεατές των έργων. Τα έργα από την ώρα που εκτίθενται είναι ενήλικα και κυκλοφορούν ακηδεμόνευτα. Δεν είμαι κηδεμόνας των έργων. Ό,τι είχα να κάνω το έκανα. Ό,τι είναι να το κάνουν αυτά, θα το κάνουν. Ό,τι είναι να φανεί, θα φανεί.
Δεν ψάχνω να βρω τι θα θέλανε οι θεατές. Αυτό που με προβληματίζει και με βασανίζει και είναι το συνεχές μου ερώτημα, είναι το τι μπορεί να μας ενώνει. Σε τι μπορούμε να κοινωνήσουμε. Να συν-χωρέσουμε και να συγχωρεθούμε. Και από τη μεριά μου, το πώς θα το παραστήσω αυτό ἐν δόξῃ. Διότι αυτό που είναι εν τέλει κοινό, μόνον ἐν δόξῃ μπορώ να το αντιληφθώ: ως κάτι πολύ σπουδαίο.
Δεν πιστεύω αυτή την πολλαχώς επιβαλλόμενη απάτη του ατομικού ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν είναι ατομικός. Ο άνθρωπος κατάγεται και συμπεριφέρεται. Κατάγεται από άλλους ανθρώπους, συμπεριφέρεται ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Και οποιαδήποτε πράξη μας έχει νόημα, στο μέτρο που κοινωνεί σε ένα κοινό, σε έναν κόσμο. Ακόμη και η μετοχή η δική μας στον κόσμο, στον σύνολο κόσμο – δεν εννοώ μόνον τους ανθρώπους – στη φύση. Αυτός είναι ο κοινός μας τόπος, ο τόπος που οι πράξεις αποκτούν νόημα. Η ζωή. Και είναι χάρισμα η ζωή μας. Σπουδαίο πράγμα.
Η φύση για τον ΧΜ τι είναι; Τι θέση κατέχει; Ποια είναι η σχέση της με τα έργα του;
Δεν έχει σχέση η φύση με τα έργα μου. Και εγώ φύση είμαι. Και η κακιά μου φύση, φύση είναι. Το θέμα είναι, τι θα διαλέξω; Πάλι επιλογή. Την κακιά; Την εύκολη; Νομίζω ότι όλος ο δυτικός μας πολιτισμός, τυπικά τουλάχιστον, στηρίζεται στη βασική επιλογή του Ηρακλή. Στην εκλογή του δρόμου της αρετής. Βέβαια όποιος θέλει τον ακολουθεί. Μπορείς να ακολουθήσεις και την εύκολη λεωφόρο. Κανείς δεν κατηγορεί την αδυναμία. Ποιος αναμάρτητος θα μπορούσε άλλωστε; Μόνον ως επηρμένος Φαρισαίος μπορείς να το κάνεις. Αλλά άπαξ και διαλέξεις εκείνον το δρόμο, θα βασανίζεσαι. Και εκείνος ο δρόμος δεν είναι καν δρόμος. Εσύ θα τον ανοίξεις. Είναι μοναχική η αναζήτηση της κοινότητας. Αλλά, όταν συν-ευρεθεί, μεγαλουργεί. Πάντα εν κοινωνία μεγαλουργούμε. Ένας κούκος δεν φέρνει την Άνοιξη.
Υπάρχουν στιγμές που ο Χρήστος απομακρύνεται και θέτει ερωτήματα στον Μποκόρο; Σε εκείνον που βλέπουν, παρατηρούν, σκέπτονται οι άλλοι για εκείνον; Ξεκινά ποτέ να συνομιλεί με αυτόν; Τον κρίνει;
Κοίταξε, είναι φαρμάκι ο αναστοχασμός. Εύκολα και απολαυστικά βουλιάζεις σε μία δοξαστική εικόνα. Αλλά ο εαυτός και η μοναξιά καραδοκούν. Όταν λέω ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικός, δεν λέω ότι δεν έχει επίγνωση της μοναξιάς του. Άλλωστε η κοινωνία, είναι η σωτηρία της μοναξιάς, η μόνη. Γιατί ο ίδιος μας ο εαυτός δεν μας σώζει. Πολλοί άνθρωποι, στις ξεναγήσεις, το βλέπω αυτό και στις εκθέσεις, νομίζουν ότι στα έργα μου συναντούν το φως. Εγώ το ξέρω από την πίσω πλευρά: το σκοτάδι. Αλλά έχουμε και μία τάση τώρα, που πολλές φορές είναι κουτσομπολίστικη εν τέλει, να ψάχνουμε τον άνθρωπο πίσω από το έργο. Μα το έργο είναι αυτό στο οποίο πρέπει να κοινωνήσουμε, όχι ο άνθρωπος. Η πράξη μας είναι αυτή η οποία μας κοινωνεί στον κόσμο.
Και τι άλλο είναι ο άνθρωπος εκτός από το έργο; Οι προετοιμασίες του; Οι δυσκολίες του; Οι έρευνες; Η αναζήτηση; Άσε εκείνο του Πικάσο, που έλεγε: «εγώ δεν ψάχνω, εγώ βρίσκω».[5] Βλέπω πολλές φορές να εκδίδονται πράγματα σαν «σπουδή στο τάδε, σπουδή στο δείνα». Δυσκολεύομαι να το αποδεχτώ. Ε, όταν τελειώσεις με τη σπουδή, δείξ’το.
Σε αυτά τα έργα που δείχνουν το φως μες το σκοτάδι, μπορεί η σύγχρονη κοινωνία της λάμψης, των αστραφτερών προσώπων, αντικειμένων και εικόνων, η λουσμένη στα φώτα της δημοσιότητας και στην εκτυφλωτική τους δύναμη, να βρει μια αλήθεια δική της; Μπορεί να δει και να απολαύσει λίγο από το πραγματικό, αλλά σπάνιο τελικά, φως;
«Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι’ έρμο».[6] Πάντα έτσι ήταν.
Αλλά, λες τώρα, η σύγχρονη κοινωνία. Εγώ δεν είμαι σύγχρονος; Έχουμε παρεξηγήσει από τον βομβαρδισμό της ενημέρωσης την έννοια του σύγχρονου. Σύγχρονο κάποιοι θέλουν να μας πείσουν ότι είναι το trendy, η μόδα, δεν είναι αυτό η συγχρονία. Οι μόδες αλλάζουν τα ονόματα και οι λέξεις αλλάζουν, η ουσία μένει. Για μένα ζητούμενο είναι αυτή η ουσία.
Ο άνθρωπος ένα πράγμα θέλει. Όχι το καινούργιο απόκτημα της τεχνολογίας. Θέλει: «ίνα μη αποθάνη», άλλο δεν θέλει, με ό,τι προσχήματα κι αν προσπαθεί να το επιδιώξει. Αυτό είναι που επιδιώκει. Και πολλές φορές, αυτοπλανάται με το να βολεύεται σε μερεμέτια και μπαλώματα, κρύβοντας τα βασικά προβλήματα κάτω από το χαλί, αλλά δεν τα καταφέρνει εν τέλει. Πάντα θα ενοχλούν τα βήματα του αυτά, τα κρυμμένα κάτω απ’ το χαλί.
Κι όλη αυτή, η επιβολή της νεωτερικότητας, μου φαίνεται σαν ποδηγέτηση του ίδιου μας του εαυτού. Η εξέλιξη , η πρόοδος είναι φυσικό χαρακτηριστικό της ζωής. Το γίγνεσθαι. Οὐκ εν τῷ αὐτῷ ποταμῷ δὶς βαίην.[7]
Αυτό δεν μπορεί να είναι ο στόχος μας, αυτό είναι γεγονός. Εμείς πρέπει να βρούμε τον στόχο μας. Τι θα κάνουμε μέσα σε αυτό το γεγονός της συνεχούς προόδου;
Η πρόοδος και η ανάπτυξη και η εξέλιξη δεν είναι πάντα επ’ αγαθώ και δεν είναι πάντα προς το καλύτερο. Δεν υπάρχει καλύτερο. Το καλό οφείλουμε να ανακαλύπτουμε, είτε στην Άνοιξη, είτε στο Καλοκαίρι, είτε στον Χειμώνα, είτε στο Φθινόπωρο που εναλλάσσονται. Το καλό είναι αυτό που οφείλουμε να προσδοκούμε, είτε στο φως, είτε στο σκοτάδι που εναλλάσσονται.
Δεν μπορούμε να βολευτούμε μονομερώς στον κόσμο. Να βρούμε ένα απάγκιο και να τελειώνουμε. Να πούμε σκέφτηκα και έλυσα το πρόβλημα της αρετής, της ηθικής, της αξίας. Στο επόμενο βήμα, την επόμενη στιγμή; Δεν θα ξανα-τεθεί το ερώτημα; Δεν θα χρειαστεί να ξανα-απαντήσουμε; Δεν ξεμπερδεύουμε με τη ζωή. Τουλάχιστον όχι τόσο εύκολα.
Η μεγάλη ζωγραφική ποια είναι για σένα; Με αυτή τι έχεις κοινωνήσει; Εσύ σαν καλλιτέχνης.
Υπάρχει μεγάλη ζωγραφική που μου είναι αδιάφορη. Αλλά έχω περάσει πολλούς έρωτες εκεί. Και απογοητεύσεις. Πολλά πράγματα με έχουν θαμπώσει. Και πολλά πράγματα με έχουν διδάξει. Υπάρχουν επίσης πολλά πράγματα που με δίδαξαν χωρίς απαραίτητα να με θαμπώσουν. Θέλω να πω ότι υπάρχουν πράγματα που μου φαίνονταν αδιάφορα στην αρχή και, κάποια στιγμή, ανακάλυψα μέσα σε αυτά υψηλά νοήματα που δεν τα είχα προσεγγίσει με την πρώτη ματιά.
Τον καιρό της σχολής Καλών Τεχνών, θαύμαζα τον Βερμέερ. Όχι τόσο πολύ τον Ρέμπραντ. Τον Ρέμπραντ τον ανακάλυψα μετά, όταν κατάλαβα ότι αυτό που ζωγραφίζει είναι το φως. Όπου είναι φως, είναι παστωμένες οι πινελιές. Όπου είναι σκοτάδι, είναι σφουμάτο, αδιάφορο. Το φως έψαχνε. Δεν με ενδιέφερε η θεματολογία του στην αρχή. Αλλά, στη συνέχεια, είδα ότι η τέχνη του είναι σπουδαία: έψαχνε το φως. Αισθάνομαι μία κοινότητα με τον Ρέμπραντ, τον αισθάνομαι σαν παππού.
Και με τον Βερμέερ επίσης. Ήταν τόσο παραστατικός. Θυμάμαι, είχα πάει στο Λούβρο να δω την «Dentellière».[8] Το βελόνι δεν είναι ζωγραφισμένο, αλλά νομίζεις ότι υπάρχει. Με γοήτευε αυτό.
Αλλά αυτά που με γοήτευαν πιο πολύ ήταν τα σχέδια του Τζιακομέτι, ήταν τα έργα του Ρόθκο. Τα έβλεπα από αναπαραγωγές κι αυτά. Πήγα πριν από κάποια χρόνια στο Λονδίνο να δω τα έργα του Ρόθκο από κοντά. Μου έλεγαν, πρέπει να δεις από κοντά τη ματιέρα του, το φως που υποφώσκει. Τα είδα από κοντά σε ημίφως, προστατευμένα. Δεν θαύμασα αυτά που με προτρέπανε να δω. Εκεί, στο ημίφως, κατάλαβα την αγωνία του. Αντιλήφθηκα το κενό. Και τον αισθάνθηκα σαν έναν ξάδερφο μεγάλο. Στην αγωνία η συγγένεια και στο κενό.
Το ίδιο και με τον Τάπιες (Antoni Tàpies, 1923-2012). Επί χρόνια περιφρονούσα την ακατανοησία του. Μέχρι που είδα κάποτε ένα έργο του και όλο μου τράβαγε το μάτι. Τι μου τράβαγε το μάτι; Με τράβαγε η απλότητα της ύλης, η σιωπή. Να, αυτά με έμαθαν πράγματα. Δεν είναι μόνον ο Λοπέζ που τον θαύμαζα επί χρόνια, εξάλλου δεν νομίζω ότι τα έργα μου μοιάζουν με τα δικά του.
Μαζί με αυτά είναι οι αρχαίες ζωγραφιές. Αυτές που έβλεπα, πρώτα από όλα, στις αρχαίες εκκλησίες που με τράβαγε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει εκεί την ιστορία του τόπου. Με έπαιρνε μαζί του και έβλεπα ζωγραφιές σε τοίχους. Ίσως είναι και οι πρώτες αυθεντικές ζωγραφιές που είδα.
Ύστερα είναι τα πορτρέτα του Φαγιούμ. Σ’ αυτά αναγνωρίζω ανθρώπους καθημερινούς, δικούς μου. Αισθάνομαι μία συγγένεια, μία συνάφεια με αυτά τα έργα. Αυτή τη συνάφεια που δεν αισθάνθηκα με τη μεγάλη ζωγραφική, των τιμώμενων αρχόντων και ηρώων, όλα αυτά τα έργα με τις όμορφες και τους όμορφους. Τα έβλεπα, τα αποδεχόμουν, ήταν και είναι σπουδαία, ωραία, εντυπωσιακά. Αλλά, δεν ένοιωθα αυτή τη συγγένεια που ένοιωσα με αυτά τα πορτρέτα, τα οποία ήταν νεκρικά. Προσωπεία θανάτου που σταματούσαν όμως τον χρόνο και διασώζανε την εικόνα. Την κρατούσαν ζωντανή, τη διέσωζαν από τη λήθη, για να την εγκαταστήσουν στο αντίθετό της, στην αλήθεια, την αλήθεια της εικόνας. Τότε σκεφτόμουν ότι αυτή η ζωγραφική μου υποδείκνυε το νόημα της ζωγραφικής γενικώς, να αναστρέψει το μνήμα και να το κάνει μνημείο. Να προβάλει το αίτημα της αθανασίας, να μετέχει στην αιωνιότητα.
Στα έργα μου προσπαθώ να αποδώσω εν δόξη αυτό που μπορεί να αναγνωρίζει ως υψηλό και κύριο η κοινότητα στην οποία υποτίθεται ότι βρίσκομαι. Ουσιαστικά μία έμπρακτη αρχαιολογία καταγωγής είναι όλο αυτό. Εξάλλου η τελευταία έκθεση λέγεται νόστος.
Τι σημαίνει νόστος; Είναι προορισμός ή καταγωγή;
Νόστος εκ του νεόμαι, έρχομαι. Πάω μπροστά, προχωράει η ζωή. Προχωράω μπροστά, αλλά αναζητώντας καταγωγή. Έρχομαι, αλλά από πού έρχομαι; Αυτή την ταυτότητα δεν αναζητούμε στη ζωή μας; Κι όσο μεγαλώνουμε, επανέρχεται δριμύτερο το ερώτημα. Ποιος είμαι; Από πού; Ποιο είναι το πρόσωπό μου; Το προς όψιν; Τι έχω να δείξω προς τους άλλους; Ποια είναι η ταυτότητα μου;
Ιδιαίτερα αυτή την εποχή που μας βομβαρδίζουν με τις ετερότητες ως ανθρωπιστικά ιδεώδη. Αλλά το ερώτημα είναι: ποια ταυτότητα θα αποδεχθεί τις ετερότητες; Ποιο είναι το αυτόν και ποιο το άλλο; Τι είναι το κοινό και με ποιους; Είναι σπουδαίες και βασανιστικές αυτές οι επιλογές. Επιλογές που τις παρακάμπτουμε στην τρέχουσα διασκεδαστική μας ζωή.
Διότι το πρότυπο που επιβάλλεται για τη ζωή μας σήμερα είναι διασκεδαστικό και δικαιωματικό. Σαν να τα δικαιούμαστε όλα. Τι δικαιούμαστε; Τα δικαιώματα κατακτώνται, δεν χαρίζονται. Ποιος θα σου χαρίσει την ευζωία; Ποιος θα σου χαρίσει την ευτυχία; Αγοράζεται; Με πραγματάκια λαμπερά;
Σε αυτή την αναζήτηση ταυτότητας που βλέπουμε να αποτυπώνει, να παρουσιάζει και να εκφράζει η ζωγραφική του ΧΜ, τα στοιχειώδη τι ρόλο παίζουν; Είναι τα ελάχιστα και χρειώδη της κοινότητας; Τι συμβολίζουν;
Μακάρι να συμβολίζουν. Συμβολίζω σημαίνει συμβάλλω. Βάζω εγώ το φωτάκι, δηλαδή, ε, βάλ’τε και εσείς το άλλο και θα βγει.
Δεν έχω ερμηνείες. Δεν έχω απαντήσεις. Ερωτήματα θέτω. Αλλά έχω την πεποίθηση ότι οι μόνες απαντήσεις που μπορούμε να πάρουμε από τον κόσμο είναι τα ερωτήματα μας. Ο κόσμος δεν είναι γύρω μας για να μας δίνει απαντήσεις. Εμείς είμαστε εδώ για να θέτουμε τα ερωτήματά μας με τον καλύτερο τρόπο. Όσο καλύτερα θέτουμε το ερώτημα, τόσο καλύτερη είναι η απάντηση που έχουμε ήδη λάβει. Επανάφιξη του ερωτήματος.
Εξάλλου, σκέφτομαι, από την αρχαιότητα του πολιτισμού έως σήμερα, τα ερωτήματα έχουν τεθεί άπαξ. Εμείς τα επαναλαμβάνουμε. Τα επαναλαμβάνουμε και τα εγκαθιστούμε στην αιωνιότητα με το δικό μας παράδειγμα. Το ίδιο ερώτημα: ποιο είναι το νόημα της ζωής. Το δείχνει ο καθένας μας με τις επιλογές του με τις πράξεις του.
Στο μέτρο που η ζωή είναι χάρισμα, οφείλουμε να της ανταποδώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό. Το βρίσκω την πιο σοφή επιλογή. Και είναι και ο μόνος τρόπος για να βελτιωθεί ο κόσμος. Να του προσφέρουμε τον καλύτερό μας εαυτό. Από ποιον θα περιμένουμε την αλλαγή ή το καλό; Από άλλους. Άλλοι θα μας το δώσουν; Αν μας το δώσουν άλλοι, θα είναι δικό μας; Γιατί θα μας το δώσουν οι άλλοι;
Τα φώτα της δημοσιότητας συσκοτίζουν τα πάντα, όπως σαρκαστικά ανέφερε ο Χάιντεγκερ.[9] Τα φώτα της δημοσιότητας είναι σαν ένας προβολέας που χαράζει το σκοτάδι, αλλά γύρω, σε όλο τον κύκλο, στα σκοτάδια τι είναι; Εκεί είμαστε. Αλλά ποιος κινεί τον προβολέα; Εμείς τι κάνουμε εδώ; Ακολουθούμε τους προβολείς που μας κινούνε; Είμαστε χειραγωγούμενα νευρόσπαστα των προβολέων και των φώτων, είναι διασκέδαση η ζωή μας;
Θεωρείς ότι ο κόσμος αναγνωρίζει τη σημασία που έχουν αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα; Ιδιαίτερα στους καιρούς που ζούμε, τα ερωτήματα αυτά μοιάζουν να αποκτούν υπέρτερη αξία;
Τα ερωτήματα που έθετε ο Σωκράτης στη σπουδαία αθηναϊκή δημοκρατία, τα αναγνώριζε η κοινότητά του; Και πώς τα αναγνώριζε; Δίνοντας του κώνειο.
Είναι αντιφατική η ζωή. Ευτυχώς. Το θέμα είναι να μας στριμώξει να πάρουμε την απόφαση. Αυτή είναι η επιδίωξή της. Εμείς προσπαθούμε να διαφεύγουμε διασκεδάζοντας. Αλλά, παραπονιούνται οι άνθρωποι γύρω. Το νόημα της ζωής όμως είναι στο παράπονο; Στο να σερνόμαστε; Στο να ζητάμε επιδοτήσεις, δικαιώματα; Ή να ορθώνουμε εαυτό πολύτιμο, απαλλαγμένο από τα περιττά;
Το ανάστημα. Αυτό είναι το στοιχειώδες. Το ανάστημα που είναι η ανάσταση. Εδώ να αναστηθούμε. Εδώ είναι η αιωνιότητα. Το παρόν μας. Η στιγμή αυτή εδώ. Εάν μετέχουμε στη στιγμή αυτή με συνείδηση αιωνιότητας, ο κόσμος ανασταίνεται. Η ανάσταση του νοήματος.
Από εμάς εξαρτάται. Δεν θα μας δώσουν νόημα άλλα πράγματα, άλλοι άνθρωποι. Εμείς θα γεφυρωθούμε με αυτό το νόημα. Μια γέφυρα είναι η ζωή μας. Μια οδός. Να μας φθάσει απέναντι, να φθάσουμε απέναντι όρθιοι. Πληγωμένοι, βασανισμένοι, πεπτωκώτες, πεφορτισμένοι, κοπιώντες. Αλλά να σταθούμε όρθιοι. «Σα γλιστρώ και πέφτω κάτω και λασπώνομαι», έλεγε εκείνο το παλιό το ανατολίτικο, «βάζω μπρος τα δύο μου χέρια και σηκώνομαι». Αυτό είναι το αίτημα. Και δεν μιλώ για την τέχνη μόνο. Αυτό το αίτημα είναι της ζωής μας. Να ορθώσουμε την κάθε στιγμή μας, τη μέρα μας, Να φτιάσουμε το φαΐ μας, να πούμε μια καλημέρα με χαμόγελο. Και να ξαναθυμηθούμε ότι η οικονομία είναι ένα εργαλείο του ανθρώπου να νέμεται τα του οίκου του. Δεν είναι ο άνθρωπος εργαλείο της οικονομίας. Φτου ξελευθερία.
Απλώς αυτή η ελευθερία είναι βαριά. Θέλει κότσια, θέλει πλάτες, θέλει δύναμη, θέλει αποφάσεις. Δεν είναι αυτή η εύκολη παρεχόμενη ελευθερία του μπορείτε να ταξιδεύετε όπου θέλετε, να αγοράζετε ό,τι θέλετε, να φοράτε ό,τι θέλετε. Αυτά δεν είναι ελευθερία. Ή τουλάχιστον δεν την αναγνωρίζω εγώ ως τέτοια. Αυτά είναι μία συνεχής εξάρτηση. Ναι αλλά πόσο αντεστραμμένα φαίνονται τα ζητούμενα της ζωής και του ανθρώπου.
Και το μέλλον; Ο χρόνος που βρίσκεται μπροστά μας;
Και πού το ξέρουμε;. Ο Βούδας νομίζω είπε ότι το «μεγάλο πρόβλημα των ανθρώπων είναι ότι νομίζουν ότι έχουν μέλλον». Το παρόν υπάρχει. Το παρόν με συνείδηση αιωνιότητας, λέω εγώ. Τι είναι αυτό το παρόν; Το παρόν είναι η μνήμη του παρελθόντος. Ό,τι μένει από το παρελθόν. Τι μου μένει από το παρελθόν; Δεν μου μένει όλο το παρελθόν. Το παρελθόν είναι το προικιό του παρόντος. Το μόνο προικιό που έχω είναι αυτό που μου έχει απομείνει ως μνήμη. Το θέμα είναι αυτή τη μνήμη τι θα την κάνω; Θα την ορθώσω ως μνημείο; Να παγιώσω τον χρόνο; Να πραγματώσω το αίτημα της αθανασίας; Ουσιαστικά πραγματώνοντας τον εαυτό μου.
Αυτή η μνήμη, που αποκτά μνημειώδη χαρακτήρα και γίνεται μνημείο, μπορεί και να καταστεί εμπόδιο; Υπάρχει περίπτωση αυτό το μνημείο να με εμποδίσει στο να ζήσω το παρόν και να ορθώσω το ανάστημά μου;
Εάν τη δεις σαν πισωγύρισμα. Εάν τη δεις σαν προτροπή και επιθυμία να ξαναζήσεις τα παιδικά σου χρόνια σήμερα, τότε θα σε εμποδίσει. Στις μέρες μας, όπου υποτίθεται ότι έχουμε διευρύνει τον χρονικό μας ορίζοντα, συνιστά εξάλλου ένα πολύ προβεβλημένο πρότυπο ζωής. Να ξαναζήσουμε μία δεύτερη εφηβεία. Σαν τις γιαγιάδες που βάφουν τα μαλλιά τους πράσινα, πορτοκαλί, και χρησιμοποιούν μοντέρνες φρασούλες. Απαρνούμενες ουσιαστικά τον εαυτό τους, την ταυτότητά τους, τη ζωή τους. Προσπαθώντας να ενταχθούν σε μία άλλη. Και δεν μπορούν. Δεν γίνεται με τα εμφυτεύματα και τις μασέλες. Κάνουν τη ζωή μας πιο άνετη. Ναι. Αλλά ας έχουμε και τη συνείδηση των ωφελημάτων της τεχνολογίας. Δεν υποκαθιστούν τον σκοπό της ζωής, ούτε το νόημα της ηλικίας. Διευκολύνουν απλώς την καθημερινότητα μας, όχι την εύρεση νοήματος. Είναι μία ακόμη απόρροια του σύγχρονου εγωισμού. Αυτός ο ατομισμός που προωθείται από παντού, φτιάχνει εν τέλει εγωιστές ανθρώπους. Εγωτίσκους που σκέφτονται μόνον τελικά την καλοπέρασή τους. Να ξαναζήσω, λέει, την εφηβεία. Μα μία είναι αυτή. Μία είναι η παρθενία. Εκείνο το τρέμουλο της εφηβείας δεν το ξαναβρίσκουμε. Μία φορά είναι. Ευτυχώς.
Τι ήχους θα έλεγες ότι έχουν οι εικόνες σου; Η ζωγραφική σου;
Μες τη σιωπή τα βλέπω. Σε όλα σιωπή βλέπω. Ωσάν βουβός, ωσάν τυφλός και ωσάν τον λίθο στέκω, όπως το έλεγε εκεί στον Ερωτόκριτο.[10] Όταν σε καταλάβει το θάμβος αυτό. Τι να πεις; Τι να ακούσεις; Σε καταλαμβάνει. Το αποζητάς αυτό το θάμβος στην ολότητά του. Να μείνεις άναυδος, να μετέχεις στο υψηλό, στην ομορφιά. Πώς μετέχεις στον έρωτα; Αναλύοντάς τον; Εάν τον αναλύσεις τον έρωτα, ένα τίποτα μένει. Σαν το κρεμμύδι.
Στα έργα σου μπορεί κάποιος να αισθανθεί το σθένος και την ταπεινότητα, αλλά και την ευημερία του λιτού βίου. Οι εικόνες σου δημιουργούν έναν κόσμο σεμνό και ταυτόχρονα υπερήφανο, έναν κόσμο που διαθέτει ανάστημα. Γνωρίσματα και αξίες που δύσκολα συνταιριάζει ή ασπάζεται κάποιος στους καιρούς μας.
Δεν ξέρω τι ακριβώς κόσμο δημιουργούν οι εικόνες μου. Θα σε γελάσω. Ξέρω όμως ότι η αλαζονεία και η ταπείνωση πάνε μαζί. Όπως η αμαρτία και η μετάνοια. Δοκιμάζοντας, προχωράω.
Ο άνθρωπος, αυτή είναι η απάντηση που πρέπει να δώσουμε στην ερώτηση της Σφίγγας. Ο άνθρωπος, ο τυφλός «τά τ᾽ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ᾽ ὄμματα».[11] Ο άνθρωπος αμαρτάνει και μετανοεί. Το θέμα είναι: πυξίδα έχει; Έχει στοχασμό ηθικό, αισθητικό; Το άκρον άωτον της αισθητικής πιστεύω είναι η ηθική μας στάση στον κόσμο. Αυτό είναι το ζητούμενο και εκεί συνδέονται τα αντίθετα.
Το θέμα είναι να διακρίνεις. Διότι το πρόβλημα μας στην κρίση δεν είναι να την αποφύγουμε. Εδώ μες στην κρίση πρέπει να είμαστε, να κριθούμε, να κρίνουμε και να διακρίνουμε, να προκρίνουμε το υψηλό και το κύριο, το καλό κι αγαθόν.
Αλλά είμαστε πολιορκημένοι και τυφλωμένοι από μία τάση γραμμική προς την αέναη πρόοδο, την αέναη αφθονία. Αυτά είναι ψεύδη. Δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα. Ούτε μπορούμε να διασκεδάσουμε την κρίση. Δεν είναι μονόδρομος τέτοιος, ανοδικός, η ζωή, «ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή».[12] Εξάλλου σκέψου και πώς παρίσταται στην Εικονογραφία, τη μεγάλη τη Βυζαντινή, η Ανάσταση, εις Άδου κάθοδος λέγεται. Κατεβαίνει κάποιος στα σκοτάδια για να αναστηθεί.
Έχουν τεθεί τα ερωτήματα . Έχουμε το χάρισμα να ξαναζήσουμε τα ερωτήματα. Ο προορισμός του ανθρώπου δεν είναι να είναι ευτυχισμένος. Η ευτυχία, όπως πολύ σωστά το λέει η γλώσσα μας, είναι μία καλή στιγμή. Δεν είναι η ζωή ολόκληρη. Το πώς θα κατακτηθεί αυτή η καλή στιγμή είναι ζητούμενο του ανθρώπου. Βέβαια μπορεί πολύ εύκολα να εκπέσει στο ερώτημα: πώς θα μας χαριστεί αυτή η καλή στιγμή. Κι από πού θα την ξεκλέψουμε. Να την αρπάξουμε. Κάτι να κοροϊδέψουμε και να τη βρούμε εμείς. Δεν σώζεται κανένας μονάχος.
Υπάρχουν ισορροπίες άδηλες, «ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων».[13] Εμείς θα χωνέψουμε σ’ αυτή την αρμονία. Δεν μπορούμε να τη χειραγωγήσουμε. Το έργο μας είναι η απάντησή μας. Η ίδια μας η ζωή είναι η απάντηση στη ζωή. Και καθένας μας έχει την ευκαιρία να απαντήσει.
* Ο Βασίλης – Περικλής Μουρδουκούτας είναι διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας (PhD ΕΚΠΑ, Ma University of York), διδάσκει στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και είναι σύμβουλος επικοινωνίας στην V+O Greece.
[1] Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα Β΄ [41].
[2]«Ασθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε», Κατά Ματθαίον, κεφ. 10.
[3] Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, «Άσ’ τη βάρκα…», 11-18. Απλοί τρόποι, 1920.
[4] Βλ. «ὁ ἥλιος οὐ μόνον, καθάπερ ὁ Ἡράκλειτός φησι, νέος ἐφ᾽ ἡμέρηι (ἐστίν, ἀλλ᾽ ἀεὶ νέος συνεχῶς)… ἅπτεται καὶ σβέννυται.» (απ. Β6, Fragmente der Vorsokratiker, επ. H. Diels) και «ἥλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα» (Ηράκλειτος, Περί Φύσεως, απ. 94, Diels-Kranz).
[5] «Yo no busco, yo encuentro». Λέγεται ότι ο Πικάσο έχει εμπνευστεί τη φράση αυτή από ένα απόσπασμα του έργου του Πωλ Βαλερύ Ο Κύριος Τεστ: «Trouver n’est rien. Le difficile est de s’ajouter ce qu’on trouve».
[6] Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα Β΄ [41].
[7] Αναφορά στο γνωστό ρητό του Ηράκλειτου «Ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν εμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ», απ.91, Diels-Kranz.
[8] Γιοχάνες Βερμέερ, «Η Δαντελού», 1669-70.
[9] Αναφέρεται στην τελευταία συνέντευξη του Martin Heidegger στο Der Spiegel, η οποία εκδόθηκε το 1976 (ο Heidegger είχε ζητήσει η συνέντευξή του, την οποία είχε παραχωρήσει δέκα χρόνια νωρίτερα, το 1966, να δημοσιευθεί μετά το θάνατό του, όπως και έγινε). Καταγράφεται επίσης στο Hannah Arendt, Men in Dark Times, εισαγωγή, ix, Νέα Υόρκη: Harvest Books, 1970.
[10] Αναφορά στην αντίδραση της Αρετούσας, όταν βρήκε τη ζωγραφιά που είχε κάνει ο Ερωτόκριτος: «και µες στα µάτια τσ’ ήδωκε φωτιά κι αστροπελέκι, κι ωσά βουβή, κι ωσάν τυφλή, κι ωσάν το λίθο στέκει», Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, στ. 1490-1.
[11] Σοφοκλής, Οιδίπους Τύραννος, στ. 371
[12] Ηράκλειτος, απ. 60, Diels-Kranz.
[13] Ηράκλειτος, απ. 54, Diels-Kranz.s